«Ενημέρωσα τη μητέρα μου ότι γέννησα από το ραδιόφωνο… Σε τρυφερή ηλικία εγκαταλείψαμε τους γονείς μας»
14:35 - 21 Ιουνίου 2025

«Στέλναμε ηχογραφημένες ευχές χριστουγεννιάτικες και πασχαλινές. Το ΡΙΚ ανακοίνωνε την ημερομηνία για την ηχογράφηση, μεταβαίναμε στους χώρους του με γραμμένες τις ευχές μας και ηχογραφούσαμε τις φωνές μας. Μέσω αυτής της εκπομπής, ενημέρωσα τη δική μου μητέρα, το Δεκέμβριο του 1994, ότι γέννησα την κόρη μου».
Αυτά είναι τα λόγια της Νίκης Χρονιάς, ενός παιδιού που ζούσε μαζί με τους γονείς του εγκλωβισμένο στο Ριζοκάρπασο μετά τη βάρβαση τουρκική εισβολή του 1974. Ενός παιδιού που αναγκάστηκε να μεγαλώσει μακριά από την οικογενειακή θαλπωρή και εστία, χωρίς τους γονείς της, για να μεταβεί στις ελεύθερες περιοχές, μόλις είχε τελειώσει τη φοίτηση στο Δημοτικό. Σε μία τρυφερή ηλικία, που είχε ανάγκη την καθοδήγηση του πατέρα, το χάδι της μητέρας, κλήθηκε να λάβει μία σκληρή απόφαση. Να φύγει από το σπίτι της, χωρίς την οικογένειά της και να μεταβεί μόνη στις ελεύθερες περιοχές, για να συνεχίσει τη φοίτησή της, αφού οι κατακτητές δεν επέτρεπαν τη λειτουργία του Ελληνικού Γυμνασίου.
Όπως την κα. Χρονιά εκατοντάδες άλλα παιδιά που ζούσαν μαζί με τους γονείς τους στο Ριζοκάρπασο, αναγκάστηκαν σε τρυφερή ηλικία να εγκαταλείψουν την πατρική τους εστία και μόνα τους να ανοίξουν τα φτερά τους για ένα αβέβαιο μέλλον. Αυτή είναι η αθέατη πτυχή της κυπριακής τραγωδίας. Εκείνα τα παιδιά που αναγκάστηκαν να ζήσουν για δεκαετίες ολόκληρες μακριά από τους γονείς του. Εκείνοι οι έφηβοι που δεν είχαν δίπλα τους τον πατέρα τους να τους καθοδηγήσει στις κρίσιμες στιγμές. Εκείνες οι νεαρές κοπέλες που δεν μπορούσαν να ζητήσουν βοήθεια από τη μητέρα τους όταν το είχαν ανάγκη.
Το θέμα των παιδιών των εγκλωβισμένων που αναγκάστηκαν για χρόνια να ζήσουν μακριά από την οικογένειά τους, άνοιξε η ΠΟΓΟ, σε ένα συνέδριο που πραγματοποίησε την προ ημερών στη Λευκωσία. Εκεί ακούστηκε και η μαρτυρία της της Νίκης Χρονίας, η οποία ήταν εκπρόσωπος των εγκλωβισμένων παιδιών και με τη μαρτυρία της, έδωσε στο κοινό να καταλάβει το μέγεθος των δυσκολιών που αντιμετώπισαν.
