Κατέρρευσε υπόθεση πολιτογραφήσεων, καταπέλτης η απόφαση-«Καθοδηγητικές ερωτήσεις, σκοπός η εκμαίευση συγκεκριμένης εκδοχής»
Ντίνα Κλεάνθους 18:50 - 23 Ιανουαρίου 2025
Κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος η υπόθεση των πολιτογραφήσεων του Αιγύπτιου Μοχάμεντ Αμπντελραχμάν Μοχάμεντ Σάλεμ, της θυγατέρας και του γιου του, το 2018, με τους κατηγορούμενους να αθωώνονται σε όλες τις σχετικές κατηγορίες, ενώ υπήρξε καταδίκη μόνο σε δύο εκ των κατηγορουμένων για φορολογικά ζητήματα.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου, η Εισαγγελία έστειλε τον δικηγόρο Φώτο Τσαγγαρίδη και την εταιρεία του, τον Μιχάλη Ζαβού, τον Μιχάλη Μιχαήλ, την Larina Estates, την FullServe Sercretarial Ltd καιτην δικηγόρο Έλλη Μιχαηλίδου.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν κατηγορίες για αδικήματα που, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, διαπράχθηκαν στο πλαίσιο αιτήσεων πολιτογράφησης βάσει του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος («ΚΕΠ»), τα οποία διαπράχθηκαν σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ των ετών 2017 και 2019. Έναυσμα για τη διερεύνηση αποτέλεσε η Έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής των κατ’ Εξαίρεση Πολιτογραφήσεων Αλλοδαπών Επενδυτών και Επιχειρηματιών υπό την προεδρία του πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Μ. Νικολάτου.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν αδικήματα που αφορούν συνωμοσία για καταδολίευση, εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, δόλια αποφυγή καταβολής ΦΠΑ, παροχή αναληθών πληροφοριών, και πλαστογραφία εγγράφου.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, όπως αυτές παρουσιάστηκε από την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, Χρίστια Κυθραιώτου, οι κατηγορούμενοι συνωμότησαν μεταξύ τους και με άλλο πρόσωπο όπως, με δόλιο μέσο, καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή να εξασφαλίσουν την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση των αλλοδαπών, παρουσιάζοντας στοιχεία που να δείχνουν ότι ικανοποιείτο το οικονομικό κριτήριο της επένδυσης ύψους τουλάχιστον €2.000.000, όπως αυτό καθοριζόταν ως κριτήριο Α1 στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 13/9/2016, ενώ στην πραγματικότητα δεν θα ικανοποιείτο το εν λόγω κριτήριο.
Περαιτέρω, η Κατηγορούσα Αρχή καταλόγισε στους κατηγορούμενους πως «εσκεμμένα και με ψευδή παράσταση, εξασφάλισαν τις εν λόγω εγγραφές», ενώ αποτελούσε καίρια για την Εισαγγελία θέση, ότι «οι συμφωνίες διαχείρισης ήταν πλασματικές, ότι δηλαδή ήταν προκάλυμμα επιστροφής του ποσού των €1.050.000 στους επενδυτές οι οποίοι εξασφάλισαν Κυπριακή Υπηκοότητα χωρίς να επενδύσουν το ποσό των €2.000.000 που απαιτείτο από τον καθένα από αυτούς».
Επιπρόσθετα, ο εκτελεστικός Διευθυντής της εταιρείας Zavos Group, κ. Ζαβού και η εταιρεία Larina Estates, κατηγορούνταν ότι στις 10/4/2018 κατά τη παροχή πληροφοριών για σκοπούς υπολογισμού του καταβλητέου ΦΠΑ, προέβησαν σε δήλωση που γνώριζαν ότι ήταν αναληθής σε ουσιώδες σημείο.
Δεν απέδειξε την εκδοχή της η Εισαγγελία
Στην ογκωδέστατή απόφαση του το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, που απαριθμεί 181 σελίδες, υπέδειξε μεταξύ άλλων, πως από την ενώπιον του μαρτυρία, «έχει γίνει δεκτό ότι συμφωνίες ενοικίασης ή διαχείρισης, ακόμη και της μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας, δεν απαγορεύονταν για επενδύσεις με βάση το κριτήριο Α1 της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, κάτι το οποίο ανέφεραν και δύο μάρτυρες που κλήθηκαν να καταθέσουν, αλλά προκύπτει και από τις απαντήσεις του ΥΠΕΣ σε έντυπα ερωτοαπαντήσεων που κατατέθηκαν ως τεκμήριο.
