Οι ανακατατάξεις στο σκηνικό, οι αριθμοί-εργαλείο και οι ανησυχητικές ενδείξεις για τα κόμματα
Μικαέλλα Λοΐζου 06:00 - 15 Μαρτίου 2025

Ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό δείχνει το πολιτικό βαρόμετρο της IMR, που παρουσίασε την Παρασκευή ο REPORTER. Παρόλο που σε καμία περίπτωση μία έρευνα που πραγματοποιείται ένα χρόνο και κάτι πριν από τις εκλογές δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόβλεψη αποτελέσματος (έτσι κι αλλιώς πάντοτε οι δημοσκοπήσεις αποτελούν φωτογραφία της στιγμής) και είναι δεδομένο ότι θα αλλάξουν πολλά ως τότε, καταγράφονται τάσεις οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψιν από τις πολιτικές δυνάμεις, κατά τη διάρκεια των σχεδιασμών τους ενόψει των εκλογών.
Η πρώτη τέτοια τάση είναι ότι δημιουργείται πολιτικός χώρος για τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη, ο οποίος σήμερα είναι στην κατοχή κάποιων άλλων. Δεν είναι ξεκάθαρο ποια θα είναι τα επόμενα πολιτικά βήματα του τέως Γενικού Ελεγκτή, είναι ξεκάθαρο όμως ότι έχει μεγάλη προοπτική. Εάν είχαμε εκλογές αύριο, ο κ. Μιχαηλίδης, ως ανεξάρτητος υποψήφιος μάλιστα, θα έπαιρνε 11%, κάτι που θα ήταν εξαιρετικά παράξενο, αφού σχεδόν ποτέ δεν μπορούν να εκλεγούν στη Βουλή ανεξάρτητοι υποψήφιοι, πόσο μάλλον με ποσοστό πολλαπλάσιο από κόμματα με πλήρεις συνδυασμούς. Το ποσοστό αυτό, όμως, είναι ενδεικτικό της δυναμικής που έχει αναπτύξει ο κ. Μιχαηλίδης, ο οποίος ήταν έτσι και αλλιώς ένας πολύ δημοφιλής κρατικός αξιωματούχος, καθώς θεωρείτο πολέμιος της διαφθοράς, και φαίνεται να μετατράπηκε για πολλούς πολίτες σε μία καλή πολιτική επιλογή μετά την παύση του.
Αυτή η δυναμική μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί αναλόγως των επόμενων κινήσεών του. Τα πρόσωπα που θα τον πλαισιώνουν, για παράδειγμα, μπορεί να λειτουργήσουν είτε ενισχυτικά είτε αποτρεπτικά. Επίσης, όταν ο ίδιος ή ο πολιτικός σχηματισμός που θα τον πλαισιώνει ξεκινήσουν να τοποθετούνται και για ζητήματα πέραν της καταπολέμησης της διαφθοράς, ενδεχομένως πολίτες που σήμερα προσανατολίζονται να τον υποστηρίξουν να αλλάξουν γνώμη, επειδή θα ανακαλύψουν ότι δεν συμφωνούν με τις θέσεις του σε άλλα ζητήματα, όπως είναι για παράδειγμα το Κυπριακό. Παρομοίως, οι θέσεις αυτές, μπορεί να προσελκύσουν κόσμο που σήμερα δεν σκέφτεται ιδιαίτερα τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη, επειδή δεν έχει ως προτεραιότητα τα ζητήματα με τα οποία ασχολείται αυτή τη στιγμή. Με την εικόνα που υπάρχει σήμερα, πάντως, ο τέως Γενικός Ελεγκτής ή το κόμμα του θα μπορούσαν να βρεθούν στη νέα Βουλή.
