Νέο όχι Εισαγγελίας για ποινικές διώξεις για την δολοφονία Θανάση, επιμένει στις θέσεις της-Πώς απάντα στην οικογένεια
12:20 - 12 Ιουνίου 2025

Την απόφαση να μην προχωρήσει σε καταχώρηση ποινικής δίωξης για οποιοδήποτε αδίκημα, είτε μέσω των λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας, είτε μέσω διορισμού ιδιωτών δικηγόρων, κοινοποίησε στον δικηγόρο της οικογένειας του Θανάση Νικολάου ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, Σάββας Αγγελίδης, μετά το αίτημα της οικογένειας για δίωξη επτά προσώπων, στη βάση του πορίσματος Παππά-Αθανασίου.
Η Νομική Υπηρεσία δικαιολογεί την απόφασή της, λέγοντας ότι η καταδίκη από το ΕΔΑΔ αφορά ζήτημα κρατικής ευθύνης, λόγω της αποτυχίας του κράτους να διασφαλίσει αποτελεσματική διερεύνηση και συνεπώς δεν πρόκειται για απόφαση που καταλογίζει ατομική ποινική ευθύνη σε οποιοδήποτε πρόσωπο. Θα πρέπει, όπως αναφέρει, να στοιχειοθετηθεί ότι οι παραλείψεις που υπήρξαν από πρόσωπα ήταν εσκεμμένες και επί σκοπού για τη μη εκπλήρωση των καθηκόντων τους, και κατά την γνώμη της Εισαγγελίας τίποτα από το μαρτυρικό υλικό δεν καταδεικνύει ότι οι αστυνομικοί, οι στρατιωτικοί ή ο ιατροδικαστής ενήργησαν με πρόθεση συγκάλυψης.
Παραπέμπει, επίσης, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε ό,τι αφορά το πόρισμα της θανατικής ανακρίτριας, λέγοντας ότι πάσχει ως προς τη νομιμότητά του, ακόμη και στην περίπτωση που τυπικά εξακολουθεί να ισχύει, στερείται αποδεικτικής αξίας και δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, ενώ υποδεικνύει πως το τελευταίο πόρισμα Αθανασίου-Παππά δεν ανέδειξε επί της ουσίας νέα δεδομένα, ικανά να ανατρέψουν το νομικό σκεπτικό της προηγούμενης απόφασής της Νομικής Υπηρεσίας, μετά το πόρισμα Μάτσα-Αλεξόπουλου.
Διαβάστε τα σημαντικότερα σημεία της επιστολής της Νομικής Υπηρεσίας
--> {.... } η όλη επιχειρηματολογία σας για να στηρίξει το αίτημά σας βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο πόρισμα των κκ. Παππά και Αθανασίου. Οφείλουμε να σας αναφέρουμε ότι η πρόσφατη ποινική διερεύνηση η οποία διενεργήθηκε από τους ποινικούς ανακριτές κ.κ. Παππά και Αθανασίου ως και το εκδοθέν πόρισμα ημερομηνίας 7/3/2025, δεν ανέδειξε επί της ουσίας νέα δεδομένα ικανά να ανατρέψουν το νομικό σκεπτικό της απόφασής μας, η οποία κοινοποιήθηκε με την επιστολή μας ημερομηνίας 14/6/2023 στον τότε δικηγόρο της οικογένειας κ. Χρίστο Τριανταφυλλίδη και λήφθηκε μετά το πόρισμα των κκ. Μάτσα και Αλεξόπουλου και την έρευνα της Αστυνομίας.
