Κατακεραύνωσε αστυνομικό το Δικαστήριο-Σκιές για αντίποινα εναντίον πολιτών και παράνομες ενέργειες με αναφορά στον «νόμο των τυράννων»

Με παραπομπή στην φράση του Lord Simonds ότι «η τυφλή και άκριτη υπακοή αποτελεί τον νόμο των τυράννων και των δούλων», το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, όχι μόνο αθώωσε δύο αδέλφια που βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για επίθεση, απειλές και εξύβριση αστυνομικού, αλλά κατακεραύνωσε και άδειασε στην ολότητα της, την μαρτυρία του εν λόγω μέλους της Δύναμης, ο οποίος εν τέλει, με βάση την απόφαση, ενήργησε κατά παράνομο τρόπο αποστερώντας την ελευθερία τους, ενώ την ίδια ώρα, καταρρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του και αφέθηκαν σκιές σε σχέση με τα όσα καταλόγισε στα δύο αδέλφια.

Στο εδώλιο του κατηγορουμένου, στην βάση μόνο της μαρτυρίας του αστυνομικού, βρέθηκαν δύο αδέλφια, στα οποία καταλογίστηκαν μεταξύ άλλων οι κατηγορίες της επίθεσης και της πρόκλησης σωματικής βλάβης εναντίον οργάνου της τήρησης της τάξης, σε σχέση με γεγονότα που έλαβαν χώρα το 2019, στο λιμάνι του Αγίου Γεωργίου Πέγειας. Επιπρόσθετα, ο αστυνομικός ισχυρίστηκε πως ο πρώτος κατηγορούμενος του προκάλεσε τρόμο και ανησυχία, λέγοντας του τις φράσεις «Θα σε σκοτώσω. Θα δεις τι θα σου κάνω. Θα μάθω πού είναι το σπίτι σου και θα σε κάψω. Δεν είχες δικαίωμα να πιάσεις τα κλειδιά μου, σπουδάζω δικηγόρος και θα δεις τι θα σου κάνω. Είχα δέκα χιλιάδες», ενώ του καταλόγισε ύβρεις, αφού ανέφερε πως τον αποκάλεσε «κ*λόπαιδο, π**στόμπατσο». Επίσης, ισχυρίστηκε πως ο δεύτερος κατηγορούμενος, τον εξύβρισε με τον ίδιο τρόπο και πως του είπε «Θα σε σκοτώσουμε, δώσε μας τα κλειδιά μας να φύγουμε, γιατί θα δεις τι θα πάθεις».

Ωστόσο, τα όσα ανέφερε ο αστυνομικός ενώπιον του Δικαστηρίου, όχι μόνο καταρρίφθηκαν και η μαρτυρία του δεν έγινε αποδεκτή αφού κρίθηκε αναξιόπιστος, με αποτέλεσμα να αθωωθούν οι κατηγορούμενοι σε όλες τις κατηγορίες, αλλά στην απόφαση του ο Δικαστής έδειξε παράνομες ενέργειες από πλευράς του μέλους της Αστυνομίας και δικαιολόγησε την αντίδραση των κατηγορουμένων, ενώ από τα όσα καταγράφονται, αφήνονται σαφέστατες σκιές πως η ποινική δίωξη που καταχωρήθηκε σε βάρος τους, ήταν αντίποινα επειδή ταπεινώθηκε μπροστά σε πολίτες, χωρίς οι ισχυρισμοί του να επιβεβαιώνονται από οποιοδήποτε αυτόπτη μάρτυρα που βρισκόταν στο σημείο κατά τον ουσιώδη χρόνο.

To επεισόδιο στο λιμάνι και η εκδοχή του αστυνομικού

Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην απόφαση, το επεισόδιο εκτυλίχθηκε στο λιμάνι του Αγίου Γεωργίου Πέγειας, στο οποίο μετέβη ο αστυνομικός που κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στον Αστυνομικό Σταθμό Πέγειας, στην Κοινοτική Αστυνόμευση, αφού ενώ βρίσκονταν σε μηχανοκίνητη περιπολία, κατά τους ισχυρισμούς του, τον σταμάτησε οδηγός που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση και του έδωσε πληροφορία ότι η βάρκα που είχε μπει μέσα στο λιμάνι και θα την έβγαζαν σε λίγο από το νερό τρία άτομα, είχε επιστρέψει από παράνομο ψάρεμα με μποτίλιες και ψαροντούφεκα.