Βάσεις θέτει και το Volt, καθώς με το 3% δείχνει να βρίσκεται σε τροχιά εισόδου στο Κοινοβούλιο. Ήδη προσέγγισε αυτό το ποσοστό και στις Ευρωεκλογές, αλλά αυτή θα είναι η πρώτη φορά που θα διεκδικήσει εκλογές σε εθνικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι θα δοκιμαστούν τόσο οι δυνατότητές του να βρει 56 υποψηφίους (ένα έργο που συχνά δυσκολεύει και κόμματα με μακρά παρουσία στην πολιτική) όσο και οι οργανωτικές ικανότητές του. Άρα, παρά το καλό νούμερο αυτή τη στιγμή, που είναι ίσο με αυτό του Κινήματος Οικολόγων, που έχει κοινοβουλευτική παρουσία δεκαετιών, έχει να τραβήξει πολύ κουπί για να κάνει τον στόχο πράξη. Σε ό,τι αφορά τους Οικολόγους, το ποσοστό αυτό δεν είναι κακό για αυτή την χρονική περίοδο και είναι σίγουρα πολύ καλύτερο από το πραγματικό νούμερο που κατέγραψαν στις Ευρωεκλογές.
Στην αντίπερα όχθη, δύο κόμματα πρέπει να ανησυχούν σοβαρά για τους αριθμούς τους. Το ένα είναι η ΕΔΕΚ, που κατέγραψε 2%, και το άλλο η ΔΗΠΑ, που κατέγραψε 1%. Πρόκειται για απόσταση που χρειάζεται αγώνα σε αυτόν τον ένα χρόνο για να καλυφθεί και που απέχει πολύ περισσότερο από τη διαφορά της αναγωγής από τα δεδομένα των προηγούμενων Βουλευτικών, όταν έλαβαν 6,7% και 6,1% αντίστοιχα.
Για ένα παραδοσιακό κόμμα όπως είναι η ΕΔΕΚ το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρό και δεν δικαιολογείται από το γεγονός πως οι ψηφοφόροι της καθυστερούν να συσπειρωθούν. Αντιθέτως, φαίνεται να είναι αποτέλεσμα δυσαρέσκειας στο εσωτερικό του κόμματος, το οποίο ουδέποτε βγήκε από την εσωστρέφεια και φαίνεται να έχασε πολλές δυνάμεις από τις διαγραφές και τις αποχωρήσεις. Παράλληλα είναι και αντιμέτωπη με την πολύ χαμηλή δημοφιλία του προέδρου της. Ο Μαρίνος Σιζόπουλος είναι ο πολιτικός αρχηγός με την χειρότερη εικόνα και αυτό δεν αφορά μόνο τον γενικό πληθυσμό, αλλά και τους ίδιους τους ψηφοφόρους των Σοσιαλιστών, καθώς μόνο το 20% από όσους έδωσαν ψήφο στην ΕΔΕΚ το 2021 έχουν θετική ή μάλλον θετική γνώμη για αυτόν. Είναι ξεκάθαρο πως στον χρόνο μέχρι τις εκλογές πρέπει να γίνουν πολλές διορθωτικές κινήσεις από το κόμμα για να αποφύγει τους μεγάλους μπελάδες.
Η ΔΗΠΑ-Συνεργασία είναι μια πολύ διαφορετική περίπτωση από την ΕΔΕΚ, αφού είναι σχετικά καινούριο κόμμα, χωρίς παραδοσιακούς δεσμούς και εκλογική βάση με ρίζες στην οποία θα μπορούσε να ποντάρει στη δύσκολη στιγμή. Για αυτό και για την ΔΗΠΑ το 1% δημιουργεί εικόνα υπαρξιακού κίνδυνου, αφού πολύ δύσκολα μπορεί να εισέλθει στη Βουλή αν όντως αυτή είναι η δύναμή της αυτή τη στιγμή, δεδομένων και των πιο περιορισμένων δυνατότητων της στο οργανωτικό επίπεδο. Η περίπτωσή της είναι ενδεικτική της δυσκολίας εμπέδωσης στο πολιτικό σύστημα, υπό την έννοια ότι από ιδρύσεώς της είχε μια συνεχώς ανοδική πορεία, η οποία φρέναρε πολύ απότομα το βράδυ των Ευρωεκλογών, όταν κατέγραψε το κάκιστο 2,17%. Αν δεν καταφέρει σύντομα να ανατρέψει αυτή την εικόνα, αναμένεται να δυσκολευτεί να καταρτίσει ψηφοδέλτιο και να έχει να τρέξει τις εκλογές αντιμέτωπη με τη λογική της χαμένης ψήφου, κάτι που θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την προσπάθειά της.
