Για διαχρονική, απόλυτη διακριτική εξουσία του Υπουργικού για το ΚΕΠ μίλησε η υπεράσπιση στη δίκη Al Jazeera
17:34 - 16 Ιουνίου 2025

Το Υπουργικό Συμβούλιο ασκούσε διαχρονικά την απόλυτη διακριτική του εξουσία, από την αρχή του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος το 2007, μέχρι και την έκδοση Κανονισμών το 2020, υποστήριξε τη Δευτέρα στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας η Υπεράσπιση στις υποθέσεις πολιτογραφήσεων με κατηγορούμενους τον πρώην Πρόεδρο της Βουλής, Δημήτρη Συλλούρη και τον πρώην Βουλευτή, Χριστάκη Τζιοβάννη.
Συγκεκριμένα, ο δικηγόρος του κ. Τζιοβάννη, Γιώργος Παπαϊωάννου, επιχείρησε, με σειρά ερωτήσεων προς τη μάρτυρα κατηγορίας, λειτουργό του Υπουργείου Εσωτερικών, Χριστίνα Καούλλα, αλλά και με αποσπάσματα από τα πρακτικά αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, να καταδείξει τη διαχρονικότητα της απόλυτης διακριτικής εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου, σε σχέση με τις εγκρίσεις ή απορρίψεις αιτήσεων κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων.
Επιπλέον, εξέφρασε τη θέση ότι δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο που να διέπει τη διαδικασία υποβολής αιτημάτων για εξαιρέσεις στα κριτήρια του προγράμματος. Η αντεξέταση της κ. Καούλλα από τον κ. Παπαϊωάννου αναμένεται να ολοκληρωθεί αύριο Τρίτη, στις 11πμ.
Νωρίτερα, τη μάρτυρα αντεξέτασε και ο δικηγόρος του κ. Συλλούρη, Κρις Τριανταφυλλίδης, ο οποίος ρώτησε τη μάρτυρα αν συμφωνεί με προηγούμενη μαρτυρία που ακούστηκε ενώπιον του δικαστηρίου, ότι ο Κωνσταντίνος Πετρίδης, ως Υπουργός Εσωτερικών, ήταν «αυστηρός» όταν μελετούσε τις αιτήσεις και δύσκολα ενέκρινε παρεκκλίσεις, με την κ. Καούλλα να απαντά καταφατικά.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης σημείωσε ότι ο κ. Πετρίδης, όταν ασκούσε τη διακριτική του εξουσία, το έκανε ως Υπουργός, χωρίς να ελέγχεται από οποιονδήποτε εκτός από το Υπουργικό Συμβούλιο, θέση με την οποία συμφώνησε η μάρτυρας.
Επιπλέον, τη ρώτησε αν η ίδια, όταν ετοίμαζε σημείωμα προς οποιοδήποτε Υπουργό Εσωτερικών ασκούσε τη δική της κρίση, χωρίς να επηρεάζεται από τυχόν τηλεφωνήματα που μπορεί να δεχόταν. Η κ. Καούλλα απάντησε, επίσης, θετικά.
«Στις αιτήσεις Γκορνόφσκι και Αρμούς συμφωνείτε ότι ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου ετέθησαν τα πλήρη και αληθή στοιχεία και δεν υπήρξε απόκρυψη από πλευράς της υπηρεσίας;», συνέχισε ο κ. Τριανταφυλλίδης, με τη μάρτυρα να απαντά ότι «και στις δύο περιπτώσεις έγινε κανονικά η διαδικασία εξέτασης και όλα τα στοιχεία που είχα υπόψη μου τέθηκαν στο σημείωμα προς τον Υπουργό Εσωτερικών και στην πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο, η οποία εγκρίθηκε από τον Υπουργό», προσθέτοντας ότι «όλα τα στοιχεία που είχε υπόψη του τότε το Υπουργείο Εσωτερικών ήταν καταχωρημένα στον φάκελο» των υποθέσεων στο Υπουργείο.