Το καλοκαίρι που άλλαξε τη ζωή στο Ριζοκάρπασο
«Το Ριζοκάρπασο βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Κύπρο. Μέχρι τον Αύγουστο του 1974, στο Ριζοκάρπασο ζούσαν μόνο Ελληνοκύπριοι. Η απογραφή του 1973 κατέγραψε 3,500 μόνιμους κάτοικους. Κωμόπολη το Ριζοκάρπασο, με δύο Δημοτικά, Κύπρο Α’ και Κύπρο Β’, το Ελληνικό Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου που ιδρύθηκε από την Ιερά Μονή Αποστόλου Ανδρέα, με δημοτική αγορά, τράπεζες, κινηματογράφο, κρεοπωλεία, μαγαζιά, καφενεία, ζαχαροπλαστείο, ιατρείο. Πολλές οι ομορφιές του. Ιδιαίτερη είναι η χλωρίδα και πανίδα του Ριζοκαρπάσου, ενώ γεωργοί, κτηνοτρόφοι και ψαράδες ήταν οι κύριες εργασίες των κατοίκων. Πολλοί ωστόσο αγάπησαν τα γράμματα και ακολούθησαν ανώτερες σπουδές, κυρίως στην Ελλάδα και την Αγγλία.
Δεκαέξι Αυγούστου 1974. Τουρκικά στρατεύματα παρελαύνουν στα δρομάκια του χωριού μας. Φόβος, τρόμος, αγωνία, τι θα απογίνουμε; Η ήρεμη ζωή και η ξεγνοιασιά των Ριζοκαρπασιτών μετατράπηκαν σε ένα αβέβαιο μέλλον. Εγκλωβίστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν άνδρες από ηλικία 18 μέχρι 70 ετών. Γίνονταν καταμετρήσεις γυναικόπαιδων, Ηνωμένα Έθνη και Ερυθρός Σταυρός έρχονταν εκεί, υπήρχαν κατ’ οίκο περιορισμοί. Λέξεις άγνωστες μέχρι τότε, λέξεις που έγιναν βίωμά μας. Ήταν εγκλωβισμός με όλα τα επακόλουθα.
Σεπτέμβριος 1974. Τα σχολεία άνοιξαν, φυσικά με καθυστέρηση. Δάσκαλοι και μαθητές είχαν να αντιμετωπίσουν νέες καταστάσεις. Βιβλία και γραφική ύλη, σταλμένα από το Υπουργείο Παιδείας της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν είχαν φτάσει στους χώρους των σχολείων. Ο στρατός της Τουρκίας είχε αναλάβει τον αυστηρό έλεγχο κάθε βιβλίου. Οι μαθητές του Δημοτικού αναγκάζονταν μέχρι να ολοκληρωθεί ο έλεγχος, να αλληλοδανείζονται βιβλία από τους συμμαθητές τους των μεγαλύτερων τάξεων. Από το 1974 μέχρι το 1976 οι μαθητές του Ελληνικού Γυμνασίου Ριζοκαρπάσου εργάζονταν σε φυλλάδια, σταλμένα από το Υπουργείο Παιδείας. Το 1976 ήταν η τελευταία χρονιά λειτουργίας του Γυμνασίου μας. Ευτυχώς αναγνωρίστηκαν τα δύο χρόνια φοίτησης.
Ο χρόνος κυλούσε, τα παιδιά του Δημοτικού συνέχιζαν τη φοίτησή τους. Παρέμειναν σε λειτουργία μέχρι και σήμερα. Εφαρμόστηκε τότε η πενθήμερη φοίτηση, όμως παρακολουθούσαμε και απογευματινά μαθήματα, για να καλύψουμε την ύλη του Σαββάτου. Ορισμένα μαθήματα απαγορεύτηκαν, Ιστορία και Θρησκευτικά. Τα βοηθητικά και τεχνικά μαθήματα μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Οι δάσκαλοι αφοσιώθηκαν, με όλο τους το είναι, στη διδασκαλία των Ελληνικών και των Μαθηματικών. Πολλές οι δυσκολίες. Επιπρόσθετο υλικό ανύπαρκο, οι γνώσεις μεταδίδονταν μόνο από το δάσκαλο. Πηγή γνώσης ο δάσκαλος. Μαθήματα ενδιαφέροντος, απογευματινές δραστηριότητες, το κυλικείο, όλα κλειστά. Παιχνίδια ομαδικά της αυλής ήταν η μόνη ψυχαγωγία των παιδιών».
