ΤΑΕκανε μαντάρα η Αστυνομία, πολιτική αναμπουμπούλα για την Κυβέρνηση-Περιφρόνηση της Δημοκρατίας χάριν… καταφρόνησης
06:00 - 12 Ιουνίου 2025

Στις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ επικρίνεται ότι χρησιμοποίησε ένα πολεμικό νόμο του 1798 για να απελάσει μετανάστες από τη χώρα. Στην ευρωπαϊκή Κύπρο, όμως, είμαστε σύγχρονοι και έτσι, όπως η ίδια η Αστυνομία διέρρευσε, το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων του Αρχηγείου χρησιμοποιεί ένα νόμο του κοντινού 1960 για να διερευνήσει εναντίον του Οδυσσέα Μιχαηλίδη το αδίκημα της καταφρόνησης Δικαστηρίου, με την Ελευθεροτυπία να επηρεάζεται από τη διαδικασία.
Παρά το γεγονός πως νομικοί με δημόσιες παρεμβάσεις τους (από αυτές που κάνουν τους δημοσιογράφους που τις φιλοξενούν τώρα τελευταία να καταλήγουν στο ΤΑΕ) αμφισβητούν αν υπάρχει καν νομικό υπόβαθρο για αυτού του είδους τη δίωξη, η Αστυνομία συνεχίζει ακάθεκτη και κάλεσε τον τέως Γενικό Ελεγκτή και νυν επικεφαλής του κινήματος Άλμα για ανάκριση τη Δευτέρα. Πριν, όμως, το πράξει αυτό, προσπάθησε να μετατρέψει δημοσιογράφους που απλώς έκαναν τη δουλειά τους σε μάρτυρες κατηγορίας εναντίον του.
Η πράξη της Αστυνομίας για ανάμειξη των δημοσιογράφων είναι ακατανόητη. Τα βίντεο από τις συνεντεύξεις, τα οποία έθεσαν οι τηλεοπτικοί σταθμοί στη διάθεση των Αρχών (και έτσι κι αλλιώς είναι δημοσιευμένα παντού) αποτελούν από μόνα τους πραγματική μαρτυρία. Δεν χρειάζεται κανένας δημοσιογράφος να υπογράψει ότι είναι σωστή η απομαγνητοφώνησή τους. Μπορούν να κατατεθούν ως τεκμήρια, αν όντως το θέμα φτάσει κάποτε σε δίκη.
Όπως, εξάλλου, ξεκαθάρισε ο πρώην Γενικός Εισαγγελέας, Κώστας Κληρίδης, μιλώντας στον Άλφα, εάν έπρεπε να πιστοποιηθεί η απομαγνητοφώνηση, αυτό θα μπορούσε να γίνει από το πρόσωπο που την έκανε. «Είναι γεγονός ότι δεν είναι δουλειά του δημοσιογράφου να πιστοποιεί την γνησιότητα/αυθεντικότητα του τι ακριβώς ελέχθη σε μία εκπομπή. Εκείνος ο οποίος είναι εντεταλμένος με το να καθίσει κάτω, να δει την εκπομπή, να την ακούσει και να καταγράψει λέξη προς λέξη του τι διημείφθη -που δεν είναι ο δημοσιογράφος- έχει εκείνος την υποχρέωση να πιστοποιήσει. Και να πιστοποιήσει κατ’ αρχάς με μία κατάθεση και αργότερα ενόρκως ότι εκείνο το οποίο περιέχει το γραπτό κείμενο είναι ακριβώς, λέξη προς λέξη, εκείνο που διημείφθη, που ελέχθη στην εκπομπή και δεν είναι αυτό δουλειά του δημοσιογράφου», εξήγησε.
