Ο «αρχινονός» που διαμόρφωσε τη Greek Mafia και το αιματηρό τέλος της οικογενειακής τριάδας

Ο Βασίλης Γρηγοράκος οδηγούσε χαμένος στις σκέψεις του, εκείνο το ζεστό απομεσήμερο του Σαββάτου, στις 15 Ιουλίου του 2000, έχοντας δίπλα του την σύζυγό του. Το ζευγάρι γύρναγε από την εξοχική κατοικία του στο Λαγονήσι, όπου είχαν πάει την Παρασκευή για να ξεχαστούν λίγο, όσο αυτό ήταν εφικτό, αφού την επόμενη μέρα είχαν το μνημόσυνο του γιου τους, Νικ.

Είχε περάσει ένας μήνας και λίγες μέρες από εκείνο το πρωινό, τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, όταν στα δικαστήρια της Ευελπίδων ο Βασίλης Γρηγοράκος κατέθετε για μια υπόθεση ναρκωτικών. Ο γιος του εκείνη την μέρα, κάθισε σε ένα καφέ απέναντι από τα δικαστήρια για να πιει καφέ και να διαβάσει εφημερίδα, περιμένοντας να τελειώσει η κατάθεση του πατέρα του.

Ακούγοντας μια μοτοσυκλέτα να σταματάει μπροστά από εκεί που καθόταν, καμία εσωτερική σειρήνα δεν «χτύπησε» συναγερμό στον Νικ, που δεν σήκωσε καν το κεφάλι του από την εφημερίδα που διάβαζε. Έτσι δεν είδε ποτέ τον άγνωστο αναβάτη με το μαύρο κράνος που έβγαλε ένα πιστόλι και άρχισε να τον πυροβολεί από απόσταση αναπνοής, σημαδεύοντας το κεφάλι του. Τρεις σφαίρες καρφώθηκαν στο κρανίο του και οι υπόλοιπες στο σώμα του, ενώ ο δολοφόνος του ανέπτυξε ταχύτητα και εξαφανίστηκε την ώρα που κάποιες γυναίκες άρχισαν να ουρλιάζουν.

Ο πατέρας του ενημερώθηκε μετά από λίγα λεπτά και βγήκε αλλόφρων από το ανακριτικό γραφείο, συνοδεία αστυνομικών που προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν από το να πάει στο σημείο που ο γιος του κείτονταν νεκρός μέσα σε μια λίμνη αίματος.

Λίγες ώρες μετά ο άνθρωπος που άλλαξε την Greek Mafia «εισάγοντας» αμερικάνικες μεθόδους και νοοτροπίες -είχε ζήσει δεκαετίες στις ΗΠΑ πριν επιστρέψει στην Ελλάδα- θα πει σε δικούς του ανθρώπους: «Τώρα είναι η δική μου σειρά, αλλά ο βρεγμένος την βροχή δεν τη φοβάται...».

Η εκτέλεση στην Βούλα, ο τελευταίος γιος και το υδροκυάνιο

Η σειρά του ήρθε τελικά το Σάββατο 15 Ιουλίου του 2000, όταν το τζιπ με τα φιμέ τζάμια που οδηγούσε ο ίδιος σταμάτησε στην συμβολή της οδού Κυδωνίων με την Βουλιαγμένης. Κουβαλούσε δύο όπλα πάνω του, φόραγε αλεξίσφαιρο γιλέκο, όμως τίποτε από όλα αυτά δεν απέτρεψε την εκτέλεσή του, αφού οι εκτελεστές του, οι οποίοι εμφανίστηκαν μπροστά στο αυτοκίνητο ήξεραν τα πάντα για τον στόχο τους.

Οι σφαίρες πέτυχαν τον αρχινονό της Greek Mafia κυρίως στο λαιμό και οι δολοφόνοι του αρχινονού δεν σημάδεψαν ποτέ τη γυναίκα του, η οποία βγήκε από το αυτοκίνητο έχοντας κάτι μικρά κοψίματα από τα σπασμένα τζάμια. Λίγη ώρα μετά οι αστυνομικοί αποκλείουν τη σκηνή της δολοφονίας, ενώ οι δύο κόρες του Γρηγοράκου καταφτάνουν και αρχίζουν να φωνάζουν εναντίον τους, ζώντας το δικό τους δράμα.

