«Μεταξύ του θανάτου και της ζωής ήταν η κυρά Φροσύνη… Ήταν δεύτερη μάνα που μας φρόντιζε»

«Η κυρά Φροσύνη έγινε για μας δεύτερη μάνα. Όσοι ακούν την ιστορία της εκφράζουν θαυμασμό και ότι έδειξε αυταπάρνηση. Συμπεριφερόταν σαν μάνα μας. Έδειχνε το ενδιαφέρον της μάνας όσο μας φρόντιζε στην κατοχή. Κρατήσαμε επαφές όσο ήταν εν ζωή […] Όσο κι αν βασανίστηκε από τους Τούρκους, ποτέ δεν μαρτύρησε. Ήθελε να κάνει το καλό».

Με αυτά τα λόγια περιγράφει την Ευφροσύνη Προεστού, την κυρά της Λαπήθου, που κατά την περίοδο της εισβολής έκρυψε και φρόντιζε δώδεκα στρατιώτες, ο Νίκος Παπαναστασίου, ένας εκ των στρατιωτών. Η κυρά Φροσύνη, με αυταπάρνηση και χωρίς φόβο, αποφάσισε να ανοίξει την πόρτα της στους δώδεκα στρατιώτες, που έψαχναν καταφύγιο, ενώ είχαν μόλις καταφέρει να ξεφύγουν από τους Τούρκους εισβολείς, που τους είχαν στήσει καρτέρι εν μέσω εκεχειρίας.

Ο Νίκος Παπαναστασίου με άλλους έντεκα, για ένα μήνα ζούσαν με την κυρά Φροσύνη στη Λάπηθο, κρυμμένοι αρχικά σε μία σπηλιά και μετά σε ένα σπίτι που εγκαταλείφθηκε, μέχρι την ημέρα που έφτασαν στα ίχνη τους οι Τούρκοι. Οι εισβολείς συνέλαβαν την κυρά Φροσύνη, την βασάνισαν για να μαρτυρήσει πού βρίσκονταν οι στρατιώτες που βοηθούσε, όμως εκείνη με μεγαλείο ψυχής και με αυταπάρνηση δεν είπε κουβέντα.

Οι δέκα εκ των δώδεκα στρατιωτών συνελήφθησαν, βασανίστηκαν, κάποιοι μαρτύρησαν όλη την αλήθεια, κάποιοι άλλοι όχι. Αυτό, όμως, που τους έμεινε ήταν η σχέση ζωής που έχτισαν κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Μέσα από τη μαυρίλα του πολέμου, οι δώδεκα στρατιώτες βρήκαν μία δεύτερη μάνα, που τους είχε σαν παιδιά της και τους φρόντιζε για να μην πάθουν τίποτα.

Ο κ. Παπαναστασίου, πενήντα χρόνια μετά από εκείνο το μαύρο καλοκαίρι, εξιστορεί στον REPORTER τι έγινε το 1974, πώς έφτασαν στην πόρτα της κυράς Φροσύνης και πώς τελικά τους συνέλαβαν οι Τούρκοι.

1618845887-19897

Η εισβολή, οι πρώτες επιθέσεις και η οπισθοδρόμηση

«Η εισβολή με βρήκε στο στρατόπεδο. Όταν έγινε το πραξικόπημα, υπήρξε εντολή δυνάμεις να πάνε για να συμμετέχουν στην ανατροπή του Μακαρίου. Εγώ έμεινα στο στρατόπεδο. Στις 19 Ιουλίου είχαμε πληροφορίες πως επέκειτο εισβολή της Τουρκίας. Ο διοικητής μας είχε εκφράσει άποψη όπως το τάγμα μας μεταβεί στην Κερύνεια, από τις 19 Ιουλίου τη νύχτα, για να μην εκτεθεί στις αεροπορικές επιδρομές της ημέρας. Αυτό το πράγμα δεν έγινε αποδεκτό και του είπαν ότι το τάγμα θα ξεκινήσει για να αποκρούσει την εισβολή την επόμενη το πρωί. Ξεκινήσαμε στις 20 Ιουλίου για την Κερύνεια.

Καθ’ οδόν προς την Κερύνεια, δεχτήκαμε πλήγματα από την Τουρκία στον Κοντεμένο. Ήταν ημέρα και οι χειριστές των αεροπλάνων εύκολα μας εντόπισαν και μας έπληξαν καίρια και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να έχουμε νεκρούς, τραυματίες και καταστροφή οχημάτων. Εμείς είχαμε διαταχθεί στο Τάγμα να ξεκινήσουμε να πάμε στην Κερύνεια και είχαμε ειδοποιηθεί ότι υπήρξε πλήγμα στον Κοντεμένο και να πάρουμε άλλη διαδρομή. Αποφασίσαμε να πάμε με τα μηχανοκίνητα οχήματά μας από το Ακάκι, Περιστερώνα, Ζώδεια, Μύρτου και Κερύνεια.

