Καταπέλτης το ΕΔΑΔ για τον ομαδικό βιασμό Βρετανίδας-Αποτυχία Αρχών, παραλήψεις και στερεότυπες αντιλήψεις

«{...} Το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην αποτυχία των αρχών στην κύρια τους αποστολή να εξετάσουν εάν υπήρξε συναίνεση. Ούτε ο επικεφαλής ανακριτής, ούτε ο σύμβουλος του Γενικού Εισαγγελέα κατά την επακόλουθη επαναξιολόγηση του φακέλου της έρευνας δεν συμμετείχαν σε ουσιαστική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που θα μπορούσαν να υποδηλώνουν έλλειψη συναίνεσης. Η αξιολόγησή τους δεν έκανε καμία αναφορά στις μαρτυρίες ότι η προσφεύγουσα είχε καταναλώσει αλκοόλ ή στα ίχνη κοκαΐνης στα ούρα της και πώς αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητά της να συναινέσει. Δεν έγινε καμία αναφορά στη ρητή διαφωνία της με την πρόταση να κάνει σεξ, με ορισμένους από τους υπόπτους. Το γεγονός ότι οι ύποπτοι είχαν δείξει ελάχιστη σημασία για την επιθυμία της αιτούσας για προστασία της ιδιωτικής ζωής τόσο σε προηγούμενες περιπτώσεις, όσο και στις 17 Ιουλίου 2019, όταν επέμειναν να εισέρχονται στο δωμάτιο, παρά το γεγονός ότι τους ζητήθηκε ρητά να φύγουν. Δεν φαίνεται να έχει γίνει έρευνα σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν οι ύποπτοι για να διασφαλίσουν ότι η προσφεύγουσα συναίνεσε στο σεξ στις 17 Ιουλίου 2019, αλλά υπήρξε μαρτυρία ότι ορισμένοι από τους υπόπτους ήλπιζαν και περίμεναν ότι θα είχαν σεξουαλική επαφή με την αιτήτρια».

****

«Οι πολυάριθμες καταθέσεις που χρειάστηκε να υποβληθεί η προσφεύγουσα, επαναλαμβάνοντας τη δήλωσή της στις αρχές, αποτελούν επίσης αποδεικτικά στοιχεία για την εκ νέου θυματοποίηση μέσω της αποτυχίας των αρχών να υιοθετήσουν μια προσέγγιση ευαίσθητη ως προς το θύμα και να διεξαγάγουν την έρευνά τους για να μετριάσουν την αγωνία».

*****

«Η υπόθεση χαρακτηρίζεται από μια σειρά ελλείψεων εκ μέρους των ανακριτικών αρχών, των εισαγγελικών αρχών και του πρωτοβάθμιου εθνικού δικαστηρίου που διαμόρφωσε την τροχιά της. Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ο υπερβολικά βιαστικός τερματισμός της έρευνας για τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας για βιασμό, που προκλήθηκε από την ανάκληση από την προσφεύγουσα των αρχικών της δηλώσεων και την άμεση κίνηση της ποινικής διαδικασίας κατά της ίδιας της προσφεύγουσας, με αποκορύφωμα την καταδίκη της για δημόσια βλάβη σε πρώτο βαθμό».

****

«Όσον αφορά την αξίωση της αιτήτριας για ηθική βλάβη, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι κυπριακές αρχές δεν τήρησαν την υποχρέωσή τους να διερευνήσουν αποτελεσματικά την καταγγελία της αιτήτριας για βιασμό και να υιοθετήσουν μια προσέγγιση ευαίσθητη ως προς το θύμα κατά τη διάρκεια της διερεύνησης. Συνεπώς, το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι η προσφεύγουσα πρέπει να θεωρηθεί ότι υπέστη αγωνία και άγχος λόγω της αποτυχίας των αρχών να διερευνήσουν αποτελεσματικά την καταγγελία της».