--> {.... } δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας περί γνώσης του ιατροδικαστή για ύπαρξη δολοφονίας ως επίσης και πρόθεσης του ιατροδικαστή για συγκάλυψη δραστών με σκοπό να παράσχει σ' αυτούς τη δυνατότητα να διαφύγουν της τιμωρίας, ούτως ώστε να καταστεί συνεργός. Στο πόρισμα των κκ. Παππά και Αθανασίου, τελευταία παράγραφο, αναφέρεται το ακόλουθο: «Για σκοπούς πληρότητας να αναφέρουμε ότι, μας απασχόλησε σοβαρά το ενδεχόμενο, η εξέλιξη ουσιαστικών γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση και το μέγεθος των πράξεων ή παραλείψεων συγκεκριμένων προσώπων, συμπεριλαμβανομένου και του κ. Σταυριανού, πιθανόν, να εμπεριέχουν το στοιχείο της πρόθεσης να υποβοηθήσουν κάποιους με σκοπό να τους παράσχουν τη δυνατότητα να αποφύγουν την τιμωρία, με αποτέλεσμα την διάπραξη του αδικήματος της Συνέργειας (μετά την διάπραξη του εγκλήματος). Ωστόσο, δεν εντοπίζουμε τέτοια μαρτυρία ή στοιχεία τέτοιας μορφής και έντασης, ικανά να καταδείξουν αυτό το ενδεχόμενο.» Με αυτή την κατάληξη θεωρούμε ότι επιβεβαιώνεται η αιτιολόγηση της απόφασης μας και για τα λοιπά αδικήματα που γίνεται αναφορά ότι ενδεχόμενα να διέπραξε ο κ. Σταυριανός. Αυτή η αναφορά στο πόρισμα των κκ. Παπά και Αθανασίου, λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία εφόσον τα αποδιδόμενα στον κ. Σταυριανό αδικήματα, στηρίζονται αποκλειστικά στη παραδοχή ότι η αιτία θανάτου οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια και κατά συνέπεια, η εισήγησή περί τέλεσης αδικημάτων ψευδορκίας, έκδοσης πλαστού πιστοποιητικού και άλλων συναφών αδικημάτων, προκύπτει, έχοντας ως δεδομένο και μη αμφισβητούμενο γεγονός, αφενός την ύπαρξη εγκληματικής πράξης και, αφετέρου, ότι ο ιατροδικαστής είχε γνώση περί αυτής. Ως εκ τούτου, διερωτόμαστε πώς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το σύνολο του μαρτυρικού υλικού αποκαλύπτει σοβαρό ενδεχόμενο διάπραξης, μεταξύ άλλων, των αδικημάτων (2), (4), (5) στη σελίδα 140 του πορίσματος τους αφού και οι ίδιοι αναφέρουν ότι δεν υπάρχει μαρτυρία πρόθεσης και/ή γνώσης ως συνεργός.
--> Η παραπομπή σας για δύο νέες μαρτυρίες από μάρτυρες που αναιρούν προηγούμενες τους καταθέσεις προφανώς στηρίζεται στην αναφορά της και 2 ης παραγράφου της σελ. 93 του πορίσματος των κκ. Παππά και Αθανασίου. Από το περιεχόμενο και μόνο των μεταγενέστερων καταθέσεων με τις οποίες αναιρέθηκαν προηγούμενες δηλώσεις των κκ. Ελισσαίου και Ττοφαλλή, εγείρονται σοβαρά ζητήματα αξιοπιστίας, ιδίως λόγω της ουσιώδους διαφοροποίησης των θέσεων τους σε σχέση με τις προηγούμενες καταθέσεις τους, η οποία επήλθε μετά την πάροδο σημαντικού χρονικού διαστήματος πέραν των είκοσι ετών αλλά και την αποδιδόμενη αιτιολόγηση για την διαφοροποίηση τους. Επί του θέματος αυτού πρέπει να σημειωθεί ότι όχι μόνο δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού για την αποδοχή των εκ διαμέτρου αντίθετων αναφορών τους αλλά ούτε διερεύνηση έλαβε χώρα από τους ποινικούς ανακριτές αναφορικά με τους ισχυρισμούς που προβάλλονται προς αιτιολόγηση της μεταβολής της στάσης των μαρτύρων. Επίσης, ούτε καν ασχολήθηκαν με την ισχυριζόμενη από τους μάρτυρες παραποίηση των καταθέσεων από τους αστυνομικούς γεγονός που εντείνει περαιτέρω τις αμφιβολίες ως προς την πληρότητα και αξιοπιστία της ποινικής διερεύνησης γι' αυτό το κατά τα άλλα σοβαρό ζήτημα.
--> Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε σοβαρά νομικά σφάλματα ΠΟΙ-) έλαβαν χώρα κατά τη διεξαγωγή της θανατικής ανάκρισης, όπως χαρακτηριστικά ανάφερε, ότι «Το γεγονός ότι δεν επιτράπηκε τελικά στον Αιτητή να προσφέρει τη μαρτυρία του στη διαδικασία και να παρουσιάσει την Έκθεση του, για την ετοιμασία της οποίας του δόθηκε σχετική δυνατότητα σε προγενέστερο στάδιο από τον Θανατικό ανακριτή, αποτελεί προφανές νομικό σφάλμα. Η στέρηση της δυνατότητας να τεθεί στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, ουσιαστική μαρτυρία, έπληξε από μόνη της τη διαδικασία και τη νομιμότητα της. Με δεδομένο τον επηρεασμό της διαδικασίας από την ως άνω απαγόρευση, παραμένει αδιάφορο αν η αποκλεισθείσα μαρτυρία θα επηρέαζε ή όχι την επάρκεια της θανατικής ανάκρισης (Επιφανείου (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1682). Τούτο δε, πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, η αποκλεισθείσα κατά τον πιο πάνω τρόπο μαρτυρία, δυνητικά, σε περίπτωση που γινόταν αποδεκτή, θα μπορούσε να επιδράσει στο τελικό πόρισμα της Θανατικής Ανακρίτριας. Η διαπίστωση εκ μέρους του Δικαστηρίου του ως άνω σφάλματος, εκ των πραγμάτων, καθιστά την επιτυχία της Αίτησης μια φυσιολογική εξέλιξη και επιλογή δυνάμενη να ακολουθηθεί. Κατά συνέπεια, προκύπτει από την εν λόγω απόφαση ότι ένα πόρισμα το οποίο πάσχει ως προς την νομιμότητα του, ακόμη και στην περίπτωση που τυπικά εξακολουθεί να ισχύει, στερείται αποδεικτικής αξίας και δεν μπορεί να αξιοποιηθεί. Ως εκ τούτου, διαφωνούμε με τη θέση σας ότι για σκοπούς προώθησης ποινικής υπόθεσης δυνάμεθα να στηριχθούμε στο πόρισμα της θανατικής ανάκρισης της κ. Βαρωσιώτου.
