O εννιάχρονος που έφυγε στην Ελλάδα μετά την εισβολή-Οι βομβαρδισμοί, η επιστροφή και η επανένωση
10:21 - 23 Αυγούστου 2024
Σε ηλικία εννέα ετών το 1974, ο Τάσος Μακρής ήταν ένα από τα Κυπριόπουλα που φιλοξένησαν οικογένειες στην Ελλάδα μετά την τουρκική εισβολή του 1974.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΚΥΠΕ εξιστορεί τα όσα έζησε. H ιστορία του μάλιστα αποτελεί και υλικό διαλέξεων που ο ίδιος κάνει στα σχολεία και τις οποίες ξεκίνησε μετά το Πάσχα φέτος. Περιγράφει τα ανέμελα χρόνια στο χωριό πριν την εισβολή, τα όσα έζησε κατά τον πόλεμο και μετά που έφυγε για την Ελλάδα. Μιλά για την οικογένεια που τον φιλοξένησε εκεί την αγάπη που δέχτηκε , τν συνάντηση του με τον πατέρα του, που τους επισκέφτηκε στην οικογένεια που τον φιλοξενούσε με τον αδερφό του, αλλά και την επιστροφή στην Κύπρο.
Συγκίνηση προκαλεί και η αφήγηση του Τάσου Μακρή και για την πρώτη του συνάντηση με την οικογένεια που τον φιλοξένησε, 23 χρόνια αφότου έφυγε από την Ελλάδα.
Ο Τάσος Μακρής κατάγεται από το χωριό Μάσσαρι, που βρίσκεται στην περιοχή Μόρφου, δίπλα από τον ποταμό Σερράχη. Μικρό χωριό με χαρούμενους κατοίκους που η κύρια απασχόλησή τους ήταν η γεωργία, η παραγωγή πορτοκαλιών, λεμονιών, καρότων και η κτηνοτροφία, θυμάται.
Ήταν άνθρωποι βιοπαλαιστές και τους διέκρινε η αγνότητα και η φιλία που είχαν μεταξύ τους. Οι γυναίκες ήταν οικοκυρές στην πλειοψηφία, εργάζονταν περιοδικά σε συσκευαστήριο καρότων που υπήρχε στο χωριό.
Ο πατέρας του ήταν εργολάβος οικοδομών και η μητέρα του οικοκυρά, μια πολύτεκνη οικογένεια με έξι παιδιά όλα αγόρια, από εννέα μέχρι δύο χρόνων το 1974. Η ζωή στο χωριό ήταν πολύ καλή όλοι είχαν δουλειές και περιουσίες, είπε.
"Παίζαμε στις γειτονιές με τους φίλους μας, είμαστε έξω μέχρι το βράδυ είτε στο ποτάμι, είτε στις αλάνες, είτε στις γειτονιές. Είχαμε μια όμορφη ζωή", θυμάται.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Μεταξύ του θανάτου και της ζωής ήταν η κυρά Φροσύνη… Ήταν δεύτερη μάνα που μας φρόντιζε»
20η Ιουλίου 1974
Το πρωί της 20ης Ιουλίου, ξύπνησε νωρίς να πάει στην μάντρα του παππού του του Γιώρκαρου να τον βοηθήσει να αρμέξει τα πρόβατα και τις κατσίκες, όπως του άρεσε να κάνει τα πρωινά όταν δεν είχε σχολείο. Στον δρόμο, ενώ έτρεχε ανέμελα, είδε αεροπλάνα και άρχισε να τα χαιρετά νομίζοντας ότι είναι ελληνικά, αλλά έπειτα από λίγο, πριν ακόμη φτάσει στη μάντρα, άρχισαν να πλησιάζουν το έδαφος, κάνοντας ένα αποκρουστικό θόρυβο. Σε δευτερόλεπτα ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος από βόμβα, και μέχρι να γυρίσει σπίτι , όπως είπε, όλο το χωριό ήταν ανάστατο στον δρόμο. «Έρκουνται οι Τούρτσιοι» ήταν οι πρώτες φωνές που άκουσε.