Αντίθετη είναι, ωστόσο, η εικόνα του ΕΛΑΜ, το οποίο δείχνει όχι απλώς να έχει εδραιωθεί στο σύστημα, αλλά πλέον να διεκδικεί και τον ρόλο του ρυθμιστή του. Το 13% όχι απλώς το μετατρέπει σε τρίτο κόμμα, με ψαλίδα σχεδόν διπλάσια από το «αιώνια τρίτο» ΔΗΚΟ, αλλά θεωρητικά, εάν κεφαλαιοποιήσει την συνεχώς αυξανόμενη δυναμική του και στήσει ένα δυνατό ψηφοδέλτιο, θα μπορούσε να πλησιάσει ακόμη περισσότερο τους δύο πρωτοπόρους της κούρσας. Το ΕΛΑΜ έχει όπως και η ΔΗΠΑ το μειονέκτημα της απουσίας μιας παραδοσιακής βάσης ψηφοφόρων. Ωστόσο στις τελευταίες αναμετρήσεις έδειξε να έχει καλές συσπειρώσεις αλλά κυρίως έχει το πλεονέκτημα της άντλησης ψήφου διαμαρτυρίας.
Υπέρ του ΕΛΑΜ φαίνεται να λειτουργεί και το γεγονός πως τα υπόλοιπα κόμματα του συστήματος δεν έχουν βρει ακόμη την φόρμουλα για να το αντιμετωπίζουν. Η προσέγγιση της περιθωριοποίησης φαίνεται ότι λειτουργεί υπέρ του κόμματος, καθώς του επιτρέπει να στέλνει το μήνυμα στους ψηφοφόρους ότι αποτελεί αντισυστημική επιλογή, ακόμη και αν αυτό είναι εντελώς οξύμωρο, καθώς διεκδικεί να καταστεί ο ρυθμιστής του συστήματος. Ταυτόχρονα, η απουσία πραγματικού πολιτικού διαλόγου με το κόμμα σημαίνει πως πολύ λίγο εκθέτει τις θέσεις του και στην πραγματικότητα μαζεύει ψηφοφόρους στη βάση των εντυπώσεων και όχι γιατί τους πείθει πολιτικά. Η συνεχής αιμορραγία του ΔΗΣΥ προς το ΕΛΑΜ αλλάζει σταδιακά τα δεδομένα στον χώρο της Δεξιάς και το 12% διαρροή που καταγράφει η δημοσκόπηση είναι ενδεικτικό πως η στρόφιγγα δεν έχει κλείσει ούτε ενόψει των Βουλευτικών Εκλογών, άλλο ένα στοιχείο που αναμένεται να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το κόμμα.
Εξασφαλίζοντας ένα υψηλό ποσοστό, το ΕΛΑΜ θα διευρύνει κατά πολύ την κοινοβουλευτική του παρουσία, κάτι που αφενός θα καταστήσει πολύ πιο ισχυρό τον λόγο του εντός Βουλής και θα διευκολύνει την προώθηση της πολιτικής του και που αφετέρου θα εξαναγκάζει την εκτελεστική εξουσία να του δίνει πολύ μεγαλύτερη σημασία, καθώς θα εξαρτάται από τις ψήφους του για να μπορεί να προχωρά το νομοθετικό έργο. Ταυτόχρονα, ένα διψήφιο ποσοστό είναι σαφέστατα εξαργυρώσιμο ενόψει Προεδρικών Εκλογών και θα διαφανεί αν ο επόμενος στόχος του ΕΛΑΜ θα είναι πλέον να συμμετέχει στην εξουσία.
