«Πενήντα χρόνια συνεχίζεται το βάρβαρο έγκλημα»-Τα κόμματα καταδίκασαν τη β’ φάση της εισβολής
13:43 - 14 Αυγούστου 2024
Τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από την β’ φάση της τουρκικής εισβολής του 1974 καταδίκασαν με ανακοινώσεις τους, τα πολιτικά κόμματα, που καλούν την Κυβέρνηση να αναλάβει δράση για επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό.
Σε ανακοίνωσή του, ο Δημοκρατικός Συναγερμός αναφέρει πως «τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου του 1974, η Άγκυρα οδηγώντας σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, υπό την ανοχή του διεθνούς παράγοντα, ολοκληρώνει τα άνομα σχέδια της. Ο Αττίλας ΙΙ προελαύνει στο νησί. Αμμόχωστος, Καρπασία, Μόρφου και Μεσαορία πέφτουν στα χέρια των κατοχικών δυνάμεων. Στον τραγικό απολογισμό οι χιλιάδες πεσόντες και άμαχοι νεκροί, οι εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι, οι αγνοούμενοι, οι εγκλωβισμένοι, οι γυναίκες που μαρτύρησαν στα χέρια του κατακτητή».
Στην ανακοίνωση του ΔΗΣΥ προστίθεται ότι «50 χρόνια μετά η Κύπρος, ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποφέρει από τα δεινά της εισβολής και κατοχής, βιώνει τις συνέπειες της de facto διχοτόμησης. Δεν ζητούμε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τον ΟΗΕ, τους ευρωπαίους εταίρους μας, τη διεθνή κοινότητα, πέρα από το αυτονόητο. Την απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας μας, τον σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Πιστοί στον σκοπό τον οποίο τάχθηκε ο Δημοκρατικός Συναγερμός από την ίδρυση του, σημειώνεται στην ανακοίνωση «για την επίτευξη μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό, στη βάση της ΔΔΟ με πολιτική ισότητα χωρίς κατοχικά στρατεύματα, αναχρονιστικές εγγυήσεις και επεμβατικά δικαιώματα, συνεχίζουμε να στηρίζουμε κάθε προσπάθεια που στοχεύει στη διάρρηξη του υφιστάμενου αδιεξόδου, αναλαμβάνοντας συνεχώς πρωτοβουλίες προκειμένου να συμβάλουμε στην επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων».
Καταλήγοντας, ο ΔΗΣΥ επεσήμανε πως «έχουμε χρέος να αξιοποιήσουμε στο έπακρο και με κάθε δυνατό τρόπο, με υπευθυνότητα και σοβαρότητα, μακριά από λαϊκίστικες και επικοινωνιακές προσεγγίσεις την κινητικότητα που παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα. Το χρωστάμε σε όλα τα θύματα της τουρκικής εισβολής. Το χρωστάμε στους εαυτούς μας. Στους αγνοούμενους και εγκλωβισμένους μας που ακόμη περιμένουν. Το χρωστάμε στα παιδιά μας».
Στο υπόμνημά του, το ΑΚΕΛ καταδικάζει τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή και διαίρεση της πατρίδας μας «που επιβλήθηκε με παράνομη στρατιωτική βία από την Τουρκία, τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974, η οποία πήρε την σκυτάλη από το φασιστικό πραξικόπημα της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄ ενάντια στη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου υπό τον Πρόεδρο Μακάριο».
Υπενθυμίζει ότι η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο δεν είχε ούτε έχει κανένα ηθικό, πολιτικό ή νομικό έρεισμα και δικαιολογητικό. «Ούτε το διεθνές δίκαιο ούτε η Συνθήκη Εγγύησης -που κακόβουλα επικαλείται η Τουρκία- δεν παρείχε στις εγγυήτριες δυνάμεις δικαίωμα στρατιωτικής επέμβασης στην Κύπρο, αφού κάτι τέτοιο αντίκειται ευθέως στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Ούτε βέβαια ο Αττίλας αποκατέστησε ή στόχευε ποτέ να αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη που ανατράπηκε με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974», αναφέρει.
Το ΑΚΕΛ υπενθυμίζει τα ψηφίσματα 550 και 789 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την Αμμόχωστο, τα οποία προβλέπουν την επιστροφή των νόμιμων κατοίκων υπό την προσωρινή διοίκηση του ΟΗΕ, ανεξάρτητα από τη συνολική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος. «Καταγγέλλουμε την Τουρκία που όχι μόνο δεν συμμορφώνεται με τα σχετικά ψηφίσματα, αλλά πρόσφατα προχώρησε σε σταδιακό 'άνοιγμα' της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, με στόχο τον εποικισμό της περιφραγμένης περιοχής ή/και την επιστροφή των νόμιμων κατοίκων της περιοχής υπό συνθήκες στρατιωτικής κατοχής. Ζητούμε από τον ΟΗΕ να δράσει ώστε να αναστραφούν οι παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στην Αμμόχωστο και να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα του ίδιου του Οργανισμού», σημειώνει.