Πήγε σπίτι και βρήκε τη μητέρα του που κρατούσε τον μικρότερο αδελφό του, προσπαθούσε, όπως είπε, να καταλάβει τι γινόταν.
«Ξυπνήσαμε και τους υπόλοιπους, είμαστε έξι αδέλφια όλοι αγόρια εγώ είμαι ο μεγάλος και ήμουν εννέα χρονών και ο μικρότερος δύο», είπε.
Ο πατέρας του είχε ήδη φύγει για τη δουλειά του στην Κερύνεια όπου εργαζόταν. Ήταν εργολάβος οικοδομών, μετέφερε ο ίδιος τους εργαζόμενους του κάθε πρωί στη δουλειά αφού δεν είχαν όλοι αυτοκίνητο. Εκείνο το πρωί επέστρεψε σπίτι και αμέσως είπε στη μητέρα, να τους πάρει και να πάνε στα χωράφια δίπλα από τον ποταμό τον Σερράχη κάτω από τα δέντρα και ετοιμάστηκε φορώντας στρατιωτικά, πήρε φαγητό ρούχα και έφυγε για τον πόλεμο.
Ο Τάσος Μακρής αισθανόμενος ως ο πιο μεγάλος την ευθύνη για τα μικρότερα αδέλφια του, βοήθησε την μητέρα του να πάρει λίγα τρόφιμα και έφυγαν, όπως και όλο το χωριό, για τα χωράφια, ένα χωριό, θυμάται, γεμάτο με πορτοκαλιές και λεμονιές. Εκεί συνάντησαν συγγενείς και εγκαταστάθηκαν στο χωράφι τους που ήταν πυκνό, με οδηγίες να μένουν κάτω από τα δέντρα για να μην τους βλέπουν από τα αεροπλάνα.
Ο ήχος του πολέμου ανατριχιαστικός. Οι ριπές από τα μυδραδιοβόλα και τις βόμβες των αεροπλάνων, ο αποκρουστικός θόρυβος από τις βυθίσεις, το χαμηλό ύψος ο φοβερός ήχος σαν βροντή που σκίζει τον αέρα, οι πυκνοί καπνοί που φαίνονταν γύρω γύρω και η αναμονή μέχρι να σκάσει η επόμενη βόμβα, έχουν μείνει στην μνήμη σαν πληγή που θα τον συνοδεύει για πάντα, ανέφερε.
Ζούσαμε, είπε, δύσκολες στιγμές ο φόβος μάς κυρίευσε, η διαβίωση γινόταν όλο και πιο δύσκολη μέχρι που ακούσαμε στο ραδιόφωνο για επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων να σταματήσει η εισβολή και να γίνει προσπάθεια για συνομιλίες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Γεννήθηκε 20 Ιουλίου 1974, λίγες ώρες πριν την εισβολή… «Δεν ξέρω πώς είναι να έχεις μάμμα και παπά»
Κατάπαυση του πυρός
Όταν έγινε κατάπαυση του πυρός, είπε ο κ. Μακρής, ήρθαν οι δικοί μας στρατιώτες μεταξύ αυτών και ο πατέρας που τους έλεγε τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. Στο καφενείο μιλούσε για γεγονότα που απόφευγε να μιλά μπροστά μας, για νεκρούς, τραυματίες, χωριά και πόλεις που κατελήφθησαν, είπε.
"Στο χωριό εμφανίστηκαν οι πρώτοι πρόσφυγες από την περιοχή της Κερύνειας, που εγκαταστάθηκαν στο σχολείο και εμείς πηγαίναμε από περιέργεια να τους δούμε και να τους προσφέρουμε τρόφιμα και νερό. Τους βλέπαμε περίεργα, ήταν κάτι το παράξενο, όμως και κάτι μακρινό και ακαταλαβίστικο για εμάς. Πού να ξέραμε», ανέφερε.