Στη συνέχεια, ο κ. Τριανταφυλλίδης διάβασε από τις γραπτές καταθέσεις της κ. Καούλλα, που σε ερωτήσεις αν για τις δύο επίδικες υποθέσεις πολιτογραφήσεων, Νικολάι Γκορνόφσκι και Αλί Αρμούς, είχε δεχτεί οποιαδήποτε παρεμβολή για επίσπευσή τους, είχε απαντήσει αρνητικά.
Αναφέρθηκε, επίσης, σε άλλο σημείο της γραπτής κατάθεσής της, στην οποία ανέφερε ότι είχε αποστείλει email σε λειτουργό του Υπουργείο Οικονομικών για τον Αλί Αρμούς «επειδή ζητούσαν (πληροφορίες) συνέχεια από το γραφείο του Προέδρου της Βουλής». Στην ίδια κατάθεση, ανέφερε ότι τελευταία φορά επικοινώνησε μαζί της η κοπέλα που της ανέφερε ότι ήταν η ιδιαιτέρα του Προέδρου της Βουλής το τέλος Αυγούστου 2020, όταν η κ. Καούλλα της είπε ότι «δεν ήταν καλή στιγμή να μιλήσουμε», γιατί στο γραφείο της ήταν ο Γενικός Ελεγκτής και το ΤΑΕ.
Ακολούθως, έκανε αναφορά σε απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου του 2016 να μην παραλαμβάνονται από το Υπουργείο Εσωτερικών αιτήσεις των οικονομικά εξαρτώμενων ενήλικων τέκνων, πριν την παραχώρηση της υπηκοότητας στον επενδυτή. Όπως σημείωσε ο κ. Τριανταφυλλίδης, διαβάζοντας από την κατάθεση της κ. Καούλλα, σε επιστολή του παρόχου υπηρεσιών Fidescorp ημερομηνίας 2/10/2017, με την οποία ζητούσε ο Υπουργός να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να δεχτεί την παραλαβή της αίτησης της κόρης του Αλί Αρμούς, πριν την παραχώρηση της υπηκοότητας στον πατέρα της, και η οποία θα εξεταζόταν μετά την έγκριση της πολιτογράφησης του, ο Υπουργός έδωσε οδηγίες στην κ. Καούλλα, στις 20/10, να παραληφθεί η αίτηση, παρόλο που η έγκριση της αίτησης του πατέρα δόθηκε τον Μάρτιο 2018.
Όσον αφορά την υπόθεση Γκορνόφσκι και το αίτημα του παρόχου υπηρεσιών Ανδρέα Πιττάτζη για εξαίρεση από την υποχρέωση λήψης βιομετρικών στοιχείων με φυσική παρουσία στην Κύπρο, για λόγους υγείας, ο κ. Τριανταφυλλίδης υπέδειξε ότι η κ. Καούλλα στη γραπτή της κατάθεση είπε ότι έλαβε το αίτημα με email στις 19/1/2019, με το ίδιο αίτημα να το ξαναλαμβάνει από το γραφείο του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου τρεις μήνες μετά, στο οποίο, όμως, διαπίστωσε ότι καταγραφόταν ότι αυτό προήλθε από φαξ από το γραφείο του Προέδρου της Βουλής.
Ρωτώντας την κ. Καουλλά αν μετά τις 19/1/2019 είχε επικοινωνήσει με τον κ. Πιττάτζη, αυτή απάντησε ότι μίλησε με εκπροσώπους του επενδυτή και τους ενημέρωσε ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν τα βιομετρικά στοιχεία στην Ύπατη Αρμοστεία στο Λονδίνο και ότι ο Υπουργός δεν μπορούσε να εξαιρέσει οποιοδήποτε πρόσωπο από την υποχρέωση να είναι κάτοχος της άδειας παραμονής, καθώς αυτό ήταν στην εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου.
Στη συνέχεια, ο κ. Τριανταφυλλίδης ρώτησε τι έγινε μετά που πήγε το σχετικό μήνυμα στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, με τη μάρτυρα να απαντά ότι ο Υπουργός αποφάσισε να το θέσει ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου με θετική εισήγηση.
