«Μόλις που προλάβαμε να περάσουμε το δρόμο, τρία λεπτά μετά έπεσε οβίδα... Θα ήμασταν θρύψαλα»
Φοινιώ Σάββα 06:00 - 20 Ιουλίου 2025

«Δώδεκα χρόνων μωρό να ακούς τις σειρήνες, να βλέπεις αλεξιπτωτιστές να πέφτουν από τα αεροπλάνα. Τρομοκρατημένοι βγήκαμε από το σπίτι και ζητούσαμε καταφύγιο και ήμασταν ανήμποροι στο έλεος του εισβολέα. Ο πατέρας μου αγνοείται από το 1974. Αγνοείται ο παππούς, η γιαγιά, η αδελφή του πατέρα μου και τα τρία παιδιά της και τα τρία παιδιά του αδελφού του πατέρα μου. Είναι όλοι συγγενείς πρώτου βαθμού και είναι όλοι αγνοούμενοι».
Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε να περιγράφει την ιστορία της η Ιφιγένεια Παπακωνσταντίνου, η οποία σε ηλικία δώδεκα ετών βίωσε τη φρίκη του πολέμου. Πενήντα ένα χρόνια πριν, εκείνο το μοιραίο πρωινό του μαύρου καλοκαιριού του 1974, η Ιφιγένεια και η οικογένειά της, όπως και χιλιάδες άλλοι, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους για να σωθούν από τους Τούρκους εισβολείς. Άφησαν πίσω τα πάντα και έφυγαν, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφαν στο σπίτι τους, για να συνεχίζουν τη ζωή τους. Μισό και πλέον αιώνα μετά, ακόμη περιμένουν.
Η κα. Ιφιγένεια, ωστόσο, μισό αιώνα μετά περιμένει ακόμη κάτι. Να χτυπήσει το τηλέφωνο και να την ενημερώσουν ότι βρέθηκα τα οστά του πατέρα της, του παππού και της γιαγιάς, της θείας και των ξαδελφιών της, που εδώ και πενήντα ένα χρόνια είναι αγνοούμενοι. Πενήντα ένα χρόνια η κα. Ιφιγένεια, τα αδέλφια και η μητέρα της ζουν με την προσμονή ότι μία μέρα θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα τους ενημερώσουν ότι βρέθηκαν οι δικοί τους άνθρωποι, για να μπορέσουν επιτέλους να τους αποχαιρετήσουν με όλες τις πρέπουσες τιμές που τους αξίζουν.
Μπορεί να ήταν μόνο δώδεκα ετών, ωστόσο η κα. Ιφιγένεια εκείνη την αποφράδα μέρα αναγκαστικά ωρίμασε. Δεν υπήρχε πλέον παιδική ηλικία, ξεγνοιασιά και παιχνίδι. Μέσα σε μία στιγμή όλα άλλαξαν, αφού έπρεπε να ζήσουν σε ένα ξένο τόπο, με μοναδικό στήριγμα τη μητέρα και τη γιαγιά τους, με τους ξένους να τους κοιτάνε καχύποπτα και να τους συμπεριφέρονται λες και είναι παρείσακτοι.
Πενήντα ένα χρόνια μετά, αφού πλέον έχει μεγαλώσει και εκείνο το δωδεκάχρονο παιδί που μεγάλωσε απότομα σε μία μέρα, είναι μία ανάμνηση, η κα. Ιφιγένεια εκφράζει ένα παράπονο προς τις εκάστοτε Κυβερνήσεις. Ότι δεν στάθηκαν στο πλάι των προσφύγων για να τους στηρίξουν και να τους βοηθήσουν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Γεννήθηκε 20 Ιουλίου 1974, λίγες ώρες πριν την εισβολή… «Δεν ξέρω πώς είναι να έχεις μάμμα και παπά»
Το μοιραίο εκείνο πρωινό
«Είμαι πρόσφυγας από την κατεχόμενη Νεάπολη της Λευκωσίας. Ο πατέρας μου αγνοείται από το 1974. Αγνοείται ο παππούς, η γιαγιά, η αδελφή του πατέρα μου και τα τρία παιδιά της και τα τρία παιδιά του αδελφού του πατέρα μου. Είναι όλοι συγγενείς πρώτου βαθμού και είναι όλοι αγνοούμενοι.
