Κατακεραύνωσαν Τουρκία και απέρριψαν ανυπόστατους ισχυρισμούς για το θέμα των αγνοουμένων Κύπρος και Ελλάδα
11:22 - 16 Μαΐου 2025

Η επίλυση του ζητήματος για διερεύνηση της τύχης των αγνοουμένων δεν αποτελεί μόνο νομική υποχρέωση βάσει του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, αλλά και ηθική επιταγή και προϋπόθεση για την ειρήνη, ανέφερε η Μόνιμη Αντιπρόσωπος της Κύπρου στον ΟΗΕ, Πρέσβειρα Μαρία Μιχαήλ. Μιλώντας την Πέμπτη, σε συνεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας, στη Νέα Υόρκη, για την εφαρμογή ψηφίσματος για αγνοούμενα πρόσωπα, η κ. Μιχαήλ είπε επίσης ότι Τουρκία «απέτυχε να λάβει μέτρα ώστε να αποτρέψει την εξαφάνιση προσώπων κατά τη διάρκεια της παράνομης εισβολής της στο νησί, ενώ μέχρι και σήμερα αρνείται να λογοδοτήσει ή να παράσχει πληροφορίες στις οικογένειες τους».
Η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ) στην Κύπρο θα πρέπει να υποστηριχθεί προκειμένου να τερματιστεί η ταλαιπωρία των οικογενειών των αγνοουμένων, ανέφερε κατά τη συζήτηση ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας, Πρέσβης Ευάγγελος Σέκερης. Τον λόγο έλαβε και ο Τούρκος Μόνιμος Αντιπρόσωπος, Πρέσβης Αχμέτ Γιλντίζ, ο οποίος έκανε λόγο για «παραπληροφόρηση από πλευράς της ελληνοκυπριακής διοίκησης» σχετικά με τη φύση του Κυπριακού, για να ακολουθήσει δευτερολογία του κ. Σέκερη, ο οποίος ζήτησε από τα κράτη-μέλη, «όταν αναφέρονται σε άλλα κράτη-μέλη να αναφέρονται σε αυτά με το συνταγματικό τους όνομα στα Ηνωμένα Έθνη».
Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών συνεδρίασε για να αξιολογήσει την εφαρμογή του Ψηφίσματος 2474 (2019), το οποίο αφορά τα πρόσωπα που αγνοούνται λόγω ένοπλων συγκρούσεων, κατόπιν αιτήματος του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Πρέσβειρα Μιχαήλ ευχαρίστησε την Ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας για τη σύγκληση της συνεδρίασης για «ένα ζήτημα βαθιάς ανθρωπιστικής και ηθικής σημασίας», σημειώνοντας ότι το Ψήφισμα 2474 είναι ιστορικό, καθώς είναι «το πρώτο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας αφιερωμένο αποκλειστικά στους αγνοούμενους σε ένοπλες συγκρούσεις».
Το ψήφισμα, ανέφερε, παρουσιάστηκε ως απάντηση στην εκτεταμένη αλλά συχνά παραγνωρισμένη τραγωδία των ανθρώπων που εξαφανίζονται κατά τη διάρκεια πολέμων, όπου «οι φωνές όσων χάνονται στο χάος του πολέμου και η αγωνία των οικογενειών τους δεν εισακούονται».
Η κ. Μιχαήλ αναφερόμενη στη διακοινοτική βία και την τουρκική εισβολή του 1974 επεσήμανε ότι «περισσότερα από 2.000 άτομα – Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι και πολίτες χωρών που κάθονται σε αυτό το τραπέζι – εξαφανίστηκαν». Επέρριψε ευθύνες στην Τουρκία, αναφέροντας ότι «απέτυχε να λάβει μέτρα ώστε να αποτρέψει την εξαφάνιση προσώπων κατά τη διάρκεια της παράνομης εισβολής της στο νησί, ενώ μέχρι και σήμερα αρνείται να λογοδοτήσει ή να παράσχει πληροφορίες στις οικογένειες τους».
Επίσης, είπε ότι η Τουρκία αρνείται την πρόσβαση σε στρατιωτικά αρχεία και χώρους ταφής, παρεμποδίζοντας το έργο της ΔΕΑ. Η ΔΕΑ έχει επιτύχει πρόοδο αλλά «το έργο απέχει πολύ από την ολοκλήρωση», συμπλήρωσε.
Ανέφερε επίσης ότι η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει και η ίδια εκταφές σε περιοχές υπό τον έλεγχο της και μοιράζεται όλες τις σχετικές πληροφορίες με τη ΔΕΑ.
Η κ. Μιχαήλ κάλεσε την Τουρκία «να υιοθετήσει και να διατηρήσει μια προορατική προσέγγιση για την παροχή στη ΔΕΑ όλων των απαραίτητων πληροφοριών, βοήθειας και συνεργασίας για τον εντοπισμό και την ταυτοποίηση των αγνοουμένων εξασφαλίζοντας την άμεση, άνευ όρων, ανεμπόδιστη και αδιάλειπτη πρόσβαση σε όλες τις περιοχές στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών ζωνών, και παρέχοντας στη ΔΕΑ όλες τις πληροφορίες που έχει στην κατοχή της, ιδιαίτερα από τα στρατιωτικά της αρχεία».