Το ΑΚΕΛ, μεταξύ άλλων, δηλώνει ότι το στάτους κβο είναι απαράδεκτο και πηγή κινδύνου για όλους τους Κύπριους, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους και η συνέχισή του ισοδυναμεί με αναπαραγωγή της έντασης και της στρατιωτικοποίησης στο νησί και στην ευρύτερη περιοχή.
«Απορρίπτουμε κάθε σενάριο οριστικής διχοτόμησης της πατρίδας μας και τις αξιώσεις της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας για λύση δύο κρατών και αναγνώριση ‘κυριαρχικής ισότητας’, θέσεις που συγκρούονται κάθετα με τις παραμέτρους του ΟΗΕ για τη λύση του Κυπριακού. Καλούμε τον ΟΗΕ να απορρίψει και να καταγγείλει κάθε απόπειρα ανατροπής της βάσης λύσης του Κυπριακού όπως καθορίζεται από τα σχετικά ψηφίσματα του Οργανισμού», αναφέρει.
Το ΑΚΕΛ ζητεί από τον ΓΓ ΟΗΕ να δράσει για να επαναρχίσει η ειρηνευτική διαδικασία στο Κυπριακό, με άμεση επανέναρξη των συνομιλιών από το σημείο που διακόπηκαν στη Διάσκεψη του Κραν Μοντανά το 2017, στη βάση του Πλαισίου Γκουτέρες, του μηχανισμού εφαρμογής της λύσης -που καταργεί τη Συνθήκη Εγγύησης και τα όποια επεμβατικά δικαιώματα- και του συνόλου του συγκλίσεων που είχαν επιτευχθεί κατά τις διαπραγματεύσεις μέχρι το τέλος της Διάσκεψης.
Στόχος, προσθέτει, είναι η ειρηνική επίλυση του Κυπριακού, που θα προνοεί την ταχεία αποχώρηση όλων των κατοχικών στρατευμάτων, την άμεση κατάργηση της Συνθήκης Εγγύησης και των όποιων επεμβατικών δικαιωμάτων, τον τερματισμό του παράνομου εποικισμού, την επανένωση του εδάφους και του λαού μας, καθώς και την αποκατάσταση και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών όλων των Κυπρίων.
Από πλευράς του, το Δημοκρατικό Κόμμα αναφέρει πως «σαν σήμερα πριν από μισό αιώνα η τουρκική εισβολή εισήλθε στη δεύτερή της φάση. Στις 14 Αυγούστου 1974, η Τουρκία, παραβιάζοντας τη συμφωνηθείσα εκεχειρία και περιφρονώντας κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένου του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, διεύρυνε τα επεκτατικά της σχέδια και προχώρησε στην κατάληψη της Αμμοχώστου, της Καρπασίας, της Μόρφου και της Μεσαορίας».
Στην ανακοίνωση του ΔΗΚΟ προστίθεται πως «το βάρβαρο έγκλημα της Τουρκίας συνεχίστηκε με την παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους και συνεχίζεται με την κατοχή, τις αλλεπάλληλες προκλητικές, επεκτατικές και επιθετικές της ενέργειες σε συνδυασμό με την απαράδεκτη και επαναλαμβανόμενη απαίτηση της για αναβάθμιση του ψευδοκράτους και λύση δύο κρατών. Ο «Αττίλας 2» αποτελεί ακόμη μια απόδειξη, ότι η Τουρκία πέραν από επιθετική, είναι ταυτόχρονα μια αναξιόπιστη χώρα και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται».
Το ΔΗΚΟ υπογράμμισε παράλληλα πως «μισό αιώνα μετά η Τουρκία και οι εγκάθετοι της στα κατεχόμενα εδάφη μας, ακολουθούν την ίδια αναξιόπιστη, αδιάλλακτη και διχοτομική στρατηγική και φέρουν την αποκλειστική ευθύνη της μη επίλυσης του Κυπριακού. Το Δημοκρατικό Κόμμα επαναλαμβάνει με καθαρότητα και αποφασιστικότητα ότι ο κυπριακός λαός δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχτεί λύση δύο κρατών, δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχτεί συνομοσπονδία δύο κρατών, δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχτεί μια λύση που θα νομιμοποιεί την κατοχή και θα μετατρέπει την Κύπρο σε τουρκικό προτεκτοράτο».