Στις 20 Ιουλίου του 1974 ξυπνήσαμε από τις σειρήνες. Τρομαγμένοι, χωρίς να ξέρουμε τι συμβαίνει, βγήκαμε έξω και βλέπαμε αεροπλάνα, στρατιώτες να κατεβαίνουν στα χωράφια, ανήμποροι τρέχαμε να κρυφτούμε, μέχρι να αντιληφθούμε ότι γίνεται πόλεμος. Μας έλεγαν οι γείτονες “εν πόλεμος, εν πόλεμος”, επειδή άκουγαν πυροβολισμούς και αεροπλάνα. Εμείς ως μωρά δεν ξέραμε, όμως οι μεγαλύτεροι από εμάς προσπάθησαν να μας προστατεύσουν.
Η εικόνα εκεί την ώρα ήταν χαώδης. Δεν ξέραμε πού να πάμε. Ακούγαμε πυροβολισμούς, έπεφταν όλμοι. Ήμασταν τρία ανήλικα παιδιά με τη μητέρα μας, τη γιαγιά μας και την αδελφή της που ήταν έγκυος επτά μηνών. Ο απέναντι γείτονάς μας είχε φορτηγό. Έπρεπε να περάσουμε απέναντι όλοι μαζί. Μόλις προλάβαμε να μπούμε στο απέναντι σπίτι και μετά από τρία λεπτά είχε πέσει τούρκικη οβίδα. Μόλις για τρία λεπτά θα μπορούσαμε να ήμασταν θρύψαλα. Μπήκαμε στο φορτηγό του γείτονα, από πάνω μας τα αεροπλάνα, δεν ξέραμε αν θα μας βομβαρδίσουν κι εμάς και καταλήξαμε στο Παλαιχώρι».
Ο πατέρας έλειπε από το σπίτι
«Ο πατέρας μας έλειπε από το σπίτι για δουλειές. Όμως, ξέροντάς τον, πιστεύω ότι έτρεξε πρώτος στις επάλξεις. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν στην Αμμόχωστο, είχαν μείνει στο σπίτι και ξέρουμε ότι χάθηκαν στη δεύτερη εισβολή. Τις μέρες εκείνες η κατάσταση ήταν ένα χάος, ο καθένας έψαχνε τους δικούς του και εμείς είχαμε ενημερωθεί ότι ο πατέρας μου αγνοείτο όταν έγινε η δεύτερη εισβολή, μαζί με ολόκληρη την οικογένειά μας στην Αμμόχωστο.
Σε μία ηλικία 12 χρόνων μπορούσα να αντιληφθώ τι σημαίνει πόλεμος, σκοτωμοί και δολοφονίες. Είπαμε ότι ο πατέρας μας ήταν νεκρός. Όταν πας σε ένα πόλεμο, παρόλο που θέλαμε να πιστεύουμε ότι ήταν ζωντανός, με τις μέρες που περνούσαν και δεν είχαμε νέα συνειδητοποιήσαμε ότι είναι νεκρός και μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε τίποτα».
Εμείς πηγαίναμε στο οδόφραγμα και αναζητούσαμε τον πατέρα μας. Θυμάμαι βρέθηκε και μία φωτογραφία μου, πριν από πενήντα χρόνια, που ήμουν 13 χρόνων στην πλατεία Ελευθερίας, στο πρώτο συλλαλητήριο. Όταν εμφανίστηκε ο αδελφός του πατέρα μου, με τα γένια του, επειδή έχασε τα τρία παιδιά του, νόμιζα ότι ήταν ο πατέρας μου. Του έμοιαζε πολύ και νόμιζα ότι ήρθε ο πατέρας μου. Όταν αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν αυτός, έπαθα σοκ και νευρική ανορεξία.
Μετά την τελευταία ανταλλαγή, τον Οκτώβριο του 1974, δεν είχαμε καμία ενημέρωση, δεν ξέραμε που ήταν. Εμείς αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε ότι είτε είναι νεκρός, είτε αγνοούμενος, είτε κάπου κρατείτο. Πέρασαν ένας-δύο μήνες για να μας πουν ότι ήταν στη λίστα των αγνοουμένων».
