Ο παλαιότερος οίνος στον κόσμο έχει Κυπριακή προέλευση-800 χρόνια ιστορίας και παραγωγής της κουμανταρίας (vid&pics)
Άννη Χαραλάμπους 07:33 - 05 Ιανουαρίου 2025
Με μια ιστορία η οποία ξεκινά από το 800 π.Χ., ένα άρωμα και μια γεύση που ξεχωρίζει μακράν από τις άλλες, η κουμανταρία, ένας οίνος που παράγεται αποκλειστικά και μόνο στη χώρα μας, βάζει την Κύπρο στον παγκόσμιο χάρτη και συνεχίζει να διαπρέπει ως «το κρασί των Βασιλέων και ο Βασιλιάς των κρασιών».
Με την Κύπρο του 2024 λοιπόν, να έχει άρωμα και γεύση από Κουμανταρία 800 χρόνια μετά από την βράβευσή της από τον Βασιλιά Φίλιππο Αύγουστο της Γαλλίας, παραμένει στον θρόνο της ως ο «Απόστολος των Οίνων».
Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, η κουμανταρία δεν μπορεί να παραχθεί από οποιονδήποτε ή οπουδήποτε στην Κύπρο, αφού είναι πιστοποιημένη να παράγεται μονάχα σε δεκατέσσερα χωριά της επαρχίας Λεμεσού, γνωστά ως τα κουμανταροχώρια. Αυτά τα χωριά είναι ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Κωνσταντίνος, ο Άγιος Μάμας, ο Άγιος Παύλος, το Αψιού, η Γεράσα, ο Δωρός, η Ζωοπηγή, το Καλό Χωριό, το Καπηλειό, η Λάνεια, ο Λοτβαράς, το Μονάγρι και η Συλίκου. Η οριοθετημένη περιοχή έχει λάβει το όνομα «Κουμανταρία» και βρίσκεται στις νότιες πλαγιές της οροσειράς Τροόδους, σε υψόμετρο 500 με 900 μέτρων εντός της επαρχίας Λεμεσού.
Ταυτόχρονα, παρότι η κουμανταρία κατέχει προστατευμένη ονομασία προέλευσης (Π.Ο.Π.) εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΗΠΑ και του Καναδά, την οποία κατέκτησε το 1990, η στάμπα, η αναγνώριση και η κατοχύρωση τοποθετήθηκαν πολύ νωρίτερα.
Μιλώντας στον REPORTER ο Πρόεδρος της Ομάδας Παραγωγών Κουμανταρίας, Ανδρέας Αντωνίου και ο Οινοποιός Γιαννάκης Τσιαλούπης, εξιστόρησαν την ιστορία της κουμανταρίας, την ταυτότητά της, τον έλεγχο που γίνεται για να ταυτοποιηθεί, ενώ ταυτόχρονα μας ξενάγησαν σε ένα από τους χώρους που γίνεται η παραγωγή και η επεξεργασία του εκλεκτού αυτού οίνου.
Η ιστορία του «Βασιλιά» των οίνων
Όπως εξήγησε ο κ. Αντωνίου, η κουμανταρία δεν είναι μόνο πλούσια σε γεύση και άρωμα, αλλά διακατέχεται από ιστορία αιώνων, η οποία βάζει την Κύπρο στον παγκόσμιο χάρτη.
Συγκεκριμένα, «η Κύπρος μπορεί περήφανα να διεκδικεί το παλιότερο κρασί στον κόσμο που εξακολουθεί να παράγεται, αυτό του επιδόρπιου κρασιού, την Κουμανταρία», ενώ όπως ανέφερε, θεωρείται ότι ανήκει στις παλαιότερες ποικιλίες σταφυλιών στον κόσμο, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται και με το βιβλίο Guinness, όπου αναφέρεται πως η κουμανταρία θεωρείται από τα αρχαιότερα κρασιά που παράχθηκαν στον κόσμο.
Επίσης, πιστεύεται ότι χρονολογείται από το 800 π.Χ., καθώς υπάρχουν αναφορές για ένα κρασί με το όνομα «Κυπριακό Νάμα» προτού του δοθεί το σημερινό όνομα που κατέχει, από τον 12ο αιώνα και μετά. Λέγεται ακόμη ότι, προτιμείτο από βασιλιάδες και βασίλισσες, ενώ συχνά δινόταν και ως δώρο σε σημαντικούς αξιωματούχους.
Σύμφωνα με το χρονολόγιο της Κουμανταρίας, η ιστορία της ξεκινά το 800 π.Χ. όταν έγινε η πρώτη αναφορά σε αυτήν από τον Έλληνα ποιητή Ησίοδο, ο οποίος έκανε λόγο για ένα λιαστό κρασί από την Κύπρο. Στη συνέχεια, το κυπριακό κρασί αναφέρεται στο Άσμα Ασμάτων του βασιλιά Σολομώντα. Το 1194 μ.Χ. κατά τη διάρκεια του γάμου του βασιλιά Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου με τη Βερεγγάρια της Ναβάρρας στη Λεμεσό, η κουμανταρία ανακηρύχθηκε ως το «κρασί των Βασιλέων και ο Βασιλιάς των κρασιών».
