Δικαστής απέρριψε διάταγμα της ΥΚΑΝ και μετά... πήγαν σε άλλον που ενέκρινε-Έδειξε κατάχρηση το Ανώτατο
13:15 - 30 Μαΐου 2025

«Η Αστυνομία ενημέρωσε το κατώτερο Δικαστήριο για το γεγονός ότι πρόσφατη προηγούμενη αίτηση της για το ίδιο ζήτημα είχε απορριφθεί. Όμως, στον όρκο που έθεσε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δεν διακρινόταν κάποιο νέο στοιχείο και τίποτε δεν παρουσιάστηκε ως τέτοιο. Υπό τις περιστάσεις, η επιδίωξη έκδοσης διατάγματος, ενώ υφίστατο δικαστική απόφαση απόρριψης του ιδίου αιτήματος, συνιστούσε κατάχρηση των διαδικασιών».
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η πιο πάνω κατάληξη του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο κούνησε το δάκτυλο σε Δικαστή και Αστυνομία, αφού προκύπτει ότι καταχράστηκαν τις διαδικασίες σε σχέση με την έκδοση διατάγματος, το οποίο είχε αιτηθεί η ΥΚΑΝ, ωστόσο είχε απορριφθεί από άλλο Δικαστή. Εντούτοις, αντί η Αστυνομία να αποδεχθεί την αδυναμία της, αναζητώντας επιπρόσθετη μαρτυρία που να δικαιολογούσε την έκδοση του σχετικού διατάγματος, αποτάθηκε σε δεύτερο Δικαστή, σε μεταγενέστερο στάδιο και με την ίδια μαρτυρία, ο οποίος άναψε το πράσινο φως. Γεγονός, που όπως υπέδειξε το Ανώτατο, συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, ενώ όπως αναφέρουν νομικοί κύκλοι, θεωρείται άκρως σημαντική απόφαση, αφού πρώτη φορά εξετάστηκε και καταδείχθηκε τέτοιο ζήτημα για τα πρωτόδικα Δικαστήρια.
Στο Ανώτατο προσέφυγε ο δικηγόρος κατάδικου των Κεντρικών Φυλακών, Δημήτρης Τσολακίδης, ο οποίος αιτήθηκε την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του διατάγματος λήψης παρειακών επιχρισμάτων (σάλιου) του, το οποίο εκδόθηκε στις 5.2.2025 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Μετά από έρευνες στο κελί του συγκεκριμένου κατάδικου, τον Ιούνιο του 2024, μεταξύ άλλων, ανευρέθηκαν δύο κόλλες μεγέθους Α4 και ένα επιπλέον κομμάτι κόλλας Α4, οι οποίες, όπως διαπιστώθηκε από επιστημονικές εξετάσεις, ήταν εμποτισμένες με ναρκωτικές ουσίες. Εξετάσεις των κατασχεθέντων πραγματοποιήθηκαν και στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής, από τις οποίες διαπιστώθηκε ότι ο κατάδικος είναι ο κύριος δότης μικτού γενετικού υλικού που απομονώθηκε. Ακολούθως, τον Νοέμβριο του 2024, ζητήθηκε από τον κατάδικο να συναινέσει ώστε να ληφθεί από αυτόν δείγμα γενετικού υλικού, αλλά αυτός αρνήθηκε.
Ο Αστυνομία, εξασφάλισε σχετικό διάταγμα, στις 5 Φεβρουαρίου 2025, με την αίτηση της να βασίζεται στο άρθρο 25 (1)(β) των περί Αστυνομίας Νόμων του 2004 έως 2023, οι Νόμοι, ωστόσο, όπως αποκαλύφθηκε από το περιεχόμενο του όρκου, τρεις εβδομάδες προηγουμένως είχε προηγηθεί άλλη αίτηση της Αστυνομίας για το ίδιο ζήτημα, η οποία ωστόσο είχε απορριφθεί από το Δικαστήριο.