Ο αγώνας επιβίωσης σε ξένο τόπο
«Ο πιο μεγάλος αγώνας επιβίωσης ήταν τα επόμενα χρόνια. Μας παραχώρησαν ένα διαμέρισμα στην πλατεία Ελευθερίας. Εκεί ζούσαμε δέκα άτομα. Είχαμε μόνο τη μητέρα μας, τρία παιδιά ανήλικα να προσπαθούν να επιβιώσουν. Δεν είχαμε λεφτά, καμία βοήθεια. Περιμέναμε να μας πουν πότε ήταν τα συσσίτια για να πάμε να πιάσουμε φαγητό, κουβέρτες. Η παιδική αθωότητα που υπήρχε χάθηκε και ήρθε η ωριμότητα και η επιβίωση. Απότομα. Εγώ ήμουν 12, ο μεγάλος μου αδελφός 14 και ο μικρός 10. Τότε ξεκίνησε ο αγώνας επιβίωσης για να έχουμε ψωμί, να έχουμε γάλα, να έχουμε μία κουβέρτα, να βρούμε μία σκέπη.
Ήμασταν σε ένα ξένο χώρο. Είχαμε μαζί μας μόνο τη θεία και το θείο μου, που ήταν τραυματίας πολέμου και έμειναν μαζί μας για να μας προστατεύσουν και τη γιαγιά μου, που αγωνιζόταν να μας φέρει ένα πιάτο φαΐ, μέχρι την ημέρα που έφυγε από τη ζωή.
Οι κάτοικοι της περιοχής μας έβλεπαν με καχυποψία. Στην Κύπρο του 20ου αιώνα, κάποιοι που δεν έζησαν τον πόνο του ξεριζωμού, της απώλειας, που δεν κατάλαβαν τι γινόταν στη χώρα μας με τον πόλεμο, έλεγαν στα παιδιά “προσέχετε, μην τους πλησιάζετε, ήρθαν να σας φαν το φαΐ σας”. Πολλές φορές, για να πιούμε ένα ποτήρι γάλα, βάζαμε και νερό από τη βρύση. Αυτά έμεναν στο μυαλό μας ότι ήμασταν οι παρείσακτοι, τα παράσιτα ότι πήγαμε να τους κλέψουμε και να τους φάμε το φαΐ τους. Δυστυχώς, η Κύπρος είχε και αυτή τη νοοτροπία. Μείναμε πολλές νύχτες νηστικοί. Δεν το αφήσαμε να μας πάρει από κάτω, όμως. Αν δεν είχαμε την αγάπη της οικογένειας, δεν θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε. Το καλό είναι ότι μεγαλώσαμε με αρχές».
Ο αγώνας για εντοπισμό των αγνοούμενων
«Ο αγώνας για εντοπισμό των αγνοούμενων μας ξεκίνησε έξι μήνες μετά την εισβολή, πέρασαν πενήντα ένα χρόνια μετά και ακόμη δεν ξέρουμε τίποτε. Ξεκινήσαμε επαφές με την Επιτροπή Αγνοουμένων, με άτομα, ρωτούσαμε αν είχαν μαρτυρίες, αν είδαν κάτι. Δεν λάβαμε απάντηση. Το μόνο που μας είπαν ήταν ότι υπάρχει ένας ομαδικός τάφος σε περίκλειστη περιοχή και δεν μπορούν να ξέρουν σίγουρα, επειδή υπάρχει στρατόπεδο στην περιοχή, άλλοι λένε άλλο, όμως καμία πληροφορία δεν είναι επιβεβαιωμένη. Μας είπαν κάποιοι ότι όταν ο πατέρας μου κρατείτο αιχμάλωτος, άκουσαν πυροβολισμό, όμως είναι ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες από ανθρώπους που είτε πέρασαν πολλά, είτε δεν θυμούνται.
Όταν ξεκίνησε η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων τις εργασίες της είχαμε επαφές. Εμείς δώσαμε δείγμα DNA, όμως κανένας δεν ξέρει τίποτε. Είναι όλα εικασίες. Τα εμπόδια που θέτει η τουρκική πλευρά και η αδιαλλαξία τους, δεν μας επιτρέπουν να μπούμε σε κάποιες περιοχές, για να γίνουν ανασκαφές. Υπάρχουν περίκλειστες περιοχές και δεν μας αφήνουν να ψάξουμε.
Αυτό που ζητούμε είναι να βρεθούν τα οστά των δικών μας αγνοουμένων, αλλά και των υπολοίπων. Ο κάθε άνθρωπος είχε την οικογένειά του, την ιστορία του. Χάθηκε πολύς κόσμος, άνδρες, γυναικόπαιδα, παππούδες».
