Την έλεγαν Έλενα, τον έλεγαν Στυλιανό, τον λένε Τζακ... Τα θύματα της κρατικής αδιαφορίας έχουν όνομα!
06:00 - 01 Απριλίου 2025

Την έλεγαν Έλενα Φραντζή. Ήταν 29 ετών όταν απεβίωσε, στις 28 Μαρτίου 2018. Πριν λίγες ημέρες συμπληρώθηκαν επτά χρόνια από τον θάνατο της. Από τότε που έφυγε μόνη και αβοήθητη. Από τότε που άκουσαν άπαντες, όσα φώναζε σε αυτούς που έπρεπε, ενόσω ήταν εν ζωή. Από τότε που ο θάνατος της ξεγύμνωσε τις ανύπαρκτες υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας αυτού του κατά τα άλλα ευρωπαϊκού κράτους. Ενός κράτους που μετατρέπεται σε ηθικός αυτουργός και «δολοφονεί» τα ίδια τα παιδιά του, που έπρεπε να σώσει, αλλά αντί αυτού, τα οδηγεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον θάνατο, μετατοπίζοντας μάλιστα τις ευθύνες στα ίδια τα θύματα.
Οι γονείς της Έλενας κρίθηκαν ακατάλληλοι να ασκούν τα γονικά τους καθήκοντα και ανέθεσαν από νωρίς τη φροντίδα της μέσω του Γραφείου Ευημερίας, σε ανάδοχες οικογένειες. Η πρώτη φορά η Έλενα ήταν δύο ετών, ενώ στη συνέχεια, σε ηλικία τριών ετών τέθηκε υπό τη φροντίδα ιερέα και της οικογένειας του. Εν τέλει η Έλενα κακοποιήθηκε σεξουαλικά, αλλά βρήκε το θάρρος να μιλήσει όταν ήταν 27 ετών, αφού όπως καταγράφηκε στην απόφαση του Ανωτάτου, δεν μπορούσε να καταλάβει την ακριβή διάσταση των συμβάντων λόγω και της ηλικίας της, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι ο πατριός της, της έλεγε ότι την αγαπά. Ωστόσο δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και η απουσία των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας.
«Άλλος λόγος που δεν μπορούσε να αναφέρει ή να καταγγείλει τα συμβαίνοντα στο χρονικό διάστημα που διέμενε με τον χχχ ήταν εκτός από το πολύ νεαρό τότε της ηλικίας της και η βάναυση εναντίον της συμπεριφορά της συζύγου του, η οποία την κακομεταχειριζόταν με κάθε δυνατή ευκαιρία και εναντίον της οποίας δεν μπορούσε να πει οτιδήποτε διότι φοβόταν να εκστομίσει οποιοδήποτε παράπονο. Δεν είχε ούτε εμπιστοσύνη στην τότε λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας που σπάνια την επισκεπτόταν στο σπίτι τους και η οποία γενικά ήταν αδιάφορη ως προς την πραγματική της ευημερία ακόμη και όταν της παραπονέθηκε ότι η σύζυγος του την ξυλοφόρτωνε όταν η μητέρα της, που και αυτή σπάνια ερχόταν να τη δει, την φυγάδευσε ουσιαστικά από το σπίτι τους. Νοιώθοντας αυτή την αδιαφορία από τη λειτουργό, δεν μπόρεσε να της πει ούτε για τις άσεμνες παρενοχλήσεις».
Αυτά ανέφερε το Εφετείο που είχε επικυρώσει την ποινή στον ιερέα, λέγοντας καταληκτικά πως, «η συγκεκριμένη Λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας που ήταν υπεύθυνη τότε για την παραπονούμενη φαίνεται να μην επιτέλεσε το καθήκον της ως έπρεπε. Σε αυτού του είδους τις υποθέσεις πρέπει η πολιτεία μέσω της Νομικής Υπηρεσίας να διώκει για τις ενέργειες ή τις παραλείψεις τους το σύνολο των ατόμων που επέδειξαν μια ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά έναντι αθώων παιδιών ώστε και το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του την ολοκληρωμένη εικόνα για να επιτελέσει ορθά και δίκαια το ιδιαιτέρως δύσκολο στις περιπτώσεις αυτές έργο του».