****

Τα πιο πάνω καταγράφονται μεταξύ άλλων στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο εξέδωσε το πρωί της Πέμπτης την απόφαση του για την πολύκροτη υπόθεση της 19χρονης Βρετανίδας που κατήγγειλε ομαδικό βιασμό από 12 Ισραηλινούς στην Αγία Νάπα, ωστόσο στο τέλος βρέθηκε κατηγορούμενη από Αστυνομία και Εισαγγελία για ψευδή καταγγελία. Μια απόφαση, που χαρακτηρίζεται καταπέλτης για τις αρχές, αφού τους καταλογίζονται ευθύνες για τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης, για τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία - κατ' επέκταση ο φορολογούμενος πολίτης - καλείται να πληρώσει αποζημιώσεις ύψους 25 χιλιάδων ευρώ, αφού καταδικάστηκε από το ΕΔΑΔ το οποίο εντόπισε παραβιάσεις.

Η προσφυγή στο ΕΔΑΔ καταχωρήθηκε μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, που ανέτρεψε την καταδίκη της 19χρονης από το πρωτόδικο Δικαστήριο για ψευδή καταγγελία, η οποία επίσης θεωρείτο καταπέλτης. Και αυτό διότι, στην απόφαση του το Ανώτατο, το 2022, κατακεραύνωσε την Αστυνομία, αποδίδοντας λάθους χειρισμούς στους ανακριτές και στα μέλη που διερευνούσαν την υπόθεση, κάνοντας λόγο για καταπάτηση των δικαιωμάτων της νεαρής.

«Τα προηγούμενα πλάνα που καταδεικνύουν σεξουαλική ελευθεριότητα χωρίς μέτρο, η οποία αναμφίβολα για πολλούς δεν είναι αποδεκτή, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εύρημα και μάλιστα με την ισχύ της πραγματικής μαρτυρίας, ότι η καταγγελία της εφεσείουσας για βιασμό ή βιασμούς στο συγκεκριμένο χρόνο, ήταν ψευδής»

Παρά την απόφαση του Ανωτάτου, η πλευρά της 19χρονης ζήτησε από τον Γενικό Εισαγγελέα να ανοίξει εκ νέου την υπόθεση, ωστόσο αυτό δεν έγινε και ως εκ τούτου ακολούθησε προσφυγή στο ΕΔΑΔ, το οποίο εν τέλει καταδίκασε την Κυπριακή Δημοκρατία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Αυτή είναι η απόφαση κόλαφος για 19χρονη-Στήνει στον τοίχο Αστυνομία και Δικαστή

«Εκ νέου θυματοποίηση»

Στην πολυσέλιδη του απόφαση, το ΕΔΑΔ κάνει αναφορά στην καταγγελία και στην τροπή που πήρε η υπόθεση, όπου η 19χρονη από θύμα μετατράπηκε σε θύτης, με το Δικαστήριο μάλιστα να την καταδικάζει, ενώ παραπέμπει στις αρχές που διέπουν την αντιμετώπιση των θυμάτων για βιασμό και τις υποχρεώσεις του κράτους.

Όσον αφορά τις απαιτήσεις της Σύμβασης σχετικά με την αποτελεσματικότητα μιας έρευνας, τα ακόλουθα έχουν ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι για να είναι αποτελεσματική, η έρευνα πρέπει να είναι επαρκώς εμπεριστατωμένη. Οι αρχές πρέπει να λαμβάνουν εύλογα μέτρα που έχουν στη διάθεσή τους για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με το εν λόγω αδίκημα. Πρέπει πάντα να κάνουν μια σοβαρή προσπάθεια να ανακαλύψουν τι συνέβη και δεν πρέπει να βασίζονται σε βιαστικά ή αβάσιμα συμπεράσματα για να κλείσουν την έρευνά τους. Οποιαδήποτε ανεπάρκεια στην έρευνα που υπονομεύει την ικανότητά της να αποδεικνύει τα γεγονότα ή την ταυτότητα των υπευθύνων θα κινδυνεύσει να παραβεί αυτό το πρότυπο X and Others v. Bulgaria.