Απουσία στήριξης από τις Κυβερνήσεις
«Οι εκάστοτε Κυβερνήσεις δεν ήταν δίπλα μας, δεν μας στήριξαν. Πρόσφατα πριν κάποια χρόνια είχαμε ξεκινήσει μία πρωτοβουλία και είχαμε επαφές με τον πρόεδρο της Επιτροπής Προσφύγων της Βουλής. Μας πήρε σε μία συνεδρία και εκεί αντιληφθήκαμε ότι δεν γνωρίζουν πόσα παιδιά αγνοουμένων είμαστε, πενήντα χρόνια μετά. Είχα ρωτήσει τους βουλευτές “πόσα παιδιά αγνοουμένων είμαστε; Πού μένουμε; Πώς μας βοήθησε η Πολιτεία;” και δεν απάντησε κανένας.
Οι εκάστοτε Κυβερνήσεις ήταν απούσες. Καμία δεν ενδιαφέρθηκε να δει αν είχαμε να φάμε, αν χρειαζόταν η μητέρα μας βοήθεια, αν εμείς χρειαζόμασταν ψυχολογική στήριξη. Ούτε όταν μεγαλώσαμε μας στήριξαν για να στηρίξουμε κι εμείς τα παιδιά μας. Δυστυχώς, το λέω μετά λύπης ότι οι εκάστοτε Κυβερνήσεις μας θυμούνταν μόνο στις εκλογές.
Η μόνη αξιωματούχος που μας στήριξε και άνοιξε την πόρτα του γραφείου της για να μας ακούσει, να μας στηρίξει, ακόμη και πενήντα χρόνια μετά, ήταν η κα. Άννα Αριστοτέλους, όταν διορίστηκε Επικεφαλής Ανθρωπιστικών Θεμάτων Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων. Μας άκουσε και μας έφερε σε επαφή και με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για να μας ακούσει. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης μας υποσχέθηκε και ελπίζουμε ότι θα το τηρήσει ότι θα στηρίξει έμπρακτα τα παιδιά των αγνοουμένων, αλλά και τις μητέρες μας, ακόμη κι αν είναι ηλικιωμένες. Ακούσαμε πολλά “θα”. Πενήντα χρόνια δεν μας αξίζει κι εμάς μία βοήθεια; Κακά τα ψέματα ότι πολλά παιδιά δεν στηρίχθηκαν.
Περάσαμε πολύ άσχημα παιδικά χρόνια. Ήμασταν στην αναμονή, στο περιθώριο και εύχομαι να μην ζήσει κανένας άλλος αυτά που ζήσαμε εμείς, που ήμασταν με τις παντόφλες και το κοντό παντελόνι και να πίνουμε το γάλα με νερό από τη βρύση, επειδή δεν υπήρχε κάποιος να μας παρέχει ένα ζεστό ρόφημα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- «Ο Μακάριος βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από επίδοξους δολοφόνους του, κτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο όταν έμαθε για την εισβολή»
- «Θα μπορούσαν να αποφευχθούν πραξικόπημα και εισβολή, ΗΠΑ και Ην. Βασίλειο όφειλαν να πράξουν περισσότερα»
- Η έφηβη Αμμοχωστιανή που έζησε τη φρίκη της εισβολής-«Τυλίγαμε τους νεκρούς και τους πηγαίναμε στο ξενοδοχείο του θανάτου»
- «Ενημέρωσα τη μητέρα μου ότι γέννησα από το ραδιόφωνο… Σε τρυφερή ηλικία εγκαταλείψαμε τους γονείς μας»
- Η αθέατη πτυχή της κυπριακής τραγωδίας… Τα παιδιά των εγκλωβισμένων που για δεκαετίες ζούσαν μόνα
- «Είχαν έτοιμα τα προσκλητήρια, όμως τους πρόλαβε η εισβολή… Έμειναν εκεί και περιμένουν πενήντα χρόνια»
- Εξελίξεις 46 χρόνια μετά την αποστολή λάθος οστών αγνοουμένων στην Ελλάδα-Δίνουν δείγματα δύο από τις οκτώ οικογένειες
- Σημαντικές εξελίξεις στο ζήτημα των ψεκασμένων οστών αγνοουμένων-Έγινε η πρώτη ταυτοποίηση μετά από 46 χρόνια
