Παράνομο κρίθηκε το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων από οικία δεσμοφύλακα-Απορρίφθηκαν οι θέσεις της Εισαγγελίας με... παρατηρήσεις
19:45 - 11 Ιουλίου 2025

Μετά την απόφαση του Ανωτάτου που ακύρωσε μέρος του εντάλματος έρευνας στην οικία του δεσμοφύλακα, στις 10 Απριλίου, σε ότι αφορά τις σημειώσεις που κατασχέθηκαν στα πλαίσια έρευνας που αφορούσε τις μεταπωλήσεις προϊόντων στις Κεντρικές Φυλακές, άλλο ένα προνομιακό ένταλμα certiorari κέρδισε η πλευρά του αιτήτη, αφού με νέα απόφαση ακυρώνεται και το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων, γεγονός που δημιουργεί τεράστιες παρενέργειες στην υπόθεση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, είχε δώσει άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari σε σχέση με το διάταγμα κατακράτησης Τεκμηρίων που εκδόθηκε στις 14/4/2025, αφού διαπιστώθηκε πως, με δεδομένο ότι το υπό έλεγχο Διάταγμα είχε εκδοθεί από διαφορετικό Δικαστή από το Δικαστή που εξέδωσε το Ένταλμα Έρευνας, υπήρχε συζητήσιμο θέμα σε σχέση με το κατά πόσο το Δικαστήριο είχε εξουσία, με βάση τα όσα διαλαμβάνονται στο Άρθρο 33 του Κεφ. 155, να το εκδώσει, στο βαθμό που αυτό αφορούσε και αντικείμενα που εντοπίστηκαν από την Αστυνομία.
Η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, που εκπροσωπήθηκε από την κα Παπαγαπίου, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας και κα Ζησίμου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, έφερε ένσταση για δέκα λόγους, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων η έκδοση του υπό εξέταση Διατάγματος Κατακράτησης είναι καθόλα νομότυπη, έγκυρη και δεόντως αιτιολογημένη. Ανέφερε επίσης, ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του, τυχόν ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν θα έχει οποιαδήποτε πρακτική έννομη συνέπεια, καθόσον τα επίδικα τεκμήρια ανευρέθηκαν νόμιμα και χωρίς επηρεασμό ή παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του αιτητή μετά από την έκδοση νόμιμου εντάλματος έρευνας.
Σημειώνεται ότι από την πλευρά του ο δικηγόρος του αιτητή, Αλέξανδρος Κληρίδης, πέραν του ότι υπέδειξε νομικό σφάλμα, τόνισε στο Δικαστήριο κατά την αγόρευση του, ότι κατά την διαδικασία κατάσχεσης τεκμηρίων από την οικία του δεσμοφύλακα, δεν ακολουθήθηκε η σωστή διαδικασία, αφού δεν έγινε καταγραφή στην παρουσία του, ούτε ετοιμάστηκε σχετικός κατάλογος κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του, επεσήμανε στην απόφαση του, ότι οι πρόνοιες που διέπουν την εξουσία του Δικαστηρίου για κατακράτηση τεκμηρίων εντοπίζονται στα Άρθρα 32 και 33 του Κεφ. 155. Δηλαδή, θα πρέπει ο Δικαστής που εκδίδει το ένταλμα έρευνας, να είναι αυτός που εκδίδει και το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων, πράγμα που δεν έγινε σε αυτή την περίπτωση, χωρίς ωστόσο η πλευρά του Εισαγγελέα να αναφέρει για ποιο λόγο η Αστυνομία αποτάθηκε σε άλλο Δικαστή.
Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα ανέφερε ότι «τυχόν ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν θα έχει οποιαδήποτε πρακτική έννομη συνέπεια, καθόσον τα επίδικα τεκμήρια ανευρέθηκαν νόμιμα στο πλαίσιο εκτέλεσης έγκυρου και νόμιμου Εντάλματος Έρευνας και χωρίς επηρεασμό ή παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του Αιτητή», με το Ανώτατο Δικαστήριο να σημειώνει στην απόφαση του ότι:
Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου για κατακράτηση τεκμηρίων θεωρείται αυτοτελής απόφαση η οποία, αν και άμεσα συνδεδεμένη με το ένταλμα έρευνας, εντούτοις έχει τη δική της αυτοτέλεια
Από εκεί και πέρα, το Ανώτατο στάθηκε και στις αναφορές της πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα, ειδικότερα στην θέση πως ακόμη και να ακυρωθεί το σχετικό διάταγμα, τα τεκμήρια θα χρησιμοποιηθούν στην περίπτωση καταχώρησης υπόθεσης, υποδεικνύοντας πως το θέμα θα αποφασιστεί από το Δικαστήριο, ενώ σημείωσε πως αυτό που εξετάζει είναι η νομιμότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και η οποία ρυθμίζεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 33 του Κεφ. 155.