****
Τον έλεγαν Στυλιανό και ήταν μόλις 14 χρονών. Βρέθηκε νεκρός στην κτηνοτροφική μονάδα του πατέρα του, τον Σεπτέμβριο του 2019. Ένα χρόνο μετά τον θάνατο της Έλενας Φραντζή. Αρχικά υπήρξε βουβαμάρα από τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας. Επικαλούνταν σχετικούς κανονισμούς, δεδομένου πως επρόκειτο για αυτοκτονία, προς αποφυγή φαινομένων μιμητισμού. Και ποιοι μιλούσαν για μιμητισμό; Αυτοί που μιμήθηκαν τις ενέργειες και τις εγκληματικές παραλήψεις τους, που ήταν η αιτία ένα παιδί μόλις δεκατεσσάρων χρονών να οδηγηθεί στον θάνατο.
Ένα παιδί που δεν ζούσε σαν όλα τα άλλα στην ηλικία του. Ζούσε, όπως και τα δύο μικρότερα αδέλφια του, κάτω από άθλιες συνθήκες. Και το τραγικό πως όλοι γνώριζαν για χρόνια. Ακόμα και το Γραφείο Ευημερίας που παρέμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, βρίσκαμε την άρνηση της οικογένειας», ήταν τότε η απάντηση των αρμοδίων. Μα τελικά ανέλαβε το βάρος ο ίδιος ο Στυλιανός που με τον θάνατο του προστάτευσε τα δύο αδέλφια του. Τότε και μόνο ξύπνησαν από τον λήθαργο όλες οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες.
Άφησαν τα παιδιά να μεγαλώνουν κάτω από άθλιες συνθήκες, που παρέπεμπαν σε ένα άλλο αιώνα. Βίωνε την βία. Ο Στυλιανός απουσίαζε συχνά από το σχολείο γιατί ο πατέρας του τον ανάγκαζε να εργάζεται στην φάρμα. Σχετικές αναφορές υπήρχαν και στην Αστυνομία. Πολλές φορές πήγαινε στο σχολείο με τα ρούχα της προηγούμενης ημέρας. Έκρυβε μέσα του θυμό. Είχε μιλήσει σε εκπαιδευτική ψυχολόγο και είχε αναφέρει ότι ο πατέρας του χτυπούσε τη μητέρα του και γι’ αυτό δεν τον αγαπούσε. Έλεγε ότι όταν μεγαλώσει θα τον σκοτώσει, καθώς και ότι δεν τον ήθελε, ενώ οι δασκάλες του τον αγαπούσαν.
Τα πιο πάνω κατέγραφε το πόρισμα της Επιτρόπου Διοικήσεως, το οποίο επιβεβαίωσε αφενός την ανεπάρκεια των υπηρεσιών και αφετέρου την κόλαση που ζούσε ο Στυλιανός. Η μητέρα του δεχόταν κακοποιητική συμπεριφορά. «Μια ημέρα πήγε στο σχολείο με μαυρισμένο μάτι και όταν προσπάθησε η δασκάλα να της εκμαιεύσει τί είχε συμβεί, αυτή της είπε να ρωτήσει τον Στυλιανό πώς το έπαθε και έφυγε βιαστική. Ο Στυλιανός είπε πως την προηγούμενη μέρα, η μητέρα είχε αργήσει να πάει στη φάρμα και ο πατέρας του θύμωσε και της έριξε κοπριά στο πρόσωπο που μέσα είχε μια πέτρα που της κτύπησε στο μάτι».
Μια μέρα ο Στυλιανός είχε πάει στο σχολείο λυπημένος. Ανέφερε στην δασκάλα του πως την προηγούμενη μέρα, ο πατέρας του χτύπησε την μητέρα του. Είχε εξιστορήσει όλο το περιστατικό στην τάξη, δηλαδή ότι ο πατέρας του πέταξε τούρτα στην μητέρα του, την κτύπησε, την έριξε κάτω, την κλώτσησε και της έσπασε το τηλέφωνο.
Από την πρώτη δημοτικού, όπως κατέγραψε η έκθεση, ήταν μάρτυρας όταν ο πατέρας του έσφαζε τα ζώα, αδέσποτα σκυλιά και έφαγαν ζώα. Ήταν ευάλωτος, εύθραυστος, αδυνατούσε να πάρει πρωτοβουλίες και να εμπιστευτεί άτομα, ήταν αναστατωμένος συναισθηματικά, και επηρεαζόταν πολύ από τους γονείς, έχανε την παιδικότητα του, αναλάμβανε ρόλους ενήλικα και η διάθεσή του άλλαζε βάσει της διάθεσης της μητέρας του.