Τα νέα φτάνουν και στον Κορυδαλλό, εκεί όπου εκτίει την ποινή του ο Τέντυ (Θόδωρος) Γρηγοράκος, ο άλλος γιος του νονού της νύχτας, που τελικά εκτελέστηκε από αυτούς με τους οποίους έστησε μια παράνομη αυτοκρατορία που κράτησε για μια δεκαετία. Ούτε αυτός όμως θα ζήσει για πολύ, παρόλο που πρόσεχε μέσα στην φυλακή μετά την δολοφονία του πατέρα του, ξέροντας πλέον ότι οι παλιοί φίλοι που έγιναν «αντίπαλοι» θα έκαναν τα πάντα για να τον καθαρίσουν.

Παρότι ζήτησε και του επετράπη ατύπως να βάλει ένα σύρτη στην πόρτα του κελιού του ώστε να κλειδώνεται μέσα, επειδή ξυπνούσε αργά οι δολοφόνοι του έδρασαν εντελώς διαφορετικά στην περίπτωσή του και κυρίως χωρίς να βιάζονται. Ο Τέντυ γιόρτασε τα γενέθλιά του στις 28 Ιανουαρίου του 2002 και την επόμενη μέρα πήγε στο διπλανό κελί, όπου μαγειρευόταν το φαγητό του, πήρε ένα πιάτο με μακαρονάδα και επέστρεψε.

Το λάθος του ήταν ότι δεν έφαγε αμέσως αλλά βγήκε για να τηλεφωνήσει στην γυναίκα του, αφήνοντας τα μακαρόνια στο κελί του και κάποιος που νόμιζε ότι ήταν ακόμη «δικός» του, έριξε σε αυτά υδροκυάνιο. Όταν ο Γρηγοράκος σηκώθηκε για να πάρει τα τσιγάρα του άρχισε να μην αισθάνεται καλά, δεν μπορούσε να αναπνεύσει και κατέρρευσε, ενώ πέθανε λίγη ώρα αργότερα. Ήταν το τελευταίο μέλος μιας οικογενειακής τριάδας που σκόρπισε τον τρόμο στα Νότια Προάστια την δεκαετία του ‘90, συνεπικουρούμενη από έναν μικρό στρατό φουσκωτών και μπράβων της νύχτας.

Ήθελε λίγα από πολλούς

Λένε ότι οι καλύτερες ιστορίες για την Ελληνική Μαφία είναι εκείνες που δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν και όχι αυτές που ανασύρονται από την αχλή της λήθης. Ο όρος Greek Mafia χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια για να σκιαγραφήσει τα πεπραγμένα διαφόρων ομάδων, ενίοτε αντιπάλων, σε αυτό που οι απλοί άνθρωποι αποκαλούν «υπόκοσμο».

Οι Γρηγοράκοι ενέσκηψαν στην ελληνική πραγματικότητα λίγο μετά το 1989, όταν ο Βασίλης Γρηγοράκος επέστρεψε οικογενειακώς από την Αμερική όπου είχε μεταναστεύσει αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό που δεν μπορούσε να του δώσει το χωριό του, τα Μουντανίστικα στη Μάνη, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα σε ένα άγριο, σκληρό και επιβλητικό τοπίο.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες έκανε οικογένεια, απέκτησε τέσσερα παιδιά και επέστρεψε στην Ελλάδα με κάποια λεφτά, ψάχνοντας την επόμενη κίνηση στην σκακιέρα της ζωής του. Καταλαβαίνοντας γρήγορα ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα, αναζητάει το εύκολο χρήμα, στήνοντας μια συμμορία ολιγομελή στην αρχή και ξεκινάει να πουλάει προστασία στην Ηλιούπολη, όπου έχει εγκατασταθεί.

Καφετέριες, μαγαζιά με φρουτάκια, μπαρ, εστιατόρια, καφενεία ακόμη και περίπτερα τα «ακουμπάνε» στους Γρηγοράκους, ενώ η μενταλιτέ του νονού συνοψίζεται στο να παίρνουνε λίγα από πολλούς και όχι πολλά από λίγους. Οι δυο γιοι του, Νικ και Τέντυ είναι μπροστάρηδες στη δουλειά μαζί με κάποιους πυγμάχους και πορτιέρηδες μαγαζιών, που προκαλούν φόβο μόνο με τον όγκο τους, ενώ στην πορεία εισέρχεται στην «ομάδα» και ο Αμερικάνος κακοποιός Πίτερ Σέντομ.