Ωστόσο, το Κακουργιοδικείο υπέδειξε πως το γεγονός ότι δεν απαγορεύονταν, δεν σημαίνει ότι συμφωνία που απέληγε σε επιστροφή χρημάτων επιτρεπόταν, υποδεικνύοντας όμως πως αυτό «ήταν το ζητούμενο που όφειλε να αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή και εσφαλμένα αποτέλεσε το δεδομένο, με βάση το οποίο κινήθηκε η διερεύνηση. Θα έπρεπε επομένως να αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι στη φύση της η συναλλαγή δεν ήταν γνήσια, στο σύνολο της και ότι οι Μ, Β και Ε (σ.σ οικογένεια επενδυτών) δεν είχαν επενδύσει €2.000.000 έκαστος ως αναφερόταν στα αγοραπωλητήρια έγγραφα και στις αιτήσεις τους. Αυτό ασφαλώς, με την απουσία άμεσης μαρτυρίας, θα μπορούσε να γίνει με την παρουσίαση περιστατικής μαρτυρίας που στο σύνολο της δεν θα άφηνε κανένα άλλο εύλογο ενδεχόμενο».
Εντούτοις, το Κακουργιοδικείο υπέδειξε πως δεν αποδείχθηκε η θέση της Κατηγορούσας Αρχής, ότι η αξία των διαμερισμάτων υπερεκτιμήθηκε, ότι δηλαδή πωλήθηκαν σε τιμή που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική τιμή.
«Επί τούτου εμφαντικά σημειώνεται ότι και στο κείμενο ερωτοαπαντήσεων του ΥΠΕΣ η πραγματική αξία ήταν αδιάφορη, αυτό που είχε σημασία ήταν η τιμή πώλησης. Με την αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΥ2, καταδείχθηκε ότι οι πράξεις είχαν οικονομική λογική (όχι μόνο για σκοπούς πολιτογράφησης), ήταν ευνοϊκές δηλαδή κατά τον χρόνο συνομολόγησης για τον επενδυτή και τον πωλητή. Ως ορθά, κατά την άποψη μας, ανέφερε ο ΜΥ2, οι συμφωνίες πρέπει να κριθούν από οικονομικής άποψης κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών και όχι από το αποτέλεσμα. Η καθυστέρηση, λόγω οικονομικών δυσκολιών του πωλητή αλλά και προσπάθειας του να εξασφαλίσει μεγαλύτερη κάλυψη ορόφων για μεγιστοποίηση του κέρδους ήταν εύλογα ορατή. Τα προβλεπόμενα ενοίκια σε περίπτωση έγκαιρης ανέγερσης, όπως κατέδειξε ο ΜΥ3 ενίσχυαν την οικονομική λογική της πράξης».
Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο υπέδειξε πως ουδέποτε παρουσιάστηκε ενώπιον του από πλευράς Υπουργείου Οικονομικών ποια ήταν η ακολουθητέα πρακτική τους σε σχέση με αυτά τα ζητήματα, ενώ σημείωσε πως στην κατάθεση του ο μάρτυρας κ. Κακούρης από ΥΠΟΙΚ, θέτει εν αμφιβόλω, το αν τέτοιες συμφωνίες διαχείρισης ως οι επίδικες θα έθεταν τέρμα στην πορεία των αιτήσεων και θα απέληγαν σε απόρριψη τους. Επίσης, στην απόφαση σημειώνεται πως δεν τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι η καταβολή προκαταβολικά του ποσού διαχείρισης, επίσης θα έθετε την αίτηση για πολιτογράφηση εν αμφιβόλω. Αν δηλαδή υπήρχε χρονικός περιορισμός ως προς το πότε η έναρξη ενοικίασης ή διαχείρισης επιτρεπόταν.
