Όταν το ΤΑΕ (Ε) του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας δεν διαβάζει Ποινική Δικονομία (Κεφ.155)
10:41 - 12 Ιουλίου 2025

Αφορμή του παρόντος άρθρου έδωσε η Πολιτική Αίτηση Αρ.123/2025 σε πρωτοβάθμια δικαιοδοσία έκδοσης ενταλμάτων προνομιακής φύσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου, της οποίας η απόφαση εκδόθηκε την 11/07/2025.
Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής. Στις 9/04/2025 εκδοθήκαν εντάλματα σύλληψης και έρευνας. Στις 10/04/2025 μέλη του ΤΑΕ (Ε) του Τμήματος Καταπολέμησης του Αρχηγείου Αστυνομίας, δυνάμει δικαστικού εντάλματος συνέλαβαν ύποπτο πρόσωπο στο σπίτι του. Ακολούθως δυνάμει δικαστικού εντάλματος ερεύνησαν την οικία του με σκοπό να εντοπίσουν τα κατονομαζόμενα αντικείμενα επί του εντάλματος. Πράγματι εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν ως τεκμήρια διάφορα αντικείμενα. Όμως κατά την έρευνα της οικίας είχαν εντοπισθεί και παραληφθεί τεκμήρια τα οποία δεν αναφέρονταν στο εν λόγω ένταλμα.
Στις 14/4/2025 μέλος του ΤΑΕ (Ε) του Τμήματος Καταπολέμησης του Αρχηγείου Αστυνομίας απευθύνθηκε σε διαφορετικό Δικαστή από το Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας και αιτήθηκε την έκδοση διατάγματος κατακράτησης εκείνων των τεκμηρίων που παραλήφθηκαν κατά την διάρκεια της έρευνας αλλά δεν αναφέρονταν σε αυτό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα κατακράτησης τους.
Το ερώτημα που τέθηκε για να αποφασίσει το ανώτατο Δικαστήριο είναι με δεδομένο ότι το υπό έλεγχο Διάταγμα εκδόθηκε από διαφορετικό Δικαστή από το Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, ό,τι χρήζει εξέτασης είναι το κατά πόσο το κατώτερο Δικαστήριο είχε εξουσία, με βάση τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 33 του Κεφ. 155, να το εκδώσει, στο βαθμό που αυτό αφορούσε και αντικείμενα που εντοπίστηκαν από την Αστυνομία στο πλαίσιο εκτέλεσης εντάλματος έρευνας, τα οποία (αντικείμενα), όμως, δεν αναφέρονταν στο εν λόγω ένταλμα.
Το άρθρο 33 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155 δίνει την απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα. Παρατίθεται αυτούσιο:
«Αν κατά την έρευνα κάποιου τόπου δυνάμει εντάλματος, ο εξουσιοδοτημένος να διεξάγει την έρευνα βρει περιουσία που δεν αναφέρεται στο ένταλμα αλλά σε σχέση με την οποία υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράχτηκε ή σκοπεύεται να διαπραχτεί ποινικό αδίκημα, αυτός δύναται να κατάσχει την περιουσία αυτή και να τη μεταφέρει ενώπιον του Δικαστή που έκδωσε το ένταλμα, ο οποίος δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με την κατακράτηση ή διάθεση της περιουσίας ως ήθελε φανεί σε αυτόν σκόπιμο.»
Διαβάζοντας κάποιος το άρθρο 33 δεν δύναται να σχηματίσει άλλη ερμηνεία από εκείνη που δηλώνεται ξεκάθαρα. Περιουσία που δεν αναφέρεται στο ένταλμα έρευνας μπορεί μεν να κατασχεθεί εφόσον υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράχτηκε ή σκοπεύεται να διαπραχτεί ποινικό αδίκημα, αλλά για να κατακρατηθεί αυτή η συγκεκριμένη περιουσία, αυτός που έκανε την έρευνα και εντόπισε την συγκεκριμένη περιουσία (δεν απασχολεί αν η περιουσία ανήκει στο πρόσωπο που ερευνήθηκε η οικία του ή σε άλλο πρόσωπο) πρέπει να την μεταφέρει ενώπιον, όχι οποιουδήποτε Δικαστή, αλλά ενώπιον του Δικαστή που έκδωσε το ένταλμα έρευνας, ούτως ώστε αυτός και μόνο αυτός, μπορεί να αποφασίσει την κατακράτηση ή διάθεση της.
Η συγκεκριμένη υπόθεση, συνεχίζει μέχρι και σήμερα η διερεύνηση της από ανακριτική ομάδα μελών του ΤΑΕ (Ε) του Τμήματος Καταπολέμησης του Αρχηγείου Αστυνομίας, καθότι θεωρείται ως πολύ σοβαρή υπόθεση. Δεν εξετάζει το επαρχιακό ΤΑΕ. Δηλαδή, δεν έχουμε για ανακριτή ένα μέλος της Αστυνομίας στον βαθμό του αστυφύλακα, αλλά έχουμε ομάδα μελών της Αστυνομίας του ΤΚΕ η οποία καθοδηγείται από βαθμοφόρο και αξιωματικό.
Σχετικές δηλώσεις για την σοβαρότητα της υπό διερεύνησης υπόθεσης έκανε πρόσφατα μέχρι και ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Το πρώτο ερώτημα αν κάποιος από την ανακριτική ομάδα του ΤΚΕ είχε υπόψη του το άρθρο 33 του Κεφ.155, εκ των πραγμάτων απαντάται αρνητικά. Και προκύπτει και δεύτερο ερώτημα. Η κατάσχεση των τεκμηρίων που δεν γινόταν αναφορά στο ένταλμα έρευνας είχαν εντοπιστεί στις 10/04/2025 (Πέμπτη). Η αίτηση κατακράτησης γιατί δεν έγινε την ίδια ή την επόμενη ημέρα αλλά έγινε στις 14/04/2025 (Δευτέρα). Η σοβαρότητα μιας υπόθεσης δεικνύεται μεταξύ άλλων και από την αμεσότητα των ενεργειών της Αστυνομίας.
Δημήτρης Απαισιώτης, Δικηγόρος