Ιδιαίτερη εντύπωση όμως στο πόρισμα ήταν το εξής: Ο Στυλιανός είπε ότι ο πατέρας του «τους δέρνει, πλέον, μόνο στην μάντρα, για να μην ακούνε οι γείτονες και να πάει η κοινωνική λειτουργός να του πιάσει τα μωρά». Μάλιστα, λίγους μήνες προηγουμένως, ο Στυλιανός αποπειράθηκε να θέσει τέρμα στη ζωή του και ήταν όλοι ενήμεροι.
Τελικά όμως, το Γραφείο Ευημερίας «δεν πήρε τα μωρά». Δεν τα προστάτευσε. Δεν κινητοποιήθηκε ούτε στην πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας του Στυλιανού. Ενός παιδιού που φώναζε για βοήθεια. Όπως και η μητέρα του, για την οποία η Αστυνομία είχε 20 καταχωρήσεις. Όλοι γνώριζαν. Όλοι, μα έμειναν σε αδράνεια. Μέχρι που η εγκληματική ανευθυνότητα τους, οδήγησε στον θάνατο τον Στυλιανό. Και από τότε μέχρι σήμερα, η δίκη των όσων ευθύνονται ακόμη δεν ξεκίνησε! Ακόμη δεν τιμωρήθηκε κανείς, παρά μόνο ο Στυλιανός που πλήρωσε με την ζωή του την δική τους ανεπάρκεια.
****
Τον λένε Τζακ και τότε ήταν 25 ετών. Μια διαφορετική περίπτωση από την Έλενα και τον Στυλιανό, αλλά με τον ίδιο κοινό παρονομαστή. Θύμα του συστήματος και της ανεπάρκειας του κράτους. Οι συνθήκες όμως δεν τον οδήγησαν στον θάνατο αλλά στην φυλακή, αφού πήρε τον νόμο στα χέρια του και έβαλε τέλος, όχι μόνο στα όσα βίωνε ο ίδιος, αλλά και η οικογένεια του. Αποτέλεσμα να μετατραπεί από θύμα σε θύτης και να καταδικαστεί δεκαέξι χρόνια φυλάκιση, ποινή η μειώθηκε στο Εφετείο στα δώδεκα, λόγω των συνθηκών που τον οδήγησαν στην δολοφονία του πατέρα του, τον Αύγουστο του 2020.
Μια δολοφονία που θα έλεγε κανείς πως ήταν προδιαγεγραμμένη, με ηθικό αυτουργό, για άλλη μια φορά, το σύστημα το οποίο απέτυχε να το αποτρέψει. Μια δολοφονία με θύτη ένα παιδί, που για χρόνια ήταν θύμα ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης, τόσο ο ίδιος όσο και τα αδέλφια και η μητέρα του. Και θύτης των καταστάσεων που βίωνε, το θύμα της δολοφονίας του. Ο πατέρας του, για τον οποίον γνώριζαν και πάλι οι αρμόδιες υπηρεσίες, ανήμπορες όμως να επιτελέσουν το έργο τους.
Η σχέση του πατέρα με την οικογένεια του, συγκρουσιακή. Ο Τζακ ήταν θύμα της κακοποιητικής συμπεριφοράς του πατέρα του, κάτι που του προκάλεσε σωρεία προβλημάτων κατά τα παιδικά του χρόνια. Πήρε απαλλαγή από την στρατιωτική του θητεία λόγω προβλημάτων υγείας. Ο Τζακ εξέφρασε, όπως καταγράφεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, ότι είχε ορισμένες καλές αναμνήσεις από την πρώτη οκταετία της ζωής του, κατά την οποία φροντιζόταν τόσο ο ίδιος, όσο και τα αδέλφια του από τη μητέρα τους. Η πατρική φιγούρα ήταν απούσα, αρκετά αδιάφορη και αποστασιοποιημένη. Έχει άλλα τέσσερα αδέλφια, εκ των οποίων τα τρία με προβλήματα υγείας και τα δύο από αυτά φοιτούσαν σε ειδικό σχολείο. Έπαιρνε μάλιστα τα επιδόματα τους και είχε καταγγελθεί.
Στην πορεία ο «πατέρας» του Τζακ, εκδήλωσε βίαιες συμπεριφορές, σε επίπεδο λεκτικής, σωματικής και ψυχολογικής βίας προς τη σύζυγο και τα παιδιά του. Είχε αναφερθεί τότε σε περιστατικά βίας, όπως όταν τον τραυμάτισε ο πατέρας του στην πλάτη με κλαδευτήρι στη διάρκεια διαπληκτισμού και χρειάστηκε ιατρική περίθαλψη. Ο Τζακ φορτιζόταν συναισθηματικά αναφερόμενος στις συμπεριφορές αυτές του πατέρα του, βιώνοντας αισθήματα θυμού, μίσους και αγανάκτησης.