Στο δρόμο ένα αυτοκίνητο είχε πάθει βλάβη. Κατευθυνθήκαμε προς την Κερύνεια και φτάσαμε γύρω στο απόγευμα στο Έξι Μίλι. Ήταν ένα μίλι πριν το Πέντε Μίλι που έγινε η απόβαση των Τούρκων και εκεί διαπιστώσαμε πως οι Τούρκοι είχαν αποβιβαστεί σχεδόν ανενόχλητοι, λόγω της ανοργανωσιάς που υπήρχε με το πραξικόπημα και δημιούργησαν ένα προγεφύρωμα. Πήραν ένα κομμάτι κοντά στον τόπο της απόβασης και αυτό ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα, επειδή θα μπορούσαν να αποβιβάζουν στρατιωτικές δυνάμεις, άρματα και εξοπλισμό.

Τη νύχτα αποφάσισε το τάγμα μας να κάνει μία αντεπίθεση για να διώξει τους Τούρκους από το προγεφύρωμα. Η επίθεση διατάχθηκε να γίνει στις 2:30 τα ξημερώματα και το μειονέκτημα ήταν ότι θα ξημέρωνε σε δύο ώρες και θα μας έπληττε η αεροπορία των Τούρκων. Αυτό και έγινε. Κάναμε την επίθεση, ρίξαμε αρκετά βλήματα με τα πυροβόλα μας, είχαμε και τα πολυβόλα των μηχανοκίνητων οχημάτων μας και έτσι, μέχρι να ξημερώσει, τα πράγματα έβαιναν καλώς. Με την άφιξη της αεροπορίας, η κατάσταση ξέφυγε και επικρατούσε πανικός.

Αποφασίστηκε οπισθοχώρηση και όλοι τρέχαμε να σωθούμε προς διάφορες κατευθύνσεις. Εγώ έτρεξα αρκετά και μέσω των λεμονιών έφτασα στη Λάπηθο και βγήκα στο δρόμο προς Καραβά. Είδα ένα αυτοκίνητο πολιτών που έφευγαν από το χωριό, υπό το φόβο να μην καταληφθεί το χωριό. Μπήκα στο όχημά τους και κατευθυνθήκαμε προς τη Μόρφου. Από εκεί εγώ πήγα σε ένα στρατόπεδο στην περιοχή και μετά από τρεις ημέρες με πήραν στο τάγμα μου, που ήταν στον Κοντεμένο. Προσπαθήσαμε να κάνουμε επίθεση για επανακατάληψη του Αγίου Ερμολάου, αλλά η προσπάθεια ήταν ανεπιτυχής και στραφήκαμε πίσω».

Η επιστροφή στη Λάπηθο

«Τελικά το τάγμα χρειάστηκε μία διακοπή για να ξεκουραστεί και μας έφεραν στη Λευκωσία. Τότε, η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς κατάλαβε ότι οι Τούρκοι είχαν σχηματίσει ένα κλοιό σε σχήμα πετάλου στην περιοχή της Λαπήθου-Καραβά και θεώρησαν ότι έπρεπε ένας λόχος του Τάγματός μας να κατευθυνθεί προς τα εκεί για άμυνα. Να ενωθεί με κάποιες άλλες μονάδες και να σχηματίσουν ένα μέτωπο που θα αντιστεκόταν στην σχεδιαζόμενη τουρκική επίθεση. Αυτό ήταν κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας.

Στις 4 Αυγούστου τα μεσάνυχτα μας είχαν πάρει στη Λάπηθο και την επόμενη πήραμε τις θέσεις μας και σχηματίσαμε το μέτωπο. Όμως από την αρχή φάνηκε η υπεροπλία των Τούρκων. Από μετέπειτα πληροφορίες, μάθαμε ότι ήταν 14,000 στρατιώτες οι Τούρκοι και 400 στρατιώτες εμείς. Ήμασταν υπόχρεοι να μείνουμε στις θέσεις μας, είχαμε την ιδεολογία να μείνουμε εκεί.