Ο αστυνομικός ήταν ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση και κατά την μαρτυρία του ενώπιον Δικαστηρίου, ανέφερε πως ρώτησε τον πληροφοριοδότη εάν είχε καταγγείλει το συμβάν στο Τμήμα Αλιείας και εκείνος του απάντησε πως θα πρέπει να το κάνει, να κάνει δηλαδή τη δουλειά του και να μην τους αφήσει να φύγουν.

Όταν ο αστυνομικός έφτασε στο λιμάνι και αντιλήφθηκε ένα αυτοκίνητο τύπου τζιπ, στο οποίο υπήρχε τρόλεϊ βάρκας, ενώ η βάρκα ήταν περίπου 30 μέτρα μέσα στη θάλασσα και υπήρχαν σε αυτήν δύο πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο κατηγορούμενος δύο. Το τρίτο πρόσωπο ήταν αυτός που είχε οδηγήσει όπισθεν το όχημα, για να φορτωθεί η βάρκα, και όπως έμαθε εκ των υστέρων, ήταν ο κατηγορούμενος ένα.

Μεταξύ άλλων, ο αστυνομικός ισχυρίστηκε πως κάλεσε τον κατηγορούμενο ένα μιλήσουν αλλά αυτός έχασε την ψυχραιμία του, ενώ στο μέρος υπήρχε αρκετός κόσμος, ντόπιος, τουρίστες, ψαράδες και ιδιοκτήτες βαρκών. Μάλιστα, ανέφερε πως επειδή το αυτοκίνητο ήταν μέσα στο νερό, ο ίδιος, δηλαδή ο αστυνομικός, ζήτησε από έναν πολίτη που βρισκόταν στο μέρος, να κλείσει τα τζάμια και να κλειδώσει το αυτοκίνητο. Ο λόγος που ζήτησε από τον πολίτη να τον βοηθήσει, ήταν γιατί ο πολίτης φορούσε παντόφλες και δεν υπήρχε πρόβλημα στο να βραχεί, ενώ ανέφερε στον κατηγορούμενο πως ο λόγος που κλείδωσε το αυτοκίνητο του, ήταν για να προλάβει πιθανή κλοπή του.

Κατά την εκδοχή του αστυνομικού, ο κατηγορούμενος άρχισε να φωνάζει και να τον βρίζει (σ.σ αναφορές πιο πάνω), ενώ αυτός τον καλούσε να ηρεμήσει, λέγοντας του πως θα έφευγε, αφού ήδη ενημερώθηκε το Τμήμα Αλιείας. Στη συνέχεια, ενέπλεξε τον κατηγορούμενο δύο, αδελφός του ένα, καταλογίζοντας του απειλές και ύβρεις, όπως «παλιόπαιδα, κ*λόμπατσοι, θα σε σκοτώσουμε, δώσε μας τα κλειδιά να φύγουμε γιατί θα δεις τι θα πάθεις» και άλλες φράσεις.

Περαιτέρω, ο αστυνομικός ισχυρίστηκε πως όσο περνούσε ο χρόνος, τα αδέλφια γίνονταν πιο επικίνδυνα και απειλητικά, τον έσπρωχναν, τον εξύβριζαν, τον απειλούσαν και προσπαθούσαν να του αποσπάσουν το κλειδί από το χέρι. Σε κάποια φάση, κατάφεραν με φυσική βία να του αποσπάσουν το κλειδί από το χέρι, πήραν το αυτοκίνητο με τη βάρκα και έφυγαν.

Ο αστυνομικός κατά την μαρτυρία του, ανέφερε πως τραυματίστηκε όταν του επιτέθηκαν για να πάρουν το κλειδί, ενώ ανέφερε πως από τις φράσεις που εκστομίστηκαν, μπροστά σε κόσμο, ο ίδιος ένιωσε πολύ άσχημα, ιδίως επειδή ήταν με την στολή της Αστυνομίας και το περιπολικό. Τους εξηγούσε, όπως επανέλαβε αρκετές φορές, ότι έπρεπε να αφεθούν να κάνουν τη δουλειά τους και να περιμένουν το Τμήμα Αλιείας, ωστόσο η συμπεριφορά τους, όπως είπε, ήταν προσβλητική και προκάλεσε ανησυχία, εφόσον υπήρχε κόσμος, οικογένειες με παιδιά εκεί.