Αναφέρθηκε στην ανάγκη για δράση, λέγοντας ότι «η πάροδος του χρόνου δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία για αδράνεια. Αντιθέτως, πρέπει να ενισχύει η αίσθηση του επείγοντος».
Όπως σημείωσε, το Ψήφισμα 2474 είναι ουσιώδες για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και συμφιλίωσης, αλλά προειδοποίησε πως «δεν χτίζεται εμπιστοσύνη πάνω στη σιωπή» και «δεν επιτυγχάνεται συμφιλίωση όταν στερούνται οι οικογένειες το δικαίωμα να μάθουν την τύχη των αγαπημένων τους».
«Η Κύπρος αποτελεί μια δοκιμασία της συλλογικής μας βούλησης να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια των θυμάτων και να θεραπεύσουμε τις πληγές της σύγκρουσης μέσω της αλήθειας και της λογοδοσίας» ανέφερε η Πρέσβειρα και κάλεσε το Συμβούλιο να διασφαλίσει ότι το Ψήφισμα 2474 θα αποτελέσει «ένα ζωντανό εργαλείο ελπίδας και επούλωσης».
«Καλούμε το Συμβούλιο να συνεχίσει να ζητά την πλήρη εφαρμογή του Ψηφίσματος 2474 στην Κύπρο και αλλού και να αναγνωρίσει ότι η επίλυση της τύχης των αγνοουμένων δεν αποτελεί μόνο νομική υποχρέωση βάσει του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, αλλά και ηθική επιταγή και προϋπόθεση για την ειρήνη. Κάθε όνομα που ανακτάται, κάθε πρόσωπο που ταυτοποιείται, δεν δίνει μόνο στην οικογένεια την ευκαιρία να γράψει τον επίλογο, αλλά επιβεβαιώνει την κοινή μας ανθρωπιά» κατέληξε η κ. Μιχαήλ.
Ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας είπε ότι το Ψήφισμα 2474 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ αποτελεί ορόσημο για τις συλλογικές προσπάθειες για την διευθέτηση του ζητήματος των αγνοουμένων στις ένοπλες συγκρούσεις και είπε ότι η Ελλάδα υποστηρίζει πλήρως το έργο του ΟΗΕ μέσω της σύστασης επιτροπών για τους αγνοούμενους.
Ο Πρέσβης Ευάγγελος Σέκερης ανέφερε ότι η ΔΕΑ στην Κύπρο θα πρέπει να υποστηριχθεί προκειμένου να τερματιστεί η ταλαιπωρία των οικογενειών των αγνοουμένων και τόνισε ότι η διεθνής κοινότητα δεν πρέπει να παραβλέψει περιπτώσεις όπως αυτές του Κουβέιτ, της Συρίας, της Ουκρανίας και των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών.
Επίσης εξήρε τον ζωτικό ρόλο της Διεθνούς Επιτροπής Ερυθρού Σταυρού για τον εντοπισμό και την ταυτοποίηση αγνοουμένων, την υποστήριξη των οικογενειών και την αποκατάσταση των οικογενειακών δεσμών.
Λαμβάνοντας τον λόγο, ο Τούρκος Μόνιμος Αντιπρόσωπος είπε ότι το ζήτημα των αγνοουμένων στην Κύπρο «δεν μπορεί να εξεταστεί, ούτε να αντιμετωπιστεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ιστορικές συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή την τραγωδία». Μίλησε για «ανθρωπιστικό ζήτημα που επηρεάζει και τις δύο πλευρές, Τουρκοκυπρίους και Ελληνοκυπρίους», και είπε ότι «δεν πρέπει να πολιτικοποιείται, ούτε να παρουσιάζεται ως θέμα που αφορά αποκλειστικά τους Ελληνοκυπρίους».
Στη τοποθέτηση του ο Αχμέτ Γιλντίζ ανέφερε πως μεγάλος αριθμός Τουρκοκυπρίων αγνοείται από το 1963 έως το 1974, ενώ ισχυρίστηκε ότι «η πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων από το 1963 ήταν άμαχοι», σε αντίθεση με τους Ελληνοκυπρίους αγνοούμενους, οι οποίοι ήταν «κατά κύριο λόγο στρατιωτικό προσωπικό».
Αναφέρθηκε σε στήριξη της Τουρκίας προς τη ΔΕΑ, λέγοντας ότι παρέχει «ισχυρή πολιτική και οικονομική στήριξη» στη λειτουργία της και είπε ότι το έργο της ΔΕΑ πρέπει να συνεχιστεί «με συνεργασία και των δύο πλευρών του νησιού».