Στις 6 Αυγούστου, στις 05:20 το πρωί, άρχισε η επίθεση. Μία αιφνίδια επίθεση, από όλες τις πλευρές, με κανονιοβολισμούς από τα πλοία. Επίσης, είχαν μπει στα πολυβολία του Πενταδάκτυλου, που ήταν εγκαταλελειμμένα και τα βρήκαν έτοιμα και μας έβαλλαν και από εκεί. Από το προγεφύρωμα είχαν φέρει και άρματα μάχης και έπρεπε να τα αντιμετωπίσουμε και εκείνα. Η επίθεση ήταν τόσο καταιγιστική, που παρόλο ότι αμυνθήκαμε από την αρχή, οι αξιωματικοί μας αντιλήφθηκαν ότι έπρεπε να γίνει οπισθοχώρηση.

Μετά από την εντολή για οπισθοχώρηση, το Τάγμα μας είχε ξεκινήσει προς τη θάλασσα, που είχαμε άλλες δυνάμεις, που τοποθετήθηκαν εκεί για να εμποδίσουν τις δυνάμεις των εισβολέων να κατευθυνθούν προς τα δυτικά. Ήμασταν μία ομάδα δώδεκα στρατιωτών. Προχωρήσαμε προς τα εκεί, όμως λίγα μέτρα πριν τον κύριο δρόμο Κερύνειας-Λαπήθου, δεχθήκαμε πυρά. Νομίζαμε ότι ήταν οι δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ και μας πυροβολούσαν επειδή θεωρούσαν ότι ήμασταν Τούρκοι. Σηκώσαμε ένα πανί και φωνάζαμε ότι είμαστε Έλληνες και να μην μας πυροβολούν. Τα πυρά συνεχίζονταν και καταλάβαμε ότι πριν την ΕΛΔΥΚ, οι Τούρκοι έστησαν ενέδρα μέσα σε ένα καλαμιώνα, επειδή είχαν καταλάβει που πάμε.

Εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε στο δρόμο ένα διπλοκάμπινο με στρατιώτες να στέκονται πίσω. Πέρασε ακριβώς δίπλα από τον καλαμιώνα, που ήταν η ενέδρα. Είχε δεκατρείς στρατιώτες που πυροβολήθηκαν. Το αυτοκίνητο έπεσε από το δρόμο και οι στρατιώτες έπεσαν στην άσφαλτο και φώναζαν την μητέρα και τον πατέρα τους. Τελικά είχαν σκοτωθεί, όμως μέχρι σήμερα είναι στον κατάλογο των πεσόντων που δεν έχουν ανευρεθεί ακόμη.

Λίγο πιο πίσω ερχόταν ένα άλλο αυτοκίνητο με στρατιώτες. Εμείς που είδαμε τι προηγήθηκε, τους φωνάξαμε να σταματήσουν, επειδή ήταν η ενέδρα. Σταμάτησαν, κατέβηκαν από το όχημα και άρχισαν να τρέχουν προς τα περβόλια για να γλυτώσουν».

1618845992-19964

Η κυρά Φροσύνη της Λαπήθου

«Εμείς τότε καταλάβαμε ότι ήταν αδύνατο να γλιτώσουμε και τότε δημιουργήθηκε το συναίσθημα της επιβίωσης. Ήμασταν εγκλωβισμένοι και δεν ξέραμε τι να κάνουμε, επειδή οι Τούρκοι θα ξεκινούσαν τις εκκαθαρίσεις στα χωριά. Έπρεπε να σκεφτούμε κάτι για να σωθούμε. Τότε σκεφτήκαμε ότι πρέπει να κατευθυνθούμε προς την Λάπηθο και να πάμε στην κυρά Ευφροσύνη, που γνωρίσαμε στη Λάπηθο, όταν πήγαμε για να στήσουμε το μέτωπο.

Ξεκινήσαμε προς τη Λάπηθο, με την ελπίδα ότι θα μας βοηθήσει. Ήμασταν κουρασμένοι, διψασμένοι, πεινασμένοι και ακούγαμε παντού πυροβολισμούς, όμως δεν τα βάλαμε κάτω. Προχωρήσαμε προς το σπίτι της κυράς Φροσύνης. Καθ’ οδόν βρήκαμε ένα σπίτι και όταν μπήκαμε μέσα, βρήκα ένα τηλέφωνο και πάνω στην απόγνωσή μου, είπα ότι θα τηλεφωνήσω στους δικούς μου. Το έπιασα και κατάλαβα ότι δεν ακουγόταν, όμως εγώ συνέχισα να μιλώ. Ήταν η απόγνωση της στιγμής. Στο σπίτι είδαμε ότι η κληματαριά ήταν γεμάτη σταφύλι και το κόψαμε και φάγαμε. Έτσι, πήραμε δυνάμεις, ήταν και λίγο μετά το μεσημέρι που φτάσαμε εκεί. Μετά συνεχίσαμε προς το σπίτι της κυράς Φροσύνης.