Ξαφνικά ένα πρωί ξανάρχισε ο εφιάλτης, θυμάται, και με πιο συχνές αεροπορικές επιδρομές και βομβαρδισμούς αυτή την φορά έπληξαν και το χωριό τους, πρώτα γάζωσαν μια μάντρα με ζώα, ακολούθως μια βόμβα έσκασε στο σπίτι τους και έμειναν μόνο οι τοίχοι, οι ριπές και ο ήχος των βομβών συνεχείς και ανατριχιαστικές, λες και λύσσαξε ο εχθρός.
Καθηλωθήκαμε, είπε, στα χωράφια, «μέχρι που είδαμε κινητικότητα στο χωριό με στρατιώτες, στρατιωτικά αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν, άρχισαν να παίρνουν θέσεις και να ετοιμάζονται για μάχη».
Οι στρατιώτες που κατέφθασαν στο χωριό τους, τους είπαν ότι πρέπει να φύγουν προσωρινά διότι θα οχυρωθούν στο χωριό για να στήσουν γραμμή άμυνας και είναι επικίνδυνο να υπάρχουν γυναικόπαιδα στην περιοχή. Ο παππούς ήταν ο μόνος άντρας της οικογένειας όμως δεν ήθελε να φύγει.
Μας ειδοποίησαν, είπε, « να πάμε στο κέντρο του χωριού. Ένας μικρός δεκαέξι χρονών που ήξερε να οδηγά βρήκε τα κλειδιά του φορτηγού του θείου του και μπορούσε να μας φυγαδέψει".
Ξεκινήσαμε, θυμάται, "εν μέσω καταιγισμού πυρών και εκρήξεων προς άγνωστη κατεύθυνση. Όταν ακούγαμε αεροπλάνα να πλησιάζουν όλοι βγαίναμε από το φορτηγό, πέφταμε στο έδαφος μέχρι να περάσει ή να βομβαρδίσει με την ευχή να μην σκάσει κοντά μας, ξανά επιβίβαση στο φορτηγό και συνέχεια στην απόδραση με άγνωστο προορισμό με σκοπό να φύγουμε όσο πιο μακριά από το πεδίο βολής και το μέτωπο του πολέμου".
Από εκεί φτάσανε, θυμάται, στην Αγία Μαρίνα του Ξυλιάτου, όπου οι ντόπιοι τους οδήγησαν σε μια αποθήκη κοντά στο κέντρο του χωριού, τους έδωσαν νερό, σεντόνια, κουβέρτες και ό,τι άλλο είχαν.
Ξαφνικά έγινε ανακωχή, κατάπαυση του πυρός και πιστεύαν, όπως ανέφερε , ότι ήταν ζήτημα χρόνου να επιστρέψουν στο χωριό τους. Ένα πρωί συνέχισε, «ειδοποιηθήκαμε ότι ο πατέρας μας ήταν στο καφενείο, τρέξαμε όλοι να τον συναντήσουμε, ξυπόλυτοι μισόγυμνοι. Αφήσαμε ότι κάναμε, πρώτα τα μικρότερα αδέλφια μου έπεσαν στην αγκαλιά του, εγώ σαν μεγάλος ήμουν πιο συγκρατημένος, τον παρατήρησα να είναι ακούρευτος και με γένια, πρώτη φορά τον είδα τόσο ταλαιπωρημένο, ήταν περικυκλωμένος από κόσμο, τον ρωτούσαν για τους δικούς τους αν είχε κάποιο νέο αν είχε δει ή είχε ακούσει για την τύχη των δικών τους στρατιωτών".
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Γεννήθηκε 20 Ιουλίου 1974, λίγες ώρες πριν την εισβολή… «Δεν ξέρω πώς είναι να έχεις μάμμα και παπά»
Πρόγραμμα φιλοξενίας παιδιών στην Ελλάδα
Ένα βράδυ άκουσαν στις ειδήσεις ότι η Ελλάδα έκανε ένα πρόγραμμα για φιλοξενία παιδιών από την Κύπρο με σκοπό να βοηθήσει οικογένειες που οι γονείς τους, είτε δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν, είτε χάθηκαν στον πόλεμο, με πλάνα από την αναχώρηση των πρώτων παιδιών με το πλοίο Πάτρα προς την Ελλάδα.
