Ένοχος ο αδελφός του Αγγελή για την απόπειρα φόνου της αδελφής του θύτη-Την έλουσε με βενζίνη, απείλησε να την κάψει

«Συνεκτιμώντας τα δεδομένα, βρίσκουμε ότι η παθολογική ζήλια του κατηγορούμενου, ο οποίος αντελήφθη ή υποψιαζόταν ότι τη δεδομένη μέρα βρισκόταν με άλλο άνδρα, αλλά και η όλη απειλητική συμπεριφορά του, διήρκησε για οκτώ ολόκληρες ώρες και μαρτυρείται από τις αλλεπάλληλες κλήσεις και μηνύματα που απειλούσε ακόμα και την ίδιά της τη ζωή, με αναφορά όπως "θα σε κόψω κομματούθκια". Η εμμονική προσπάθειά του να την συναντήσει, που κορυφώθηκε στις 2:45 με τη συνομιλία, όπου απείλησε τον γιο της. Η αιφνιδιαστική εμφάνιση μπροστά της και η μεθοδική απομάκρυνσή της από την οικία της, υπό τη ψευδή δικαιολογία ότι ήθελε να μιλήσουν, αλλά και η όλη επιθετική συμπεριφορά του προς το πρόσωπό της από τη στιγμή που τη συνάντησε, η οργάνωση που προηγήθηκε με τη μεταφορά μαχαιριού και η μεταφορά ενός εξαιρετικά εύφλεκτου υλικού στο μέρος, καθώς και η μεταφορά αναπτήρα, η συστηματική στοχευμένη και συστηματική χρήση ποσότητας κηροζίνης επί της παραπονούμενης, κατά τρόπο που να καλύπτονται πολλά και σημαντικά σημεία του σώματός της, όπως τα μαλλιά και τα ρούχα της, που θα ήταν εύκολο να αναφλεγούν και εν τέλει η ανάσυρση αναπτήρα φωνάζοντάς της πως «θα την κρούσει, αφού την είχε εμποτίσει προηγουμένως με κηροζίνη, οδηγούν κατά την κρίση μας στο μόνο λογικό συμπέρασμα πως η πρόθεση του κατηγορούμενου κατά την εν λόγω ημερομηνία δεν ήταν άλλη από το να επιφέρει το θάνατο στην παραπονούμενη δια της καύσης της, θέτοντας φωτιά στο άτομο της».

Αυτό ήταν μεταξύ άλλων τα ευρήματα του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου, που έκρινε ομόφωνα ένοχο τον 32χρονο αδελφό του Νίκου Αγγελή, που δολοφονήθηκε το 2023, για απόπειρα φόνου και άλλες δέκα κατηγορίες εναντίον της 33χρονης αδελφής του θύτη του εγκλήματος που καταδικάστηκε σε εννέα χρόνια ποινική φυλάκισης. Η απόπειρα φόνου διαπράχθηκε μεταξύ 28 και 29 Φεβρουαρίου 2024, στην επαρχία Αμμοχώστου, όταν ο κατηγορούμενος, περιέλουσε με βενζίνη το θύμα, με σκοπό να της θέσει φωτιά.

Κατά την απόφασή του, το τριμελές Κακουργιοδικείο με πρόεδρο τη Νάτια Μαθηκολώνη και δικαστές τους Μιχάλη Παπαθανασίου και Ελένη Μιντή, ανέφερε αρχικά πως ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή σε όλες τις κατηγορίες, ενώ πριν την έναρξη της ακρόασης παραδέχθηκε ενοχή σε τέσσερις εξ΄ αυτών. Πιο συγκεκριμένα, στην κατηγορία που αφορά επίθεση προκαλούσα σωματική βλάβη, δύο κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της απειλής, και μια που αφορά το αδίκημα της παρενόχλησης. Οι υπόλοιπες κατηγορίες που οδηγήθηκαν σε ακρόαση, αφορούσαν απόπειρα φόνου, δύο κατηγορίες απειλής, μεταφορά μαχαιριού και οπλοφορία προς διέγερση τρόμου, καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών.

Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο παρέθεσε τις θέσεις της κάθε πλευράς, αναφέροντας πως η Κατηγορούσα Αρχή που εκπροσωπείτο από τον Αδάμο Δημοσθένους, εξέφρασε την θέση ότι ο κατηγορούμενος είχε προηγουμένως ερωτικό δεσμό με την παραπονούμενη και από τις 28 Φεβρουαρίου 2024 μέχρι τα ξημερώματα της 29ης Φεβρουαρίου 2024, επανειλημμένα προέβη σε απειλητικά τηλεφωνήματα προς αυτή, ενώ της απέστελνε μηνύματα, τα οποία της προκάλεσαν ανησυχία και φόβο. Τα ξημερώματα στις 29/2/24 και σε συνέχεια των πιο πάνω μηνυμάτων, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο 32χρονος την περίμενε έξω από το σπίτι της και εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της. Ασκώντας βία εναντίον της, τη μετέφερε σε χώρο κοντά στην οικία της, όπου αυτή διαπίστωσε ότι είχε στην κατοχή του μαχαίρι και εύφλεκτη ύλη. Τότε η παραπονούμενη προσπάθησε να τον ηρεμήσει, ενώ εκείνος είπε ότι δεν θα της έκανε κακό, με την ίδια να συμφωνεί να τον ακολουθήσει, αφού ένεκα όσων είχαν προηγηθεί δεν είχε υπό τις περιστάσεις άλλη επιλογή.

