Η αντίδραση της Κίνας στους δασμούς των ΗΠΑ
09:49 - 09 Απριλίου 2025

Η τελευταία απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλουν δασμούς ύψους 104% στις εισαγωγές από την Κίνα έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και αναταραχή στις παγκόσμιες αγορές. Η απόφαση στηρίζεται στα αντίμετρα που ανακοίνωσε η Κίνα μετά την επιβολή δασμών ύψους 34% από τις ΗΠΑ για κινεζικά προϊόντα και προϊόντα που κατασκευάζονται στην Κίνα. Είναι, πλέον, σαφές, όπως είχαμε επισημάνει τις προηγούμενες μέρες, πως εντείνεται ο οικονομικός πόλεμος, ενώ τις αμέσως επόμενες μέρες αναμένεται και η απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι φωνές πληθαίνουν όσον αφορά στους δασμούς που έχει επιβάλει ο Πρόεδρος Τραμπ σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση του Πεκίνου που ανέφερε ότι η Ουάσιγκτον εκβιάζει τα κράτη ούτως ώστε να προχωρήσουν σε διμερείς συμφωνίες και διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για βελτίωση του καθεστώτος εξαγωγών – εισαγωγών. Οι οικονομικές πιέσεις που έχουν αναπτυχθεί λόγω των νέων δασμών μπορούν να καταστούν ιδιαίτερα επώδυνες ειδικά για μικρότερες οικονομίες ή οικονομίες που εξαρτώνται εμπορικά από τις ΗΠΑ, ενώ η Κίνα παρουσιάζεται διατεθειμένη να μην υποκύψει στις πιέσεις των δασμών, στρέφοντας την προσοχή της σε άλλες αγορές, όπως της Ευρώπης, ούτως ώστε να αντισταθμιστούν οι απώλειες που αναμένεται να είναι μεγάλες.
Οι επιπτώσεις των νέων ανακοινώσεων προφανώς επηρεάζει τις αγορές. Από τις πρώτες μέρες επιβολής των νέων δασμών παρατηρήθηκε μια κατρακύλα στις αγορές και έντονη αβεβαιότητα με δείκτες χρηματιστηρίων να κινούνται σε ιστορικά χαμηλά των τελευταίων ετών, ενώ τις τελευταίες μέρες φαίνεται να σταθεροποιούνται. Η επιβολή δασμών ύψους 104% στην Κίνα με ισχύ από την Τετάρτη, 9 Απριλίου 2025, δημιούργησε, ως ήταν αναμενόμενο, αρνητική αντίδραση των αγορών, με σοβαρότατες απώλειες ειδικά σε μετοχές εταιρειών τεχνολογίας, ενώ οι δασμοί έχουν συνέπειες όσον αφορά στον πληθωρισμό και στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, την ίδια στιγμή που ο Τραμπ καλεί την Ομοσπονδιακή Τράπεζα σε μείωση των επιτοκίων.
Η Κίνα είναι αυτή που αντιμετωπίζει τους δασμούς ως μια κατά μέτωπον επίθεση στη βιομηχανική της υπερπαραγωγή. Οι εξαγωγές της προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ξεπερνούν τα 525 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, με την Κίνα να παράγει το 30% των παγκόσμιων βιομηχανικών προϊόντων την ίδια στιγμή που η ίδια καταναλώνει μόνο το 13%. Αυτό σημαίνει ότι η Κίνα εξαρτάται από την παγκόσμια ζήτηση για να αποσβέσει την υπερπαραγωγή βιομηχανικών προϊόντων που ούτως ή άλλως έχουν ένα μικρό περιθώριο κέρδους.
Οι απαντήσεις του Πεκίνου μπορούν να είναι πολλές, νοουμένου ότι θα διατηρήσουν την πολιτική που εναντιώνεται στους δασμούς που έχουν επιβάλει οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μια πρώτη απάντηση μπορεί να είναι η μείωση των εμπορικών εμποδίων με άλλες αγορές, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, την ίδια στιγμή, όμως, που η Κίνα αντιμετωπίζει εσωτερικές οικονομικές πιέσεις, κυρίως όσον αφορά το αυξανόμενο επίπεδο χρέους. Η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ποσοστό μάλιστα του ύψους του 21,3% (ακολουθούν οι ΗΠΑ με 13,7% του συνόλου των εξαγωγών). Ήδη, υπάρχουν προσεγγίσεις σε υψηλό επίπεδο μάλιστα μεταξύ Ευρωπαίων και Κινέζων αξιωματούχων αν και αναγνωρίζεται ότι οι εμπορικές πρακτικές της Κίνας, ειδικά όσον αφορά στις επιδοτήσεις προϊόντων, καταδικάζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δημιουργεί αβεβαιότητα στις παγκόσμιες αγορές και θέτει προκλήσεις για τις οικονομίες και των δύο χωρών αλλά και την παγκόσμια οικονομία. Η Κίνα, αν και αντιμετωπίζει περιορισμένες επιλογές, φαίνεται αποφασισμένη να εμπλακεί σε έναν "πόλεμο φθοράς" με τις Ηνωμένες Πολιτείες, χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα για να μετριάσει τις επιπτώσεις των δασμών και να προστατεύσει την οικονομία της.
*Δρα Αντώνη Στ. Στυλιανού