Επιστρέφοντας στο υποστατικό που μένανε, ο πατέρας του τον ρώτησε αν ήθελε να πάει. Δεν ξέρω γιατί, είπε, «αλλά του απάντησα καταφατικά. Ίσως ο φόβος, ίσως οι συνθήκες που ζούσαμε, ίσως η ανασφάλεια του πολέμου λίγο απ’όλα πιστεύω ήταν αυτά που με οδήγησαν να θέλω να πάω στην Ελλάδα». Αποφάσισε λοιπόν ο πατέρας του να στείλει τρία παιδιά, τον ίδιο που ήταν εννέα χρονών, τον Γιώργο επτά και τον Ανδρέα που ήταν πέντε χρονών. Τελικά έστειλε δύο, τον ίδιο και τον πεντάχρονο.
Θυμάται τις στιγμές αποχωρισμού, τη μητέρα του που δε μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, τον μικρότερο αδελφό του, μόλις πέντε χρονών, που έκλαιγε και επέστρεφε πίσω στην αγκαλιά της μητέρα τους.
Ακολούθως ανεβήκαν στο πλοίο μαζί με ακόμη τετρακόσια παιδιά. Θυμάται τον πατέρα του βουβό με ύφος ανθρώπου που δεχόταν ντροπιαστική ήττα, και πως βγήκαν στο κατάστρωμα και αποχαιρετούσαν τους γονείς τους.
Εκ των υστέρων μάθανε ότι τουρκικά αεροπλάνα έκαναν βυθίσεις προς το πλοίο και ο πλοίαρχος τους ανέβασε για να τους δουν από τα αεροπλάνα, να καταλάβουν ότι στο πλοίο βρίσκονται παιδιά ώστε να μην τους βομβαρδίσουν.
Έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά, επιβιβάστηκαν σε λεωφορεία χωρίς να γνωρίζουν, όπως είπε, τον προορισμό και τελικά φτάσανε κοντά στον Πύργο Ηλίας, σε ένα οικοτροφείο.
Πέρασαν κάποιες μέρες, δεν θυμάται πόσες, χωρίς να έχουν καμιά επαφή με τους δικούς τους που ούτε αυτοί γνώριζαν που βρίσκονταν τα παιδιά τους και τι συνθήκες είχαν συναντήσει. Ένα πρωινό τους συγκέντρωσαν στην αυλή του κτηρίου και είδαν κόσμο συγκεντρωμένο απέναντι, τους ενημέρωσαν ότι πρέπει να πάνε σε ανάδοχες οικογένειες για να μπορούν να πηγαίνουν σχολείο, ότι θα τους προσέχουν, θα τους αγαπούν.
Τότε άρχισε η διαδικασία της επιλογής παιδιών από τις οικογένειες, επέλεγαν κάποιο παιδί και αυτό πήγαινε μαζί τους. Κάποια στιγμή βλέπει να τον δείχνει ένα χέρι και τον έβγαλαν από την σειρά και προς το μέρος του πήγε ένας ιερέας.
Μας περίμενε θυμάται η παπαδιά και τα δύο τους παιδιά που ήταν μεγαλύτερα, ο Κυριάκος γύρω στα είκοσι φαντάρος και ο Νίκος δεκαοκτώ χρονών τελειόφοιτος.
Είχαν τραπέζι στρωμένο και φαγητό έτοιμο, αλλά ο ίδιος έκλαιγε γιατί ήθελε και τον αδελφό του μαζί του. "Τους εξήγησα ότι και ο μικρότερος αδελφός μου είναι στο οικοτροφείο", ανέφερε.
Θυμάται πως ύστερα από έρευνα που έκανε ο ιερέας, ο Αποστόλης Αγγελακόπουλος, καφετζής στο επάγγελμα, έδειξε προθυμία για να φιλοξενήσει ένα παιδί. Επιστρέψαμε, είπε, «πίσω στο οικοτροφείο με την αγωνία ο αδελφός μου να μην πήγε με άλλη οικογένεια και ευτυχώς ήταν ακόμη εκεί. Τον βρήκα να κλαίει με λυγμούς ,αφού δεν γνώριζε πού πήγα, πήραμε το αδελφό μου και ο ταξιτζής ένα ακόμη συγχωριανό μου και συνομήλικο τον Κλεάνθη και πήγαμε στο χωριό τους τη Νέα Μανωλάδα, με ανακούφιση αυτή την φορά αφού θα είμαστε στο ίδιο μέρος», ανέφερε.
