Ο αλα καρτ χειρισμός δικαστικών αποφάσεων από την Αστυνομία
10:49 - 01 Μαρτίου 2025

Πολύ πρόσφατα ήρθαν στο φως της δημοσιότητας δύο δικαστικές αποφάσεις. Η πρώτη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, και αφορούσε αγωγή, όπου εκδόθηκε απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας για το συνολικό ποσό των €60.000 με νόμιμο τόκο. Η απόφαση αφορούσε δολοφονία προσώπου και η οποία δεν εφεσιβλήθηκε.
Η δεύτερη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ) CASE OF X v. CYPRUS, application 40733/22, Court (First Section), 27/02/2025 και η οποία αφορούσε καταγγελία θύματος βιασμού η οποία διερευνήθηκε μεν αλλά πλημμελώς δε από την Αστυνομία.
Αμφότερες αφορούν καταδίκες και στο κείμενο των αποφάσεων γίνεται ονομαστική αναφορά μελών της Αστυνομίας που κατέθεσαν ενόρκως στα Κυπριακά Δικαστήρια και είτε άφησαν κακές εντυπώσεις στο Δικαστήριο με την μαρτυρία τους είτε διερεύνησαν πλημμελώς.
Αυτό μας φέρνει στο ουσιώδες ζήτημα του παρόντος άρθρου. Πως χρησιμοποιούνται οι δικαστικές αποφάσεις από την Αστυνομία και αν χρησιμοποιούνται. Πάντως Αστυνομική ανακοίνωση για αυτές δεν εκδόθηκε.
Στους περί Αστυνομίας (Πειθαρχικούς) Κανονισμούς, Κ.Δ.Π.53/1989 ως έχουν τροποποιηθεί, στον Κανονισμό 8, Πρώτος Πίνακας στην παράγραφο 20 με πλαγιότιτλο «ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΓΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ» καθορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα:
«Δηλαδή, αν μέλος της Αστυνομίας καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα από Δικαστήριο, εκτός από περιπτώσεις καταδίκης για μη σοβαρό τροχαίο αδίκημα, κατά την κρίση του Αστυνομικού Διευθυντή»
Βλέπουμε ότι ο νομοθέτης εργαλειοποίησε την ποινική καταδίκη από Δικαστήριο να σημαίνει αυτομάτως και διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από το μέλος της Αστυνομίας.
Στους περί Αστυνομίας (Πειθαρχικούς) Κανονισμούς, Κ.Δ.Π.53/1989 ως έχουν τροποποιηθεί, στον Κανονισμό 8, Πρώτος Πίνακας στην παράγραφο 1 με πλαγιότιτλο «ΑΝΑΡΜΟΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ» καθορίζεται επίσης ως πειθαρχικό παράπτωμα:
«Δηλαδή, αν μέλος της Αστυνομίας ενεργεί κατά τρόπο απρεπή ή επιζήμιο για την πειθαρχία ή κατά τρόπο που εύλογα είναι δυνατόν να δυσφημήσει την Αστυνομία».
Η ποινική καταδίκη μέλους της Αστυνομίας είναι η πιο ξεκάθαρη μορφή δυσφήμησης για την Αστυνομία. Μέλος της Αστυνομίας που τάχθηκε να υπηρετεί τον νόμο και ειδικότερα να παραπέμπει τους αδικοπραγούντες ενώπιον της δικαιοσύνης, να καταδικάζεται ποινικά το ίδιο το μέλος. Κι όμως αυτή η καταδίκη περνά απαρατήρητη από την εκάστοτε ηγεσία της Αστυνομίας ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται να γίνεται.
Εκείνο το οποίο χρειάζεται - και είναι εύκολο να γίνει - είναι να γνωρίζει ο πολίτης της Κ.Δ. ότι σε περίπτωση ποινικής καταδίκης μέλους της Αστυνομίας ταυτόχρονα θα πρέπει το μέλος να έχει και επιπτώσεις στην σταδιοδρομία του. Ως μέτρο αποτροπής. Για παράδειγμα: μείωση της ετήσιας αξιολόγησης του, έγερσης εναντίον του πειθαρχικής έρευνας, να τίθεται εμπόδιο η οποιαδήποτε μετάθεση του σε νευραλγικό πόστο για καθορισμένο χρονικό διάστημα κλπ. Ούτως ώστε η δικαστική απόφαση να μην καταλήγει ένα κείμενο που περνά απαρατήρητο.