Το 1224 μ.Χ., μια χρονιά που αποτέλεσε ιστορική καμπή για την κουμανταρία, ο βασιλιάς Φίλιππος Αύγουστος της Γαλλίας πραγματοποίησε γευσιγνωσία κρασιού η οποία ονομάστηκε «La Bataille des Vins», που στα ελληνικά μεταφράζεται ως «η μάχη των κρασιών». Η Μάχη των Οίνων ήταν ένα ποίημα το οποίο γράφτηκε από τον Henry d’Andeli κατά την περίοδο διεξαγωγής της εν λόγο «μάχης» και αφηγείται την ιστορία της οινικής αυτής γευσιγνωσίας που διοργάνωσε ο Γάλλος βασιλιάς. Όπως αναφέρεται, στην εν λόγο «μάχη» δοκιμάστηκαν πάνω από 70 δείγματα από τη Γαλλία και όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, τα οποία αξιολογήθηκαν. Τη μάχη αυτή, την κέρδισε το γλυκό κρασί της Κύπρου, στην οποία απονεμήθηκε και ο υπέρτατος τίτλος «Απόστολος των Οίνων». Από αυτή τη βράβευση, συμπληρώθηκαν φέτος 800 χρόνια, κάτι το οποίο τιμήθηκε και σε εκδήλωση που πραγματοποίησε το Υφυπουργείο Τουρισμού στο πλαίσιο της εκδήλωσής του για την Παγκόσμια Ημέρα Τουρισμού, με τον Υφυπουργό, Κώστα Κουμή, να ανακηρύσσει τη φετινή χρονιά ως «Έτος Γαστρονομίας και Κουμανταρίας».
Το 1363 μ.Χ. κατά το ιστορικό συμπόσιο, γνωστό ως «Η Γιορτή των Πέντε Βασιλέων», στο Λονδίνο προς τιμήν των Βασιλέων Πέτρου Α’ της Κύπρου, του Εδουάρδου Β’ της Αγγλίας, του Δαβίδ Β’ της Σκωτίας, του Ιωάννη Β’ της Γαλλίας και του Βάλντεμαρ Δ΄ της Δανίας, τους προσφέρθηκε κουμανταρία, κάτι το οποίο γράφτηκε στην ιστορία.
Το 1571 μ.Χ., σύμφωνα με τον θρύλο, ο Οθωμανός σουλτάνος Σελίμ Β’ εισέβαλε στην Κύπρο απλά και μόνο με την αφορμή να αποκτήσει την Κυπριακή κουμανταρία.
Το 1924 μ.Χ. η σύγχρονη εποχή ξεκινά ουσιαστικά με τη δημιουργία των Συνεργατικών Οινοποιητικών Εταιρειών και το 1990 μ.Χ. η κουμανταρία απέκτησε την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (Π.Ο.Π).
Το 2012 μ.Χ. δημιουργήθηκε η συνεργατική εταιρεία Παραγωγών Κουμανταρίας, όπου τα δεκατέσσερα χωριά, γνωστά ως κουμανταροχώρκα, ενώθηκαν με σκοπό να γίνεται η παραγωγή και η εξαγωγής της κουμανταρίας.
Η ταυτότητα και η παραγωγή της κουμανταρίας
Σύμφωνα με τον κ. Αντωνίου, η κουμανταρία είναι ένα επιδόρπιο κρασί, το οποίο προσφέρεται ιδανικά ελαφρώς παγωμένο μετά το γεύμα, είτε ως κεραστικό και κατέχει μέχρι και 15% αλκοόλη.
Η κουμανταρία, όπως είπε, κατέχει 13 μυρωδιές, τις οποίες λαμβάνει κατά την επεξεργασία της και είναι δύσκολο να αναγνωριστούν, παρά μόνο από ειδήμονες του κρασιού. Μια απλή περιγραφή σε ό,τι αφορά το άρωμά του, συμπεριλαμβάνει μια συμφωνία σταφίδας, μελιού και νότες δρυός, αποξηραμένων σύκων και χαρουπιού.
Το χρώμα της κουμανταρίας περιγράφεται ορθότερα ως «σαγηνευτικό κεχριμπάρι» και η γεύση της χαρακτηρίζεται ως γλυκιά, αποπνικτική και γεμάτη, ένας δυνατός συνδυασμός που μπορεί να προσφέρει στους λάτρεις της, την απόλυτη πολυτελής εμπειρία.
Ο κ. Αντωνίου, με καταγωγή από το Καπηλείο, θυμάται πάντα τον εαυτό του να φτιάχνει κουμανταρία, αφού όπως εξήγησε τόσο ο πατέρας του, όσο και ο παππούς του έφτιαχναν κουμανταρία και είναι κάτι που όπως ο ίδιος είπε χαρακτηριστικά, γεννήθηκε για να κάνει. «Εγώ ξεκίνησα από μικρός, θυμάμαι τον εαυτό μου να βοηθώ τον πατέρα μου και τον παππού μου να μαζεύουμε σταφύλια. Είχαμε ένα αμπέλι στην κορυφή του βουνού και με γαϊδούρια, φορτώναμε τα σταφύλια σε καλάθια και τα πηγαίναμε στο σπίτι για να τα απλώσουμε, να λιαστούν», σημείωσε.