Το 2013 ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικία τους, ενώ παρά τις καταγγελίες που έκαναν στον αστυνομικό σταθμό της περιοχής τους, εξακολουθούσε να τους παρενοχλεί. Έλεγε σ’ όλη την οικογένεια ότι η όποια περιουσία υπάρχει, είναι όλα δικά του και τους απειλούσε πως θα κατεδάφιζε το σπίτι. Άλλοτε τους έλεγε ότι θα πωλούσε το σπίτι για να πάρει το μερίδιο του και «θα τους πετάξει έξω και όπου θέλουν να πάν», ενώ πολλές φορές ζητούσε από την μητέρα του Τζακ «να πεταχτεί έξω από το αυτοκίνητο και να σκοτωθεί. Τους δήλωνε πολλές φορές όταν θύμωνε μαζί τους “I ‘ ll kill you” και όλα αυτά μπροστά στον ίδιο και τα αδέλφια του.
Ο Τζακ, είπε πως ένιωθε συνεχώς χαμένος και αναστατωμένος λόγω της αστάθειας και των βίαιων συμπεριφορών του πατέρα του και η μόνη του διέξοδος ήταν να απουσιάζει από το σπίτι αρκετές ώρες μέχρι αργά. Αισθανόμενος ιδιαίτερα άβολα και νιώθοντας ντροπή μίλησε για ένα περιστατικό, γύρω στα 15 του. Μετά το περιστατικό η μητέρα του απευθύνθηκε στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Στην πορεία, με την βοήθεια ψυχολόγων και των καθηγητών του, άρχισε να βάζει στόχους και μάλιστα αποφοίτησε με άριστα.
Τον τελευταίο καιρό βρισκόταν σε μια φάση απόγνωσης, αναφέροντας ότι δεν έβρισκε ανταπόκριση στις καταγγελίες στις οποίες προέβαιναν ο ίδιος και η μητέρα του σχετικά με τις παραβατικές συμπεριφορές του πατέρα του που παρενοχλούσε, εκμεταλλευόταν, απειλούσε ή ασκούσε βία στα πρόσωπα της οικογένειας του. Το γεγονός ότι ο πατέρας του επεδίωκε να πάρει την κηδεμονία της μικρότερης του αδελφής αλλά και μια σειρά από γεγονότα που τον αναστάτωσαν, συνέβαλαν στην ενίσχυση των αρνητικών του συναισθημάτων προς τον πατέρα του, βιώνοντας έντονο θυμό, οργή και μίσος απέναντι του. Νιώθοντας ματαίωση που είχε φτάσει στα όρια του και ότι δεν είχε άλλη αντοχή, οδηγήθηκε στην δολοφονία του πατέρα του, θέλοντας να προστατεύσει και την αδελφή του, η οποία ήθελε να ζήσει με την μητέρα και τα αδέλφια της.
«Στην πρώτη συνάντηση εξέφρασε ότι με τη διάπραξη του αδικήματος του, εκπλήρωσε μια ηθική του ανάγκη και ένιωθε ικανοποίηση που απάλλαξε την οικογένεια του από την επιβάρυνση που προκαλούσε το θύμα σε αυτή, καταλογίζοντας ευθύνες στο θύμα για την κατάληξη του ιδίου αλλά και των αδελφών του», είχε αναφερθεί στην έκθεση που ετοιμάστηκε για την κατάσταση του, με τον Τζακ να δείχνει πως είχε επίγνωση των πράξεων του.
Θα μπορούσε να αποφευχθεί το έγκλημα; Η απάντηση αναμφίβολα είναι ναι, εάν οι υπηρεσίες πρόνοιας κατάφερναν να προστατεύσουν τον Τζακ, τα αδέλφια και την μητέρα του και δεν χρειαζόταν να καταλήξει φυλακή για να προστατεύσει ο ίδιος την οικογένεια του. Εξάλλου, δεν επρόκειτο για δολοφόνο από τον οποίο κινδύνευε η κοινωνία, αλλά για ένα πρόσωπο που οι καταστάσεις τον οδήγησαν στο έγκλημα, χωρίς να δικαιολογείται και να παροτρύνονται τέτοιες ενέργειες. Κάτι το οποίο υπέδειξε και το Εφετείο που μείωσε την ποινή του, λέγοντας μεταξύ άλλων πως ο Τζακ «δεν αποτελούσε, στην πραγματικότητα, κίνδυνο για την κοινωνία ώστε ο εγκλεισμός του στη φυλακή για μεγάλο χρονικό διάστημα να είναι απαραίτητης για την προστασία της κοινωνίας».