«Η μη διερεύνηση των άλλων επενδύσεων του Σαλέμ στη Δημοκρατία, θέτει εν αμφιβόλω, την πρόθεση καταδολίευσης από πλευράς κατηγορουμένων, αφού τίθεται το εύλογο ερώτημα γιατί να κάνει άλλη επένδυση και να υπονομεύσει την αρχική του επένδυση (που ήταν και η καίρια για εξασφάλιση υπηκοότητας). Το γεγονός ότι υπήρχαν λάθη στη διατύπωση των συμφωνιών διαχείρισης, ή ότι στάλθηκαν λανθασμένα κείμενα σε τράπεζες θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος της αλυσίδας για απόδειξη της υπόθεσης. Από μόνα τους όμως δεν αποδεικνύουν τίποτε. Η δε συμφωνία διαχείρισης των €2.250.000 δεν καταδείχθηκε ότι είχε αποτελέσει βάση για οποιαδήποτε συναλλαγή. Η ύπαρξη της μας προβλημάτισε. Η συμφωνία όμως δεν διερευνήθηκε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ουδείς των κατηγορουμένων ανακρίθηκε ποτέ σε σχέση με αυτή».
Με βάση τα πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη συνωμοσίας των κατηγορουμένων με άλλο πρόσωπο, όπως με δόλιο μέσο αποκτήσουν ο επενδυτής και τα παιδιά του υπηκοότητα, εξού και αθωώθηκαν στις σχετικές κατηγορίες, όπως επίσης και σε αυτές που είχαν να κάνουν με την μη παρουσίαση των συμφωνιών διαχείρισης στο ΥΠΕΣ και στο ΥΠΟΙΚ και ότι η εν γένει συμπεριφορά των κατηγορουμένων, συνιστούσε ψευδείς παραστάσεις ότι τα εν λόγω πρόσωπα πληρούσαν τα κριτήρια πολιτογράφησης.
Σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες της συνομωσίας για καταδολίευση και της πλαστογραφίας εγγράφου, η Κατηγορούσα Αρχή προώθησε την θέση πως οι κατηγορούμενοι κατήρτισαν πλαστό έγγραφο με σκοπό να καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή κατήρτισαν τη συμφωνία πώλησης ημερομηνίας 16/2/2018 που αφορούσε στην αγορά διαμερίσματος στη Λεμεσό, στη βάση σχεδίων που αποτελούσαν μέρος της πιο πάνω συμφωνίας, ενώ στην πραγματικότητα το εν λόγω διαμέρισμα δεν υφίστατο επί των σχεδίων που υποβλήθηκαν στην αρμόδια αρχή για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας, με σκοπό αυτή να αποτελέσει μέρος της αίτησης για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του αλλοδαπού που εγκρίθηκε.
Ωστόσο, στη βάση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε, το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως παρά τις διάφορες αιτήσεις για πολεοδομική άδεια που υποβλήθηκαν κατά καιρούς, ουδέποτε φαίνεται να εξασφαλίστηκε άδεια που να αφορούσε σχέδιο με το συγκεκριμένο διαμέρισμα.
«Είναι γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε αν η αρχική αίτηση των 21 διαμερισμάτων το περιλάμβανε. Το κενό αυτό θεωρούμε είναι καίριας σημασίας στην απόδειξη των κατηγοριών. Αυτό που επίσης διαφάνηκε από τη μαρτυρία του ΜΚ 8 (Δημοτικός Μηχανικός, προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Λεμεσού) ήταν ότι διάφορες αιτήσεις καταχωρίστηκαν κατά καιρούς με σκοπό την αύξηση των ορόφων. Από την άλλη στο ίδιο το πωλητήριο και δη στον όρο 3.5. γίνεται αναφορά ότι κατά τον χρόνο συνομολόγησης της συμφωνίας δεν υπήρχε σε ισχύ άδεια για το εν λόγω διαμέρισμα. Μας δημιουργείται αμφιβολία κατά πόσο τα δεδομένα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι το αγοραπωλητήριο ήταν πλαστό, ότι δηλαδή δεν ήταν αυτό που παρουσιαζόταν ότι ήταν, ήτοι πώληση του διαμερίσματος 204 στο κτήριο «Corniche». Κρίνουμε ότι οι κατηγορίες 17 και 18 δεν έχουν αποδειχθεί».
Αναφορικά με τις κατηγορίες της συνωμοσίας για καταδολίευση και δόλια αποφυγή του ΦΠΑ, επίσης το Κακουργιοδικείο δεν ικανοποιήθηκε ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του ήταν επαρκή, ώστε να καταλήξει σε εύρημα συνεννόησης με πρόθεση καταδολίευσης.