Όπως ανέφερε το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του, «όταν διένυσαν αρκετή απόσταση, του είπε ότι δεν ήθελε να προχωρήσει και τότε άρχισε και την περιέλουζε με εύφλεκτο υγρό που είχε στην κατοχή του, για να την αναγκάσει να προχωρά, πράγμα που κατάφερε, ενώ όποτε προσπαθούσε να την αποφύγει, αυτός συνέχιζε να την περιλούζει με εύφλεκτο υγρό. Στη συνέχεια της επιτέθηκε και σε κάποια στιγμή ανέσυρε αναπτήρα, λέγοντάς της πως θα "την κρούσει", χωρίς να καταφέρει να τον ανάψει, αφού εκείνη κατάφερε να του ξεφύγει».

Στην αντίπερα όχθη, θέση της υπεράσπισης, «ήταν ότι η κατηγορούμενη ψεύδεται πως ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του μαχαίρι ή εύφλεκτο υλικό, αλλά και ότι η ίδια περιέλουσε τον εαυτό της με αυτό το υλικό και πως υπέβαλε την καταγγελία για εκδικητικούς σκοπούς, για να αποκόψει κάθε επικοινωνία μαζί του. Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι δεν προκύπτει πρόθεση θανάτωσης, αφού δεν άναψε ο αναπτήρας».

Στη συνέχεια το Δικαστήριο αξιολόγησε τις μαρτυρίες που είχε ενώπιόν του, κάνοντας αποδεκτές τις καταθέσεις των μαρτύρων 1 και 3, οι οποίοι ήταν αστυνομικοί, ως επίσης και τις καταθέσεις της γιατρού που εξέτασε την παραπονούμενη, αλλά και άλλης μιας μάρτυρος που ήταν εξιδεικευμένη στη δικανική χημεία και στην τοξικολογική ανάλυση τεκμηρίων.

Ακολούθως, αξιολογήθηκε η κατάθεση του μάρτυρα 5 ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο οποίος είναι φίλος της παραπονούμενης και ήταν μαζί της πριν τα επίδικα γεγονότα, η οποία εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή, όπως αναφέρθηκε κατά την απόφαση. Κι αυτό διότι ο μάρτυρας, «είπε ότι είχε φιλική σχέση με την παραπονούμενη και επίσης κατά δική του παραδοχή είχε πει ότι στο παρελθόν είχε επεισόδιο με τον κατηγορούμενο και είπε ότι τον μαχαίρωσε (σ.σ. ο κατηγορούμενος). Θεωρούμε ότι η θέση που πρόβαλε, επιβάλλουν την αντιμετώπιση του ως μάρτυρα που είχε ίδιο σκοπό να εξυπηρετήσει. Είχαμε συνεχώς και αδιάλειπτα κατά νου τον κίνδυνο η μαρτυρία του να επηρεάζετο από τις καλές σχέσεις που έχει με την παραπονούμενη και τις κακές σχέσεις που έχει με τον κατηγορούμενο. Διαπιστώσαμε ότι ήρθε για να μιλήσει ανεπιτήδευτα σε σχέση με όσα θυμόταν και ήρθαν στην αντίληψή του. Δεν είχε σκοπό να οριοθετήσει καταστάσεις. Το Δικαστήριο εντόπισε διαφοροποιήσεις στην κατάθεσή του από αυτή της παραπονούμενης, γεγονός που οδήγησε στην απόφαση πως δεν είχαν προσυνεννοηθεί για την υπόθεση».

Η παραπονούμενη, συνέχισε το Κακουργιοδικείο, «θεωρούμε πως είναι η ουσιωδέστερη μάρτυρας. Προσεγγίσαμε με άκρα σχολαστικότητα τη μαρτυρία της, έχοντας υπόψιν την ιδιόμορφη σχέση που διατηρούσε με τον κατηγορούμενο, με τον οποίο είχε ερωτικό δεσμό. Σύμφωνα με την ίδια διακόπηκε και εκείνος τη ζήλευε, ενώ έφτασε στο σημείο να απειλεί το παιδί της και να κάνει ζημιές στο αυτοκίνητό της. Ενεπλάκησαν μέρη της οικογένειάς της, είπε, μέχρι τον Αύγουστο του 2023 που ο αδελφός της επέφερε το θάνατο στον αδελφό του κατηγορούμενου, με τους δύο να εξακολουθούν να έχουν κάποια επικοινωνία για αποκατάσταση των ζημιών που της προκάλεσε, αλλά και λόγω τύψεων λόγω ένεκα της πρόκλησης θανάτου του κατηγορούμενου από τον αδελφό της. Δεν της υποβλήθηκε ποτέ οτιδήποτε αντίθετο. Θέση του κατηγορούμενου ήταν πως συνέχισαν να έχουν δεσμό».