****
Δεν γνωρίζουμε τα ονόματα τους, ούτε έχουν σημασία. Είναι πέντε παιδιά που μεγάλωναν για χρόνια σε άθλιες συνθήκες. Που τα κακομεταχειρίζονταν οι γονείς τους και το ένα είχε πέσει κατ' επανάληψη θύμα σεξουαλικής κακοποίησης του πατέρα της, κάτι το οποίο ήταν εις γνώση της μητέρας της, η οποία παρέμεινε απαθής. Μάλιστα, την ανάγκαζε να παρακολουθεί μαζί του ταινίες με άσεμνο περιεχόμενο.
Κάποια από τα παιδία ήταν θύματα κατ΄ επανάληψης βίας. Τα εξανάγκαζε σε βαριές εργασίες. Βίωναν μια κόλαση για περίπου δέκα χρόνια. Υπήρχε περίπτωση όπου τα ανάγκασε να φάνε μέχρι και ακαθαρσίες και να εργάζονται στην κτηνοτροφική μονάδα του πατέρα τους. Ήταν ατημέλητα και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωναν, λίγο πολύ παραπέμπουν στην υπόθεση του 14χρονου Στυλιανού. Οι συνθήκες στο σπίτι ήταν πραγματικές άθλιες. Το τέλος του εφιάλτη που ζούσαν ήρθε από το ένα από τα αδέλφια που εκμυστηρεύτηκε στο σχολείο της τα όσα βίωνε με τα αδέλφια της τα τελευταία χρόνια.
Και πάλι, οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας του κατά τα άλλα ευρωπαϊκού κράτους, γνώριζαν. Αντί όμως κάποιοι να βρίσκονται στην θέση του κατηγορούμενου για τους χειρισμούς και τις παραλήψεις τους, περηφανεύονται σήμερα πως οδήγησαν την υπόθεση στην Αστυνομία. Μα η πραγματικότητα είναι πως η σωτηρία των παιδιών δεν ήρθε από αυτούς που έπρεπε. Αλλά από το ένα από τα πέντε παιδιά που αποφάσισε να μιλήσει στο σχολείο του.
Ακόμη πιο τραγικό όμως είναι το γεγονός πως οι ΥΚΕ ανέφεραν πως «προέβαιναν τα τελευταία χρόνια σε ενέργειες και τακτικές επισκέψεις, προειδοποιημένες και απροειδοποίητες, στο σπίτι της οικογένειας με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης τους». Δηλαδή γνώριζαν αλλά και πάλι έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Αφήνοντας πέντε παιδιά αβοήθητα, αφήνοντας αυτά τα παιδιά να μεγαλώνουν κάτω υπό αυτές τις συνθήκες. Και ας υπήρχαν σημάδια που θα έπρεπε να τους κινητοποιήσουν. Αρκέστηκαν όμως στις «τακτικές επισκέψεις», λες και αυτό ήταν το χρέος τους σε αυτά τα παιδιά που θα έπρεπε να προστατεύσουν.
Ακόμη χειρότερη βέβαια είναι η τοποθέτηση των ΥΚΕ πως παρά την «συνεργασία που υπήρχε με όλους τους εμπλεκόμενους, περιλαμβανομένων και των μελών της οικογένειας, δεν υπήρξαν αναφορές για τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι γονείς για σεξουαλική κακοποίηση και εργασιακή εκμετάλλευση παιδιών τους». Δηλαδή, αντί αυτή τη στιγμή κάποιοι να απολογούνται ή έστω να προβληματίζονται που δεν αντιλήφθηκαν τα όσα έπρεπε, μετατοπίζουν τις ευθύνες στα μέλη της οικογένειας που δεν μίλησαν. Δηλαδή στα παιδιά που ζούσαν και μεγάλωναν σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον και υπό το καθεστώς τρόμου. Από την άλλη, η Έλενα είχε μιλήσει στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, όπως και ο Στυλιανός. Ακόμα όμως και για τη περίπτωση της οικογένειας του Τζακ γνώριζαν. Και τελικά οι δύο οδηγήθηκαν στο χώμα και ο άλλος στην φυλακή!
****
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