Κατακεραύνωσε τον αστυνομικό το Δικαστήριο

Αξιολογώντας την μαρτυρία του αστυνομικού, καταρχάς το Δικαστήριο όσον αφορά τους ισχυρισμούς του για σωματική βλάβη από την επίθεση, αφού παρέπεμψε στο ιατρικό πιστοποιητικό που είχε στην κατοχή του, το οποίο κάνει αναφορά σε μία μικρή εκδορά και σε οίδημα, έκανε λόγο για τάση υπερβολής.

Ο ΜΚ1 (αστυνομικός) ανέφερε πως ο ίδιος δεν γνωρίζει τι ακριβώς υπέστη κατά την προσπάθεια ανάκτησης του κλειδιού, εάν υπέστη εκδορές ή «μώλωπα», ούτε πόσες εκδορές, καθότι δεν γνωρίζει ιατρικούς όρους, δείχνοντας, εκεί, και αβεβαιότητα για τη δυνατότητα των κινήσεων οποιουδήποτε εκ των Κατηγορούμενων 1 και 2 να τον τραυματίσουν, αλλά και μια τάση υπερβολής ως προς την περιγραφή των τραυματισμών που διαπιστώθηκαν. Ενώ ανέφερε πως πήγε στον ιατρό με δική του απόφαση, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πότε πήγε στον ιατρό, εάν ήταν την ίδια ημέρα ή την επόμενη ημέρα, και τον λόγο που τον οδήγησε στον ιατρό· αρνούμενος ότι δέχθηκε παρότρυνση από οποιονδήποτε άλλον γι' αυτό, και αποφεύγοντας να πει εάν, για παράδειγμα, ακολούθησε κάποια ενδεδειγμένη διαδικασία.

Όπως αναφέρει στην απόφαση του το Δικαστήριο, ο αστυνομικός δεν μπορούσε να αναφέρει τι έπραξε ο κάθε ένας από τους κατηγορούμενους, στο πλαίσιο της προσπάθειας ανάκτησης του κλειδιού, αναφερόμενος γενικά και στους δύο μαζί, ενώ δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τα γεγονότα με μια φυσική ροή. Επιπρόσθετα, δεν μπορούσε να θυμηθεί και να υποστηρίξει τις ακριβείς εκφράσεις που όπως ισχυρίστηκε ειπώθηκαν από κάθε έναν από τους κατηγορούμενους, παραπέμποντας στις αρχικές καταθέσεις του. Κατ' επέκταση, δεν μπορούσε να περιγράψει και με ακριβή τρόπο το τι βίωσε, ως αποδέκτης κάποιων εκφράσεων, δεν αναφέρθηκε σε ανησυχία ή σε φόβο, αλλά στο γεγονός ότι ένιωσε «άσχημα», συνδέοντας το συναίσθημα «άσχημα» αποκλειστικά με το γεγονός ότι είχε την ιδιότητα του αστυνομικού και το περιστατικό έγινε δημόσια και πως δεν κατάφερε να επιβληθεί στους κατηγορούμενους.

Παρά την κατ' ισχυρισμό σοβαρότητα της φραστικής επίθεσης, όπως έτυχε περιγραφής στην κυρίως εξέταση του, δεν προχώρησε σε άμεση σύλληψη των Κατηγορούμενων, ενώ ανέφερε, ακόμα, πως δεν υπήρχαν οποτεδήποτε και «περιστάσεις για σύλληψη», κατά τρόπο που εξωτερικεύθηκε, ως ένα βαθμό, αντίφαση. Δηλαδή, να δέχεται απειλές για τη ζωή του, να του λέει κάποιος «θα σε σκοτώσω» ή «θα μάθω που είναι το σπίτι σου και θα σε κάψω» «θα δεις τι θα σου κάνω» «θα σε σκοτώσουμε» «π**στόμπατσο» «κ**όμπατσοι», και να μην προχωρεί σε σύλληψη, ή να μην αναφέρει και οποιαδήποτε αντίδραση. {...} Αυτή η στάση του ΜΚ1 (αστυνομικού), εν πάση περιπτώσει, ως γεγονός, σε συνδυασμό με την αδύναμη μνήμη του, για τόσο έντονες εκφράσεις, δημιουργεί ερωτηματικά, που αγγίζουν την αξιοπιστία της μαρτυρίας του ως προς το ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, όντως, ξεστόμισαν τις συγκεκριμένες φράσεις που αναφέρονται στις κατηγορίες. Εξάλλου, υπήρχε και μία ανεξήγητη ομοιότητα στα λεγόμενα που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο 1 με αυτά που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο 2. Επανάληψη και γενίκευση που έδειξε πως χρησιμοποιεί ο ΜΚ1, γενικότερα στις αναφορές του και ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς δυνατότητα να εντρυφήσει στη λεπτομέρεια και στη σημασία που έχει αυτή, για ορισμένα γεγονότα. Το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί ήταν κάτι για €10.000, που του είπε ο Κατηγορούμενος 1 και ότι θα τον καταγγείλει. Θυμόταν αυτό, ως εκείνο να του εντυπώθηκε, καλύτερα από το ότι θα τον «σκότωνε» ή θα τον «έκαιγε», καθώς και ότι υπήρχε κόσμος.