Η δύσκολη ώρα της απόφασης
«Τελειώνοντας την Στ’ Τάξη του Δημοτικού Σχολείου, σε μία τρυφερή ηλικία, το παιδί καλείται να πάρει την απόφαση της ζωής του. Να εγκαταλείψει την οικογένειά του, τη ζεστή αγκαλιά της μάνας, την προστασία του πατέρα και να μεταβεί στις ελεύθερες περιοχές, για να συνεχίσει τη μόρφωσή του. Να στερηθεί τη θαλπωρή της οικογένειας, για να κερδίσει ένα άλλο δικαίωμα. Το δικαίωμα της μόρφωσης.
Καλούνταν να συμπληρώσουν έντυπα εις τριπλούν, γράφοντας ότι με τη θέλησή τους εγκατέλειπαν τους δικούς τους και έπαιρναν το δρόμο της προσφυγιάς, με μία βαλίτσα στο χέρι. Κάποιοι ήταν πιο τυχεροί από τους άλλους, αφού είχαν ένα θείο, μία θεία, μία νονά. Άλλοι φιλοξενούνταν σε ανάδοχες οικογένειες. Τότε, λειτουργούσε και ο εφηβικός ξενώνας, όπου φιλοξενούνταν αγόρια.
Γενάρης 1979. Ημερομηνία ορόσημο για μία μεγάλη ομάδα κοριτσιών, κυρίως από το Ριζοκάρπασο. Το μαθητικό οικοτροφείο. Με πρωτοβουλία της αγαπημένης μας Βούλης Παπαδοπούλου, που πρωτοστάτησε στην ίδρυση του μαθητικού οικοτροφείου, για κορίτσια ηλικίας 12-18 χρόνων που οι γονείς τους ήταν εγκλωβισμένοι στην κατεχόμενη Καρπασία. Το 1983 μετά την αφυπηρέτηση της Άννας Νικολάου, η κα. Βούλη προσεγγίζει τον επαρχιακό λειτουργό Κοινωνικής Ευημερίας, ότι ενδιαφέρεται να αναλάβει τη θέση της. Ο ίδιος προσπάθησε να την αποτρέψει, λέγοντάς της πως αυτή η θέση δεν είναι για εκείνη, επειδή ήταν λειτουργός Α και δεν μπορούσε να εκτελεί καθήκοντα λειτουργού Γ. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε την απάντηση που δεν σκεφτόταν ότι θα ακούσει. “Δεν με ενδιαφέρουν τα τυπικά και τα χαρτιά. Πάνω από όλα είναι η αγάπη μου προς το συνάνθρωπό μας”. Έτσι ανέλαβε από τότε μέχρι το 1993, όταν και αφυπηρέτησε, ως κοινωνική λειτουργός Ανθρωπιστικών Θεμάτων.
Έγινε το δεύτερό μας σπίτι, η καινούργια μας οικογένεια. Φοιτούσαμε στα Λύκεια του Κύκκου και της Τεχνικής Σχολής, παρακολουθούσαμε φροντιστήρια στα Κρατικά Ινστιτούτα, κατηχητικό στους Αγίους Ομολογητές. Αλλάξαμε πολλούς ρόλους, μαθήτριες, μικροί σεφ, ηθοποιοί, χορωδοί».
Η ανύπαρκτη επικοινωνία και ο ρόλος του ΡΙΚ
«Η επικοινωνία με τους δικούς μας, όμως, σχεδόν ανύπαρκτη. Η αλληλογραφία μέσω του Ερυθρού Σταυρού, μικρά σημειώματα που ελέγχονταν από την τουρκική Αστυνομία, τηλεφωνική επικοινωνία μηδενική. Έτσι μπήκε η ραδιοφωνική επικοινωνία στη ζωή μας. Η εκπομπή “Μηνύματα προς τους Εγκλωβισμένους μας” στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου από τη 1:30 μέχρι τη 1:45, όταν όλοι οι εγκλωβισμένοι σταματούσαν τις δουλειές τους και έστηναν αυτί στο μικρό τους ραδιόφωνο, για να ακούσουν τα νέα των δικών τους.