Όπως ανέφερε ο Τάσος Μακρής η οικογένεια του πατέρα Γεώργιου Χαρδαβέλλα ήταν μια βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια, η παπαδιά η κ. Ευγενία του έδειξε την αγάπη της από την πρώτη στιγμή, όπως και τα παιδιά τους ο Κυριάκος και ο Νίκος που τον είχαν σαν μικρό αδελφό τους.
Η προσαρμογή δεν ήταν εύκολη για ένα παιδί που ήταν μαθημένο να φεύγει από το πρωί και να επιστρέφει σπίτι το βράδυ, να παίζει με τους φίλους του όλη μέρα, να γυρίζει στο χωριό, μια ζωή ανέμελη, δεν είχε έλεγχο για τα μαθήματα του σχολείου και ξαφνικά μπήκε σε ένα αυστηρό πρόγραμμα ελέγχου για το διάβασμα.
Ο πρώτος καιρός ήταν δύσκολος, αλλά από μέτριος μαθητής, στην αρχή, σταδιακά έγινε από τους πιο καλούς στην τάξη.
Μεγάλη ήταν η χαρά του όταν έλεαν το πρώτο γράμμα από την οικογένειά τους στην Κύπρο, που τους πληροφορούσε ότι ήταν όλοι καλά, και κατοικούσαν σε ένα διαμέρισμα στην Λεμεσό
Όσο για την οικογένεια που τον φιλοξένησε, ο κ. Μακρής ανέφερε πως ήταν η δεύτερη του οικογένεια, και πως η ανατροφή που του έδωσε ο πάτερ Γεώργιος ήταν πολύ σημαντική αφού τον έμαθε να συμπεριφέρεται, να σέβεται τους ανθρώπους γύρω του, να μιλά με ευγένεια, να αγαπά την εκκλησία και το σχολείο, γενικά να έχει αρχές και να μην πληγώνει τους άλλους, όπως ανέφερε.
Τα Χριστούγεννα στη Νέα Μανωλάδα τους περίμενε μια έκπληξη. Εμφανίστηκε ο πατέρας του χωρίς να το ξέρουν. Μερίμνησε να φυλάξει λεφτά και να έρθει να τους δει, δεν άντεξε να μην γνωρίζει πως ήταν τα παιδιά του, αν περνούσαν καλά. Ήταν μια σύντομη επίσκεψη αλλά τους αναπτέρωσε το ηθικό, συμπλήρωσε.
Η επιστροφή στην Κύπρο
Με το τέλος της σχολικής χρονιάς τους ειδοποίησαν ότι θα πρέπει να επιστρέψουν στην Κύπρο αφού η κατάσταση ήταν πλέον ομαλή. Ο αποχαιρετισμός δύσκολος η παπαδιά με δάκρυα στα μάτια μονολογούσε ότι πλέον έχει τρία παιδιά. Αφού τους πήγαν μια μεγάλη εκδρομή στην Ελλάδα πήγαν στον Πειραιά και επιβιβαστήκαν στο πλοίο για την επιστροφή στην Κύπρο.
Μετά την επιστροφή, ο Τάσος Μακρής ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο, ενώ εδώ και 36 χρόνια εργάζεται στον Δήμο Πάφου.
Τελειώνοντας τον στρατό άρχισε να ψάχνει για δουλειά, ενώ αν και έπαιζε στην ομάδα η επαγγελματική αποκατάσταση δεν ερχόταν. Έτσι αποφάσισε να φύγει για σπουδές στην Ελλάδα, και τελικά έφυγε για την Αθήνα, όπου θα συναντούσε και θα συγκατοικούσε με τον φίλο του Γιώργο Χατζηγεωργίου.