Στην βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του, τόσο από το δικηγόρο της 19χρονης, M. Polak, όσο και από τον Γενικό Εισαγγελέα που εκπροσώπησε την Κυπριακή Δημοκρατία, το ΕΔΑΔ υπέδειξε πως δεν ασχολείται με ισχυρισμούς για λάθη ή μεμονωμένες παραλείψεις στην έρευνα, αφού δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις εγχώριες αρχές στην αξιολόγηση των γεγονότων της υπόθεσης, ούτε να αποφασίσει για την ποινική ευθύνη των φερόμενων δραστών. Ωστόσο, τόνισε πως η αποτυχία να συνεχιστεί μια προφανής γραμμή έρευνας, μπορεί να υπονομεύσει αποφασιστικά την ικανότητα της έρευνας να αποδείξει τις συνθήκες της υπόθεσης και την ταυτότητα των υπευθύνων.

Όσον αφορά τις περιστάσεις της συγκεκριμένη υπόθεσης, το Δικαστήριο παρατήρησε την ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων σεξουαλικής βίας, ενώ ανέφερε πως η έρευνα ξεκίνησε χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Εντούτοις, στην πορεία καταγράφει μια σειρά από παραλήψεις, εκφράζοντας ανησυχίες για τον χειρισμό της, ενώ παραπέμπει στα όσα είχε καταγράψει στην απόφαση του το Ανώτατο.

Ενώ η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ισοδυναμεί με αναγνώριση ελλείψεων στο αρχικό στάδιο της έρευνας και κατ' επέκταση έλλειψη πληρότητας, το Δικαστήριο εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως αυτό το σημείο, θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν έχασε την ιδιότητα του θύματος σύμφωνα με το Άρθρο 34 της Σύμβασης. Τα πορίσματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν μπορούν να ικανοποιήσουν την απαίτηση μιας αποτελεσματικής έρευνας, επειδή αυτά τα αρχικά σφάλματα είχαν αντίκτυπο στην αποτελεσματικότητα ολόκληρης της έρευνας. Επιπλέον, παρά τις διαπιστώσεις αυτές, όπως θα εξηγήσει το Δικαστήριο παρακάτω, η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, κατά την επανεξέταση της απόφασης για διακοπή της έρευνας για τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για βιασμό, ενέκρινε την προσέγγιση που ακολούθησαν τόσο ο επικεφαλής ανακριτής όσο και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στην αξιολόγησή της, με τη βασική εξαίρεση ότι δεν έλαβε υπόψη τη δήλωση ανάκλησης του αιτητή.

Ως προς αυτό, το ΕΔΑΔ παρατήρησε ότι είναι πράγματι ασαφές σε ποια ώρα το δωμάτιο 723 ήταν αποκλεισμένο, αλλά φαίνεται ότι η Αστυνομία δεν είχε ακόμη ασφαλίσει τον τόπο του εγκλήματος στις 8.30 π.μ., όταν ο ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου πήγε στο δωμάτιο αναζητώντας τους υπόπτους. Το ΕΔΑΔ σημειώνει ότι η Αστυνομία είχε ενημερωθεί από τον γιατρό του ξενοδοχείου για τον ισχυρισμό της 19χρονης για βιασμό τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιουλίου 2019 και η καταγγελία καταγράφηκε επίσημα στις 6 π.μ. Δεύτερον, όπως καταγράφει το ΕΔΑΔ, δεν είναι σαφές από τα έγγραφα που διαθέτει το Δικαστήριο εάν η Αστυνομία εξέτασε το ενδεχόμενο λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων από τα περιτυλίγματα των προφυλακτικών ώστε να εντοπίσει ποιος τα είχε χρησιμοποιήσει.