Καταλήγοντας, στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι «στόχος είναι η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για μια λύση που θα απελευθερώνει το νησί μας από την τουρκική κατοχή, που θα επανενώνει τον κυπριακό λαό, τους θεσμούς, την κοινωνία και την οικονομία και που θα διασφαλίζει τη συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για να το πετύχουμε, απαιτείται ενότητα στο εσωτερικό μέτωπο και συλλογική στήριξη των προσπαθειών που καταβάλλει ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης».
Σύντομη ήταν η ανακοίνωση του ΕΛΑΜ, το οποίο σημείωσε ότι «στις 14 Αυγούστου 1974, ο βάρβαρος Αττίλας ολοκληρώνει το έγκλημα του, με την κατάληψη της Αμμοχώστου και του 37% του εδάφους της Πατρίδας μας. Ως Έλληνες της Κύπρου δεν συμβιβαζόμαστε με την κατοχή και δεν χαρίζουμε ούτε εκατοστό Γης στον κατακτητή. Το Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο, παραμένει πιστό στον Αγώνα για Απελευθέρωση της Πατρίδος μας, χωρίς συμβιβασμούς και ανταλλάγματα, που θα μετατρέψουν την Κύπρο σε τουρκικό προτεκτοράτο».
Από πλευράς της, η ΕΔΕΚ ανέφερε ότι «πενήντα χρόνια μετά, είναι καιρός επιτέλους να κατανοήσουν κάποιοι ότι ο κατευνασμός εκτρέφει την τουρκική αδιαλλαξία. Καρπασία, Αμμόχωστος, Μόρφου, Μεσαορία έπεσαν στα βρώμικα χέρια και πατήθηκαν από τις βάρβαρες μπότες των Τούρκων, στη δεύτερη φάση του εγκλήματος κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, που ξεκίνησε τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου 1974».
Στην ανακοίνωσή της, η ΕΔΕΚ επεσήμανε ότι «για να υπενθυμίσουμε με ποιους έχουμε να κάνουμε, σημειώνουμε την καθαρή ιστορική πραγματικότητα, ότι η Τουρκία ξεκίνησε την προέλαση των στρατευμάτων εισβολής, κατά παράβαση των προηγούμενων συμφωνηθέντων και παραβιάζοντας την εκεχειρία που είχε συμφωνηθεί. Στη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, συνεχίστηκαν οι δολοφονίες, οι εκτελέσεις, οι βιασμοί και τα βασανιστήρια από τον τουρκικό στρατό και από αγέλες αρκετών φανατικών τουρκοκυπρίων».
Οι Σοσιαλιστές, στην ανακοίνωση, επεσήμαναν, δε, ότι «μετρούμε πενήντα χρόνια κατοχής, εποικισμού, σφετερισμού, παρανομίας, παραβίασης του διεθνούς δικαίου. Η τουρκική πλευρά ουδέποτε επέδειξε έστω και ίχνη διάθεσης για ουσιαστική διαπραγμάτευση, με στόχο την επίτευξη βιώσιμης και δημοκρατικής λύσης. Αντίθετα, όλες οι ενέργειες της υποδηλούν ότι το μόνο που επιδιώκει είναι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου. Η Ελληνοκυπριακή πλευρά έχει προβεί σε ασύγγνωστες υποχωρήσεις, για να αποδείξει την καλή της θέληση. Το μόνο αποτέλεσμα είναι η τουρκική πλευρά να ισχυρίζεται ότι έχει αποκτήσει κεκτημένα».
Καταλήγοντας, η ΕΔΕΚ τόνισε ότι «πενήντα χρόνια μετά, είναι καιρός επιτέλους να κατανοήσουν κάποιοι ότι ο κατευνασμός εκτρέφει την τουρκική αδιαλλαξία. Πενήντα χρόνια μετά, είναι καιρός να αλλάξουμε τακτική, να χρησιμοποιήσουμε όλα τα διπλωματικά, πολιτικά, γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά «όπλα», για να πιεστεί η Τουρκία. Δεν νοείται διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, που να μη ξεκινά από την επίλυση της διεθνούς πτυχής, δηλαδή τα τουρκικά στρατεύματα, τις εγγυήσεις και τους έποικους. Δεν νοείται λύση, που να μη σέβεται τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα όλων των νομίμων κατοίκων της Κύπρου, που να μην προνοεί εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε όλη την Κύπρο χωρίς μόνιμες παρεκκλίσεις και πρωτογενές δίκαιο και εφαρμογή των τεσσάρων βασικών ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή είναι η μόνη βιώσιμη και δημοκρατική λύση».