«Συμφωνείτε ότι σας έπαιρναν πολλοί τηλέφωνα για να ρωτήσουν τι γίνεται με τις αιτήσεις και αν μπορεί να επισπευστεί η διαδικασία;», ρώτησε ο κ. Τριανταφυλλίδης, με την κ. Καούλλα να απαντά ότι «συνήθως αυτοί που έπαιρναν τηλέφωνο ήταν οι πάροχοι υπηρεσιών που υπέβαλλαν τις αιτήσεις». «Σας διέταξε οποιοσδήποτε να εγκρίνετε αίτηση ή να προσπεράσετε τη σειρά», συνέχισε ο κ. Τριανταφυλλίδης, με τη μάρτυρα να σημειώνει ότι οι μόνες διαταγές προέρχονταν από τον Υπουργό Εσωτερικών, μέσω γραπτών οδηγιών για την επίσπευση μιας αίτησης.
Τέλος, τη ρώτησε αν η ίδια αντιλαμβανόταν κάτι παράνομο, θα πήγαινε στην Αστυνομία, με την κ. Καούλλα να απαντά θετικά.
Στη συνέχεια, ο Γιώργος Παπαϊωάννου άρχισε την αντεξέτασή του, καταθέτοντας ως τεκμήριο την πρώτη απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση, ημερομηνίας 11/6/2007, στην οποία υπάρχει η αναφορά ότι «ουδέν των ανωτέρω επηρεάζει την απόλυτη διακριτική ευχέρεια στη λήψη απόφασης» του Υπουργικού Συμβουλίου και ότι τα κριτήρια ισχύουν μέχρι τον καθορισμό σχετικού Κανονισμού, στον οποίο θα περιληφθούν.
Επιχειρώντας να καταθέσει άλλες τέσσερις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 10/10/11, 15-16/4/13, 24/5/13 και 19/3/14, καθώς και να αξιοποιήσει αποφάσεις που ήδη κατατέθηκαν ως τεκμήρια ημερομηνίας 13/2/19, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, Χάρις Καραολίδου, έφερε ένσταση, εγείροντας θέμα σχετικότητας των αποφάσεων με τις επίδικες υποθέσεις.
Ο κ. Παπαϊωάννου είπε ότι στόχος του είναι να καταδείξει τη διαχρονικότητα στην απόλυτη διακριτική εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου.
Μετά από ολιγόλεπτη διακοπή, το Δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του, η οποία δεν ήταν ομόφωνη. Όπως ανέφερε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, Νικόλας Γεωργιάδης, «με όσα είπε ο κ. Παπαϊωάννου έχει καταδειχθεί η σχετικότητα, καθότι είναι μέρος της υπεράσπισης ο τρόπος άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου». Με τη θέση αυτή συμφώνησε η δικαστής Νάγια Οικονόμου, αλλά διαφώνησε η Μαρία Λοΐζου, η οποία ανέφερε ότι δεν έχει αντιληφθεί γιατί είναι σημαντικό να καταδειχθεί η διαχρονικότητα της απόλυτης διακριτικής ευχέρειας του Υπουργικού Συμβουλίου, από τη στιγμή που για το επίδικο ζήτημα η σχετική απόφαση του Υπουργικού είναι ήδη κατατεθειμένη ως τεκμήριο.
Συνεχίζοντας ο κ. Παπαϊωάννου είπε ότι στις τέσσερις αποφάσεις που παρουσίασε, υπάρχει η ίδια αναφορά για την απόλυτη ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου στη λήψη απόφασης. Στη συνέχεια, υπέδειξε ότι σε απόφαση του 2016 το Υπουργείο αποφάσισε τα κριτήρια και σε εκείνη την απόφαση δεν υπήρχε αυτή η αναφορά.