Παλιότερα, συνέχισε, «τα σταφύλια μας τα πουλούσαμε σε εταιρίες τότε, οι οποίες με τη σειρά τους έφτιαχναν την κουμανταρία. Τώρα, μετά την κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού και του πολέμου στην Ουκρανία, τον τελευταίο χρόνο, ως εταιρία ξεκινήσαμε να εμφιαλώνουμε κι εμείς και αν και πουλούμε κάποιες μπουκάλες, στο προσεχές μέλλον, θα βγούμε στην αγορά και διαιτηθούμε προς πώληση και στις υπεραγορές», εξήγησε.
Μιλώντας για τη διαδικασία παραγωγής της κουμανταρίας, ο Αντωνίου και ο κ. Τσιαλούπης εξήγησαν πως, τα σταφύλια αφού μαζευτούν και απλωθούν, «λιαστούν», στον ήλιο, πηγαίνουν στα τέσσερα εργοστάσια παραγωγής που υπάρχουν στην περιοχή και στη συνέχεια προχωρούν με την παραγωγή και η κατασκευή της κουμανταρίας. Η κουμανταρία, χρειάζεται συγκεκριμένη θερμοκρασία, κάτω από 20 βαθμούς ιδανικά για να παραχθεί, ενώ πρέπει να μείνει στα βαρέλια για την περίοδο δύο χρόνων το λιγότερο για να μπορέσει να εμφιαλωθεί.
«Όσο παραπάνω μείνει εντός του βαρελιού, τόσο το καλύτερο», είπε ο κ. Αντωνίου, προσθέτοντας παράλληλα πως, όσο πιο πολύ «παλιώσει», τόσο ανεβαίνει και η αξία της, αφού η τιμή της μπουκάλας μπορεί να φτάσει ακόμη και τις 3,000 ευρώ για μια παλαιωμένη κουμανταρία. Τα εργοστάσια, όπως ανέφερε, φυλάσσουν πάντα κάποια ποσότητα για παλαίωση, με την ημερομηνία να αναγράφεται στην ετικέτα της μπουκάλας ως ένδειξη της χρονολογίας παραγωγής της.
Το σταφύλι, πρόσθεσε, «παίζει σημαντικό ρόλο στην κουμανταρία. Δεν μπορούν όλα τα σταφύλια να παράξουν κουμανταρία. Το χώμα των περιοχών είναι επίσης σημαντικό και αυτά είναι που κάνουν τη κουμανταρία να διαφέρει από τους άλλους οίνους. Ταυτόχρονα, τα αμπέλια μας δεν τα ποτίζουμε εμείς επιπρόσθετα. Όσο νερό πιούν από τη βροχή κατά τους χειμερινούς μήνες, αυτό θα είναι το μόνο πότισμα που λαμβάνουν, αλλιώς θα αλλοιωθεί η γεύση. Στη συνέχεια, θα τα απλώσουμε να λιαστούν και αφού τύχουν παρακολούθησης για περίπου δέκα ημέρες, η ποσότητα που μπορεί να γίνει κουμανταρία θα πάει στο εργοστάσιο για να μπορέσει να αλεσθεί και να ξεκινήσει η διαδικασία για μια περίπου εβδομάδα».
Μετέπειτα, πρόσθεσε ο κ. Τσιαλούπης, «μπαίνει στα βαρέλια και κατά τη διάρκεια των δύο χρόνων που θα βρίσκεται ο ζωμός στα βαρέλια προσθέτουμε κι άλλη ποσότητα, αφού το ξύλο απορροφά μέρος της ποσότητας. Καθ' όλη τη διάρκεια που βρίσκεται στα βαρέλια, ελέγχουμε πέραν της ποσότητας, τη θερμοκρασία καθώς επίσης και το ποσοστό υγρασίας, αφού παίζουν καθοριστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα. Τέλος, αφού περάσουν τα δύο χρόνια λαμβάνονται δείγματα από το Τμήμα Γεωργίας και από εκεί και πέρα δίνεται η τελική έγκριση για κατανάλωση και κατ' επέκταση μετά μπορεί να φτάσει στα σπίτια των καταναλωτών».
Καταληκτικά, ο κ. Τσιαλούπης ανέφερε πως, βάση νομοθεσίας, η κουμανταρία μπορεί να παραχθεί μόνο εντός των ορίων των δεκατεσσάρων χωριών που φτιάχνουν κουμανταρία και αυτό είναι επειδή μόνο τα κουμανταροχώρκα είναι πιστοποιημένα από το Τμήμα Γεωργίας, να την παράξουν, οποιοδήποτε είδος παραγωγής εκτός, θεωρείται παράνομο και αποτελεί ποινικό αδίκημα.