Ο Μάριος Κάρογιαν, στο δικό του μήνυμα εκ μέρους της ΔΗΠΑ, καλεί τον λαό και την πολιτική ηγεσία σε συστράτευση για το καλό της πατρίδας, όπως αναφέρει. «14 Αυγούστου 1974, ώρα 5:30 το πρωί. Ο οξύς ήχος των σειρήνων «ξυπνά» και πάλι όλη την Κύπρο. Οι Τούρκοι ολοκληρώνουν το έγκλημα εις βάρος του κυπριακού λαού, εν μέσω εκεχειρίας, με την κατάληψη της Αμμοχώστου και της χερσονήσου της Καρπασίας».
Ο Μάριος Κάρογιαν πρόσθεσε πως «50 χρόνια μετά. Ο ήχος των σειρήνων παραμένει το ίδιο ανατριχιαστικός και «επώδυνος» να ξυπνά τις μαύρες μνήμες της δεύτερης εισβολής. Οι παλαιότεροι θυμούνται τις τραγικές στιγμές που πέρασε ο τόπος και οι νεότεροι βιώνουν μέχρι σήμερα τις δραματικές συνέπειες της τουρκικής παρανομίας και αδιαλλαξίας στο νησί».
Μισός αιώνας γεμάτος πόνο, θλίψη και ατελέσφορων προσπαθειών για επίλυση του κυπριακού προβλήματος, σημείωσε ο κ. Κάρογιαν, «αλλά χωρίς δικαίωμα να ξεχάσουμε ή να περιπέσουμε στη λήθη και να παραιτηθούμε του αγώνα μας για απελευθέρωση και επανένωση της χώρας μας. Το Βαρώσι μας, η «Πόλη Όραμα», στέκει έκτοτε και μέχρι σήμερα ως πόλη φάντασμα, τραγικό σύμβολο της παρανομίας, της θηριωδίας, της κατάφωρης αδικίας και του πόνου των νόμιμων κατοίκων της».
Ο πρόεδρος της ΔΗΠΑ πρόσθεσε ότι «η Δημοκρατική Παράταξη, με θλίψη και αποτροπιασμό, καταδικάζει την δεύτερη εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, στην κατεχόμενη πόλης της Αμμοχώστου. Την ίδια ώρα, τιμούμε τους πεσόντες και αγνοούμενους της δεύτερης εισβολής, τους πρόσφυγες και εκτοπισμένους».
Η συνεχιζόμενη παραβίαση των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και ειδικά των Ψηφισμάτων 550 και 789, η παντελής απαξίωση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η απαράδεκτη καταπάτηση του διεθνούς δικαίου και των Συμφωνιών Κορυφής για τη συνολική διευθέτηση του κυπριακού, αποτελούν δείγματα αποθράσυνσης της Τουρκίας που εκπηγάζει από την απάθεια του διεθνούς παράγοντα και την ατιμωρησία, αφού ουσιαστικά ουδέποτε η Τουρκία κλήθηκε να λογοδοτήσει για το έγκλημα κατά της Κύπρου, επεσήμανε ο Μάριος Κάρογιαν.
«Ως Δημοκρατική Παράταξη διατρανώνουμε την αποφασιστικότητα για συνέχιση του αγώνα και των προσπαθειών της χώρας μας για επίλυση του Κυπριακού και δικαίωση του συνόλου του κυπριακού λαού. Με ενότητα και αποφασιστικότητα, προσηλωμένοι σε θέσεις αρχών, οφείλουμε να συνεχίσουμε να διακηρύττουμε την ανάγκη για άμεση επανέναρξη διαλόγου και συνομιλιών, που θα οδηγούν σε τελική λύση του Κυπριακού, στη βάση των Ψηφισμάτων του ΟΗΕ, του διεθνούς δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου», καταλήγει το μήνυμά του.
Στη δική του ανακοίνωση, το Κίνημα Οικολόγων-Συνεργασία Πολιτών υπέδειξε πως «συμπληρώνονται 50 χρόνια από τις 14 Αυγούστου 1974, μισός αιώνας από την ημέρα όπου ξεκίνησε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής. Το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την κατάληψη, από τον Αττίλα, της Αμμοχώστου, της Καρπασίας και της Μόρφου. Από τότε ζούμε σε μία ημικατεχόμενη πατρίδα. Οι πρόσφυγες στερούνται του δικαιώματος της επιστροφής στις πατρογονικές τους εστίες, ενώ αδιευκρίνιστη παραμένει η τύχη αρκετών ακόμα αγνοούμενων».