Πρόσθεσε, επίσης, ότι οι Κανονισμοί για το ΚΕΠ τελικά δημοσιεύτηκαν στις 18/8/2020, με τη μάρτυρα να συμφωνεί. Ο κ. Παπαϊωάννου αναφέρθηκε στη μαρτυρία της κ. Καούλλα ενώπιον της ερευνητικής επιτροπής Νικολάτου, που όταν ρωτήθηκε γιατί χρειάστηκαν 13 χρόνια για να γίνουν οι Κανονισμοί απάντησε «οι κανονισμοί έγιναν μετά την τροποποίηση του νόμου από τη Βουλή τον 2/2019. Προηγουμένως, σύμφωνα με τη νομοθεσία, επειδή αποφάσιζε το Υπουργικό Συμβούλιο, εξ όσων γνωρίζω, αυτό ήταν που ήθελαν, το πρόγραμμα να παραμείνει στην εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου». Ερωτηθείσα αν διατηρεί και σήμερα την ίδια άποψη, η κ. Καούλλα είπε ότι «εξ όσων γνώριζα το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε να διατηρήσει την εξουσία της λήψης απόφασης σχετικά με τα κριτήρια».
Υπενθυμίζεται ότι την προηγούμενη δικάσιμο, κατά την κυρίως εξέταση της κ. Καούλλα, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής τη ρώτησε αν, με δεδομένο ότι τελικά η πληρωμή προς τον πωλητή, στην υπόθεση Γκορνόφσκι έγινε μετά την έγκριση της πολιτογράφησης, θεωρεί ότι πληρούταν το οικονομικό κριτήριο, αυτή απάντησε ότι δεν πληρούταν.
Κάνοντας αναφορά σε αυτή την απάντηση, ο κ. Παπαϊωάννου παρέπεμψε σε απαντητικές επιστολές του Υπουργείου Εσωτερικών προς την Ελεγκτική Υπηρεσία, σχετικά με ελέγχους για το πρόγραμμα πολιτογραφήσεων, στις οποίες ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε ότι «δεν απαγορεύεται σε διοικητικό όργανο να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία σε μια υπόθεση, με βάση γενική πολιτική/κριτήρια που έχει προκαθορίσει το ίδιο, εφόσον η πολιτική συνάδει με τον νόμο». Η μάρτυρας απάντησε ότι γνωρίζει ότι στάλθηκαν οι σχετικές επιστολές και συμμετείχε στη διαμόρφωσή τους, αλλά δεν μπορεί να πιστοποιήσει το περιεχόμενό τους.
Ο κ. Παπαϊωάννου επικεντρώθηκε, επίσης, στο γεγονός ότι το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Οικονομικών συμφώνησαν διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων τους, με αποτέλεσμα από το 2019 το οικονομικό κριτήριο των αιτήσεων να εξετάζεται μόνο από το Υπουργείο Οικονομικών, ενώ προηγουμένως ελεγχόταν και από το Υπουργείο Εσωτερικών.
Σημείωσε, δε ότι στον φάκελο Γκορνόφσκι, υπάρχει επιστολή από το Υπουργείο Οικονομικών, με την οποία ενημερώνει ότι ο επενδυτής πληροί το οικονομικό κριτήριο. Αναφέρθηκε, ακόμα, σε σημείωμα λειτουργού του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο αναφερόταν ότι «σε περίπτωση που τα εμβάσματα κατατίθονταν σε λογαριασμό του παρόχου και όχι του πωλητή, ζητούντο οδηγίες από τον προϊστάμενο (του Υπουργείου Οικονομικών) κ. (Κυριάκο) Κακουρή και οι προφορικές οδηγίες που έδιδε είναι να γίνονται αποδεκτά τα εμβάσματα».
Στα παραπάνω η μάρτυρας απάντησε ότι ισχύει ότι από την 1/1/2019 η εξέταση οικονομικών κριτηρίων γινόταν από το Υπουργείο Οικονομικών, αλλά ανέφερε ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τις εσωτερικές διαδικασίες που ακολουθούσε το Υπουργείο Οικονομικών.
«Θέση μου είναι ότι ο κ. Κακουρής, επικαλούμενος τον περί γενικών αρχών διοικητικού δικαίου νόμο και στο πλαίσιο της διακριτικής του εξουσίας, αποδεχόταν σε σχέση με τα απαιτούμενα οικονομικά κριτήρια του ΚΕΠ, περιπτώσεις, και μία από αυτές είναι «η αποδοχή διατήρησης των επενδυτικών κεφαλαίων αιτητών σε χωριστούς τραπεζικούς λογαριασμούς των παρόχων, σε client account», ανέφερε ο κ. Παπαϊωάννου.