Με τον συγκάτοικο και φίλο μου τον Γιώργο Χατζηγεωργίου, πήραν το τρένο μια Μεγάλη Παρασκευή με προορισμό τη Νέα Μανωλάδα για να συναντήσει την οικογένεια που τον φιλοξένησε στα παιδικά του χρόνια.
Φτάσαμε, είπε, στον σταθμό που ήταν δίπλα από το καφενείο του Θείου Αποστόλη - έτσι αποκαλούσε τον άνθρωπο που φιλοξένησε τον αδελφό του. Μπήκε στο καφενείο, είδε πολλά γνωστά πρόσωπα και τον κ. Αποστόλη να σερβίρει, γνώριμοι οι περισσότεροι, αλλά κανένας δεν τον αναγνώρισε.
Όταν τους είπε ότι είναι ο Στάθης από την Κύπρο, ξεσηκώθηκε όλο το χωριό, ήρθαν στο καφενείο οι γυναίκες, οι συμμαθητές του, έγινε πανικός, μεγάλη συγκίνηση κλάματα, αγκαλιές, φιλιά, τον ρωτούσαν για τα άλλα δυο παιδιά
Μετά το πρώτο σοκ ρώτησε για τον πατέρα Γεώργιο του είπαν ότι είχε φύγει πριν χρόνια αφού καταγόταν από άλλο χωριό, δεν λειτουργούσε πλέον διότι είχε ένα πρόβλημα υγείας με την φωνή του και βρισκόταν στην γενέτειρα του ένα μικρό χωριό κοντά στην Αρχαία Ολυμπία που ονομάζεται Μιράκα, αλλά η συγκοινωνία δεν είναι εύκολη αφού το τρένο δεν πάει μέχρι εκεί. Του είπαν επίσης ότι ο γιός του ο Κυριάκος παντρεύτηκε στη Σάμο.
Η συνάντηση με την οικογένεια που τον φιλοξένησε έγινε 23 χρόνια μετά
Ο Τάσος Μακρής άρχισε να εργάζεται στον Δήμο Πάφου και ταυτόχρονα έπαιζε ποδόσφαιρο, αρραβωνιάστηκε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά όμως δεν κατάφερε να έχει επικοινωνία ή να βρεθεί με την οικογένεια του πατέρα Γεώργιου, αφού τότε δεν ήταν εύκολο να ταξιδεύεις ή να εντοπίσεις κάποιον στο τηλέφωνο.
Τότε σε ένα ταξίδι του στην Ελλάδα θέλησε να κοιτάξει να βρει τηλέφωνα στην Σάμο, όπου, όπως του είχαν πει δέκα χρόνια πριν, κατοικούσε ο γιός του πάτερα, ο Κυριάκος, ώσπου τον εντόπισε. Επέστρεψε στην Κύπρο, πήρε την γυναίκα του και με την πρώτη πτήση πήγαν Αθήνα από εκεί με καράβι βρεθήκαν στην Σάμο.
Ο Κυριάκος τους περίμενε στο λιμάνι και έτσι έγινε η αντάμωσή τους έπειτα από 23 χρόνια . Μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήγαν να συναντήσουν την παπαδιά, αφού ο σύζυγός της είχε στο μεγαξύ πεθάνει.
Έφτασαν στον Άγιο Κωνσταντίνο όπου την είδαν να τους περιμένει στην πόρτα. Στιγμές συγκίνησης. Η γυναίκα μου, είπε ο Τάσος Μακρής, δίπλα έβλεπε με δάκρυα στα μάτια αυτές τις σκηνές και όπως του είπε η παπαδιά έμοιαζε με μια γυναίκα που συναντούσε τον αγνοούμενο γιο της.
Η παπαδιά έφυγε κάποια χρόνια μετά όμως πρόλαβε, όπως είπε, και την επισκέφθηκε όταν είχε αρρωστήσει. Της πήρε μια εικόνα και το βιβλίο του Αγίου Νεοφύτου που το κρατούσε όταν άφησε την τελευταία της πνοή.
Πηγή: ΚΥΠΕ