Αναφερόμενος στην Κυπριακή Δημοκρατία, έκανε λόγο για «αβάσιμες κατηγορίες» και «επιλεκτική και μονομερή ερμηνεία της ιστορίας» ενώ ισχυρίστηκε ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά, η οποία είναι «μία από τις δύο πλευρές στη ΔΕΑ» - κατά την έκφρασή του - αποκλείστηκε από τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας παρά το αίτημα της να συμμετάσχει. Συνέχισε, κάνοντας λόγο για «άδικο και απαράδεκτο αποκλεισμό».
Ακολούθως, σε ισχυρισμό που προέβαλε, αναφέρθηκε σε «παραπληροφόρηση από πλευράς της ελληνοκυπριακής διοίκησης» - όπως αναφέρθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία - σχετικά με τη φύση του Κυπριακού, ενώ χαρακτήρισε την τουρκική εισβολή του 1974 ως «νόμιμη και δικαιολογημένη» βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεως και σε απάντηση στο πραξικόπημα υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Σε δευτερολογία του, και απαντώντας στην αναφορά του Τούρκου Μονίμου Αντιπροσώπου περί «ελληνοκυπριακής διοίκησης», ο Έλληνας Μόνιμος Αντιπρόσωπος ζήτησε από τα κράτη-μέλη, «όταν αναφέρονται σε άλλα κράτη-μέλη να αναφέρονται σε αυτά με το συνταγματικό τους όνομα στα Ηνωμένα Έθνη». Σημειώνεται ότι η παρατήρηση του Έλληνα Μονίμου Αντιπροσώπου, ο οποίος ασκεί την Προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά τον μήνα Μάιο, έγινε υπό την εθνική του ιδιότητα.
Οι παρεμβάσεις έγιναν μετά την ενημέρωση προς το Συμβούλιο Ασφαλείας του Βοηθού Γενικού Γραμματέα Πολιτικών και Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων Μοχάμεντ Χάλεντ Κιάρι, ο οποίος εξέφρασε βαθιά ανησυχία για τη συνεχιζόμενη αύξηση των αγνοουμένων σε ένοπλες συγκρούσεις και για την απουσία λογοδοσίας που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει πολλές από αυτές τις περιπτώσεις.
Αναφερόμενος στην εφαρμογή του Ψηφίσματος 2474 είπε ότι η εξαναγκαστική εξαφάνιση απαγορεύεται από το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και ότι οι οικογένειες έχουν θεμελιώδες δικαίωμα να γνωρίζουν την τύχη και τον τόπο εντοπισμού των συγγενών τους.
Ο κ. Κιάρι αναφέρθηκε επίσης στις ανθρωπιστικές συνέπειες του πολέμου στη Γάζα, όπου, όπως είπε, εκτιμάται ότι 58 Ισραηλινοί όμηροι παραμένουν αγνοούμενοι, ενώ χιλιάδες Παλαιστίνιοι, ανάμεσά τους και παιδιά, εξακολουθούν να αγνοούνται, πολλοί εκ των οποίων πιστεύεται ότι είναι θαμμένοι κάτω από ερείπια.
Αναφέρθηκε στη ΔΕΑ ως ένα παράδειγμα του πώς εξαφανίσεις που χρονολογούνται δεκαετίες πίσω εξακολουθούν να επηρεάζουν ολόκληρες κοινότητες και εξήρε τη συνεργασία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και τη δημόσια στήριξη των ηγεσιών τους στην Επιτροπή τον περασμένο Απρίλιο, υπογραμμίζοντας ότι «τέτοιες πρωτοβουλίες συμβάλλουν στη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος για την ειρηνική επίλυση του Κυπριακού».
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, ο κ. Κιάρι ανέφερε ότι πολλοί πολίτες στις υπό ρωσική κατοχή περιοχές έχουν τεθεί υπό κράτηση χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο από την εισβολή του 2022, και ότι ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις ενδέχεται να συνιστούν εξαναγκαστικές εξαφανίσεις. Σημείωσε επίσης αναφορές για μεταφορά Ουκρανών πολιτών και παιδιών στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Για τη Συρία, είπε ότι η κρίση των αγνοουμένων αποτελεί καθοριστικό χαρακτηριστικό της σύγκρουσης. Οι οικογένειες ζητούν διαρκώς να αποκαλυφθεί η τύχη των αγαπημένων τους, ανεξαρτήτως ταυτότητας ή λόγου εξαφάνισης, συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού, το 2024 καταγράφηκαν πάνω από 56.000 νέες περιπτώσεις αγνοουμένων. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση σε μία χρονιά τα τελευταία 20 χρόνια με αποτέλεσμα το σύνολο των υπό διερεύνηση περιπτώσεων να ανέρχεται σε 255.000. Η αύξηση αυτή, προστίθεται, αποδίδεται σε τρεις παράγοντες, την εκρηκτική αύξηση ένοπλων συγκρούσεων, που αριθμούν πάνω από 120 παγκοσμίως, τις συστηματικές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και την αποτυχία ειρηνευτικών διαδικασιών να επιλύσουν παλαιές υποθέσεις.
Πηγή: ΚΥΠΕ