Το ΕΔΑΔ σημειώνει ότι η έκθεση που συντάχθηκε από το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής αναφέρει ότι το DNA ενός άγνωστου άνδρα βρέθηκε στα εσώρουχα του θύματος, το οποίο παρέμεινε άγνωστο, ενώ η Αστυνομία περιόρισε την αναζήτησή της για φυσικά αποδεικτικά στοιχεία στο δωμάτιο και δεν είναι σαφές εάν έψαξε πουθενά έξω από την κρεβατοκάμαρα για τα προφυλακτικά που έλειπαν, τα οποία θα μπορούσαν επίσης, όπως τονίζει, να βοηθήσουν στον εντοπισμό πιθανών υπόπτων.

Η Αστυνομία ερεύνησε μόνο τα τηλέφωνα των υπόπτων για βιντεοσκοπήσεις και φωτογραφίες, χωρίς να εξετάσει τυχόν μηνύματα κειμένου που αντάλλαξαν το θύμα και οι ύποπτοι. Δεν προκύπτει από τη δικογραφία εάν η Αστυνομία προσπάθησε ή όχι να εντοπίσει τους δύο άντρες φίλους της προσφεύγουσας ή τους άλλους άνδρες στο ξενοδοχείο με τους οποίους η προσφεύγουσα είπε ότι μιλούσε. Οι παραλείψεις των αρχών να ακολουθήσουν τις προαναφερθείσες γραμμές έρευνας υπονόμευσαν την ικανότητα της έρευνας να αποδείξει τις περιστάσεις της υπόθεσης και να επαληθεύσει τις διάφορες αναφορές του φερόμενου βιασμού. Ο Επικεφαλής Ανακριτής είχε αποφασίσει να κλείσει την έρευνα στις 28 Ιουλίου 2019 με βάση την ανάκληση των ισχυρισμών της από την προσφεύγουσα, προτού παραχθούν οι τελικές εκθέσεις του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου και του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικών Ηλεκτρονικών Δεδομένων του Τμήματος Καταπολέμησης του Εγκλήματος.

Το ΕΔΑΔ υπέδειξε επίσης ότι οι παραπάνω παραλείψεις δεν μπορούν να θεωρηθούν μεμονωμένες στην έρευνα, επαναλαμβάνοντας ότι οι ανακριτικές αρχές είναι υποχρεωμένες να λάβουν όλα τα μέτρα που μπορούν, ώστε να εξασφαλίσουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με το περιστατικό που διερευνούν.

Επιπλέον, το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην αποτυχία των αρχών στο κεντρικό τους έργο να εξετάσουν εάν υπήρξε συναίνεση. Ούτε ο επικεφαλής ανακριτής ούτε ο σύμβουλος του Γενικού Εισαγγελέα κατά την επακόλουθη επαναξιολόγηση του φακέλου της έρευνας δεν συμμετείχαν σε ουσιαστική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που θα μπορούσαν να υποδηλώνουν έλλειψη συναίνεσης.