Σε συνέχεια του πιο πάνω, το Δικαστήριο υποδεικνύει στην απόφαση του πως ο αστυνομικός επικαλέστηκε την παρόδου χρόνου για να δικαιολογήσει την αδυναμία του να αναφέρει ουσιαστικές λεπτομέρειες και την τάση του να παραπέμπει απλώς στις αρχικές καταθέσεις, δείχνοντας ότι έχει αποδυναμωθεί πλέον η άμεση εντύπωση και μνήμη του περιστατικού, που δεν φαίνεται να ήταν τόσο έντονο όσο αρχικά το κατέθεσε. Την ίδια ώρα, όπως αναφέρεται στην απόφαση, δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου οποιουδήποτε εκ των παρόντων, παρά το γεγονός πως επρόκειτο για ένα επεισόδιο που έγινε δημόσια και ενώπιον προσώπων που κατονομάζονται, που να υποστηρίζει την εκδοχή του αστυνομικού.

Πρόσθετα, έκδηλη ήταν η αδυναμία του να δώσει σαφείς εξηγήσεις σχετικά με τον λόγο που κράτησε τα κλειδιά του οχήματος. Οδήγησε τον ΜΚ1 (αστυνομικό), εφόσον ερωτάτο με επιμονή, σε πολλαπλές, εκ των υστέρων όπως φαίνεται, εξηγήσεις: για την ασφάλεια του οχήματος, για να προλάβει τη φυγή, για να διαφυλάξει μαρτυρία. Αυτό παρά σε μία άμεση και ειλικρινή εξήγηση, που ήταν η επικρατέστερη κατά την στιγμή που το αποφάσισε. Είχε προηγηθεί η συνομιλία του με τον άγνωστο πληροφοριοδότη, ο οποίος υποψιάζονταν παράνομη αλιεία, που είχε επισημάνει στον ΜΚ1 ότι ήταν δική του δουλειά να ειδοποιήσει το Τμήμα Αλιείας και να μην αφήσει τους υπόπτους να φύγουν. Η προφανής πρόθεση του ΜΚ1 ήταν να εμποδίσει τους Κατηγορούμενους να αναχωρήσουν από το μέρος, μέχρι να καταφθάσει λειτουργός του Τμήματος Αλιείας, ωστόσο, δίσταζε να δεχθεί ότι επέβαλε έναν τέτοιο περιορισμό.

Επιπρόσθετα το Δικαστήριο υπέδειξε μια σειρά από αντιφάσεις από πλευράς του αστυνομικού, λέγοντας πως, ενώ ανέφερε πως θα προέβαινε και ο ίδιος σε ερωτήσεις, σχετικές με τροχαία αδικήματα για τα οποία πληροφορήθηκε στο μεσοδιάστημα, μετά την αναχώρηση των Κατηγορούμενων για το νησί και πριν από την επιστροφή τους από το νησί, δεν γνώριζε, κατά τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, ποιος τον πληροφόρησε για τα τροχαία αδικήματα. Δεν ήταν σίγουρος εάν υπήρχαν τροχαία αδικήματα και ποια ακριβώς και έπρεπε να κοιτάξει τον φάκελο. Ανέφερε, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, πως δεν θα διερευνούσε ο ίδιος τροχαία αδικήματα και εν τέλει, άφησε ερωτηματικά ως προς το εάν θα διερευνούσε ο ίδιος οτιδήποτε και τι ακριβώς. Επίσης, το Δικαστήριο σημειώνει πως ο αστυνομικός δεν θυμόταν τον διάλογο που έκανε με τον κατηγορούμενο ένα, εάν τον ενημέρωσε ή όχι πως διερευνά κάτι συγκεκριμένο, τη σειρά των γεγονότων.

Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, ανέφερε πως δεν είχε την ευκαιρία να εξηγήσει οτιδήποτε, καθώς άρχισε να του «επιτίθεται» αμέσως ο Κατηγορούμενος 1. Δεν περιέγραψε όμως κάποια βάναυση επίθεση, που να τον εμποδίζει να εκφραστεί, ενώ υπήρχε, αρχικά τουλάχιστον, απόσταση μεταξύ του οχήματος και του σημείου όπου στέκονταν ο ΜΚ1, ο οποίος είχε πάντως τη δυνατότητα να επαναλαμβάνει τα «περιμένετε να κάνουμε τη δουλειά μας». Η πολλαπλότητα των εξηγήσεων του ΜΚ1 σχετικά με την κράτηση του κλειδιού του οχήματος, που δεν επικοινωνεί με συγκεκριμένα γεγονότα ή κινδύνους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ΜΚ1 δεν ήταν σε θέση είτε να αναφέρει τον διάλογο που έγινε με τον Κατηγορούμενο 1, και μετέπειτα με τον Κατηγορούμενο 2, είτε να εξηγήσει τη διερεύνηση που θα έκανε ο ίδιος, και τη συσχέτισή της με το όχημα, παρόλο που φαίνεται να υπήρχε η πρακτική δυνατότητα, δημιούργησε επιπλέον δυσκολία στο να μπορεί το Δικαστήριο να βασιστεί με ασφάλεια στη μαρτυρία του, ως σε αξιόπιστη μαρτυρία, πέρα από το να επικρατήσουν και αμφιβολίες σε σχέση με τη νομιμότητα των ενεργειών του.

Το Δικαστήριο δεν έκανε αποδεκτή την μαρτυρία του αστυνομικού, λέγοντας πως δεν μπορεί να βασιστεί σε αυτή, ενώ καταληκτικά αφέθηκαν σκιές γύρω από την εκδοχή του, λαμβάνοντας υπόψη την καταγγελία σε βάρος του, λόγω του ότι προέβη σε παράνομες ενέργειες που είχαν να κάνουν με την κατακράτηση των κλειδιών του οχήματος.

Έπειτα, και η αναφορά του ΜΚ1 (αστυνομικός) στο γεγονός ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει εάν καταγγέλθηκε ή όχι με αφορμή το συγκεκριμένο συμβάν, ξενίζει, όπως και η αναφορά του σε τηλεφωνήματα που έγιναν εκ των υστέρων, ασαφώς. Εάν ο ΜΚ1 είχε να αντιμετωπίσει καταγγελία εναντίον του, λόγω της απόφασής του να κατακρατήσει τα κλειδιά του οχήματος και βασικά να παρεμποδίσει τους Κατηγορούμενους να φύγουν από το σημείο εκείνο, χωρίς οποιονδήποτε λόγο ή χωρίς οποιαδήποτε σαφή υποψία εναντίον τους για τη διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων που μπορεί ο ίδιος να διερευνήσει, θα είχε και κάθε λόγο να παρουσιάσει τα γεγονότα που έλαβαν χώρα την 23.07.2019 μέσα από έναν φακό προσαρμοσμένο στην προάσπιση των δικών του συμφερόντων και δικαιωμάτων, που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως αντικειμενικός.

Παραπέμποντας στην απόφαση Φωτίου εναντίον Αστυνομίας, του 2015, το Δικαστήριο θέλησε να υποδείξει πως όταν η κρατική όπως και αστυνομική δράση δεν συνοδεύεται από τα βασικά και έκδηλα εξωτερικά στοιχεία της νομιμότητας, όπως, για παράδειγμα, την επεξήγηση της ιδιότητας του αστυνομικού ή των λόγων για τους οποίους διενεργείται η σύλληψη ή άλλος περιορισμός σε δικαίωμα ή ελευθερία, που επιβάλλεται, τότε, μπορεί να αναγνωριστεί περιθώριο προβολής από τον πολίτη της υπεράσπισης της άμυνας, για να δικαιολογηθεί ό,τι διαφορετικά θα συνιστούσε αντίσταση ή επίθεση ή άλλη παράνομη συμπεριφορά. Η εκ των υστέρων διαπίστωση παρανομίας στην αστυνομική δράση μπορεί, επίσης, να μην καθιστά αναγκαία τη διατήρηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης του πολίτη που ενήργησε, αμυνόμενος, εάν ήταν αναγκαία και ανάλογη η άμυνά του, για να διατηρήσει ή να επαναφέρει την έννομη τάξη.

