Σκληρή και χειρότερη από Ρίκκου η απόφαση για Οδυσσέα-«Παρασυρόμενος από τις Σειρήνες της δημοφιλίας, σύγχυσε τα όρια»
13:30 - 18 Σεπτεμβρίου 2024
Χειρότερη από την απόφαση για την παύση του τέως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, Ρίκκου Ερωτοκρίτου, χαρακτηρίζεται η απόφαση για την παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη από τη θέση του Γενικού Ελεγκτή, ο οποίος κρίθηκε ομόφωνα από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ως ανίκανος να συνεχίσει την άσκηση των εξουσιών του, αφού επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά, ενώ του καταλογίστηκε στην ουσία η ευθύνη για την κρίση της εμπιστοσύνης των πολιτών έναντι των θεσμών.
Στην απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη «ένοχο» στα δεκατέσσερα από τα δεκαπέντε σημεία που υπήρχαν ενώπιον του, με βάση την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, αποδίδοντάς του ανάρμοστη συμπεριφορά, εκτός από ένα κεφάλαιο, που αφορούσε την Αστυνομία, στο οποίο απέρριψε τις θέσεις του Γιώργου Σαββίδη.
Το λεκτικό της απόφασης χαρακτηρίζεται κόλαφος, αφού το Συμβούλιο έστησε στον τοίχο τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη, στον οποίο καταλογίστηκαν ευθύνες ακόμη και για σχόλια χρηστών το διαδίκτυο, για τα οποία δεν παρενέβη, ενώ σε διάφορους τόνους, το Δικαστήριο αποφάσισε πως ξεπέρασε τα όρια και απέδιδε κατηγορίες στους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, στοχεύοντας στην αποδόμηση τους.
Σε άλλο σημείο της απόφασης αναφέρεται πως «οι αρμοδιότητες που το Σύνταγμα αποδίδει στον Θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα είναι απολύτως αναγκαίο να τυγχάνουν σεβασμού, ιδιαιτέρως από άλλους κρατικούς αξιωματούχους. Αυτό απαιτεί το δημόσιο συμφέρον. Οι θεσμοί, το κράτος δικαίου και ο νομικός πολιτισμός, είναι αξίες διαχρονικές. Με την όλη συμπεριφορά του ο Καθ΄ ου η αίτηση επέδειξε, κατ΄ επανάληψη, περιφρόνηση ως προς την αντίκριση των συνταγματικών εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα. Προκλητικά αγνοούσε τις γνωματεύσεις του, γνωματεύοντας μάλιστα ο ίδιος - όπως στις περιπτώσεις των πολλαπλών συντάξεων και του Τμήματος Κτηματολογίου - κατά παρέκκλιση της αρμοδιότητάς του».
Σε σχέση με τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα, το Συμβούλιο στα συμπεράσματα του, ανέφερε μεταξύ άλλων πως δεν πρόκειται για ελευθερία της έκφρασης, αντιθέτως θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και να λαμβάνονται υπόψη. Κάτι, που σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου, δεν έπραξε ο Γενικός Ελεγκτής, ο οποίος απέδιδε στις γνωματεύσεις αλλότρια κίνητρα.
Περαιτέρω, το Συμβούλιο υπέδειξε πως ο Γενικός Ελεγκτής καταλόγιζε, κατ΄ εξακολούθηση, στον κατά το Σύνταγμα καθ΄ ύλην αρμόδιο να γνωματεύει και να αποφασίζει, παρακώλυση του δικού του έργου, συγκάλυψη παράνομων ενεργειών και παραβίαση του νόμου.
Σε ό,τι αφορά κεφάλαιο της παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, σε σχέση με τις καταγγελίες που διαβιβάστηκαν στην Αρχή κατά της Διαφθοράς σε βάρος του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, το Συμβούλιο έκρινε ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης πέρασε την γραμμή, ενώ ανέφερε πως απέδωσε τις αντιδράσεις του στις εναντίον του απειλές προς δίωξή του από τον Γενικό Εισαγγελέα. Ωστόσο, το Συμβούλιο υπέδειξε στην απόφαση του, πως αυτό δεν συνιστά δικαιολογία, παραπέμποντας ταυτόχρονα στην απόφαση Ρίκκου Ερωτοκρίτου, στην οποία αναφέρθηκε πως θα έπρεπε να αναλογιστή την θεσμική του θέση και να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Σε σχέση με την Ομάδα Στήριξης του Γενικού Ελεγκτή, το Συμβούλιο κατσάδιασε την στάση του αναφορικά με τις αναρτήσεις που περιείχαν ύβρεις, ενώ περαιτέρω, σε γενικότερες γραμμές, κατέληξε πως η συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή δεν ανταποκρίνεται, ούτε κατ΄ ελάχιστον στο αυστηρό, απολύτως όμως αναγκαίο, αυτό επίπεδο, ειδικότερα σε ότι αφορά τις καταγγελίες σε βάρος του Σάββα Αγγελίδη.