Όπως τονίζεται στην απόφαση, το Κακουργιοδικείο παρατήρησε πως η 33χρονη διαπνέετο από φυσικότητα και με αυθόρμητες και άμεσες απαντήσεις, χωρίς πρόθεση υπεκφυγής. «Η υπεράσπιση, υπέδειξε για τη μαρτυρία της πως σε κάποια σημεία της κατάθεσής της, αλλά και σε σύγκριση με την μαρτυρία των 3 και 5 , πως ήταν αναξιόπιστη και πως δεν υπήρχε μαχαίρι, αλλά και ότι περιέλουσε μόνη της με βενζίνη το σώμα της, για να εκδικηθεί τον κατηγορούμενο. Αυτή ήταν και η υπεράσπιση που προβλήθηκε από την πλευρά του κατηγορούμενου. Η μαρτυρία δεν αμφισβητήθηκε. Ως προς το εάν συνέχισε να υπάρχει ο δεσμός, το ιστορικό που περιέγραψε η παραπονούμενη ότι δεν συνεχίστηκε, δεν αμφισβητήθηκε, ιδίως εάν συνυπολογιστεί πως παραδεκτώς ο αδελφός της επέφερε το θάνατο του αδελφού του κατηγορούμενου. Η θέση της υπεράσπισης για συνέχιση του δεσμού παρέμεινε μετέωρη».

Τόνισε ακόμη πως «δεν αμφισβητήθηκε πως ο μάρτυρας 5 συναντήθηκε με την παραπονούμενη και δύο φίλες της. Υπήρξε διάσταση ως προς το χώρο και την ώρα, ωστόσο δεν επηρεάζει την αξιοπιστία είτε του ενός είτε του άλλου, αφού εάν συναντήθηκαν στην Πύλα ή στη Λάρνακα, επιβιβάστηκαν στο όχημα του μάρτυρα 5 και έκαναν βόλτες χωρίς να σταματήσουν οπουδήποτε. Ως προς τη θέση που τέθηκε στην παραπονούμενη ότι ο μάρτυρας 5 την παρέλαβε από το σπίτι της, δεν έγινε δεκτή και δεν υποστηρίχθηκε από άλλη μαρτυρία. Διαπίστωσε ότι ο μάρτυρας 5 κατά τη διάρκεια της βόλτας διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη τσακώνονταν στο τηλέφωνο και εξυβρίζονταν εκατέρωθεν. Δεν είχε κώλυμα να αποδώσει αρνητικές συμπεριφορές και στην παραπονούμενη παρά τη φιλική τους σχέση. Αντελήφθη ότι η παραπονούμενη εδυσπύρκαν, αλλά δεν κατάλαβε τι συζητούσαν στα μηνύματα. Δεν προσπαθούσε να ευθυγραμμίσει τη θέση του με αυτή της παραπονούμενης».

Οι αναφορές του, συνεχίζει το Κακουργιοδικείο, «συνάδουν και με τη μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης πως της απέστελνε μηνύματα στην εφαρμογή signal και τα οποία άρχισαν να πριν φύγει από το σπίτι και συνεχίστηκαν όταν μέχρι και τις πρώτες προηγούμενες ώρες της επόμενης μέρας. Διαγράφονταν σε μερικά δευτερόλεπτα και από το περιεχόμενο τους πίστεψε εύλογα ότι την παρακολουθούσε. Δεν αμφισβητήθηκε πως ανταλλάγησαν μεταξύ κατηγορούμενου και παραπονούμενης. Η υπεράσπιση υπέδειξε πως δεν φαίνεται ο χρόνος αποστολής τους και πράγματι δεν παραπέμπουν στην ημερομηνία. Όμως, η κατηγορούμενη ήταν ξεκάθαρη για το πότε στάλθηκαν και εξήγησε με σαφήνεια γιατί δεν φαίνεται η ημερομηνία. Η θέση της ότι είχαν το στοιχείο του εκφοβισμού, εντοπίζεται και από την παραδοχή του κατηγορούμενου στις κατηγορίες 8 και 9 του κατηγορητηρίου. Με την κατηγορία 8 παραδέχθηκε ότι στις 28/2 την απείλησε με μήνυμα "φύε όσο πιο μακριά γίνεται" και με την κατηγορία 9 πως την απείλησε μέσω μηνύματος».