Μόλις φτάσαμε εκεί, μας κοιτούσε στα μάτια και κατάλαβε ότι βρισκόμασταν σε κίνδυνο, ότι θα μας σκότωναν οι Τούρκοι αν μας έβρισκαν. Είχε μπροστά της δώδεκα 19χρονους στρατιώτες και σκέφτηκε ότι ήταν κρίμα όλοι αυτοί οι νεαροί να χάσουν τη ζωή τους. Με αυτή την ενσυναίσθηση, δεν σκέφτηκε τον κίνδυνο για την ίδια, σκέφτηκε πώς θα μας γλιτώσει. Μάλιστα, ένας από εμάς της είπε “σκέφτου ότι είμαστε αγγόνια σου τζιαι εν να μας γλυτώσεις”. Είχαμε την αμφιβολία ότι από το φόβο, μπορούσε η κυρά Φροσύνη να μας εγκαταλείψει, κάτι που είχαν κάνει άλλες ηλικιωμένες, που δεν μας άνοιξαν όταν μας είδαν με τα στρατιωτικά.

Η κυρά Φροσύνη ήταν κάτι διαφορετικό. Της είχε δημιουργηθεί ένα αίσθημα αγάπης και άρχισε να σκέφτεται τι πρέπει να κάνει για να μας βοηθήσει και να μας γλιτώσει. Το θεωρούσε καθήκον της, ως υπηρεσία προς την πατρίδα, να κάνει ένα καλό. Μας κάλεσε στο σπίτι της, υπήρχε ένα τραπέζι εκεί, καθίσαμε όλοι γύρω λες και ήταν στρατιωτική συνάντηση για αποφάσεις. Βάλαμε κάτω διάφορα σενάρια, για να βοηθηθούμε. Το πρώτο σενάριο ήταν να κρυβόμαστε την μέρα πίσω από το σπίτι της, που είχε χόρτα και τη νύχτα να μπαίνουμε στο σπίτι της. Αυτό κάναμε, όμως σκεφτόμασταν και τι θα γινόταν αν χτυπήσουν στρατιώτες τη νύχτα την πόρτα και γι’ αυτό στην πίσω πλευρά, που υπήρχε μία πόρτα, ανοίξαμε ένα διάδρομο, που έβλεπε προς το περιβόλι και θα μπορούσαμε να φύγουμε».

Η παραμονή στο σπήλαιο

«Το επόμενο πρωί, μας έκανε πρόγευμα, όμως μας είπε ότι θα ήταν καλύτερα να κρυφτούμε σε ένα σπήλαιο, που ήταν 100 μέτρα από το σπίτι της. Εμείς αναγκαστικά πήγαμε εκεί, είδαμε ότι ήταν μία τρύπα στους βράχους. Μπήκαμε μέσα και μείναμε στην άκριά του, επειδή πιο μέσα ήταν βραχώδες και δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Είχε και νερό. Μείναμε στρυμωγμένοι στην άκρη της σπηλιάς.

Η πρώτη μας σκέψη ήταν να καμουφλάρουμε το στόμιο της σπηλιάς να μην μας εντοπίσουν οι Τούρκοι. Βάλαμε κλαδιά και το κρύψαμε. Η κυρά Φροσύνη είχε την έγνοια μας και ήθελε να εκτελεί χρέη σκοπού και σε περίπτωση που μας πλησίαζε κανένας και μας τροφοδοτούσε παράλληλα. Για δύο-τρεις μέρες είχε τροφή να μας δώσει και μας είπε κάποια συνθηματικά όπως “α Κυριακού είσαι μέσα;”, λες και επισκεπτόταν την γειτόνισσά της και μας άφηνε εκεί το φαγητό.

Η έγνοια μας μέσα στη σπηλιά ήταν πόσο θα αντέξουμε χωρίς φαγητό. Μέσα στη σπηλιά είχε νερό και έκανα χαρά, επειδή θυμήθηκα ότι κάποιος είχε πει ότι με το νερό ζει κάποιος μέχρι και 72 ημέρες. Μετά από λίγες ημέρες, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να πάμε να φέρουμε τρόφιμα. Βγήκα εγώ και ακόμη ένας στρατιώτης και πήγαμε προσεκτικά σε καταστήματα, που ξέραμε ότι οι Τούρκοι θα τα είχαν λεηλατήσει. Βρήκαμε καταστήματα τροφίμων και μαζέψαμε διάφορα πράγματα και τα πήραμε στη σπηλιά και στην κυρά Φροσύνη. Μέσα σε ένα κατάστημα βρήκαμε ένα ραδιόφωνο και μπαταρίες και με αυτό τον τρόπο είχαμε και ενημέρωση μέσα στη σπηλιά.