Αυτή είναι η πρακτική που ακολουθείται στις περισσότερες υποθέσεις ενώπιον Δικαστηρίου, αφού συνηθίζεται να καταθέτουν αυτοί που επεξεργάστηκαν και αξιολόγησαν το υλικό που τους παραχωρήθηκε. Ως εκ τούτου, προκαλεί τεράστιο προβληματισμό η μαζική κλήση δημοσιογράφων στο ΤΑΕ, που απλώς έκαναν τη δουλειά τους, και καλούνται τώρα να κάνουν και τη δουλειά της Αστυνομίας, σε μία υπόθεση, μάλιστα, που προσλαμβάνει πολιτικές διαστάσεις, αφού στο επίκεντρό της βρίσκεται πολιτικό πρόσωπο.
Δεν ήταν απαραίτητη η ανάμειξη των δημοσιογράφων, παρά τον ισχυρισμό της Αστυνομίας που έκανε την γκάφα. Αυτό που είναι απαραίτητο είναι να μην αισθάνεται κανένας δημοσιογράφος ότι το να πάρει συνέντευξη από οποιοδήποτε πολιτικό πρόσωπο μπορεί να τον/την οδηγήσει στο Αρχηγείο. Να έχουν, δηλαδή, οι λειτουργοί της ενημέρωσης το αυτονόητο δικαίωμα να δίνουν δημόσιο βήμα σε όποιον κρίνουν και να καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της επικαιρότητας, χωρίς να τους ταλαιπωρεί η Αστυνομία επειδή έκαναν τη δουλειά τους. Είναι πολύ επικίνδυνο το μήνυμα πως μία απλή δήλωση ή συνέντευξη από κάποιο πολιτικό πρόσωπο, κάτι που αποτελεί καθημερινή διαδικασία στη δημοσιογραφία, μπορεί να οδηγήσει χωρίς δεύτερη σκέψη δημοσιογράφους στο ΤΑΕ επειδή έτσι βολεύει την Αστυνομία.
Για άλλη μία φορά η επιπολαιότητα με την οποία λειτούργησε η Δύναμη, η οποία, όπως το έθεσε η Ένωση Συντακτών, «δεικνύει αμετροεπή σπουδή, υπερβάλλοντα ζήλο και πλεονασματική μέριμνα, που, αν μη τι άλλο, προκαλεί προβληματισμό και ανησυχία σε κάθε ενεργό πολίτη αυτού του τόπου», δημιούργησε πολιτική αναμπουμπούλα, με κόμματα της αντιπολίτευσης να εξαπολύουν δριμύ κατηγορώ και να σπεύδουν να υπερασπιστούν στοιχειώδεις πυλώνες της Δημοκρατίας, όπως είναι η ελευθερία του λόγου και του Τύπου.
Είναι σαφές ότι ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης δεν είχε κάποια εμπλοκή σε αυτή την… έμπνευση της Αστυνομίας, παρόλο που ξεκάθαρα αναγνωρίζει, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτό το μπάχαλο. Όμως τα πολιτικά σκάγια τον πιάνουν και αυτόν και την Κυβέρνηση ευρύτερα. Το ΑΚΕΛ τόνισε ότι η αξιοπιστία τέτοιων καταγγελιών απαιτεί σοβαρή τεκμηρίωση, όμως αυτό δεν μπορεί να οδηγεί σε πρακτικές που υπονομεύουν την ελευθερία έκφρασης αλλά και το δημοσιογραφικό λειτούργημα. «Το κλίμα αυταρχισμού, φίμωσης της κριτικής και καλλιέργειας συνθηκών αυτολογοκρισίας που επιβάλλεται στον τόπο μας εδώ και αρκετά χρόνια δεν μπορεί να γίνει ανεκτό», υπέδειξε το κόμμα της Αριστεράς.