Δηλαδή ενώ η Αστυνομία έχει στην διάθεση της το πιο αξιόπιστο κριτήριο – τις δικαστικές αποφάσεις – εντούτοις επιλέγει είτε να αδιαφορήσει είτε να τις παραγκωνίσει. Θλιβερή είναι επίσης η διαπίστωση το πόσο αργά κινείται η διαδικασία, όταν μέλος της Αστυνομίας σε κείμενο δικαστικής απόφασης επέδειξε αντιεπαγγελματική συμπεριφορά. Η Αστυνομία αντί να λειτουργήσει άμεσα, να καταστείλει την συμπεριφορά και να χρησιμοποιήσει ως εργαλείο την δικαστική απόφαση για να καλυτερέψει τον επαγγελματισμό μελών της, παραμένει άπρακτη ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Αν η δικαστική απόφαση δεν δει το φως της δημοσιότητας, ενδέχεται να μην εργαλειοποιηθεί. Και αυτό σε βάρος του Κύπριου πολίτη που αναμένει ότι η Αστυνομία θέλει και πρέπει να έχει στον κόλπο της μόνο επαγγελματίες.
Συναντάται συχνά στα κείμενα, ειδικότερα πρωτόδικων αποφάσεων, δικαστική κρίση για την αξιοπιστία ή αναξιοπιστία μάρτυρα, το οποίο είναι μέλος της Αστυνομίας και υπό αυτή την ιδιότητα καταθέτει ενόρκως. Όταν δεν σταματήσει αυτή η συμπεριφορά τότε ο πολίτης θα συνεχίσει να καταγγέλλει μέλη της Αστυνομίας. Θα καταλήξει ένα μεγάλο μέρος μελών της Αστυνομίας και ειδικότερα όσοι διερευνούν υποθέσεις και έρχονται σε άμεση επαφή με πολίτες να εξετάζεται εναντίον τους πειθαρχική έρευνα είτε από την Αστυνομία είτε από την ΑΑΔΙΠΑ. Με ότι αυτό συνεπάγεται για την εικόνα της Αστυνομίας.
Εκείνο που ξενίζει είναι ότι μέχρι και σήμερα, δεν υπάρχει ένα τμήμα στην Αστυνομία το οποίο να διαβάζει επί καθημερινής βάσης, τις δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται. Να συμμορφώνεται με αυτές και να καλυτερεύει. Ενώ αυτό θα έπρεπε να είναι ο οδηγός της Αστυνομίας. Ενώ από την άλλη όταν μέλη της Αστυνομίας αναρτούν δημόσια δημοσιεύσεις σε ΜΜΕ, τότε κινητοποιείται η μηχανή και εντοπίζεται το μέλος είτε για να του γίνει παρατήρηση είτε για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας.
Τα λάθη και παραλείψεις που επισημαίνονται από τους επαγγελματίες που βρίσκονται ειδικότερα πάνω στην έδρα (δικαστές) και στους επαγγελματίες κάτω από αυτή (δικηγόρους) να γίνεται μελέτη και καταρτισμός μαθημάτων στην Αστυνομική ακαδημία. Η ολόχρονη εκπαίδευση μελών ενός επαγγελματικού σώματος είναι εκ των ων ουκ άνευ. Πως το επιτρέπει η ίδια η πολιτεία να επιμορφώνονται ολόχρονα οι δικαστές, οι δικηγόροι και όμως να μην έχει θέσει την ίδια υποχρέωση στα μέλη της Αστυνομίας; Η τριετής φοίτηση στην αρχή της καριέρας τους είναι αρκετή να καλύψει μεταγενέστερα τρεις και τέσσερεις δεκαετίες εργασίας; Η απάντηση είναι όχι.
Δημήτρης Απαισιώτης,
Δικηγόρος