Μέσα από το ραδιόφωνο, οι οικογένειες έστελναν μηνύματα για τους χαμένους στρατιώτες και μέσα στα μηνύματα, ακούσαμε και από τους συγγενείς μας, που μας αναζητούσαν. Μας έπιασε μία μελαγχολία αν θα καταφέρουμε να δούμε τους δικούς μας. Έξω από τη σπηλιά ήταν ο θάνατος και μεταξύ του θανάτου και της ζωής ήταν η κυρά Φροσύνη».

Η εξόρμηση και η συνάντηση με τους Τούρκους

«Σε μία εξόρμησή μας, πήγαμε σε ένα κατάστημα με ρούχα, που μας είχε στείλει η κυρά Φροσύνη, για να αλλάξουμε από τα στρατιωτικά. Ήμουν εγώ και ακόμη ένας στρατιώτης και ενώ ψάχναμε μέσα, ανάμεσα σε ρούχα και βαλίτσες, εμφανίστηκε ένα περίπολο των Τούρκων, οπλισμένοι. Ο άλλος στρατιώτης, που ήταν κοντά στην πόρτα και τον είδαν, μου είπε “χώστου τζιαι έρκουνται οι Τούρτζοι”. Ευτυχώς ήταν ντυμένος με πολιτικά. Εγώ είχα κρυφτεί κάτω από κάτι βαλίτσες και από μία μικρή τρύπα τους έβλεπα. Εκείνος σκέφτηκε να το παίξει Άγγλος, επειδή ήταν και ξανθός.

Τους χαμογέλασε και τους είπε ότι ήταν από την Αγγλία και οι Τούρκοι πίστεψαν και αμέσως άρχισαν να πανηγυρίζουν ότι κέρδισαν. Του έδωσαν και το όπλο να το περιεργαστεί. Μετά από πέντε-δέκα λεπτά, έφυγαν οι στρατιώτες προς τη μία κατεύθυνση και εμείς φύγαμε προς την αντίθετη. Πήγαμε πίσω στη σπηλιά και γλυτώσαμε.

Ενώ εμείς βρισκόμασταν μέσα στη σπηλιά, Τουρκοκύπριοι στρατιώτες είχαν φτάσει στο σπίτι της κυράς Φροσύνης, η οποία δεν είχε φόβο μέσα της. Τους είπε “εγώ ήμουν μαμμού τζιαι εγέννησα σας ούλλους”. Ο ένας Τουρκοκύπριος της είπε ότι θα την άφηναν εκεί, αλλά να προσέχει. Την ρώτησαν γιατί δεν πήγε με τους άλλους ηλικιωμένους εγκλωβισμένους και τους είχε πει ότι άκουσε από το Bayrak ότι δεν θα πείραζαν όσους έμενα και ότι ο τουρκικός στρατός ήρθε για να φέρει την ειρήνη. Την άφησαν ήσυχη μετά».

Η έξοδος από τη σπηλιά

«Μία μέρα, ένας Τουρκοκύπριος που ζούσε στην περιοχή, ήθελε να ποτίσει κάποια περβόλια, που ήταν ακριβώς δίπλα από τη σπηλιά. Έξω από τη σπηλιά υπήρχε ένα κανάλι νερού, που κατέληγε στα περβόλια. Τον είδε η κυρά Φροσύνη και σκέφτηκε ότι μπορεί να μας αντιληφθεί και μετά να μας καρφώσει.

Όταν ήρθε το σήμα ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τη σπηλιά, πήγαμε σε ένα αρχοντικό δίπλα από το σπίτι της κυράς Φροσύνης. Είχε διάφορα δέντρα και θάμνους και μπορούσαμε να κρυφτούμε εκεί. Πήγαμε και οι δώδεκα και ήμασταν κρυμμένοι εκεί. Χρησιμοποιούσαμε και ένα άλλο σπίτι, κάτω από το σπίτι της κυράς Φροσύνης, για να κοιμηθούμε ή να τρώμε, όμως τη μέρα κρυβόμασταν στα δέντρα.