Οι Οικολόγοι, από πλευράς τους, σημείωσαν ότι η κλήτευση δημοσιογράφων, επειδή φιλοξένησαν δημόσιες τοποθετήσεις, πλήττει το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και ενισχύει την αίσθηση ότι η δημόσια κριτική αντιμετωπίζεται ως απειλή. «Τέτοιες πρακτικές δεν συνάδουν με τις αρχές μιας δημοκρατικής και διαφανούς πολιτείας και δημιουργούν επικίνδυνα προηγούμενα», υπογράμμισαν, καλώντας τους θεσμούς να διασφαλίσουν ότι η ελευθερία του λόγου, η δημοσιογραφική ανεξαρτησία και η θεσμική ακεραιότητα θα παραμείνουν αδιαπραγμάτευτες. Το κίνημα ανέφερε, επίσης, πως η Κύπρος δεν μπορεί να μετατραπεί σε χώρα όπου ο λόγος διώκεται και οι δημοσιογράφοι καλούνται να λογοδοτήσουν για τη δουλειά τους.
Το Volt, δε, μίλησε για «επικίνδυνη στροφή προς τον αυταρχισμό από πλευράς του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της Αστυνομίας», τονίζοντας ότι είναι αδιανόητη η εμπλοκή δημοσιογράφων σε ανακρίσεις για δημόσια διαθέσιμο περιεχόμενο και υπονομεύει την ελευθερία του Τύπου και κάνοντας λόγο για «απόπειρα εκφοβισμού των λειτουργών της ενημέρωσης». Έστρεψε ευθέως τα πυρά του προς τον Γενικό Εισαγγελέα, λέγοντας ότι φέρει βαρύτατη ευθύνη για την έλλειψη εμπιστοσύνης και την απαξίωση του κοινού για τους θεσμούς.
Τα αντιπολιτευτικά πυρά προφανώς στρέφονται και προς την κατεύθυνση της Κυβέρνησης, η οποία βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να έχει μία Αστυνομία που στέλνει με τις ενέργειές της το μήνυμα πως οποιαδήποτε δημοσιογραφική πράξη μπορεί να σύρει έναν λειτουργό της ενημέρωσης στο ΤΑΕ. Η νυν ηγεσία του Σώματος δεν «κληρονομήθηκε» αλλά αποτέλεσε επιλογή ενός Προέδρου της Δημοκρατίας που βρισκόταν διαρκώς εκτεθειμένος από την προηγούμενη και ήλπιζε ότι με τις αλλαγές στα πρόσωπα θα εξομαλυνόταν η κατάσταση και προφανώς τα κόμματα το θυμούνται αυτό.
Η Αστυνομία οφείλει να σεβαστεί τις δημοκρατικές αρχές, των οποίων αναπόσπαστο κομμάτι είναι η Ελευθεροτυπία. Εάν θεωρεί ορθό να διερευνήσει τις αναφορές του Οδυσσέα Μιχαηλίδη και να στοιχειοθετήσει εναντίον του υπόθεση για καταφρόνηση Δικαστηρίου (σ.σ. τώρα θέλει να διερευνήσει και δηλώσεις του από τον Σεπτέμβριο του 2024, παρόλο που δεν είχε… συγκόψει το «αδίκημα» τότε) έχει κάθε δικαίωμα να το πράξει, χωρίς όμως να απειλεί βασικές ελευθερίες. Αν δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να τις διασφαλίζει, τότε θα πρέπει η Κυβέρνηση να βάλει μία τάξη, στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν ανέχεται αυτού του είδους τις εκπτώσεις από κανέναν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
- Θύελλα αντιδράσεων κατά Αρναούτη και Χαρτσιώτη για την κλήτευση δημοσιογράφων-«Επικίνδυνη στροφή προς τον αυταρχισμό»
- Δίνει κατάθεση τη Δευτέρα ο Οδυσσέας με βάση νόμο του... 1960-Έρευνα και για τις δηλώσεις μετά την παύση του
- Αντί να ενοχλούν δημοσιογράφους που κάνουν τη δουλειά τους, ας κάνει η Αστυνομία (σωστά) τη δική της δουλειά
- Διαστάσεις προσλαμβάνουν οι ενέργειες της Αστυνομίας για Οδυσσέα-Βολές ΑΚΕΛ για κλίμα αυταρχισμού