Νοείται πως δεν μπορεί να είναι ανεκτή οποιαδήποτε κρατική ή Αστυνομική αυθαιρεσία ή βία, υπό τον μανδύα του δεδομένου δικαιώματος της επιβολής, και, ακριβώς επειδή υπάρχει το τεκμήριο της νομιμότητας, υπάρχει και η αντίστοιχη, αυστηρή απαίτηση η κρατική ή Αστυνομική δράση να είναι νόμιμη. Εξαιρετική ήταν και η περίπτωση στη Φωτίου ν. Αστυνομίας, στην οποία αναγνωρίζεται πάντως το δικαίωμα προβολής της υπεράσπισης της άμυνας και έναντι στην αυθαίρετη Αστυνομική βία ή δράση, που, ως τέτοια, παύει να εκπροσωπεί και να εκπληρώνει τους σκοπούς της έννομης τάξης και του κράτους δικαίου. Σε αυτό το πλαίσιο, η λειτουργία της άμυνας, ακόμα κι αν προέρχεται από τον πολίτη εναντίον του μέλους της Αστυνομίας, όταν είναι προσανατολισμένη στο δίκαιο, μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά και προς ενίσχυση του κράτους δικαίου.

Με αναφορά στην υπόθεση Christie v. Leashinsky, στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση Φωτίου, το Δικαστήριο θέλησε να παραπέμψει στις αρχές, που προνοούν μεταξύ άλλων πως: (α) Εάν ένας αστυνομικός συλλάβει χωρίς ένταλμα, λόγω εύλογης υποψίας, για κακούργημα ή άλλο έγκλημα, που δεν απαιτεί ένταλμα, οφείλει, υπό κανονικές συνθήκες, να ενημερώσει τον συλληφθέντα για τον πραγματικό λόγο σύλληψης. Δεν δικαιούται να κρατήσει τον λόγο για τον εαυτό του ή να δώσει έναν λόγο που δεν είναι ο πραγματικός λόγος. Με άλλα λόγια, ένας πολίτης δικαιούται να γνωρίζει με ποια κατηγορία ή με υποψία για ποιο έγκλημα συλλαμβάνεται. (β) Εάν ο πολίτης δεν ενημερωθεί, αλλά παρ' όλα αυτά συλληφθεί, ο αστυνομικός, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, είναι υπεύθυνος για παράνομη κράτηση.

Χαρακτηριστική, στην Christie v Leashinsky και ενδιαφέρουσα για την εποχή της, δεν ήταν τόσο η φράση Lord Simonds που παρατέθηκε στη Φωτίου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), αλλά η μετέπειτα φράση του: «Η τυφλή και άκριτη υπακοή αποτελεί τον νόμο των τυράννων και των δούλων. Εις το έδαφος της Αγγλίας, δεν έχει ακόμη ευδοκιμήσει», εννοώντας, πάντοτε, εκεί, την άγνοια του πολίτη για τους λόγους σύλληψής του.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, η ενέργεια του αστυνομικού να κατακρατήσει το κλειδί του οχήματος, ώστε να εμποδίσει τους κατηγορούμενους να αναχωρήσουν από το λιμάνι και έπειτα, για τον ίδιο σκοπό, η παράλειψή του να επιστρέψει το κλειδί, όταν ζητήθηκε, δεν ήταν νόμιμη ενέργεια. Παρέπεμψε σχετικά στον περί Αστυνομίας Νόμο 73(Ι)/2004, άρθρο 68 § 1 (α)(β), λέγοντας πως είχε το δικαίωμα να κατακρατήσει τους κατηγορούμενους και να ανακόψει το όχημα τους, εάν είχε εύλογη υποψία ότι ενέχονται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, κάτι που δεν υφίσταται.

Ο αστυνομικός, αφενός, δίστασε να καταθέσει πως είχε εύλογη υποψία πως οι Κατηγορούμενοι εμπλέκονταν στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου, και να αναφέρει συγκεκριμένα αδικήματα και την επαπειλούμενη τιμωρία τους, αφετέρου, να πει ότι κατακράτησε το όχημα και αρνήθηκε να επιστρέψει το κλειδί με το οποίο θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί η μηχανή του οχήματος και να κινηθεί, με την ανεξήγητη προοπτική της κατακράτησης και των προσώπων που θα επέβαιναν στο όχημα, ώστε να μην φύγουν, και, εξαναγκαζόμενα, να μείνουν στο λιμάνι, για να ανακριθούν.