Η κυρά Φροσύνη μας φρόντιζε και μας μαγείρευε. Μας είπε και πού ήταν ο αλευρόμυλος και με τις οδηγίες της, πήγαμε και φέραμε αλεύρι, για να μας ζυμώσει πίτες και ψωμιά. Έτσι, εξασφαλίσαμε τη διατροφή μας. Μία μέρα, μαζί με ένα άλλο στρατιώτη, αποφασίσαμε να πάμε μία βόλτα στο χωριό. Πήγαμε σε ένα σπίτι και εντοπίσαμε ένα ηλικιωμένο που το έσκασε από τον εγκλωβισμό και επέστρεψε στο σπίτι του. Εκείνη την ώρα, ήρθε και ο κοινοτάρχης που διορίστηκε από τους Τούρκους ως υπεύθυνος των εγκλωβισμένων και του έφερε κρυφά ένα έντυπο του Ερυθρού Σταυρού για να το συμπληρώσει. Του είπα να γράψει πάνω “ο Νίκος Παπαναστασίου είναι καλά” και το έγραψε. Επιστρέψαμε στο σπίτι που μέναμε και το είπαμε στους άλλους στρατιώτες και δεν τους άρεσε επειδή πίστευαν ότι μπορεί να φέρει την προδοσία. Εμείς μείναμε στη Λάπηθο από τις 6 Αυγούστου μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου, όταν μας συνέλαβαν οι Τούρκοι».

227376

Πώς τους ανακάλυψαν οι Τούρκοι και η σύλληψη της κυράς Φροσύνης

«Υπήρχαν δύο-τρεις γέροι που ήξεραν για την παρουσία μας στο χωριό και το συζητούσαν μεταξύ τους στον εγκλωβισμό. Το άκουσε ένας Τούρκος αξιωματικός και ήθελε να το ερευνήσει. Θεώρησαν ότι έπρεπε να δράσουν αμέσως και να μας συλλάβουν. Μας παρακολουθούσαν κάποιες ημέρες πριν να μας συλλάβουν.

Έμαθαν πού ήταν το σπίτι της κυράς Φροσύνης, μπήκαν μέσα και τη συλλάβαν. Την πήραν στον αστυνομικό σταθμό που είχαν στήσει στο χωριό. Εκείνη την ώρα, εμείς μόλις είχαμε φάει και ο ένας στρατιώτης που ήμασταν μαζί, έπαιρνε στην κυρά Φροσύνη την κατσαρόλα. Μόλις επέστρεψε είχε καθίσει στην σκάλα που ήμασταν κρυμμένοι και έλυνε ένα σταυρόλεξο που βρήκαμε στο σπίτι. Οι Τούρκοι του φώναξαν “χέρια ψηλά” και εκείνος μας έκανε σήμα με το χέρι να φύγουμε.

Ήταν ο στρατιώτης που ήταν μαζί μου στο κατάστημα με τα ρούχα και σκέφτηκε να κάνει το ίδιο κόλπο ότι ήταν Άγγλος. Όμως, δεν τον πίστεψαν οι Τούρκοι αυτή τη φορά, τον συνέλαβαν και τον πήραν στον αστυνομικό σταθμό. Άρχισαν να τον ανακρίνουν, για να αποδείξουν ότι δεν ήταν Άγγλος. Ο ίδιος σκέφτηκε ότι πρόκειται για ένα περίπολο και τυχαία έδωσαν πάνω μας και γι’ αυτό δεν ομολογούσε. Οι Τούρκοι τον βασάνιζαν, όμως εκείνος δεν μίλησε.

Οι Τούρκοι του ζήτησαν τη διεύθυνσή του στην Αγγλία και εκείνος σκέφτηκε μία ψεύτικη, όμως ένας αξιωματικός του είπε ότι έλειπε ο κωδικός στο τέλος και έτσι έπεσε στην παγίδα του. Τον πήραν στο κάστρο της Κερύνειας μετά τα βασανιστήρια.

Την κυρά Φροσύνη, στο μεταξύ, την βασάνισαν για να ομολογήσει για τους στρατιώτες. Όμως, εκείνη δεν ομολογούσε, επειδή ήθελε να κάνει κάτι καλό. Την έδειραν, την κλωτσούσαν, την έβριζαν, της έκαναν εικονικό πνιγμό, αλλά δεν ομολόγησε. Τελικά την πήραν στο κάστρο της Κερύνειας. Εκεί, είπε η κυρά Φροσύνη ότι στο χωριό της ήταν μαία και ξεγεννούσε τις γυναίκες και αναφέρθηκε σε μία περίπτωση που ένας δωδεκάχρονος έτρεξε στην πόρτα της και της ζήτησε να πάει να βοηθήσει την αδελφή του.