Ωστόσο, έκρινε πως οι δύο εκ των κατηγορουμένων, Ζαβός και Larina Estates Limited απέφυγαν να καταβάλουν τον οφειλόμενο φόρο, αφού γνώριζαν ότι τα διαμερίσματα δεν θα χρησιμοποιούνταν για ιδιοκατοίκηση.
Καθοδηγούμενες ερωτήσεις με σκοπό εκμαίευσης συγκεκριμένης εκδοχής
Μεταξύ άλλων, στην ογκωδέστατη απόφαση, αναφέρεται πως η υπεράσπιση των κατηγορουμένων, ισχυρίστηκε ότι οι ανακριτές έχοντας κατά νου το πόρισμα Νικολάτου, εξέλαβαν ως δεδομένα ζητήματα που έχρηζαν διερεύνησης ή ήταν λανθασμένα και παραγνώρισαν μαρτυρία η οποία έτεινε να καταδείξει διαφορετική θεώρηση ή διαφορετικά ενδεχόμενα.
Όπως ανέφεραν, ανάμεσα σε άλλα, οι ανακριτές εξέλαβαν ως δεδομένο ότι ο όρος των αγοραπωλητηρίων εγγράφων αφορούσε τις συμφωνίες διαχείρισης, με αποτέλεσμα να ανακρίνουν τους κατηγορούμενους αλλά και να υποβάλλουν ερωτήσεις σε μάρτυρες με βάση τη λανθασμένη ερμηνεία του όρου, ενώ στηριζόμενοι στο πόρισμα, εξέλαβαν ως δεδομένο ότι έγινε επιστροφή χρημάτων στον επενδυτή, αποκλείοντας άλλο ενδεχόμενο ή εξήγηση ακόμη και όταν προέκυψε μαρτυρία για τρίτη αγοραπωλησία.
(3) Η προσέγγιση τους αυτή είχε ως αποτέλεσμα να θεωρήσουν ευθύς εξαρχής τον κ. Κακουρή ως μάρτυρα που δεν έλεγε την αλήθεια ενώ οι μετέπειτα καταθέσεις της κας Αριστοτέλους έγιναν με καθοδηγητικές ερωτήσεις. (4) Παρέλειψαν να διερευνήσουν ή να επιβεβαιώσουν άλλες επενδύσεις του Μ στην Κύπρο παρά το γεγονός ότι έγινε αναφορά από τους κατηγορούμενους 1, 2 και 7 και τον Β. Ούτε επιδιώχθηκε η ανάκριση του Μ.
Ειδική αναφορά έγινε σε καταθέσεις μάρτυρα από Υπουργείο Οικονομικών, με την υπεράσπιση να αναφέρει πως αυτές έγιναν με καθοδηγητικές ερωτήσεις, η οποία ωστόσο δεν κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον Κακουργιοδικείου, το οποίο σχολίασε πως «η δήλωση του εντίμου Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ενώπιον του Δικαστηρίου ότι αυτή πλέον δεν θεωρείτο αξιόπιστη μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή, δεν προέκρινε την τελική κρίση του δικαστηρίου για την αξιοπιστία της. Το γεγονός ότι η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να μην καλέσει κάποιο μάρτυρα, δεν σημαίνει ότι αυτός είναι ή ότι αναμένεται να κριθεί αναξιόπιστος σε περίπτωση που η Υπεράσπιση τον καλέσει ως δικό της μάρτυρα».
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως ότι οι ερωτήσεις που τέθηκαν στην μάρτυρα, είχαν λανθασμένο υπόβαθρο και ότι εκλήφθηκε ως δεδομένη η επιστροφή χρημάτων στον επενδυτή.
«Κρίνουμε ότι η λήψη των καταθέσεων της από την Αστυνομία έγινε με τέτοιο τρόπο με σκοπό την εκμαίευση συγκεκριμένης εκδοχής, η οποία ήταν στο μυαλό και την αντίληψη των ανακριτών, ότι δηλαδή υπήρξε επιστροφή χρημάτων στη βάση του όρου 6 των αγοραπωλητηρίων εγγράφων. Υπενθυμίζουμε, οι διαπιστώσεις μας δεν αφορούν την αλήθεια των ισχυρισμών της. Αφορούν τον τρόπο που λήφθηκαν οι καταθέσεις της. Την προσέγγιση δηλαδή της ανακριτικής ομάδας».