Το περιεχόμενο των μηνυμάτων, τονίζει το Κακουργιοδικείο, «συνάδει με τη θέση της ότι αποστέλνονταν επανειλημμένα και κάποια είχαν απειλητικό περιεχόμενο. Στις 28 και 29/2 απέστελνε συνεχώς μηνύματα και τηλεφωνήματα στην παραπονούμενη και προκαλούσε παρενόχληση. Καταλήγουμε ότι τις επίμονες κλήσεις του κατηγορουμένου, επιβεβαιώνονται από τα τηλεπικοινωνιακά του κατηγορούμενου. Έγιναν επτά κλήσεις και μία μέσω whats app που απορρίφθηκε. Εξάλλου και η ίδια η παραπονούμενη είχε τη θέση ότι μίλησαν τηλεφωνικώς. Το σημαντικότερο στοιχείο, που αναδύεται από αυτά τα μηνύματα είναι πως ο κατηγορούμενος πίστευε ή γνώριζε ότι η παραπονούμενη ήταν με άλλο άντρα. Υποδηλώνουν το θυμό του κατηγορούμενου, ο οποίος συμπεριλαμβάνει και το πρόσωπο αυτό στα εκφοβιστικά μηνύματα που απέστελνε. "Πιάσ' τον τζαι φύετε, χωστείτε, έρκουμαι οπλισμένος, ο σατανάς ο μαύρος φύετε. Είσαι μαζί του ρα π...."»

Η ζήλια, σημειώνει, ήταν ο λόγος που είχαν τα προβλήματα που είχαν, καθότι πίστευε ότι ήταν μαζί με κάποιο άλλο άντρα. «Την καλούσε να φύγει, ότι είναι οπλισμένος, ότι θα την κάνει κομματούθκια και ότι θα κρούσει το όχημά της. Βρίσκουμε λογικό ότι αισθάνθηκε φόβο και πως περί τις 1:00 πήρε το όχημά της στο σπίτι της, όπου και το άφησε. Ήταν προφανές ότι δεν θυμάτουν επακριβώς την ώρα».

Ακολούθως τέθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι, ο μάρτυρας 1 (σ.σ. αστυνομικός) λέει ότι την πήρε στο σπίτι της η ώρα 1:00 κι απ' εκεί και πέρα εκτυλίχθηκαν στην απουσία του τα επίμαχα δεδομένα, «όμως εντοπίζουμε ότι η αναφορά του με βάση την οποία τοποθετούνται και οι λοιπές αναφορές του, συνάδουν με τεκμήριο που δεν αμφισβητήθηκε κι από το οποίο προκύπτει ότι η παραπονούμενη μετέβη στο σταθμό στις 3:50. Οι αναφορές αυτές αθροιστικά δεν συνάδουν για μετάβαση στις 3:50. Το γεγονός ότι ο μάρτυρας 5 δεν ανέφερε επακριβώς την ώρα, δεν σημαίνει ότι ψεύδεται εν γένει, αλλά ότι μπέρδεψε την ώρα που πήγε στην οικία της για να αφήσει το όχημά της και να την πάρει με το δικό του, με τη δεύτερη φορά που ήταν η πιο σημαντική και εντυπώθηκε στο μυαλό του, αφού μετά από αυτή διαδραματίστηκαν όλα τα ισχυριζόμενα γεγονότα. Το γεγονός όχι μόνο δεν κρίνεται ικανό να πλήξει την αξιοπιστία του, αλλά ενισχύει την αντίληψη μας πως δεν υπήρξε προσπάθεια προσυνεννόησης».

Η παραπονούμενη ανέφερε ότι κάλεσε τον μάρτυρα 5 στις 3:22, ακολούθως αυτός την πήρε πίσω για να τη μεταφέρει στον αστυνομικό σταθμό. Αν ληφθεί υπόψιν ο χρόνος που χρειάστηκε, συνάδει απόλυτα με τεκμήριο που δείχνει ότι μετέβη στον σταθμό στις 3:50, υποδεικνύει το Κακουργιοδικείο.

Σε άλλο σημείο, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε λανθασμένες χρονικές αναφορές που χρησιμοποίησε η κατηγορούμενη, ωστόσο δεν τους ξένισε η εν λόγω αναφορά, αφού φέρεται να τελούσε σε πλάνη και τοποθετούσε, σύμφωνα πάντα με το Κακουργιοδικείο, τα πράγματα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. «Θεωρούμε ότι η μαρτυρία της είχε συνοχή αλλά δεν μπορούσε να αναφερθεί με ακρίβεια στις ώρες. Η μετάβαση στην οικία της για να αφήσει το όχημά της επιβεβαιώνεται και από τη συνομιλία που είχαν στις 02:45, όταν ο κατηγορούμενος τη ρωτά εάν είναι στο δωμάτιό της και τη διατάζει να βγει έξω, απειλώντας την πως αν δεν βγει, θα πάει ο ίδιος πάνω και "θα κόψει τη κελλέ του γιου της όπως το κολοκούι". Αναφορά που καταδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος δεν πίστευε ότι ήταν με άλλο άντρα, αλλά πως ήταν στο σπίτι της».

