Αδειάζει Αστυνομία, καταλογίζει ευθύνες το Δικαστήριο για φόνο Καλοψιδιώτη και Σέρβους εκτελεστές-«Επέδειξε αδιαφορία»
Ντίνα Κλεάνθους 12:15 - 25 Φεβρουαρίου 2025

«O αποβιώσαντας είχε άγχος για τη ζωή του, ιδιαίτερα μετά την πρώτη απόπειρα δολοφονίας του στις 23/06/2012, η οποία κατέληξε στον θάνατο πέντε προσώπων. Ο ίδιος είχε δώσει μαρτυρία για τον πενταπλό φόνο στο Δικαστήριο. Η ανησυχία του εντάθηκε μετά την δολοφονία του πατέρα του, δύο χρόνια μετά, στις 20/06/2014. Έκτοτε ξεκίνησε ένα αγώνα οχλώντας τις αρχές, δίδοντας τους πληροφορίες που λάμβανε και ζητώντας αυξημένη προστασία γιατί τόνιζε ότι ο ηθικός αυτουργός των προηγούμενων δολοφονιών δεν είχε τιμωρηθεί για τους φόνους. Παρόλο που τον Μάρτιο 2016, λίγους μήνες πριν την δολοφονία του αποβιώσαντα, η Αστυνομία είχε λάβει πληροφόρηση από την Interpol Σερβίας ότι είχαν προσληφθεί πληρωμένοι Σέρβοι εκτελεστές για να τον σκοτώσουν αυτοί ποτέ δεν συνελήφθησαν γιατί είχαν ενημερωθεί από Κύπριο αστυνομικό ότι τους περίμεναν».
Αυτά καταγράφει μεταξύ άλλων στα ευρήματα του το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, που καταδίκασε την Κυπριακή Δημοκρατία σε αποζημιώσεις για την δολοφονία του Φάνου Καλοψιδιώτη τον Ιούνιο του 2016 και των όσων προηγήθηκαν, με το ιστορικό να ξεκινά από την διάπραξη του πενταπλού φονικού το 2012 και να κορυφώνεται με την πολύκροτη υπόθεση των Σέρβων εκτελεστών που ήρθαν στην Κύπρο για να υλοποιήσουν συμβόλαια θανάτου, για τους οποίους έφθασαν πληροφορίες από την Ιντερπόλ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ: Καταδικάστηκε το κράτος για την δολοφονία Καλοψιδιώτη, τους χειρισμούς και τις παραλείψεις της Αστυνομίας
Όπως αποκαλύφθηκε μετά το τετραπλό φονικό, επρόκειτο για πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στις Κυπριακές Αρχές από τον Μάρτιο του 2016, οι οποίες μάλιστα έδωσαν ονόματα, διευθύνσεις και διακινήσεις, ενώ ενημέρωσαν για τα πρώτα συμβόλαια θανάτου σε βάρος του Αλέξη Μαυρομιχάλη, Ιωσήφ Ιωσήφ άλλως «Σήφης» και Χρίστο Δημητρίου άλλως «Τσιάκκας» και πως επόμενος στόχος ήταν ο Φάνος Καλοψιδιώτης. Μάλιστα, σε βάρος των πρώτων είχε διαπραχθεί απόπειρα φόνου, για την οποία υπάρχει καταδίκη από Κακουργιοδικείο, ενώ ακολούθησε το τετραπλό φονικό.
Ωστόσο οι πληροφορίες της Ιντερπόλ, πέραν του ότι διέρρευσαν στον υπόκοσμο, ο τέως Γενικός Εισαγγελέας που είχε παραλάβει το πόρισμα των ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών που είχαν διοριστεί μετά τις αποκαλύψεις, είχε αναφέρει πως «αν και είχαν ληφθεί συγκεκριμένες και σημαντικές πληροφορίες από τις σερβικές αρχές, εντούτοις αυτές δεν προσεγγίστηκαν με τη δέουσα σοβαρότητα και δεν διερευνήθηκαν επαρκώς, επιμελώς, ή καθόλου». Αποκορύφωμα της υπόθεσης, ήταν η κατά λάθος επικοινωνία αστυνομικού με τον ένα εκ των Σέρβων εκτελεστών, οι οποίοι άλλαξαν τα σχέδια τους.
