Η ακύρωση του GSI θα είναι μια κολοσσιαία στρατηγική αποτυχία
Sponsored Article 06:00 - 14 Αυγούστου 2024
Στα μάτια κάθε εξοικειωμένου με τις δυναμικές ανταγωνισμού στην ευρύτερη περιοχή, το ζήτημα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδος (Great Sea Interconnector - GSI) θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται αυτονοήτως ως επείγον. Δυστυχώς, ένα θέμα στρατηγικής σημασίας δεν εκλαμβάνεται από όλους τους εμπλεκόμενους ως τέτοιο. Κινδυνεύει να ακυρωθεί με απόφαση και ευθύνη της Κυπριακής πλευράς πριν ακόμη ξεκινήσει για λόγους που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.
Ας ξεκινήσουμε από τα θεμελιώδη. Πρώτον, ένα τέτοιο έργο βρίσκεται στην αιχμή της συζήτησης για την ενεργειακή μετάβαση στην Ευρώπη και την περίμετρό της. Οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ και ταυτόχρονα με τρίτες χώρες είναι πλέον ευρωπαϊκή στρατηγική επιλογή. Ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια, ευνοεί την διαφοροποίηση στην προμήθεια, αλλά κυρίως «συλλογικοποιεί» ή καλύτερα εξευρωπαΐζει - και μάλιστα όχι σε βάθος χρόνου αλλά άμεσα – τις ενεργειακές προτιμήσεις για απεξάρτηση από την Ρωσία και ενοποίηση του Ευρωπαϊκού ενεργειακού χάρτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα επενδύσεων προτεραιοποιούν, προωθούν και στηρίζουν χρηματοδοτικά με ζήλο αυτά τα προγράμματα.
Δεύτερον, η ενέργεια και τα ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας έχουν πάψει από καιρό να αξιολογούνται με αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια. Προφανώς, η βιωσιμότητα είναι κρίσιμο στοιχείο, αλλά οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις θεωρούνται ότι εγγενώς ικανοποιούν αυτό το κριτήριο καθώς είναι πολύ μικρότερες οι επενδύσεις που απαιτούνται σε σύγκριση με άλλα πιο παραδοσιακά projects και η απόσβεσή τους είναι ταχύτερη. Γενικά, όμως, θα πρέπει να θυμόμαστε πάντοτε ότι η γεωοικονομική και πάνω από όλα η γεωπολιτική διάσταση είναι ζωτικής σημασίας σε μια περιοχή όπως η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή. Αν και αποτελεί μια κοινότοπη παρατήρηση, μετά τις πετρελαϊκές/ενεργειακές κρίσεις της δεκαετίας του 1970, η προοπτική του ενεργειακού περιβάλλοντος είναι πρωτίστως γεωπολιτική. Αυτή η γεωπολιτική προοπτική είναι που διαμορφώνει συμφέροντα και στρατηγικές.
Αυτή την πραγματικότητα υποτίθεται ότι την έχουμε κατανοήσει πολύ νωρίς στην Ελλάδα και την Κύπρο. Ήδη από την στιγμή που η ελπίδα για αξιοποιήσιμους ενεργειακούς πόρους στην Κυπριακή ΑΟΖ έγινε σχετική βεβαιότητα. Γι’ αυτό και οι συζητήσεις έκτοτε εστιάζουν και στην παράκαμψη της Τουρκίας παρά το γεγονός ότι οποιαδήποτε άλλη επιλογή αξιολογείται από όλους ως μη ρεαλιστική (βλ. EastMed). Για τον ελληνισμό αυτό που προέχει είναι το στρατηγικό πλεονέκτημα και δευτερευόντως η οικονομική πτυχή. Αν ήταν μόνο η τελευταία σημαντική, η συζήτηση για τον EastMed θα έπρεπε να είχε κλείσει εδώ και πολύ καιρό.