Σε συνέχεια των πιο πάνω, το Δικαστήριο ανέφερε πως πριν ο αστυνομικός ειδοποιήσει το Τμήμα Αλιείας, που ήταν το αρμόδιο για την διερεύνηση της πληροφορίας του άγνωστου περαστικού περί παράνομης αλιείας, προσέγγισε ο ίδιος το σημείο, κατέστησε τον εαυτό του ορατό, και μάλιστα κάλεσε τον κατηγορούμενο ένα για να του υποβάλει ερωτήσεις. Παρέμβαση που ενδεχομένως, όπως καταγράφεται στην απόφαση, να ήταν και βλαπτική ως προς την αποτελεσματικότητα της διερεύνησης, η οποία μπορεί να χρειάζονταν πιο διακριτικό χειρισμό ή προηγούμενη παρακολούθηση.

Ο αστυνομικός ανέφερε πως δεν συνέτρεχαν προϋποθέσεις για σύλληψη των Κατηγορουμένων οποτεδήποτε, και βασικά, ως γεγονός, ουδέποτε τους συνέλαβε. Τους επέβαλε, όμως, για άγνωστο λόγο, περιορισμό, να περιμένουν στον χώρο, με το να κρατήσει το κλειδί του οχήματος, με το οποίο θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να αναχωρήσουν από το μέρος, και μετέπειτα με το να αρνηθεί να τους το επιστρέψει, όταν ζητήθηκε.

Το Δικαστήριο τόνισε στην απόφαση του πως το κυριότερο θέμα, είναι πως δεν εξηγήθηκαν στους κατηγορούμενους οι λόγοι για τους οποίους έπρεπε να επιβληθεί ο συγκεκριμένος ή οποιοσδήποτε περιορισμός, ενώ υπήρχε η δυνατότητα, εάν υπήρχαν οι λόγοι, να εξηγηθούν. Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την μαρτυρία του αστυνομικού περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή δεν είχε τον χρόνο.

Βασικά, μέχρι σήμερα, δεν εξηγήθηκαν οι λόγοι, αλλά ούτε και κατέστη δυνατή η εξήγησή τους. Εάν ο αστυνομικός εξηγούσε στον Κατηγορούμενο 1 τι ακριβώς θέλει, ο Κατηγορούμενος 1 ενδεχομένως να συνεργάζονταν, όπως άλλωστε φαίνεται να συνεργάστηκε όταν ανακόπηκε το όχημα πλέον οδηγούμενο στη λεωφόρο Αγίου Γεωργίου, και για την έρευνά του, αλλά και για να του ληφθεί κατάθεση, και δη κατά τις μεταμεσονύχτιες ώρες. Όταν έγινε διερεύνηση και από το Τμήμα Αλιείας, που εν τέλει έγινε χωρίς την αναγκαιότητα οι Κατηγορούμενοι να ήταν παρόντες στο σημείο, δεν διαπιστώθηκε οτιδήποτε επιλήψιμο. Υπήρχε και στην παρούσα περίπτωση, που είναι επίσης εξαιρετική, κατά τη γνώμη μου, έκδηλη έλλειψη των εξωτερικών στοιχείων της νομιμότητας στον τρόπο που ο αστυνομικός επέλεξε να ενεργήσει.

Μάλιστα, το Δικαστήριο κούνησε το δάκτυλο στον αστυνομικό σε σχέση με το γεγονός ότι ενέπλεξε στο επεισόδιο, που διαδραματίστηκε μπροστά σε κόσμο, έναν πολίτη, καθώς είχε νερά στο σημείο που βρίσκονταν ο κατηγορούμενος ένα και δεν ήθελε να προσεγγίσει, για να μην βραχεί. Κάτι, που όπως υποδεικνύεται στην απόφαση, δεν έδειξε πως ο αστυνομικός άσκησε επίσημα συγκεκριμένη εξουσία που του δίδει ο νόμος και η Πολιτεία, την οποία υπηρετούσε τη δεδομένη χρονική στιγμή. Ότι δηλαδή, τηρούσε μία κανονική, νόμιμη διαδικασία, με τον κατηγορούμενο ένα, ως σπουδαστής νομικής, να είχε και έναν βαθμό κατανόησης των απαιτήσεων της νομιμότητας.