Είχαν πληροφορίες για «εντυπωσιακό χτύπημα»
Στην απόφαση του το Δικαστήριο, άδειασε τους χειρισμούς της Αστυνομίας, λέγοντας πως μετά τις πληροφορίες για τους Σέρβους εκτελεστές από την Ιντερπόλ, υπήρχαν εκ νέου πληροφορίες για εντυπωσιακό χτύπημα, εντούτοις δεν εκτιμήθηκε ο κίνδυνος. Πληροφορίες, τις οποίες κατείχε η Αστυνομία, ένα μήνα πριν το τετραπλό φονικό, με το Δικαστήριο να υποδεικνύει πως δεν λήφθηκαν υπόψη, παρά την υπόθεση των Σέρβων εκτελεστών και τις δολοφονίες που προηγήθηκαν, δηλαδή το πενταπλό φονικό που στόχος ήταν ο Φάνος Καλοψιδιώτης αλλά και την δολοφονία του πατέρα του, δύο χρόνια αργότερα.
Τον Μάϊο 2016 είχε ληφθεί, από πληροφοριοδότες της Αστυνομίας, πληροφορία ότι θα υπήρχε «εντυπωσιακό χτύπημα» στο χχχ Club. Διαβιβάστηκε σχετική επιστολή από τον Κλάδο Επιχειρήσεων στην Αστυνομική Διεύθυνση Αμμοχώστου καταγράφοντας ότι ο αποβιώσαντας «θεωρείται στόχος εγκληματικής ενέργειας», Τεκμήριο 26. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν έθεσε σε συναγερμό τις Αρχές και ιδιαίτερα την Αστυνομική Διεύθυνση Αμμοχώστου, οι οποίες φαίνεται να μην εκτίμησαν τον κίνδυνο που ήταν μπροστά τους ή και να μην τον αξιολόγησαν δεόντως και επέλεξαν να περιπολούν μόνο το συγκεκριμένο υποστατικό κατά διαστήματα, να καλέσουν τον αποβιώσαντα για να του πούν ότι υπήρχε κίνδυνος για το 26 υποστατικό και όχι για τον ίδιο ενώ τον συμβούλευσαν να προσέχει και αν διαπιστώσει οτιδήποτε ύποπτο να τους ενημερώσει. Όλα αυτά γνωρίζοντας την προϊστορία των δολοφονιών που σχετίζονταν με το περιβάλλον του αποβιώσαντα και την πληροφορία της Interpol ένα μήνα πριν, τον Απρίλιο 2016, ότι πληρωμένοι εκτελεστές θα ταξίδευαν στην Κύπρο για να τον σκοτώσουν. Αποτέλεσμα ήταν ένα μήνα μετά και συγκεκριμένα στις 23/06/2016, ήτοι ακριβώς 4 χρόνια μετά τον πενταπλό φόνο, να δολοφονηθεί ο αποβιώσαντας εν ψυχρώ και μαζί με αυτόν και άλλα πρόσωπα.
Αδειάζει τους χειρισμούς της Αστυνομίας
Εξετάζοντας την νομική πτυχή της υπόθεσης, το Δικαστήριο υπέδειξε πως το θέμα που χρήζει απόφασης είναι κατά πόσο το Κράτος και συγκεκριμένα οι Αστυνομικές Αρχές, είχαν καθήκον υπό τις περιστάσεις να λάβουν τέτοια μέτρα που να αποτρέψουν τη δολοφονία του Φάνου Θεοφάνους ή κατά πόσο είχαν πράξει τα δέοντα.
Ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου, στην βάση των όσων τέθηκαν, πως «δεν χωρεί αμφιβολίας ότι η Αστυνομία είχε καθήκον να λάβει προληπτικά επιχειρησιακά μέτρα για να προστατεύσει τη ζωή του αποβιώσαντα στην βάση της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και όχι της επίδειξης αμέλειας».
Προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι η Αστυνομία γνώριζε, είχε πληροφορία από έγκυρο πληροφοριοδότη, Τεκμήριο 26, ότι θα υπήρχε χτύπημα στα υποστατικά του αποβιώσαντα και ότι ο ίδιος θεωρείτο στόχος εγκληματικής ενέργειας. Είχε προηγηθεί μήνυμα της Interpol Σερβίας ότι είχαν ταξιδέψει στην Κύπρο πληρωμένοι εκτελεστές τον Απρίλιο 2016, ως παραδέχθηκε και ο Μ.Υ.2 (αστυνομικός). Αυτά ήταν γνωστά στην Αστυνομική Διεύθυνση Αμμοχώστου. Όμως το μόνο που έπραξε ήταν να δώσει οδηγίες να περιπολείται το συγκεκριμένο υποστατικό, σε τακτά χρονικά διαστήματα, Τεκμήριο 28, έδωσε οδηγίες στον αποβιώσαντα να προσέχει κατά την διακίνησή του και να ενημερώνει τις Αρχές όταν διάκεινται ή όταν διαπιστώνει οτιδήποτε ύποπτο, σύμφωνα με την μαρτυρία του Μ.Υ.1. Ήταν σε γνώση των αρχών ότι η φρουρά ασφαλείας του αποβιώσαντα δεν οπλοφορούσε και ότι ούτε ο ίδιος ο αποβιώσαντας οπλοφορούσε.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο ανέφερε πως από την μαρτυρία του αστυνομικού που κατέθεσε ενώπιον του αλλά και από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν και αναγνώρισε το μέλος της Δύναμης, οι Αρχές είχαν πληροφορηθεί για επικείμενο χτύπημα αλλά, για κάποιο λόγο που δεν επεξηγήθηκε, όπως σημειώνεται στην απόφαση, θεώρησαν ότι θα ήταν χτύπημα στα υποστατικά συμφερόντων του αποβιώσαντα και όχι στον ίδιο, ενώ υποβάθμισαν τον κίνδυνο. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο, καταλόγισε ευθύνες στην Αστυνομία.
Φαίνεται να παραγνώρισαν το γεγονός ότι ανά δύο χρόνια γίνονταν απόπειρες εναντίον της ζωής του αποβιώσαντα ή μελών του άμεσου οικογενειακού του κύκλου. Επίσης παραγνώρισαν το γεγονός ότι είχαν ενημερωθεί από την Interpol Σερβίας για την άφιξη πληρωμένων δολοφόνων με στόχο τον αποβιώσαντα και λόγω ενημέρωσης των δολοφόνων με τηλεφώνημα, ως εκ λάθους, από Κύπριο αστυνομικό, αυτοί εγκατέλειψαν την προσπάθεια προφανώς για να επανέλθουν. Όλα αυτά τα γεγονότα ήταν γνωστά. Οπόταν καθοδηγούμενο το Δικαστήριο από την νομολογία τόσο των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, των αποφάσεων του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς και των Αγγλικών Δικαστηρίων καταλήγει ότι οι Αρχές είχαν καθήκον να λάβουν προστατευτικά μέτρα σε σχέση με την ζωή του αποβιώσαντα.
Πλήρης καρατόμηση της Αστυνομίας
Παράλληλα εξετάστηκε το κατά πόσο ήταν αρκετά τα μέτρα που λήφθηκαν για την προστασία του επιχειρηματία, δηλαδή η περιπολία τις πρωινές ώρες στο συγκεκριμένο υποστατικό του αποβιώσαντα ενώ γνώριζαν ότι απειλείται η ζωή του, με το Δικαστήριο επίσης να καταλογίζει ευθύνες στην Αστυνομία αλλά και στους χειρισμούς που έγιναν στις πληροφορίες που έδωσε η Ιντερπόλ για τους Σέρβους εκτελεστές, εκ των οποίων ο ένας δέχθηκε κλήση από αστυνομικό που του τηλεφώνησε κατά λάθος!
Ως προκύπτει από την προσκομισθείσα μαρτυρία οι Αστυνομικές Αρχές είχαν πλήρη γνώση και επίγνωση ότι η ζωή του αποβιώσαντα βρισκόταν σε κίνδυνο. Γνώριζαν ότι τον Απρίλιο του 2016 θα ταξίδευαν στην Κύπρο πληρωμένοι δολοφόνοι για να τον σκοτώσουν και αυτή η πληροφορία ήταν βάσιμη αφού προήλθε από την Interpol Σερβίας. Ο λόγος που δεν συνελήφθησαν ήταν γιατί είχαν ενημερωθεί από Κύπριο αστυνομικό, από λάθος, ότι αναζητούντο. Είχαν δική τους πληροφορία ότι επίκειτο εντυπωσιακό χτύπημα σε υποστατικά του αποβιώσαντα και οι ίδιοι θεωρούσαν τον αποβιώσαντα ως στόχο εγκληματικής ενέργειας, Τεκμήριο 26. Παραταύτα αρκέστηκαν στο να περιπολούν το συγκεκριμένο υποστατικό «σε τακτά χρονικά διαστήματα»
Παραβίασαν το καθήκον τους
Πέραν του πιο πάνω, το Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του πως με βάση το τεκμήριο, τίθεται σε αμφισβήτηση το «τακτά χρονικά διαστήματα», αφού δεν υπάρχει οποιαδήποτε καταγραφή της συχνότητας των περιπολιών, οι οποίες σταμάτησαν στις 03/06/2016, δηλαδή μερικές μέρες μετά την διάπραξη του φονικού. Εξού και το Δικαστήριο στην απόφαση του υπέδειξε πως το συγκεκριμένο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετό υπό τις περιστάσεις και τα γεγονότα που ήταν σε γνώση των Αστυνομικών Αρχών και ως εκ τούτου, όπως αναφέρεται, παραβίασαν το καθήκον τους να προστατεύσουν την ζωή του αποβιώσαντα.