Τότε, ένας Τουρκοκύπριος που ήταν εκεί, άρχισε να κλαίει, επειδή ήταν εκείνο το παιδί και την έλυσε και της φίλησε το χέρι. Την μετέφερε πίσω στο σπίτι της και η κυρά Φροσύνη έμεινε για εννέα μήνες ακόμη εκεί και μετά μεταφέρθηκε στις ελεύθερες περιοχές».

Η έξοδος από το σπίτι και η σύλληψη

«Εμείς μαζευτήκαμε στα περβόλια και πήγαμε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, που ήταν δίπλα από εκεί που μέναμε. Όμως, είδαμε ότι ήμασταν περικυκλωμένοι και έκαναν κινήσεις οι Τούρκοι. Σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε μέσα από τα περβόλια, για να σωθούμε, να τρέξουμε προς τη θάλασσα. Εγώ, μαζί με δύο άλλους, μπήκαμε μέσα σε θάμνους και πέσαμε στο έδαφος για να μην μας βλέπουν. Ένας άλλος στρατιώτης ανέβηκε πάνω σε μία συκιά, τρεις κατευθύνθηκαν προς το σπίτι που μέναμε πριν, αλλά ήρθαν αντιμέτωποι με στρατιώτες, που μόλις τους είδαν έριξαν μία ριπή. Ο ένας παραδόθηκε, ο άλλος έτρεξε προς ένα αποχωρητήριο και ο τρίτος έφαγε σφαίρες στην κοιλιά, λιποθύμησε και έπεσε κάτω. Οι Τούρκοι πήραν και τους δύο και τους έδεσαν τα χέρια, τα μάτια και τα πόδια και τους έστησαν κοντά μπροστά από ένα τοίχο.

Οι υπόλοιποι, αφού είδαν τι έγινε, σκέφτηκαν ότι έπρεπε να τρέξουν να ξεφύγουν μέσα από τα περβόλια. Ο ένας έφτασε μέχρι το δρόμο και εκεί υπήρχαν στρατιώτες, που τον πυροβόλησαν πάνω στο γόνατο και δεν μπορούσε να περπατήσει, με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν. Ο άλλος συνελήφθη μέσα στο περβόλι και ένας άλλος είχε κρυφτεί μέσα στα περβόλια και ήταν σε δίλημμα αν θα παραδοθεί ή όχι. Ένας άλλος έτρεχε μέσα στις λεμονιές και κατάφερε να κρυφτεί εκεί και να μην τον βρουν. Τους δύο που κατάφεραν να πιάσουν οι Τούρκοι, τους πήραν δίπλα στους άλλους και τους έστησαν στον τοίχο.

Οι Τούρκοι είχαν βάλει τον στρατιώτη που παραδόθηκε να φωνάζει “παραδοθείτε, διότι εν να μας παίξουν”. Εμείς οι τρεις που μείναμε κάτω τον ακούγαμε. Τότε, αποφασίσαμε να παραδοθούμε. Σηκωθήκαμε με τα χέρια πάνω και φωνάξαμε “παραδινόμαστε”. Πίσω μας είχε στρατιώτες και ένας εξ αυτών πυροβόλησε. Η σφαίρα πέτυχε τον ένα που ήταν μαζί μου, στο σημείο ανάμεσα στο γόνατο και το γοφό, μπήκε από τη μία πλευρά, βγήκε από την άλλη. Μόλις πλησιάσαμε, ένας Τούρκος μου χτύπησε με το όπλο πάνω στο κεφάλι και άρχισε να τρέχει αίμα. Θυμάμαι ζαλίστηκα. Μας έστησαν κι εμάς στον τοίχο και ήταν έτοιμοι να μας εκτελέσουν. Ο στρατιώτης που είχε κρυφτεί στη λεμονιά αποφάσισε να παραδοθεί και τον έφεραν δίπλα μας στον τοίχο.

Ο τραυματισμένος στην κοιλιά τους φώναξε “εκτελέστε μας αλλά εν να έχετε πρόβλημα με τον Ερυθρό Σταυρό”. Όταν το άκουσαν αυτό οι Τούρκοι κοντοστάθηκαν, όμως μετά αποφάσισαν να προχωρήσουν με το σχέδιό τους. Εκείνη την ώρα ήρθε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και ένας αξιωματικός τους είπε να σταματήσουν.