Επίσης, σε άλλο σημείο της απόφασης που αναφέρεται σε μάρτυρα κατηγορίας που εργάζεται στη διοίκηση του Υπουργείου Εσωτερικών που κατέθεσε ενώπιον Δικαστηρίου, διευκρινίζοντας τις θέσεις της, το Κακουργιοδικείο υπέδειξε πως, «έχουμε ικανοποιηθεί πως οι αναφορές για δεδομένη επιστροφή χρημάτων κυριαρχούσε στο μυαλό τον ανακριτών με αποτέλεσμα να κατευθύνονται οι ανακρίσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να λαμβάνονται και οι ανάλογες απαντήσεις».
Δεν διερευνήθηκαν ισχυρισμοί
Περαιτέρω, στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο σημειώνει πως «μας έκανε αρνητική εντύπωση ότι δεν διερευνήθηκαν οι θέσεις των κατηγορουμένων 1 και 2 και Β, ότι ο Μ (σ.σ επενδυτής) είχε προβεί και σε άλλες επενδύσεις στην Κύπρο γιατί δεν σχετίζονταν με την υπόθεση. Αφορούσε ζήτημα κινήτρου διάπραξης των διερευνώμενων αδικημάτων όπως, πολύ ορθά, επεσήμαναν οι συνήγοροι Υπεράσπισης αλλά και ευρύτερης εικόνας και συμπεριφοράς του εν λόγω προσώπου. Δεν αφορούσε μόνο το ζήτημα της μη ικανοποίησης του κριτηρίου Α1 αλλά και της κατηγορίας περί πλαστότητας του αγοραπωλητηρίου εγγράφου του Β».
Επίσης, παρά το γεγονός πως υπήρξαν αναφορές σε σχέση με τον κατηγορούμενο 3 για τα ζητήματα του ΦΠΑ, αυτός, όπως σημειώνει το Κακουργιοδικείο, ουδέποτε ανακρίθηκε για να προβάλει την οποιαδήποτε θέση του, αν είχε.
«Δεν ανακρίθηκαν επίσης άλλοι υπάλληλοι του λογιστηρίου γιατί δεν κρίθηκε αναγκαίο. Τούτο ήταν αναγκαίο όμως, τουλάχιστον για σκοπούς διερεύνησης των αδικημάτων συνωμοσίας. Επισημαίνουμε ότι πέραν των δηλώσεων του ιδίου του κατηγορούμενου 3 για τη θέση του και καθεστώς εργοδοσίας του, δεν προσκομίστηκε ενώπιον μας άλλη μαρτυρία για τα ακριβή του καθήκοντα».
Την υπόθεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα χειρίστηκε η δικηγόρος της Δημοκρατίας, Χρίστια Κυθραιώτου, ενώ ο Φώτος Τσαγγαρίδης εκπροσώπησε ο ίδιος τον εαυτό του. Για τους κατηγορούμενους 2 και 4, ο Γ. Παπαϊωάννου μαζί με τον κ. Χρ. Παπαϊωάννου, για τον κατηγορούμενο 3, ο Μ. Αποστολίδης, και για τους κατηγορούμενους 5, 6 και 7 ο Κ. Ευσταθίου.
Πυρά κατά Εισαγγελίας
Μετά την απόφαση, τοο δικηγορικό γραφείο του Φώτου Τσαγγαρίδη εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία, μεταξύ άλλων, κάνει λόγο για προκατασκευασμένη μαρτυρία.
«Χαιρετίζουμε την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου η οποία επαληθεύει την εμπιστοσύνη και την πίστη μας στα Κυπριακά δικαστήρια και την Κυπριακή δικαιοσύνη. Θερμές ευχαριστίες στους έντιμους δικαστές και στους συνηγόρους υπεράσπισης.
Η κατηγορούσα αρχή προσπάθησε με αθέμιτα μέσα και κατάχρηση της διαδικασίας να πετύχει καταδίκη για μία ανύπαρκτη υπόθεση, με ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς και κατηγορίες, κατά παραγγελία και προκατασκευασμένη μαρτυρία και αθέμιτο επηρεασμό μαρτύρων, για να εξυπηρετήσει δικούς της σκοπούς και επιδιώξεις και για να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη.
Επιφυλάσσουμε πλήρως τα δικαιώματα μας για να λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα και διαβήματα εναντίον κάθε υπευθύνου για τις ζημιές και απώλειες που έχουμε υποστεί».