Θεωρούμε, συνεχίζει η απόφαση, «ότι συνδέετο με το γεγονός πως βρισκόταν στην περιοχή της οικίας της (σ.σ. ο κατηγορούμενος). Είδε το αυτοκίνητό της εκεί κατά τρόπο που συνάδει ότι η ίδια το στάθμευσε εκεί στις 1:00. Το περιεχόμενο της συνομιλίας καταχωρήθηκε ως παραδεκτό και καταγράφεται στην κατάθεση του μάρτυρα 3. Ουδέποτε υποβλήθηκε στην παραπονούμενη πως αυτό δεν ηχογραφήθηκε, δηλαδή λίγο πριν την αφήσει ο μάρτυρας 5 κοντά στο σπίτι της. Ούτε στον μάρτυρα 5 τέθηκε υποβολή, που είπε ότι ήταν παρών και άκουσε τον κατηγορούμενο να λέει αυτά τα λόγια πριν του ζητήσει να την πάρει στο σπίτι, φοβούμενη για την ασφάλεια του γιου της, εξαιτίας των όσων εκστόμισε προηγουμένως. Τονίζουμε ότι η τοποθέτηση αυτής της συνομιλίας περί τις 2:45, συνάδει και με την μετέπειτα χρονική τοποθέτηση από την παραπονούμενη, όπως τα καταγράψαμε. Το ουσιώδες είναι ότι η παραπονούμενη δεν ήθελε να πάει στο σπίτι της για να συναντήσει τον κατηγορούμενο, όπως ήταν η θέση της υπεράσπισης, αλλά επειδή φοβόταν για την ασφάλεια του γιου της. Τα όσα ακολούθησαν αφότου την άφησε (σ.σ. ο μάρτυρας 5), αφορούν μαρτυρία κατ' εξοχή της παραπονούμενης».

Όσον αφορά στο τι έγινε από τη στιγμή που συναντήθηκαν, το Κακουργιοδικείο αναφέρει πως «ήταν παραστατικός ο τρόπος που περιέγραψε ότι την έπιασε και δια της βίας την τραβούσε και μέχρι να τη μεταφέρει σε άλλο σημείο, μέχρι να διαπιστώσει ότι κρατούσε μαχαίρι και μια πλαστική μπουκάλα νερού η οποία αντιλήφθηκε ότι περιείχε εύφλεκτο υλικό. Είναι προφανές ότι η εισήγηση του συνηγόρου ότι δεν πρέπει να γίνει πιστευτή η κατηγορούμενη γιατί δεν περιέγραψε το μαχαίρι, στερείται ερείσματος και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το γεγονός ότι παρέμεινε στο σημείο που την μετέφερε για λίγο και ήταν γονατιστή δεν ήταν φυσιολογικός. Σταμάτησαν εκεί για να τον συνεφέρει, όπως είπε. Ανέφερε πως ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Η παραπονούμενη βλέποντάς τον σε αυτή την κατάσταση και λέγοντάς της ότι δεν της έκανε κακό, συνέχιζε να προχωρεί, αφού όπως είπε "μπορούσες να πιστείς ότι θα με άφηνε να φύγω; Με τραβούσε από τα μαλλιά και τον έπαιρνα με το καλό. Προχώρησα μέχρι άλλο σημείο και του είπα να μου πει τι με ήθελε. Εκεί άρχισε να με λούζει με βενζίνη". Άρχισε να την περιλούζει για να την αναγκάσει να προχωρήσει κι άλλο, απομακρυνόμενη από την οικία της. Αυτή προσπαθούσε να τον αποφύγει, αλλά εκείνος προέτασε το μαχαίρι, χωρίς να το ακουμπά πάνω της για να την αναγκάσει να προχωρήσει κι άλλο, πράγμα που η ίδια έκανε».

Η περιγραφή της ως προς τον τρόπο που την περιέλουζε, τονίζει το Κακουργιοδικείο «περιγράφονται και από τις αναφορές του αστυνομικού που αναφέρθηκε σε οσμή εύφλεκτου υλικού. Υπό το φως όλων των πιο πάνω αποδεχόμαστε της θέσης της πως τον φοβόταν και αντιλαμβανόμενη την κατάσταση που βρισκόταν, έπαθε σοκ και σε κάποια στιγμή κατάφερε να ξεφύγει μπαίνοντας σε βεράντα οικίας. Όπως υποστήριξε η παραπονούμενη, για να την κάνει να πιστέψει ότι δεν θα της κάνει κακό, έριξε το υπόλοιπο υγρό. Η υπεράσπιση είπε ότι είχε διάσταση η μαρτυρία της, γιατί στην κατάθεσή της άφηνε να γίνει αντιληπτό ότι της το περιέλουσε και το υπόλοιπο, ενώ προφορικά ανέφερε ότι το πέταξε στο έδαφος. Η αναφορά της συνάδει λογικά, γιατί αν βρισκόταν στη βεράντα και της πετούσε το υπόλοιπο δεν θα εντοπιζόταν η ποσότητα εύφλεκτου υλικού στα χαλίκια και στο χώμα που υπέδειξε η κατηγορούμενη».

Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του ανέφερε το φόβο που βίωσε η παραπονούμενη και την απόσταση στην οποία την τραβούσε ο παραπονούμενος η οποία ήταν μικρή, αλλά είχε αναφέρει ότι ήταν μεγάλη. «Για μένα ήταν πολύ να σε τραβά από τα μαλλιά. Φαντάστηκα οτι ήταν πολύς δρόμος γιατί πονούσα».