Ο στρατιώτης που ήταν στη συκιά κατάφερε να σωθεί και να μείνει άλλους δύο μήνες στη Λάπηθο. Κατάφερε να επιβιώσει και από το ραδιόφωνο άκουσε πως θα πήγαινε στο Μπέλλαπαϊς ο Κληρίδης να δει τον Ντεκτάς. Πήρε ένα ποδήλατο, πήγε στον Κληρίδη και του ζήτησε να τον πάρει μαζί του. Ο Κληρίδης του είπε “θα σε ανακρίνει ο Ντεκτάς και θα σε αφήσει μετά ελεύθερο”. Έτσι και έγινε. Ο στρατιώτης που ήταν στο αποχωρητήριο κατάφερε να γλιτώσει, επίσης. Όταν φύγαμε από το σημείο, έφυγε κι εκείνος. Περπατούσε εννιά μέρες, ακολουθώντας το φως του Τροόδους και έφτασε στις ελεύθερες περιοχές».

Η αιχμαλωσία και η απελευθέρωση

«Μετά, εμάς μας έβαλαν σε ένα φορτηγό και μας πήραν στο κάστρο της Κερύνειας. Εκεί μας βασάνιζαν, έσβηναν τα τσιγάρα πάνω μας, μας έβριζαν, μας χτυπούσαν, μας έριχναν κάτω. Εμένα με πήραν σε ένα γραφείο, ήταν ένας συνταγματάρχης και εγώ καθόμουν σε μία πολυθρόνα. Στη μία άκρη ήταν ένας στρατιώτης, στην άλλη άλλος και με χτυπούσαν. Εγώ πρήστηκα και με πήραν σε ένα κελί. Έφεραν ένα γιατρό και μου έραψε το τραύμα στο κεφάλι.

Μετά μας πήραν στην Λευκωσία. Εκεί έμεινα είκοσι μέρες, μέχρι τον Οκτώβριο όταν μας ελευθέρωσαν. Μας πήραν στο Φιλοξένια, εκεί κάναμε μπάνιο, επειδή για τρεις μήνες δεν είχαμε κάνει μπάνιο. Είδαμε τις μανάδες με τις φωτογραφίες, που μας ρωτούσαν αν είδαμε τα παιδιά τους. Εμένα ήρθε ο πατέρας μου. Με είχαν για αγνοούμενο. Ήξεραν ότι ήμουν αιχμάλωτος, αλλά δεν ήξεραν τίποτα παραπάνω. Βρεθήκαμε με τον πατέρα μου, αγκαλιαστήκαμε, κλάψαμε και μετά με πήρε στο Μιτσερό, στη μητέρα μου.

Εκεί είχαν μαζευτεί αρκετοί πρόσφυγες και χωριανοί, για να δουν τη μάνα του αγνοούμενου που θα έβλεπε το παιδί της. Μεγάλη η συγκίνηση της επανένωσης. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα την κυρά Φροσύνη και ότι η δεύτερη μάνα, παρέδιδε στην πρώτη το παιδί της.

Η κυρά Φροσύνη έγινε για μας δεύτερη μάνα. Όσοι ακούν την ιστορία της εκφράζουν θαυμασμό και ότι έδειξε αυταπάρνηση. Συμπεριφερόταν σαν μάνα μας. Έδειχνε το ενδιαφέρον της μάνας όσο μας φρόντιζε στην κατοχή. Κρατήσαμε επαφές όσο ήταν εν ζωή».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Δειτε Επισης

Κολύμπησαν για όγδοη χρονιά στη Λεμεσό για τους «Μικρούς Ήρωες»
Καταδικάζει ο ΠτΔ την επίθεση στη Γερμανία-«Βαθιά σοκαρισμένος και συντετριμμένος»
Τίθεται σε ισχύ η κίτρινη προειδοποίηση για καταιγίδες
Συννεφιασμένος με βροχές και καταιγίδες ο καιρός-Στους 19 βαθμούς η θερμοκρασία
Πιο ακριβό το φετινό τραπέζι των Χριστουγέννων σε σχέση με πέρσι-Σύγκριση τιμών σε βασικά αγαθά
«Θέλω να βρεις έναν άντρα για τη νονά μου»-Παρέλαβε τα γράμματα των παιδιών ο Άγιος Βασίλης (pics)
«Δεν υπάρχει σπίτι που να μην σπάραξε»-Άρχισε συμπόσιο για την ιστορία των προσφυγικών συνοικισμών
Σε αυτεπάγγελτη διερεύνηση προχωρεί ο ΟΑΥ για θέμα νευρόλυσης
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου ο Βασιλιάς Καρναβαλιού Λεμεσού για το 2025
Ικανοποίηση Βαφεάδη για ρεκόρ επιβατικής κίνησης με 12 εκ. επιβάτες το 2024