Στέλναμε ηχογραφημένες ευχές χριστουγεννιάτικες και πασχαλινές. Το ΡΙΚ ανακοίνωνε την ημερομηνία για την ηχογράφηση, μεταβαίναμε στους χώρους του με γραμμένες τις ευχές μας και ηχογραφούσαμε τις φωνές μας. Μέσω αυτής της εκπομπής, ενημέρωσα τη δική μου μητέρα, το Δεκέμβριο του 1994, ότι γέννησα την κόρη μου. Πολύ αργότερα το 1998, τοποθετήθηκαν τηλεφωνικές γραμμές στα σπίτια των εγκλωβισμένων μας. Τηλεφωνούσαμε στους δικούς μας και βάζαμε αριθμό της Τουρκίας και χρεωνόμασταν κλήση εξωτερικού. Μετά από προσπάθειες, καταφέραμε να χρεωνόμαστε τοπική κλήση σε σταθερό τηλέφωνο».
Οι επισκέψεις των γονιών στις ελεύθερες περιοχές και τα εμπόδια των κατακτητών
«Οι γονείς μας μπορούσαν να μας επισκεφτούν στις ελεύθερες περιοχές αρχικά για δύο μέρες, μετά για τέσσερις μέρες και πολύ αργότερα μία εβδομάδα. Οι διαδικασίες ήταν οι ίδιες όλα τα χρόνια. Ο κάθε εγκλωβισμένος που επιθυμούσε να επισκεφτεί τα παιδιά του, έπρεπε να αιτηθεί στις κατοχικές “αρχές”, με χειρόγραφη αίτηση, παραθέτοντας την ημερομηνία και τους λόγους που επιθυμούσε να μεταβεί στις ελεύθερες περιοχές. Το αίτημα εξεταζόταν και η άδεια δινόταν μετά από τρεις ή τέσσερις εβδομάδες. Οι εγκρίσεις δίνονταν με κριτήρια που είχαν οι “αρχές” του ψευδοκράτους. Αν ξεπερνούσαν τις ημέρες που είχαν αιτηθεί, θα έπρεπε να παρουσιάσουν πιστοποιητικό ασθενείας, αλλιώς η επόμενη έγκριση δεν θα εγκρινόταν εύκολα.
Αυτές τις επισκέψεις, όλοι τις περιμέναμε με ανυπομονησία. Οι γονείς μας, μας κουβαλούσαν όλα τα καλά του Ριζοκαρπάσου. Φορτωμένοι με τα δικά τους δώρα. Ο κάθε γονιός επισκέπτης ενημέρωνε και τους άλλους γονείς και τους καλούσε να του δώσουν ό,τι μπορούσαν, ό,τι είχαν στην αυλή τους να το φέρουν στο παιδί τους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ο Τούρκος αστυνομικός στον έλεγχο των αποσκευών του πατέρα μου, στο Λήδρα Πάλας, του έκανε παρατήρηση επειδή έφερνε πολλά κιβώτια. Με όλο το σεβασμό προς το πρόσωπό του, ο πατέρας μου με θάρρος τον ρώτησε “ποιας μάνας να αρνηθώ όταν με παρακαλεί να πάρει ένα ψωμί στο παιδί της;”. Δύσκολα χρόνια.