Η κ. Καούλλα ρωτήθηκε, ακόμα, αν το πόρισμα της ερευνητικής επιτροπής Νικολάτου έτυχε μελέτης από το Υπουργείο Εσωτερικών. Απάντησε ότι «για τις δικές μου αρμοδιότητες, αυτό που μελετήθηκε ήταν οι εισηγήσεις για θέματα αποστέρησης κυπριακής υπηκοότητας».
Ακόμα, ο κ. Παπαϊωάννου τη ρώτησε αν, παρά τις επισημάνσεις της σε αριθμό υποθέσεων πολιτογραφήσεων για μη πλήρωση κριτηρίων ή στη βάση άλλων δημοσιευμάτων, υπήρχαν περιπτώσεις που το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τη δική του ευρεία διακριτική εξουσία, αποφάσιζε την έγκριση πολιτογραφήσεων, με την κ. Καούλλα να απαντά θετικά.
Ο συνήγορος υπεράσπισης αναφέρθηκε, ακόμη στο reservation agreement, το οποίο είναι κατατεθειμένο ως τεκμήριο, και το οποίο δεν περιλαμβανόταν στον φάκελο Γκορνόφσκι στο Υπουργείο Εσωτερικών. Κατά την κυρίως εξέτασή της, η κ. Καούλλα είχε πει ότι η συμφωνία ενδεχομένως να παραβίαζε τον κώδικα συμπεριφοράς και ότι αν ήταν σε γνώση της, θα το προωθούσε στην επιτροπή ελέγχου των παρόχων υπηρεσιών.
«Θέση μου είναι ότι η ερμηνεία του reservation agreement δεν συνιστά οτιδήποτε επιλήψιμο», είπε ο κ. Παπαϊωάννου, στο οποίο η μάρτυρας απάντησε ότι στην παρούσα φάση αυτό θα το αποφασίσει το δικαστήριο.
Ο κ. Παπαϊωάννου αναφέρθηκε, επίσης, τόσο στο πόρισμα της τριμερούς επιτροπής Καλογήρου, του Σεπτέμβρη 2020, όσο και στο πόρισμα της ερευνητικής επιτροπής Νικολάτου, στα οποία αναφερόταν ότι ο κώδικας συμπεριφοράς για τους παρόχους υπηρεσιών δεν έχει νομική ισχύ και είναι ελλιπής, καθώς και το ότι για όσο διάστημα ήταν σε ισχύ το ΚΕΠ δεν φαίνεται να εποπτευόταν η εφαρμογή των προνοιών του.
Τελειώνοντας για τη μέρα, ο κ. Παπαϊωάννου υπέβαλε τη θέση ότι δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο προς τους παρόχους ή άλλους ενδιαφερόμενους για να γνωρίζουν πότε δίνονταν επισπεύσεις, δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο σε ποιες περιπτώσεις και για ποια κριτήρια δίνονταν εξαιρέσεις στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο για να γνωρίζουν οι πάροχοι ποιοι επενδυτές δικαιούνται να αιτηθούν για εξαιρέσεις στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου, ούτε νομικό πλαίσιο για το σε ποιους έπρεπε να αποταθούν για να αιτηθούν εξαιρέσεων και δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο για το με ποιο τρόπο δικαιούνται οι πάροχοι να αιτηθούν εξαιρέσεων. «Ελλείψει νομικού πλαισίου γίνονταν αποδεκτές παραστάσεις που γίνονταν και με τη μορφή επιστολών», κατέληξε ο κ. Παπαϊωάννου, με τη μάρτυρα να συμφωνεί.
Ο κ. Παπαϊωάννου αναμένεται να ολοκληρώσει την αντεξέτασή του αύριο, Τρίτη, στις 11πμ.
Πηγή: ΚΥΠΕ