Σε άλλο σημείο της απόφασης, το Κακουργιοδικείο υπέδειξε πως «η θέση της ήταν ότι ανέσυρε φλογοβόλο αναπτήρα από την τσέπη του και πως θα την κρούσει. Με ειλικρίνεια είπε πως δεν τον είδε να τον ανάβει τον αναπτήρα. Σχολιάζουμε και τη αναφορά της παραπονούμενης ότι ήταν για να την εκφοβίσει που έβγαλε τον αναπτήρα. Αυτή η αναφορά της ήταν ειλικρινής και αυθόρμητη. Πέραν του ότι δεν εκφράζει βεβαιότητα ως προς την πρόθεσή του, δεν μπορεί να δεσμεύσει το Δικαστήριο ως προς τις ακριβείς προθέσεις του».

Παρεμβάλλουμε, συνέχισε το Κακουργιοδικείο, «πως αν ήθελε να τον ενοχοποιήσει ψευδώς ή να επιβαρύνει τη θέση του, θα μπορούσε κάλλιστα στο πλαίσιο της όλης πλεκτάνης που της αποδόθηκε, ότι άναψε τον αναπτήρα και πως της περιέλουσε όλο το υγρό, κάτι το οποίο δεν έπραξε. Ανέφερε με δίκαιο τρόπο τα γεγονότα. Με παραστατικότητα μας περιέγραψε τον τρόπο που διέφυγε, αλλά και ότι ο κατηγορούμενος την αναζητούσε μέχρι που αποχώρησε από το σημείο».

Το Δικαστήριο υπέδειξε ακόμα ότι «παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή την παραπονούμενη και πως μας παρουσίασε με παραστατικότητα τα όσα με μεγάλο φόβο βίωσε τη δεδομένη βραδιά, χωρίς να μας αφήνει αμφιβολία πως τα όσα εξιστορούσε ήταν γεγονότα και όχι δεύτερες φανταστικές σκέψεις της. Παρέμεινε στις θέσεις της, χωρίς να περιπέσει σε αντιφάσεις. Η μαρτυρία της συνάδει και με τις βλάβες που υπέστη. Καταλήγουμε ότι οι ουσιαστικότερες θέσεις της σε σχέση με την υπεράσπιση επιβεβαιώνονται. Αναφερόμαστε στη θέση της ότι τη ζήλευε ή ότι της απέστελνε μηνύματα με εριστική και εκφοβιστική διάθεση».

Επιβεβαιώνεται, τόνισε, «ότι ο κατηγορούμενος την ανέμενε στην οικία της. Δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικά ότι συναντήθηκαν, αλλά ούτε ότι της προκάλεσε τις βλάβες που εντοπίστηκαν και ούτε υποβλήθηκε ότι προκλήθηκαν σε άλλη στιγμή και υπό άλλες περιστάσεις. Υπό το φως όλων αυτών των δεδομένων αδυνατούμε να δεχτούμε ότι η ίδια του αποδίδει πως ψευδώς κρατούσε μαχαίρι ή πως μόνη της τοποθέτησε υγρό στα ρούχα και τα μαλλιά της, με μόνο σκοπό να τον ενοχοποιήσει. Δεν εντοπίσαμε να τον απεχθάνεται, αλλά αντίθετα μέσα από τη μαρτυρία της ήταν εμφανές πως κατά τον επίδικο χρόνο προσπαθούσε να τον συγκρατήσει, για να μην προχωρήσει σε πράξεις που θα έθεταν σε κίνδυνο την ίδια ή και τον ίδιο προ του Νόμου με σοβαρές επιπτώσεις».

Η απόφαση καταλήγει χαρακτηριστικά πως, «αφοπλιστική ήταν η απάντησή της στη θέση πως σκηνοθέτησε την ιστορία με το εύφλεκτο υλικό για να τον ενοχοποιήσει και να τον αποκόψει από οποιαδήποτε σχέση μαζί της. Όπως είπε, "να σου απαντήσω και σε αυτό. Από τη στιγμή που είχαμε επαφές μετά το θανατικό, σημαίνει ότι εγώ ένοιωθα μια εύνοια για εκείνον και τύψεις που έγινε αυτό το συμβάν, πώς μπορούσα να του προκαλέσω κι άλλο περιστατικό και να τον φέρω εδώ που ήρθαμε; Δεν θα μπορούσα να το κάνω, είναι μες το νου". Μπορούσε να τραγικοποιήσει τα γεγονότα, να λέει ότι άναψε τον αναπτήρα, πως της έχυσε όλο το υλικό, πράγμα που δεν έπραξε. Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της και θεωρούμε ότι τα γεγονότα που περιέγραψε, ήταν γεγονότα τα οποία βίωσε εκείνη τη μέρα και εν γένει μαρτυρία της μετά τον εξονυχιστικό έλεγχο στον οποίο την υποβάλαμε, αποτελεί ένα ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων».

Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην απόφασή του ότι στοιχειοθετείται το αδίκημα της απόπειρας φόνου και όχι αυτό της βαριάς σωματικής βλάβης, όπως ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής, επισημαίνοντας πως «χωρίζουμε την εξέταση των διαφόρων πτυχών σε ενότητες. Πρώτο είναι το κίνητρο. Ο κατηγορουμένους, υποκινούμενος τη συγκεκριμένη μέρα από παθολογική ζήλια, πιστεύοντας ότι η παραπονούμενη ήταν με κάποιο άλλο άντρα είχε από νωρίς αρχίσει να απειλεί όχι μόνο τη σωματική της ακεραιότητα, αλλά και την ίδιά της τη ζωή. Υπήρξε οργάνωση και προσχεδιασμός. Εξοπλίστηκε με κηροζίνη, μαχαίρι και αναπτήρα. Επίσης την αιφνιδίασε και με ψευδείς δικαιολογίες για να την απομακρύνει από την οικία της επίμονα, στοχευμένα και συστηματικά την περιέλουζε με βενζίνη και εν τέλει ανέσυρε τον αναπτήρα απειλώντας της ότι «εν να την κρούσει».

Συνεκτιμώντας τα δεδομένα, βρίσκουμε ότι η παθολογική ζήλια του κατηγορούμενου, ο οποίος αντελήφθη ή υποψιαζόταν ότι τη δεδομένη μέρα βρισκόταν με άλλο άνδρα, αλλά και η όλη απειλητική συμπεριφορά του, διήρκησε για οκτώ ολόκληρες ώρες και μαρτυρείται από τις αλλεπάλληλες κλήσεις και μηνύματα που απειλούσε ακόμα και την ίδιά της τη ζωή, με αναφορά όπως "θα σε κόψω κομματούθκια". Η εμμονική προσπάθειά του να την συναντήσει, που κορυφώθηκε στις 2:45 με τη συνομιλία, όπου απείλησε τον γιο της. Η αιφνιδιαστική εμφάνιση μπροστά της και η μεθοδική απομάκρυνσή της από την οικία της, υπό τη ψευδή δικαιολογία της ότι ήθελε να μιλήσουν, αλλά και η όλη επιθετική συμπεριφορά του προς το πρόσωπό της από τη στιγμή που τη συνάντησε, η οργάνωση που προηγήθηκε με τη μεταφορά μαχαιριού και η μεταφορά ενός εξαιρετικά εύφλεκτου υλικού στο μέρος, καθώς και η μεταφορά αναπτήρα, η συστηματική στοχευμένη και συστηματική χρήση ποσότητας κηροζίνης επί της παραπονούμενης, κατά τρόπο που να καλύπτονται πολλά και σημαντικά σημεία του σώματός της, όπως τα μαλλιά και τα ρούχα της, που θα ήταν εύκολο να αναφλεγούν και εν τέλει η ανάσυρση αναπτήρα φωνάζοντάς της πως «θα την κρούσει, αφού την είχε εμποτίσει προηγουμένως με κηροζίνη, οδηγούν κατά την κρίση μας στο μόνο λογικό συμπέρασμα πως η πρόθεση του κατηγορούμενου κατά την εν λόγω ημερομηνία δεν ήταν άλλη από το να επιφέρει το θάνατο στην παραπονούμενη δια της καύσης της, θέτοντας φωτιά στο άτομο της. Αυτό είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα που οδηγούν οι κρίκοι της περιστατικής μαρτυρίας εν προκειμένω».

Προτού καταλήξουμε στο συμπέρασμά μας, επισημαίνει το Κακουργιοδικείο «στην προσπάθειά μας να αποκλείσουμε κάθε άλλη λογική εκδοχή, μας προβλημάτισε η θέση της υπεράσπισης πως αν είχε πρόθεση αυτή μπορούσε να την υλοποιήσει και από προηγουμένως. Το γεγονός ότι δεν την υλοποίησε δεν θεωρούμε ότι αναιρεί την πρόθεση που διαπιστώσαμε. Αρκούμαστε να επισημάνουμε ότι είχε πρόθεση να την απομακρύνει προτού δράσει, εξού και δεν έδρασε εκεί και πρόβαλλε την ψευδή δικαιολογία ότι δήθεν ήθελε να μιλήσουν, για να την απομακρύνει από την οικία της, όπου προφανώς ως θέμα λογικής θα μπορούσε να ζητήσει κάποιο καταφύγιο ή βοήθεια. Περαιτέρω, την περιέλουζε προοδευτικά με εύφλεκτη ύλη, αναγκάζοντάς την δια της βίας να τον ακολουθεί, εξουθενώνοντας την ψυχολογικά και σωματικά. Ενέργειες οι οποίες όχι μόνο δεν δεν αδυνατίζουν το συμπέρασμά μας, αλλά αντίθετα ενισχύουν την κατάληξή μας, ότι αυτός ήταν ο σκοπός του, απομακρύνοντάς την από την οικία. Το γεγονός ότι έφυγε από τη σκηνή, δεν δημιουργεί λογική αμφιβολία, ούτε αποδυναμώνει το συμπέρασμα ως προς την πρόθεση αφού δεν έφυγε αμέσως, αλλά συνέχισε να την ψάχνει για λίγα λεπτά και έφυγε όταν κατάλαβε πως δεν θα την έβρισκε λόγω του σκότους».