Το δικαίωμα στην ζωή το οποίο είναι άξιο σεβασμού αλλά χρήζει και της απόλυτης προστασίας από τις αρμόδιες Αρχές του Κράτους δεν προστατεύτηκε στο βαθμό που απαιτούσαν οι δεδομένες συνθήκες που αφορούσαν τον αποβιώσαντα.
Με βάση τα πιο πάνω, το Δικαστήριο κατέληξε πως ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ και καταδίκασε την Κυπριακή Δημοκρατία σε αποζημιώσεις.
Έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, τις συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατο του αποβιώσαντα, τη θλίψη των Εναγόντων για το θάνατό του, ότι έχει δύο ανήλικα τέκνα, την Κυπριακή οικονομική πραγματικότητα όπως και κάθε άλλο αποδεκτό κριτήριο, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ορθό και δίκαιο ποσό μη χρηματικών αποζημιώσεων, που το κάθε παιδί, δικαιούται για τα όσα αναμφίβολα έχει υποφέρει και θα υποφέρει και τον πόνο και την οδύνη από το θάνατο του αποβιώσαντα, είναι αυτό των €60.000, ήτοι €30.000 για κάθε παιδί.
Επίσης, το Δικαστήριο στην απόφαση του που χαρακτηρίζεται καταπέλτης, αναφέρει μεταξύ άλλων πως η Δημοκρατία «επέδειξε αδιαφορία για τη ζωή του αποβιώσαντα όμως το δικαιολόγησε με την έλλειψη οικονομικών πόρων».
Τα όποια στοιχεία στη συμπεριφορά της Δημοκρατίας μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για επιδίκαση τιμωρητικών ή και παραδειγματικών αποζημιώσεων έχουν ληφθεί υπόψη και έχουν προσμετρήσει στον καθορισμό των μη χρηματικών αποζημιώσεων που έχουν επιδικαστεί. Επιδικάστηκαν οι πιο πάνω αποζημιώσεις ακριβώς γιατί, στην προκειμένη περίπτωση, η Δημοκρατία αγνόησε τον κίνδυνο έχοντας πλήρη επίγνωση ότι κάποιοι ήθελαν τον αποβιώσαντα νεκρό και τον άφησε εκτεθειμένο σε θανάσιμο κίνδυνο
Σημειώνεται πως η απόφαση εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2024, ωστόσο δεν δόθηκε στην δημοσιότητα και δεν τοποθετήθηκε οποιοδήποτε εμπλεκόμενο μέρος, ενώ από πλευράς Αστυνομίας αλλά και Υπουργείου Δικαιοσύνης, δεν διατάχθηκε οποιαδήποτε έρευνα για απόδοση ευθυνών.
Επίσης υπενθυμίζεται πως για την υπόθεση των Σέρβων εκτελεστών είχαν διαταχθεί πειθαρχικές ευθύνες, οι οποίες παραμένουν στα αζήτητα, ενώ αστυνομικές πηγές αναφέρουν πως όλες έκλεισαν και μάλιστα οι εμπλεκόμενοι προήχθησαν και σήμερα κατέχουν σημαντικές θέσεις.
*Θα ακολουθήσει νέο ρεπορτάζ με τις θέσεις της Αστυνομίας ενώπιον Δικαστηρίου και περαιτέρω λεπτομέρειες που αποκαλύφθηκαν στα πλαίσια της εκδίκασης της υπόθεσης.