Απροθυμία Αρχών και στερεότυπα

Περαιτέρω, στην απόφαση του ΕΔΑΔ αναφέρεται ότι η Αστυνομία και στη συνέχεια ο ανακριτής έλαβαν τις δηλώσεις των υπόπτων ότι κανένας βιασμός δεν έλαβε χώρα, παρά τη μαρτυρία ότι ο Σ.Υ. είχε πει ότι θα κανονίσει οι φίλοι του να κάνουν σεξ με την 19χρονη, ενώ δεν έλαβαν υπόψη ότι ορισμένοι ύποπτοι είχαν εκφράσει ωμά την πρόθεσή τους να έρθουν σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Επίσης, δεν έλαβαν υπόψη ότι βρέθηκε αίμα, κάτι που θα μπορούσε να σημαίνει κατάχρηση, ότι υπήρχαν μώλωπες στο σώμα της, ότι δεν υπήρχε προηγούμενη σχέση μεταξύ τους, καθώς και τη συμπεριφορά της 19χρονης μετά το συμβάν. Ταυτόχρονα, όπως τονίζεται, οι Αρχές δεν έκαναν καμία αναφορά στις αντιφατικές καταθέσεις των υπόπτων.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο δυσκολεύεται να αποδεχθεί τη θέση της Κυβέρνησης ότι δεν υπήρχαν επαρκή ή ικανοποιητικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έναρξη δίωξης. Αντίθετα, φαίνεται ότι η απροθυμία των αρχών να συνεχίσουν περαιτέρω την έρευνα ή να κινήσουν ποινική διαδικασία βασίστηκε στη σεξουαλική ελευθερία και συμπεριφορά της 19χρονης. Η αξιοπιστία της φαίνεται να έχει αξιολογηθεί μέσω προκατειλημμένων στερεοτύπων για το φύλο και στάσεων που κατηγορούν τα θύματα. στιάζοντας στην προηγούμενη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, οι αρχές φαινόταν να υπονοούν έμμεσα ότι επειδή φέρεται να είχε συμμετάσχει σε ομαδικές σεξουαλικές δραστηριότητες στο παρελθόν, δεν θα είχε αρνηθεί να συμμετάσχει σε τέτοιες δραστηριότητες την ημέρα του φερόμενου βιασμού. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι οι περιστάσεις που αφορούν τη συμπεριφορά ή την προσωπικότητα του θύματος δεν μπορούν να απαλλάξουν τις αρχές από την υποχρέωση να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα.

Επιπρόσθετα, το ΕΔΑΔ αναφέρει πως παρατηρεί μια «επιλεκτική και ασυνεπή προσέγγιση στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, ενδεικτική μεροληψίας», ενώ τόνισε πως η 19χρονη αντιμετωπίστηκε με καχυποψία.

Το Δικαστήριο παρατηρεί πως, παρόλο που η απόφαση του ανακριτή να σταματήσει τη διερεύνηση και την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην την ξανανοίξει βασίζονταν κυρίως σε αντιφατικές δηλώσεις της αιτήτριας, απέτυχαν να λάβουν υπόψιν τις συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν. Η πρώτη δήλωση έγινε λίγο μετά τον καταγγελλόμενο βιασμό. Οι Αρχές απέτυχαν να λάβουν υπόψιν τους το ψυχολογικό αποτέλεσμα που μπορεί να είχε ο βιασμός εκείνη τη στιγμή. Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι σκέφτηκαν την πιθανότητα ότι κατά τη στιγμή της πρώτης δήλωσης μπορεί να ήταν ακόμη υπό την επήρεια αλκοόλ ή κοκαΐνης ή επηρεασμένη από τα ηρεμιστικά που της δόθηκαν από τη φίλη της. Επιπλέον, δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσον η αίτητρια είχε χρόνο να κοιμηθεί ή να ξεκουραστεί μεταξύ του καταγγελλόμενου βιασμού και της πρώτης και δεύτερης κατάθεσής της. Στις 3.33 το πρωί βρισκόταν στο γραφείο του γιατρού του ξενοδοχείου. Η Αστυνομία τότε την μεταφέρει στον αστυνομικό σταθμό και επίσημα κατέγραψε το παράπονο στις 6:00. Ακολούθησε δίωρη κατάθεση που ξεκίνησε στις 7:30, αμέσως μετά την οποία μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου, όπου υποβλήθηκε σε εξέταση από άντρα γιατρό και έδωσε δείγματα αίματος και ούρων σε νοσηλευτή και ακολούθως μία γυναίκα αστυνομικώς την συνόδευσε για λήψη δειγμάτων από το μάγουλο. Την μετέφεραν τελικά ξανά στον αστυνομικό σταθμό για δεύτερη κατάθεση, την οποία έδωσε στις 5:20 μ.μ.