Δ. Τσολακίδης: Την 16.1.2025, 20 δηλαδή ημέρες πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος, το ίδιο αίτημα της Αστυνομίας είχε απορριφθεί από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η απορριπτική απόφαση δεν προσβλήθηκε και «Χωρίς να μεσολαβήσει οτιδήποτε και/ή χωρίς την μεταβολή οποιονδήποτε γεγονότων» η Αστυνομία προώθησε πανομοιότυπο αίτημα ενώπιον άλλου Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου και εξασφάλισε το επίδικο διάταγμα. Η συμπεριφορά αυτή της Αστυνομίας, υποβάλλει ο Αιτητής είναι καταχρηστική, ώστε και για αυτό το λόγο να πρέπει να ακυρωθεί το διάταγμα.
Δίνοντας την σχετική άδεια το Ανώτατο για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματα certioratri, είχε αναφέρει πως στην ένορκη δήλωση του αστυνομικού που υποστήριζε την αίτηση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα, αναφαίρετο πως είχε προηγηθεί άλλη προσπάθεια για έκδοση σχετικού διατάγματος, το οποίο απορρίφθηκε, στη βάση ότι δεν προέκυπτε αναγκαιότητα για την έκδοση του, αφού ο κατάδικος είχε ήδη «ταυτιστεί» με τα σχετικά τεκμήρια της υπόθεσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο άναψε το πράσινο φως για καταχώρηση αίτησης, αφού διαπιστώθηκε ότι υφίστατο συζητήσιμο ζήτημα ότι το άρθρο 25 των Νόμων, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα, παραβιάζει το Άρθρο 15 του Συντάγματος και την ΟΔΗΓΙΑ (EE) 2016/680 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Περαιτέρω δόθηκε άδεια αφού διαπιστώθηκε ότι υφίστατο συζητήσιμο ζήτημα ότι η επιδίωξη του επίδικου διατάγματος συνιστούσε κατάχρηση των διαδικασιών, δεδομένου πως η Αστυνομία είχε αποταθεί σε άλλο Δικαστή, ωστόσο απέρριψε την έκδοση διατάγματος.
Η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, δεν καταχώρισε ένσταση και δεν αντέκρουσε το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης που είχε να κάνει με την κατάχρηση των διαδικασιών και ως εκ τούτου το Ανώτατο, ακύρωσε το σχετικό διάταγμα, ενώ ταυτίστηκε με την θέση του δικηγόρου κ. Τσολακίδη, ότι επρόκειτο για κατάχρηση.
Ανώτατο: Η Αστυνομία ενημέρωσε το Δικαστήριο για το γεγονός ότι πρόσφατη προηγούμενη αίτηση της για το ίδιο ζήτημα είχε απορριφθεί. Όμως, στον όρκο που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν διακρινόταν κάποιο νέο στοιχείο και τίποτε δεν παρουσιάστηκε ως τέτοιο. Υπό τις περιστάσεις, η επιδίωξη έκδοσης διατάγματος, ενώ υφίστατο δικαστική απόφαση απόρριψης του ιδίου αιτήματος, συνιστούσε κατάχρηση των διαδικασιών και η προνομιακή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δικαιολογείται να ενεργοποιηθεί για την καταστολή της κατάχρησης αυτής. Εκδίδεται κατά συνέπεια προνοµιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται το διάταγμα λήψης παρειακών επιχρισμάτων (σάλιου) του Αιτητή, το οποίο εκδόθηκε την 5.2.2025 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Στο μεταξύ, στην απόφαση του το Ανώτατο, παρέπεμψε σε υπόθεση του 2022, όπου η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι η απόρριψη έκδοσης εντάλματος σύλληψης, όπως ήταν η περίπτωση, παράγει έννομα αποτελέσματα και πως «η όποια προσπάθεια έκδοσης άλλου εντάλματος σύλληψης, όμοιου με το επίμαχο, πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε διαπίστωση καταχρηστικής συμπεριφοράς».