Οι γονείς μας ως επισκέπτες δεν μπορούσαν να μείνουν στο μαθητικό οικοτροφείο ή στον εφηβικό ξενώνα. Φιλοξενούνταν σε συγγενικά σπίτια, όσοι είχαν συγγενείς, φίλους, κουμπάρους ή γείτονες, που ζούσαν σε προσφυγικούς συνοικισμούς. Μία γωνιά ήταν αρκετή για να ξαποστάσουν μέχρι να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1979 οι μαθητές που είχαν γονείς εγκλωβισμένους, μπορούσαν να επισκεφτούν τις οικογένειές τους κατά την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων, του Πάσχα και τους καλοκαιρινούς μήνες. Με απόφαση του Ντεκτάς, αυτές οι επισκέψεις απαγορεύτηκαν μέχρι και τα Χριστούγεννα του 1984. Εκείνη τη χρονιά, επιτράπηκαν οι επισκέψεις στα μικρότερα παιδιά που δεν είχαν κλείσει τα 12 χρόνια ηλικίας. Πολλοί από εμάς ήμασταν εκτός αυτού του ηλικιακού ορίου. Το μαθητικό οικοτροφείο και ο εφηβικός ξενώνας έκλειναν και ήμασταν υποχρεωμένοι να γιορτάσουμε τις διακοπές αυτές σε ανάδοχες ή συγγενικές οικογένειες. Φιλοξενηθήκαμε σε κατασκηνώσεις της ΟΕΛΜΕΚ, κατηχητικών σχολείων και του Λυκείου Ελληνίδων Αμμοχώστου».
Η επαναλειτουργία του σχολείου και το αίτημα προς την Πολιτεία
«Ευτυχώς, ο Μεγαλοδύναμος Θεός φρόντισε να περάσουν από το δρόμο μας αξιόλογοι άνθρωποι, που μας έμαθαν να αγαπούμε τη θρησκεία, την πατρίδα και τον συνάνθρωπό μας. Οι γονείς μας ευγνωμονούσαν τις υπεύθυνες του μαθητικού οικοτροφείου. Γνώριζαν από πρώτο χέρι ότι βρισκόμασταν σε καλά χέρια. Οι έγνοιες των γονιών, όμως, δεν έλειπαν. Οι πειρασμοί της μεγαλούπολης δεν ήταν και λίγοι. Καταφέραμε με σωστή καθοδήγηση να τελειώσουμε το Λύκειο ή την Τεχνική Σχολή. Οι περισσότερες από μας συνεχίσαμε την μόρφωσή μας, πήραμε πτυχίο Πανεπιστημίου. Έχουμε αποκτήσει τις δικές μας οικογένειες. Όμως, καμία μας δεν ξεχνά, νοιαζόμαστε η μία για την άλλη, είμαστε αδέλφια, τι κι αν δεν μας συνδέει συγγένεια. Οι δυσκολίες της ζωής μας ένωσαν.
Με προσπάθειες της Κυβερνήσεως, το Γυμνάσιο του Ριζοκαρπάσου λειτούργησε το 2003 και φοιτούν λιγοστοί μαθητές. Ως εκπαιδευτικοί μπορούν να διοριστούν όσοι είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο εγκλωβισμένων, σύζυγοι, παιδιά και εγγόνια εγκλωβισμένων. Μπορεί να αιτηθεί ο οποιοσδήποτε από τον κατάλογο διορισίμων και διορισθέντων. Όλοι θα τεθούν υπό τον έλεγχο των κατοχικών “αρχών”. Επίσης, λειτουργούν το νηπιαγωγείο και το Δημοτικό. Μέχρι και σήμερα επιβάλλονται περιορισμοί, απαγορεύονται επισκέψεις επιθεωρητών, συμβούλων μαθημάτων των αναλυτικών προγραμμάτων, μελών της σχολικής εφορίας.
Σήμερα, δεν ζητάμε τίποτε άλλο από την Πολιτεία, παρά να μείνουμε εγγεγραμμένοι στο μητρώο των εγκλωβισμένων. Εμείς τα παιδιά, στην πιο τρυφερή ηλικία που είχαμε την ανάγκη και την θαλπωρή της οικογένειας, αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τους γονείς και τα αδέλφια μας για να μορφωθούμε».