--> Επίσης, είναι η θέση σας ότι υπάρχει ανάγκη για ανάκτηση εμπιστοσύνης στο Κράτος Δικαίου και ότι η οικογένεια του Αθανάσιου Νικολάου στερήθηκε για χρόνια το δικαίωμα σε δίκαιη και αποτελεσματική έρευνα των αιτιών θανάτου του παιδιού τους και την ανεύρεση και τιμωρία των εμπλεκομένων προσώπων. Η απάντησή μας επί τούτου είναι ότι υπήρχε από πλευράς της Δημοκρατίας αναγνώριση της μη αποτελεσματικής αρχικής διερεύνησης της υπόθεσης. Ακριβώς για το λόγο αυτό, και παρά την παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος, προωθήθηκε η διενέργεια σειράς περαιτέρω ερευνών, εξετάσεων και ενεργειών όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
--> Σε καμία περίπτωση δεν παραγνωρίζουμε τις παραλείψεις που έλαβαν χώρα τον τότε ουσιώδη χρόνο, παραλείψεις που μεταξύ άλλων οδήγησαν σε καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας από το ΕΔΑΔ αλλά και σε μη αποτελεσματική διερεύνηση που άφησε πολλά ενδεχόμενα ανοικτά ή χωρίς να δοθούν απαντήσεις και/ή αποκλεισμό διαφόρων σεναρίων με βάση τα διάφορα τεκμήρια που εντοπίστηκαν. Δεν διαφωνούμε με πολλές από τις διαπιστώσεις των ποινικών ανακριτών επί αυτών των θεμάτων, πλην όμως, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της εσκεμμένης παραμέλησης καθήκοντος, άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα, είναι τέτοια που δεν υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία για στοιχειοθέτηση του αδικήματος.
--> Στην επιστολή σας γίνεται επίκληση νομολογίας του ΕΔΑΔ και ειδικότερα, της υποχρέωσης του κράτους να διασφαλίζει το δικαίωμα στη ζωή κατά την έννοια του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ, περιλαμβανομένης και της υποχρέωσης για άσκηση ποινικής δίωξης κατά των εμπλεκομένων προσώπων. Επισημαίνουμε ότι η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, η εν λόγω υποχρέωση του κράτους για άσκηση ποινικής δίωξης προυποθέτει την ύπαρξη επαρκούς αποδεικτικής βάσης, ήτοι μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί ποινικά αδικήματα. Εν προκειμένω θα θέλαμε να επαναλάβουμε, όπως ήδη έχει αναλυτικώς εκτεθεί και στην επιστολή μας προς τον κ. Τριανταφυλλίδη ημερομηνίας 14/6/2023, ότι τέτοια επαρκής βάση δεν προκύπτει από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό. Περαιτέρω, η διαπίστωση των κκ. Παππά και Αθανασίου στην τελευταία παράγραφο του πορίσματός τους καταδεικνύει επίσης αυτό για κάποια από τα αδικήματα που υπάρχει εισήγηση να προωθηθούν εναντίον του κ. Σταυριανού.
--> Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δεν προτίθεται να προχωρήσει στην καταχώρηση ποινικής δίωξης για οποιοδήποτε αδίκημα, είτε μέσω των Λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας είτε μέσω διορισμού ιδιωτών Δικηγόρων. Διευκρινίζεται ότι η ανάθεση εκπροσώπησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε ιδιώτες Δικηγόρους προυποθέτει την πλήρη συμφωνία του για την άσκηση ποινικής δίωξης και την ύπαρξη ειδικών λόγων, βάσει των οποίων ο ίδιος κρίνει σκόπιμο να εκπροσωπηθεί από ιδιώτες, κάτι που, όπως αναφέρουμε πιο πάνω, δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.