Περαιτέρω, το Συμβούλιο καταλόγισε προσπάθεια αποδόμησης της Εισαγγελίας, «παρασύροντας και εμπλέκοντας, σε αυτή την απαράδεκτη και επικίνδυνη για το κράτος δικαίου συμπεριφορά, πολίτες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στην αρένα των οποίων σύρθηκαν ανηλεώς τα πιο πάνω πρόσωπα. Στα πλαίσια αυτά δεν ήταν χωρίς σημασία, αντιθέτως διαδραμάτιζαν το δικό τους ρόλο, οι αμετροεπείς δηλώσεις και ανακοινώσεις, πολλές φορές, ως έχουμε ήδη επισημάνει, παραπλανητικού χαρακτήρα».
Επιπρόσθετα, υποδείχθηκε πως μέσα από τη συνταγματική οδό επίλυσης των υπό συζήτηση διαφορών θα επιβεβαιωνόταν η ανεξαρτησία και τα όρια αρμοδιότητας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και όχι διά μέσου ανοίκειων ανακοινώσεων, δηλώσεων και αντιπαραθέσεων με άλλους Θεσμούς.
Παράλληλα, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ο Γενικός Ελεγκτής δεν είχε την ευθυκρισία να ισοζυγίσει και να ενεργήσει με σύνεση, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα προειδοποιούσαν για πιθανές συνέπειες, ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του, σε διαδικασίες που βρίσκονταν σε εξέλιξη.
Επίσης, το Συμβούλιο ανέφερε πως ο Γενικός Ελεγκτής όφειλε, ως φορέας με ιδιαίτερες εκ του Συντάγματος εξουσίες, να περιορίζεται στον επιβαλλόμενο έλεγχο και στην έκδοση σχετικών εκθέσεων με βάση τις έρευνες της υπηρεσίας του, αποφεύγοντας αντεγκλήσεις οι οποίες θα οδηγούσαν σε αμφισβήτηση του έργου του και θα υποδήλωναν ύπαρξη προκατάληψης.
Το Συμβούλιο, υπενθύμισε επίσης την «εμμονή του να τον παρουσιάζει ως ένοχο, ακόμα και μετά την αθώωσή του, αλλά και τη χρησιμοποίησή του ως παράδειγμα, εντελώς αδόκιμο, όχι όμως τυχαίο, στο θέμα των συντάξεων, όπως το έχουμε ήδη αναπτύξει. Άλλο ένα παράδειγμα, η συμπεριφορά του έναντι του Πρύτανη, με την εμπλοκή στη μεταξύ τους διαφορά της θυγατέρας του, τις κατ΄ επανάληψη δημόσιες δηλώσεις του Καθ΄ ου η αίτηση, αλλά και την επαναφορά του θέματος, με δηλώσεις του σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή και παρά την προηγούμενη σαφή θέση του προς τον Γενικό Εισαγγελέα ότι «…εφόσον όμως εσείς κρίνετε ότι δεν τίθεται ζήτημα διάπραξης οποιουδήποτε αδικήματος … το θέμα για μας έχει κλείσει και ο δικός μας ρόλος έχει ολοκληρωθεί.».
Με βάση τα πιο πάνω, το Συμβούλιο κατέληξε πως έχει καταδειχθεί πως η συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή - «όπως αυτή εκδηλώθηκε με παραπλανητικές και απρεπείς δημόσιες δηλώσεις και ανακοινώσεις - με δημόσιες, αβάσιμες, καταγγελίες και υπονοούμενα, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας αλλά και έλλειψη σεβασμού προς τις συνταγματικές αρμοδιότητες και εξουσίες του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα – είναι μεμπτή και κατώτερη των περιστάσεων και του επιπέδου του αξιώματος που υπηρετεί».
Επιπρόσθετα, αναφέρεται στην απόφαση πως ο Γενικός Ελεγκτής ενώ, λεκτικά και μόνο, αναγνώριζε και ενώ είχε πλήρη αντίληψη του θεσμικού κύρους των γνωματεύσεων της Νομικής Υπηρεσίας, μετά το διορισμό στη θέση του νυν Γενικού Εισαγγελέα, τις απαξίωνε, προσωποποιώντας, απαράδεκτα, τον Θεσμό και στοχοποιώντας τον Γενικό Εισαγγελέα. ΄Οπως, χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αποσιώπηση στις δημόσιες δηλώσεις και ανακοινώσεις του για τις ταυτόσημες γνωματεύσεις του τέως Γενικού Εισαγγελέα κ. Κώστα Κληρίδη ως προς το θέμα των συντάξεων.
Καταληκτικά, το Συμβούλιο ανέφερε πως ένας αξιωματούχος που ενεργεί ως ανωτέρω, χωρίς αντίληψη των ορίων της αρμοδιότητάς του, χωρίς σεβασμό στους πολιτειακούς Θεσμούς, με έλλειψη ευθυκρισίας, είναι ανίκανος να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του.
Περαιτέρω, ανέφερε πως το μέτρο, η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα, η συνέπεια, ο αυτοέλεγχος και αυτοπεριορισμός, είναι βασικά συστατικά στοιχεία της ικανότητας άσκησης των καθηκόντων κρατικού αξιωματούχου του επιπέδου και των αρμοδιοτήτων του Γενικού Ελεγκτή. «Περαιτέρω, η εμπάθεια και έλλειψη σωστής κρίσης διαβρώνει, καταλυτικά, την ικανότητα επιτέλεσης του καθοριστικού του έργου, κατά τρόπον τέτοιο που να ανταποκρίνεται στις υψηλές απαιτήσεις του αξιώματος του Γενικού Ελεγκτή».