Η προσβολή που εξέφρασε πως αισθάνθηκε ο αστυνομικός, επειδή υπήρχε κόσμος, όπως αναφέρει το Δικαστήριο, θα μπορούσε να ήταν και ένα συναίσθημα που επέβαλε ο ίδιος στους κατηγορούμενους, να τύχουν προσοχής από τους παρευρισκόμενους στο λιμάνι, ως ύποπτοι, για κάτι, άγνωστο τι.

Υπό το σύνολο των περιστάσεων, όπως εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, κατά τη γνώμη μου, αναδύθηκε φυσιολογικά η ανάγκη χρησιμοποίησης άμυνας, ως ενστικτώδης ενέργεια, σε μία άμεση, εξ εξελίξει, άδικη κατάσταση που λειτούργησε ως σκόπιμη ενέργεια (λήψη του κλειδιού) και μετέπειτα παράλειψη (άρνηση επιστροφής του κλειδιού) με προοπτική να βλάψει έννομο αγαθό χωρίς νόμιμο λόγο, ακόμα κι αν αυτή η άμυνα έπρεπε να απευθυνθεί σε Αστυνομικό με στολή συνθήκη που είναι, ούτως ή άλλως, στο σύνολό της, δυσάρεστη. Δυσάρεστη θα μπορούσε να είναι και για τον Κατηγορούμενο 1, που είχε επιλέξει να αφοσιωθεί στη νομική επιστήμη, το να αναγκαστεί να συμπεριφερθεί έντονα σε Αστυνομικό με στολή. Η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου 1 δεν είχε τη διάσταση διακριτής επίθεσης εναντίον του θεσμικού ρόλου του ΜΚ1, είτε αυτοδικίας, και ήταν, υπό τις συνθήκες, προσανατολισμένη στην προστασία και επαναφορά της έννομης τάξης, στην ανάκτηση του κλειδιού του οχήματος, που ο ΜΚ1 δεν είχε γνωστό δικαίωμα να κατακρατά.

Περαιτέρω, στην βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του, το Δικαστήριο θέλησε επίσης να σημειώσει πως εάν οι κατηγορούμενοι ήθελαν να διαφύγουν, εξού και ο αστυνομικός κατακράτησε παρανόμως το κλειδί του οχήματος τους, θα μπορούσαν να το είχαν πράξει με τη βάρκα ή πεζοί. Συνεπώς, με αυτήν την προσέγγιση, το Δικαστήριο υπέδειξε πως δεν είχε και λογική το εγχείρημα να κατακρατηθεί το όχημα, για να εξαναγκαστεί, δια της κατακράτησής του, ο σκοπούμενος περιορισμός των προσώπων στον χώρο, για να ανακριθούν από το Τμήμα Αλιείας.

Του κατηγορούμενους εκπροσώπησε ο δικηγόρος Α. Αλεξάνδρου, ενώ η Κατηγορούσα Αρχή εκπροσωπήθηκε από την κ. Σ. Παπαλαζάρου.

Δειτε Επισης

Τον ανέκοψαν για έλεγχο, παρουσιάστηκε σαν... άλλος και κυκλοφορούσε με διαρρηκτικά εργαλεία
Το μήνυμα Τραμπ στον Μπάιντεν μετά τη διάγνωση με επιθετικής μορφής καρκίνο
Συνελήφθη 38χρονος που εντοπίστηκαν στην οικία του ναρκωτικά και όπλα paintball
Χειροπέδες σε 42χρονο που εντοπίστηκαν στην κατοχή του κλοπιμαία και ναρκωτικά
Πολύνεκροι βομβαρδισμοί στη Γάζα-Το Ισραήλ ξεκίνησε ευρείας κλίμακας χερσαίες επιχειρήσεις
Ο Τζο Μπάιντεν διαγνώστηκε με επιθετικό καρκίνο του προστάτη και μετάσταση στα οστά
Καταγγελία στην Αστυνομία για ζημιά σε όχημα έξω από το ΓΣΠ-Συνελήφθη γυναίκα που εξύβρισε αστυνομικούς
Εικόνες από τον εμπρησμό οχήματος 44χρονου στη Μακεδονίτισσα
Επίθεση 50 κουκουλοφόρων στο οίκημα οπαδών της Ομόνοιας στη Λακατάμια-Τρεις τραυματίες (pics)
Πιέσεις για περαιτέρω επέκταση της άδειας μητρότητας για τις νέες μητέρες-Προβληματισμένοι οι εργοδότες