Μετά την Ηλιούπολη η συμμορία επεκτείνεται σε άλλες συνοικίες και φτάνει να κυριαρχεί στα Νότια Προάστια, μέχρι την στιγμή που άρχισαν τα εσωτερικά φαγώματα -κάποιοι ένιωσαν πιο ισχυροί- και η απληστία για περισσότερο χρήμα. Η ομάδα σπάει σε δύο μέτωπα και τότε θα ανοίξει ένας κύκλος αίματος που τα έχει όλα, από βομβιστικές επιθέσεις, απόπειρες δολοφονίας, μέχρι και την εκτέλεση λάθος ανθρώπου.

Όταν ο Γιάννης Γιαννόπουλος, ιδιοκτήτης της καφετέριας «Posto» στην Ηλιούπολη αρνείται να πληρώσει, η συμμορία θέλει να τον κάνει παράδειγμα προς αποφυγή. Του καίνε δύο αυτοκίνητα, πετάνε χειροβομβίδα στην καφετέρια αλλά αυτός δεν ενδίδει και στις 6 Αυγούστου του 1996, δύο άγνωστοι στήνουν καρτέρι έξω από το σπίτι του. Όταν βλέπουν ένα αυτοκίνητο να παρκάρει απ’ έξω, πλησιάζουν και εκτελούν τον οδηγό εν ψυχρώ, νομίζοντας ότι είναι ο Γιαννόπουλος, αλλά έχουν κάνει λάθος.

Σκοτώνουν τον επιχειρηματία Θεοφάνη Σιδηρόπουλο, ιδιοκτήτη εταιρίας με σκάφη αναψυχής, ο οποίος έμενε δίπλα από το σπίτι του Γιαννόπουλου, κάτι που σοκάρει την κοινή γνώμη. Την εντολή για την εκτέλεση του Γιαννόπουλου είχε δώσει ο Νικ Γρηγοράκος και την ανέλαβε ο αδερφός του Τέντυ, μαζί με άλλον ένα συνεργό, τον Χρήστο Λούντζη.

Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν ο κύκλος του αίματος που ανοίγει θα κλείσει ουσιαστικά εκείνο το ζεστό απομεσήμερο της 15ης Ιουλίου του 2000, όταν ο Βασίλης Γρηγοράκος πέφτει νεκρός από τους εκτελεστές του μια μέρα πριν τελέσει το μνημόσυνο του γιου του.

Πηγή: Πρώτο Θέμα

Δειτε Επισης

Ο «αρχινονός» που διαμόρφωσε τη Greek Mafia και το αιματηρό τέλος της οικογενειακής τριάδας
Μεταναστευτικό και ενεργειακά στο επίκεντρο των συναντήσεων Γεραπετρίτη στη Βεγγάζη
Επαρχιακός δρόμος στην Ελλάδα «πλημμύρισε» με δεκάδες κιλά νωπό κοτόπουλο
Ένοχος ιδιοκτήτης ιστοσελίδας που επιχείρησε να εκβιάσει πρώην Υφυπουργό στην Ελλάδα
Μοιραίο το ταξίδι στην Ελλάδα για Αμερικανίδα-Έχασε την ισορροπία της και έπεσε σε φαράγγι
Από την Ειρήνη, που οι συγγενείς της επέμεναν ότι δολοφονήθηκε, ξεκινά η επανεξέταση της Ιατροδικαστικής Πατρών
Ξανά στη Λιβύη ο Γεραπετρίτης-Οι δύσκολες ισορροπίες, ο ρόλος της Τουρκίας και η στάση απέναντι στην Τρίπολη
Απομονωμένη και υπό 24ωρη επιτήρηση η Μουρτζούκου το πρώτο της βράδυ στις φυλακές Κορυδαλλού
Νομοσχέδιο στο Κογκρέσο για δυνατότητες επέκτασης στρατιωτικής παρουσίας στην Ελλάδα
Τουλάχιστον 100 φάκελοι με ελλείψεις στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πατρών-Θα γίνει επανέλεγχος