Για πολλά χρόνια αυτός ήταν ο ρόλος του ΔΗΚΟ στο πολιτικό σύστημα, το οποίο ήδη ξεπεράστηκε το ΕΛΑΜ από τις Ευρωεκλογές. Προφανώς και το 7% δεν αφήνει ικανοποιημένο το κόμμα, καθώς δεν αποτελεί ένδειξη ότι μπορεί να ανακαταλάβει τη θέση του στις Βουλευτικές. Όπως και τα άλλα δύο κόμματα της συμπολίτευσης, το ΔΗΚΟ διάγει μία πολύ κακή περίοδο. Κρατιέται μεν καλύτερα από την ΕΔΕΚ και τη ΔΗΠΑ, καθώς ανέκαθεν ήταν πολύ ισχυρότερο κόμμα, όμως θα πρέπει να αναζητήσει τους τρόπους να ανακάμψει, για να μπορεί να έχει ξανά μία καλού μεγέθους κοινοβουλευτική ομάδα και κυρίως να συνεχίσει να μπορεί να λειτουργεί ρυθμιστικά. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι αναπόφευκτο ότι θα προκύψουν πολλά προβλήματα, σε ένα κόμμα με παράδοση εσωτερικής αμφισβήτησης και συγκρούσεων. Έχει ένα χρόνο μπροστά του για να ξαναβρεί τα πατήματά του, αλλά κυρίως να αποβάλει από πάνω του την εικόνα του κουρασμένου κόμματος.
Σε ό,τι αφορά τα δύο μεγάλα κόμματα, το ερώτημα είναι πόσο μεγάλα θα εξακολουθήσουν να είναι μετά τις Βουλευτικές Εκλογές. Ο ΔΗΣΥ εμφανίζεται πρώτος με 19% και το ΑΚΕΛ δεύτερο με 17%, τα οποία είναι μεν πολύ υψηλότερα ποσοστά από τα αντίστοιχα των άλλων κομμάτων, αλλά δεν προσφέρουν ασφάλεια. Το πρόβλημα είναι πως ήδη, στις εκλογές του 2021, κατέγραψαν απώλειες, 2,9% ο ΔΗΣΥ και 3,3% το ΑΚΕΛ, οι οποίες προστίθενται στις απώλειες του 2016, δείχνοντας μια συνεχή καθοδική πορεία για τα δύο κόμματα, που κάποτε κινούνταν σε ποσοστά άνω του 30%.
Το ερώτημα είναι κατά πόσον θα καταφέρουν να συσπειρώσουν τις τεράστιες βάσεις που διαθέτουν ώστε να αποφύγουν περαιτέρω συρρίκνωση ή ο κόσμος θα συνεχίσει να αποστασιοποιείται από τις δύο δυνάμεις. Ένα δεύτερο ερώτημα είναι κατά πόσον οι απώλειές τους θα είναι ισοδύναμες. Ο ΔΗΣΥ τα τελευταία χρόνια χάνει πολλούς ψηφοφόρους προς ΕΛΑΜ, τους οποίους δεν βρήκε ακόμη τον τρόπο να συγκρατήσει, ενώ το ΑΚΕΛ μπορεί να μην έχει μία συγκεκριμένη κατεύθυνση διαρροών, ωστόσο αναμένεται να έχει διαρροή ψηφοφόρων προς τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη και το Volt. Το στοίχημα, συνεπώς, και για τα δύο μεγάλα κόμματα είναι να συγκρατήσουν ψηφοφόρους, ώστε να διατηρήσουν τα ποσοστά και το μέγεθος των κοινοβουλευτικών τους ομάδων, και ταυτόχρονα να βρουν τους υποψήφιους εκείνους που θα μπορούν να προσελκύσουν νέους ψηφοφόρους, προς αντικατάσταση αυτών που χάνουν, κάτι που έχουν την ευκαιρία να κάνουν, αφού, λόγω μεγέθους και αυξανόμενων πιθανοτήτων εκλογής, αποτελούν δελεαστικές επιλογές για ισχυρές προσωπικότητες εκτός πολιτικής.
Η σημερινή εικόνα δεν είναι ιδανική για κανένα κόμμα με εξαίρεση το ΕΛΑΜ. Θα μπορούσε, όμως, να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για τις πολιτικές δυνάμεις ενόψει Βουλευτικών Εκλογών, ακριβώς επειδή βρίσκονται στο στάδιο του σχεδιασμού, της οργάνωσης και της κατάρτισης ψηφοδελτίων. Γνωρίζουν, άλλωστε, πολύ καλά ότι αυτοί που αγνοούν τις τάσεις, συνήθως τις βρίσκουν μπροστά τους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