Σε σχέση με την τη θέση ότι δεν χρησιμοποίησε το μαχαίρι, υπέδειξε πως «ήταν για να την ελέγξει, να την απομακρύνει και να την οδηγήσει εκεί που επιθυμούσε. Παρεμβάλουμε ότι ανασύροντας τον αναπτήρα εκεί, δεν πιστεύουμε πως εκεί σκόπευε να την απομακρύνει και να τελέσει το έγκλημα, όμως θεωρούμε ότι αυτό που προκύπτει, βλέποντας τα περιθώρια να στενεύουν και πως η παραπονούμενη φώναζε και κατάφερε να του ξεφύγει επέλεξε να ενεργήσει εκεί. Ο λόγος που δεν προχώρησε στη μετουσίωση της απειλής του, ήταν τα αντανακλαστικά της τελευταίας, η οποία κυριευμένη από το φόβο ότι θα γινόταν παρανάλωμα του πυρός, κατέβαλε κάθε δύναμη και κατάφερε να διαφύγει. Όσον αφορά την αναφορά της ότι τον έβγαλε για να την εκφοβίσει, υποδείξαμε ήδη ότι δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Η τοποθέτησή της ότι δεν εκφράστηκε με βεβαιότητα δεν στηρίζεται σε νομικό συλλογισμό και δεν συνάγει ούτε με την όλη συμπεριφορά του κατηγορουμένου στη βάση των στοιχείων που παραθέσαμε πιο πάνω. Ακόμα και η ίδια δεν την αντελήφθη ως απλή πρόθεση εκφοβισμού. Στο τέλος, όταν έβγαλε τον αναπτήρα, διαισθανόμενη τον άμεσο κίνδυνο να γίνει παρανάλωμα του πυρός, έβαλε τέτοια δύναμη ώστε να ξεφύγει».

Για τη θέση της υπεράσπισης ότι η ποσότητα εμποτισμού δεν ήταν επαρκής για να αναφλεγεί, το Κακουργιοδικείο παρέπεμψε στο Νόμο, «που προνοεί ότι είναι αδιάφορο ότι λόγω περιστατικών που δεν είναι γνωστά στον υπαίτιο η πραγμάτωση ήταν εξ αντικειμένου αδύνατη. Δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία πως ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι δεν ήταν επαρκής η ποσότητα κηροζίνης και πως την επέλεξε για να μην υπάρχει ανάφλεξη. Κρίνουμε ότι ο κατηγορούμενος με τις πράξεις του, ξεπέρασε το προπαρασκευαστικό στάδιο και πως οι πράξεις του ήταν άμεσα κι όχι απομακρυσμένα συνδεδεμένες με τη διάπραξη του ολοκληρωμένου αδικήματος. Έχει αποδειχθεί η απόπειρα φόνου και στη βάση αυτή πρέπει να κριθεί ένοχος. Πρέπει να αθωωθεί για την πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης».

Αποδείχθηκαν επίσης τα αδικήματα της οπλοφορίας προς διέγερση τρόμου, των απειλών, αλλά και του αδικήματος για την πρόληψη και καταπολέμηση βίας κατά των γυναικών. αποδείχθηκε και αυτή η κατηγορία. Το Κακουργιοδικείο όρισε την 24 Ιουλίου για αγορεύσεις για μετριασμό της ποινής στον 32χρονο.

Δειτε Επισης

Νέα στοιχεία για τις ευθύνες των αστυνομικών στη δολοφονία της Κυριακής Γρίβα-«Βγήκαμε στο μπαλκόνι»
Αυτοί εξακολουθούν να αναζητούνται από την Αστυνομία για το ξυλοδαρμό τουρίστα στην Αγία Νάπα (pics)
Κυκλοφορούσε με μαχαίρι και πλαστή ταυτότητα και δάγκωσε αστυνομικό για να ξεφύγει της σύλληψης
Στήριξη στις προσπάθειες Γκουτέρες για το Κυπριακό εξέφρασε ο Μακρόν-Το ευχαριστώ του ΠτΔ
Αναζητείται από την Αστυνομία για κλοπή τσάντας που σημειώθηκε τον Απρίλιο (pics)
Χάθηκαν τα ίχνη 56χρονου από το χώρο διαμονής του στη Λάρνακα (pic)
Οδηγούσε κλεμμένο όχημα, προσπάθησε να διαφύγει της Αστυνομίας και προκάλεσε ατυχήματα 22χρονος
Έπιασε τιμόνι με επταπλάσια ποσότητα αλκοόλης από το επιτρεπτό όριο 36χρονος στην Αγία Νάπα
Επεισοδιακή καταδίωξη λαθροθηρών κατέληξε σε τροχαίο-Βρέθηκαν λαγοί, φυσίγγια και όπλο στην κατοχή τους
Έφοδος της ΥΚΑΝ σε υποστατικό στο Παραλίμνι-Πωλούσε προϊόντα με ναρκωτικά 25χρονη (pics)