Το Κίνημα Οικολόγων επεσήμανε ότι «επιμένουμε να διεκδικούμε την εκδίωξη του Αττίλα και την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Επιμένουμε να παλεύουμε ενάντια στην κατοχή και στα σχέδια της Τουρκίας όπως εξαγγέλλονται, με τη λεγόμενη γαλάζια πατρίδα, την εισβολή στην ΑΟΖ μας και στον εποικισμό της Αμμοχώστου».
Ως Κίνημα Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών, αναφέρεται στη συνέχεια, «διεκδικούμε μία δίκαιη και βιώσιμη λύση, που προϋποθέτει την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων και την πλήρη εφαρμογή των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων για όλους τους Κύπριους».
Καταλήγοντας, οι Οικολόγοι σημείωσαν ότι «μια λύση που θα στηρίζεται στην ενιαία προστασία και διαχείριση του κοινωνικού, πολιτισμικού και φυσικού περιβάλλοντος του νησιού και θα καταργεί τον γεωγραφικό διαχωρισμό με βάση εθνικά κριτήρια. Μια λύση χωρίς ξένες εγγυήσεις, βάσεις, επεμβατικά δικαιώματα και εποίκους. Μια κοινή πατρίδα για όλους τους Κυπρίους».
Στη δική του ανακοίνωση, το Βολτ Κύπρου υπέδειξε ότι «σήμερα, είναι ημέρα μνήμης και καταδίκης της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974—μια ημέρα που άλλαξε για πάντα τις ζωές πολλών Κυπρίων και άφησε ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία του νησιού. Καθώς θυμόμαστε αυτό το τραγικό γεγονός, το Volt Europa στέκεται αλληλέγγυο με τον κυπριακό λαό, αναγνωρίζοντας τον διαρκή πόνο τους και τη συνεχιζόμενη διχοτόμηση που εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι και σήμερα».
Στην ανακοίνωση προστίθεται πως η εισβολή οδήγησε όχι μόνο στην κατοχή σχεδόν του 37% της κυπριακής επικράτειας, αλλά και στον εκτοπισμό χιλιάδων ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους εξακολουθούν να ζουν με τον άλυτο πόνο των χαμένων σπιτιών, των βιοποριστικών μέσων και των αγαπημένων προσώπων. Κατά τη διάρκεια του κυπριακού προβλήματος, Κύπριοι από όλες τις κοινότητες υπέστησαν μεγάλες απώλειες και πόνο. Σήμερα, ο μόνος τρόπος για να τιμήσουμε τη μνήμη των θυμάτων του παρελθόντος είναι να στηρίξουμε τη δημιουργία μιας ενωμένης, ομοσπονδιακής Κύπρου, όπου η ενσυναίσθηση και η κατανόηση θα επικρατήσουν.
«Ένα από τα πιο σημαντικά και επώδυνα σημεία αυτής της σύγκρουσης είναι το ζήτημα της Αμμοχώστου. Μια πόλη που κάποτε έσφυζε από ζωή και ευημερία, η Αμμόχωστος έχει παραμείνει πόλη-φάντασμα, παγωμένη στον χρόνο από την κατοχή και τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε ένα θλιβερό τουριστικό θέαμα. Το Volt Europa στηρίζει σταθερά και αταλάντευτα την επιστροφή της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της υπό τη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών, όπως αναφέρεται στα Ψηφίσματα 550 και 789 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών».
Καταλήγοντας, το Βολτ τονίζει πως «ως πανευρωπαϊκό πολιτικό κίνημα, το Volt Europa επαναβεβαιώνει τη δέσμευσή του να υποστηρίξει όλες τις προσπάθειες που αποσκοπούν στην εξεύρεση μιας συνολικής, δίκαιης και διαρκούς λύσης για το κυπριακό ζήτημα. Υποστηρίζουμε ένθερμα την ανανέωση του διαλόγου, της διπλωματίας και της συνεργασίας μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών, με στόχο την επανένωση της Κύπρου ως μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα. Σε αυτό ενθαρρυνόμαστε από τις προσπάθειες προσέγγισης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δύο από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της Κύπρου. Οι ιδέες για μια λύση δύο κρατών ή άλλα διχοτομικά μοντέλα δεν είναι ούτε βιώσιμες ούτε εφικτές και τις απορρίπτουμε κατηγορηματικά. Μια ενωμένη Κύπρος, με μία κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα, μία υπηκοότητα, και δύο συνιστώντα κρατίδια με πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, είναι το απαραίτητο πλαίσιο για την εξασφάλιση της ασφάλειας, της ελευθερίας και της ευημερίας όλων των Κυπρίων».