Έτσι και ο GSI, έπρεπε να «τρέχει» με τις μεγαλύτερες δυνατές ταχύτητες και όχι να συζητάμε στα σοβαρά το ενδεχόμενο ακύρωσής του. Η διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ είναι από εκείνα τα έργα που δίνει σάρκα και οστά στην τριμερή συνεργασία. Το ενδιαφέρον του Ισραήλ είναι μεγάλο. Ενισχύει την ασφάλειά του και το θωρακίζει ενεργειακά. Χωρίς αυτήν, το Ισραήλ – ας το θεωρήσουμε δεδομένο – θα επιδιώξει εναλλακτικές σε βάθος χρόνου. Μια μετα-ερντογανική Τουρκία (όχι απαραίτητα νέο-κεμαλική) μπορεί να αποδειχθεί πολύ περισσότερο ευέλικτη απ’ ότι νομίζουμε. Για το Ισραήλ, η διασύνδεση με την Ευρώπη είναι ζωτική αναγκαιότητα. Επιπλέον, η προοπτική μετά το τέλος του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς το έργο να αποτελέσει τμήμα του IMEC με διασύνδεση με την Σαουδική Αραβία (και όχι μόνο) είναι περισσότερο ρεαλιστική απ’ ότι μπορεί να φαντάζονται αρκετοί.
Ο γεωστρατηγικός ορίζοντας είναι μεγάλος και η συγκυρία είναι ιδανική. Οι ΗΠΑ στηρίζουν πολιτικά και επενδυτικά το έργο, χωρίς καμία επιφύλαξη. Και αυτό δεν θα αλλάξει μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου όποιος και αν εκλεγεί. Όμως, για σημαντικούς για τα ελληνικά συμφέροντα παράγοντες στην Ουάσιγκτον, η αξία της Κύπρου είναι συνάρτηση της ασφάλειας του Ισραήλ. Και αυτό δεν πρέπει να φεύγει ποτέ από την ανάλυσή μας.
Σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενη ακύρωση του έργου θα έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Η ενεργειακή επάρκεια της Δημοκρατίας θα είναι πάντοτε επισφαλής και πανάκριβη. Μια αρνητική εξέλιξη θα είναι όχι απλώς απώλεια για την Κύπρο και την Ελλάδα, αλλά θα είναι κέρδος για την Τουρκία. Η μη υλοποίηση μάλλον θα διευκολύνει την παράνομη διασύνδεσης Τουρκίας-κατεχομένων με αυτονόητες επιπτώσεις για την εμβάθυνση του κατοχικού status quo και την απόλυτη οικονομική ενσωμάτωση τους (των κατεχόμενων) στην Τουρκία, χωρίς προοπτική αντιστροφής, ακόμη και στο πλαίσιο μια λύσης. Για την Ελλάδα, η Τουρκία θα αξιολογήσει την ματαίωση του έργου ως αδυναμία και θα προκαλέσει ακόμη πιο έντονες τουρκικές πιέσεις για την ακύρωση τόσο των διασυνδέσεων των Δωδεκανήσων όσο και άλλων πράσινων ενεργειακών προγραμμάτων στην περιοχή.
Καταληκτικά, η Κύπρος οφείλει να δημιουργεί όσα περισσότερα «τετελεσμένα» μπορεί σε περιφερειακό επίπεδο. Και αυτό μπορεί να το κάνει με τα μόνα δύο όπλα που έχει στην διάθεσή της: Την κρατική της υπόσταση και την ευρωπαϊκή της ταυτότητα. Είναι αυτά που πρέπει όχι απλώς να διαφυλάττει αλλά και να πιστοποιεί με κάθε ευκαιρία συναρμόζοντας τις επιλογές της σε στρατηγικούς τομείς με ισχυρούς εταίρους. Ο GSI είναι ένα τέτοιο πρόγραμμα και πρέπει να υλοποιηθεί …χθες! Χωρίς την συμμετοχή της Κύπρου αυτό δεν θα γίνει. Στην Άγκυρα θα πανηγυρίσουν. Η ευκαιρία είναι τεράστια, το ίδιο και η ευθύνη.
*Κώστας Υφαντής, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), Πάντειο Πανεπιστήμιο