Το ΕΔΑΔ σημειώνει επίσης πως η 19χρονη ήταν μόνη στην Κύπρο και παραπέμφθηκε σε ψυχολόγο μόνο στις 19 Ιουλίου 2019, και παρόλο που είχε πάρει συνέντευξη από γυναίκα αστυνομικό για τις δύο πρώτες της καταθέσεις, που έγινε στην απουσία δικηγόρου, ψυχολόγου ή λειτουργού των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Επίσης αναφέρει πως η τρίτη κατάθεσή της δόθηκε σε άνδρα αστυνομικό, παρουσία της γυναίκας αστυνομικού που είχε προηγουμένως πάρει κατάθεση και ενός αξιωματικού των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Μετά από έξι ώρες έρευνας το βράδυ της 27ης Ιουλίου 2019, όπως αναφέρεται, το θύμα ανακάλεσε την καταγγελία της μετά τα μεσάνυχτα, με το ΕΔΑΔ να τονίζει πως αυτό λαμβάνεται υπόψη στην αναίρεση των ισχυρισμών της.

Τα παραπάνω, μαζί με τις πολυάριθμες συνεντεύξεις που χρειάστηκε να υποβληθεί στην προσφεύγουσα επαναλαμβάνοντας τη δήλωσή της στις αρχές, αποτελούν επίσης αποδεικτικά στοιχεία για την εκ νέου θυματοποίηση μέσω της αποτυχίας των αρχών να υιοθετήσουν μια προσέγγιση ευαίσθητη ως προς το θύμα και να διεξαγάγουν την έρευνά τους για να μετριάσουν την αγωνία του θύματος.

Δείχνει προκαταλήψεις

Συμπερασματικά, το ΕΔΑΔ παρατηρεί ότι η παρούσα υπόθεση αποκαλύπτει «ορισμένες προκαταλήψεις σχετικά με τις γυναίκες στην Κύπρο», οι οποίες εμπόδισαν την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας ως θύματος έμφυλης βίας και οι οποίες, εάν δεν αντιστραφούν, διατρέχουν τον κίνδυνο να δημιουργήσουν ένα υπόβαθρο ατιμωρησίας, αποθαρρύνοντας την εμπιστοσύνη των θυμάτων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, παρά την ύπαρξη ενός ικανοποιητικού πλαισίου».

Το Δικαστήριο καταλήγει, χωρίς να εκφέρει γνώμη για την ενοχή των υπόπτων, ότι η απάντηση των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών στους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για βιασμό στην παρούσα υπόθεση υπολείπεται της θετικής υποχρέωσης του κράτους να εφαρμόσει τις σχετικές ποινικές διατάξεις στην πράξη μέσω αποτελεσματικής έρευνας. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση των άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης.

Δειτε Επισης

Ανατράπηκε στο Εφετείο η αθωωτική απόφαση για την πρώτη υπόθεση πολιτογραφήσεων-Διατάχθηκε επανεκδίκαση
Περιμένουν εντός Μαρτίου τα ανταλλακτικά για ΤΑΚΑΤΑ-Πώς καλύπτει η νομοθεσία τις χρεώσεις
Παίζει ξανά την κασέτα των δύο κρατών και του οδοφράγματος στη Μια Μηλιά ο Τατάρ
Ζήτησε ενημέρωση μετά την καταγγελία για English School η Προεδρία-Ακούει και λαμβάνει αποφάσεις
Αρχίζει η δίκη για την «"υπηκοότητα" της αισθητικού» στα κατεχόμενα
Έκκληση Οτσαλάν για επίλυση του Κουρδικού-Καλεί τα μέλη του ΡΚΚ να καταθέσουν τα όπλα
Κατασχέθηκαν προϊόντα κάνναβης χωρίς άδεια κυκλοφορίας-Εκατοντάδες κατασχέσεις
Ένα στα δέκα παιδιά στην Κύπρο γεννιέται πρόωρα-Αρνητική πρωτιά στην Ε.Ε.
Στις 6 Απριλίου το τακτικό συνέδριο του PTK
Στους δρόμους η Αστυνομία ενόψει τριημέρου-Αυξημένα μέτρα