Δεν είναι, δε, αντιληπτή η θέση που προβλήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ότι τα Άρθρα 32 και 33 του Κεφ. 155 αποτελούν «τυπικής φύσεως διαδικασίες» που άπτονται του χειρισμού τεκμηρίων που νομίμως έχουν κατασχεθεί από την Αστυνομία και τούτο στη βάση του επιχειρήματος ότι η παράλειψη προσκόμισης τους στο Δικαστήριο που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας ή σε άλλο Δικαστήριο συνιστά «απλή παρατυπία» ή «δικονομική παρατυπία». Ούτε, βεβαίως, προσφέρει οτιδήποτε στη συζήτηση των ζητημάτων που εγείρονται, το επιχείρημα ότι «ακόμη και στην περίπτωση που οι ανακριτές παρέλειπαν να παρουσιάσουν τα αντικείμενα που λήφθηκαν στη βάση εντάλματος ερεύνης, τούτο δεν αποκλείει την μετέπειτα καταχώρηση τους κατά την ακροαματική διαδικασία ως τεκμήρια». Το πώς το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης, θα αντιμετωπίσει αίτημα κατάθεσης τεκμηρίων που παραλήφθηκαν και κατασχέθηκαν από την Αστυνομία, δεν αποτελεί παράμετρο που συνδέεται ή έχει οποιαδήποτε σχέση με το ζήτημα που απασχολεί στην παρούσα Αίτηση. Ούτε, βεβαίως, μπορεί να γίνεται εκ των προτέρων πρόβλεψη για το πώς θα αντιμετωπισθεί, σε ενδεχόμενη ακροαματική διαδικασία, από το εκδικάζον Δικαστήριο το ζήτημα κατάθεσης τεκμηρίων για τα οποία δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από το Άρθρο 33 διαδικασία, ώστε να ομιλούμε για απουσία οποιασδήποτε «πρακτικής σημασίας ή ουσιαστικής συνέπειας» σε περίπτωση ακυρωτικού αποτελέσματος στην υπό κρίση Αίτηση.
Επίσης, το Ανώτατο υποδεικνύει στην απόφαση του ότι «ούτε είναι αντιληπτή η θέση ότι τυχόν ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν θα έχει οποιαδήποτε πρακτική έννομη συνέπεια ή όφελος στη βάση του ότι δεν επηρεάστηκαν τα συνταγματικά δικαιώματα του Αιτητή, καθότι τα τεκμήρια που κατασχέθηκαν και δεν αναφέρονταν στο Ένταλμα Έρευνας δεν ήταν ιδιοκτησίας του».
Υποστηρίχθηκε, ακόμη από την κα Παπαγαπίου, ότι με δεδομένο το γεγονός ότι όλα τα τεκμήρια, είτε αυτά περιλαμβάνονταν στο Ένταλμα Έρευνας, είτε δεν περιλαμβάνονταν αλλά ανευρέθηκαν στο πλαίσιο εκτέλεσης του, εντοπίστηκαν ταυτόχρονα κατά την εκτέλεση του ιδίου εντάλματος, καθώς και το γεγονός ότι για όλα υπήρξε εύλογη αιτία ότι σχετίζονταν με ποινικά αδικήματα, ορθά τέθηκαν όλα τα τεκμήρια ενώπιον ενός Δικαστή για την ενιαία δικαιοδοτική αξιολόγηση του χειρισμού τους. Θέση με την οποία επίσης δεν συμφώνησε το Ανώτατο.
Με κάθε σεβασμό, η πιο πάνω προσέγγιση δεν συνάδει με το τι ρητά προβλέπεται στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες. Όπως δε ορθά επισημαίνεται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους του Αιτητή, μια από τις προϋποθέσεις που τίθενται στο Άρθρο 33 του Κεφ. 155 είναι όπως περιουσία που κατασχέθηκε και δεν αναφέρετο στο ένταλμα έρευνας μεταφερθεί ενώπιον του Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας.
Η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, όπως αναφέρει το Ανώτατο στην απόφαση του, χωρίς να αμφισβητεί ότι το υπό Διάταγμα Κατακράτησης εκδόθηκε από Δικαστή άλλον από εκείνον που εξέδωσε το Ένταλμα Έρευνας, αντιτείνει ότι «ακόμη και αν θεωρηθεί ότι υπήρξε παρέκκλιση από το γράμμα του άρθρου 33 του Κεφ.155, αυτή δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ανυπαρξία δικαιοδοσίας, αλλά συνιστά δικονομική παρατυπία, η οποία δεν θεμελιώνει λόγο έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari». Θέση, με την οποία επίσης διαφώνησε το Ανώτατο, λέγοντας τα ακόλουθα:
Δεν συγκλίνω με την πιο πάνω τοποθέτηση. Όπως είναι νομολογημένο η υπέρβαση εξουσίας από το Κατώτερο Δικαστήριο συνιστά λόγο για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος. Η μη εκπλήρωση, εν προκειμένω, ρητής προϋπόθεσης για την άσκηση της νομοθετικά παρεχόμενης στο Δικαστήριο δικαιοδοσίας για την έκδοση του υπό συζήτηση Διατάγματος Κράτησης Τεκμηρίων, ήτοι της μεταφοράς των κατασχεθέντων αντικειμένων που δεν αναφέρονταν στο Ένταλμα Έρευνας ενώπιον του Δικαστή που εξέδωσε το Ένταλμα, αναμφίβολα αποτελεί υπέρβαση εξουσίας.
Με βάση τα πιο πάνω, το Ανώτατο κατέληξε πως «το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση διατάγματος Κατακράτησης Τεκμηρίων που δεν αναφέρονταν στο Ένταλμα Έρευνας και το οποίο Ένταλμα Έρευνας δεν είχε εκδοθεί από το ίδιο αλλά από άλλο Δικαστήριο, ενήργησε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του».
Ως εκ τούτου το Ανώτατο εξέδωσε προνομιακό ένταλμα Certiorari που αιτείτο ο Αλέξανδρος Κληρίδης, με το οποίο το Διάταγμα Κατακράτησης Τεκμηρίων, στην έκταση που αφορά αντικείμενα που δεν αναφέρονταν στο ένταλμα έρευνας, ακυρώνεται. Σημειώνεται πως το ένταλμα έρευνας, ακυρώθηκε σε ότι αφορά τις σημειώσεις και κρίθηκε πως, με βάση τον όρκο του ανακριτή, θα έπρεπε να παραληφθούν μόνο κινητά και ηλεκτρονικοί υπολογιστές.
