Στην δημοσιότητα η κατάθεση Ελεγκτή-Πώς απαντά στις κατηγορίες, έδειξε αντίποινα και εμπάθεια από Εισαγγελέα

«Πάθος και εμπάθεια» από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα, υποστηρίζει στην κατάθεση του ο Γενικός Ελεγκτής που κατέθεσε ενώπιον του Συμβουλίου, το οποίο εξετάζει την αίτηση που καταχώρησε ο Γιώργος Σαββίδης για παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, με τον τελευταίο να δείχνει πως πρόκειται για αντίποινα μετά τις καταγγελίες που διαβίβασε στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, σε σχέση με αναστολή ποινικής δίωξης προσώπου που στο παρελθόν εκπροσωπείτο από τον Σάββα Αγγελίδη, σε συνεννόηση με τον αστυνομικό Μιχάλη Κατσουνωτό.

Στην κατάθεση του ο Γενικός Ελεγκτής, που απαριθμεί 178 σελίδες, απαντά σε όσα του καταλογίστηκαν από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα, ενώ κατέθεσε επιπρόσθετα έγγραφα σε σχέση με τους δικούς του ισχυρισμούς, μεταξύ των οποίων και τις καταγγελίες σε βάρος του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, των οποίων προηγήθηκαν δηλώσεις, που όπως υποστηρίζει ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης, επρόκειτο για απειλές και προαναγγελία για παύση του, σε περίπτωση που δεν αποδεικνύονταν οι ισχυρισμοί.

Σημειώνεται, πως η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα υπέβαλε ενστάσεις επί αναφορών στην κατάθεση του Ελεγκτή, ωστόσο στη συνέχεια απέσυρε, πλην της ένστασης που αφορούσε την κατάθεση της ανώνυμης καταγγελίας σε βάρος του Σάββα Αγγελίδη. Ωστόσο, το Συμβούλιο, με ενδιάμεση απόφαση του, ανακοίνωσε πως η ένσταση απορρίπτεται και έκανε αποδεχτή την κατάθεση της καταγγελίας.

Πιο κάτω, παρατίθενται αυτούσια κεφάλαια από την κατάθεση του Γενικού Ελεγκτή

Προοίμιο

Στην παρούσα Δήλωση θα δώσω τη δική μου μαρτυρία επί των γεγονότων, ισχυρισμών και θέσεων που προβάλλει ο Γενικός Εισαγγελέας στη μαρτυρία του και θα απαντήσω μία προς μία τις κατηγορίες που αφειδώλευτα διατύπωσε εναντίον μου.

Πιστεύω το Συμβούλιο θα μπορέσει να αντιληφθεί ότι ουδεμία ανάρμοστη συμπεριφορά υπήρξε, και ότι η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική και οφείλεται στο πάθος και εμπάθεια του Γενικού Εισαγγελέα έναντί μου, από το γεγονός ότι επέδειξα, ως όφειλα, αντίσταση στην προσπάθειά του να καθυποτάξει την ανεξάρτητη Υπηρεσία της οποίας προΐσταμαι. Κάποια από τα εγειρόμενα θέματα συνιστούν αμφισβήτηση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα εξουσιών και αρμοδιοτήτων μου και, προς επίλυσή τους, όφειλε να προσφύγει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 139 του Συντάγματος. Ουσιαστικά όμως, η παρούσα αίτηση είναι αποτέλεσμα των καταγγελιών που διαβίβασα τον Μάιο του 2023 στην Αρχή κατά της Διαφθοράς σε σχέση με τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα. Λόγω και της προϋπάρχουσας, πολύ αρνητικής, στάσης του Γενικού Εισαγγελέα έναντί μου, η οποία ήταν εμφανέστατη κατά την αντεξέτασή του, μόλις πληροφορήθηκε για την καταγγελία, προανήγγειλε την καταχώρηση αίτησης για την απόλυσή μου. Επανέλαβε την πρόθεσή του αυτή κατά τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τον Σεπτέμβριο του 2023. Όταν τελικά η Αρχή ανακοίνωσε το Πόρισμά της ότι δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία για την ύπαρξη αδικημάτων διαφθοράς, ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε να δρομολογήσει αυτά που είχε εξαγγείλει, έστω και εάν η Αρχή επιβεβαίωσε ότι ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα συνιστούσε σύγκρουση συμφέροντος και ότι, από πλευράς μου, είχα ενεργήσει με καλή πίστη. Αντιλαμβανόμενος ότι η προώθηση αίτησης απόλυσης λόγω της διαβίβασης της καταγγελίας στην Αρχή θα απορριπτόταν άνευ ετέρου, κάνοντας στροφή 180 μοιρών, δήλωσε για πρώτη φορά στην παρ. 100 της Έκθεσης Γεγονότων ότι η αίτηση δεν αφορά τον λόγο αυτό και περιέλαβε στην αίτηση γεγονότα που έλαβαν χώρα ως επί το πλείστο μεταξύ των ετών 2020 και 2023. Θα καλύψω όλα αυτά τα θέματα στη μαρτυρία μου.

Όταν πήρα στα χέρια μου και διάβασα την Αίτηση και μετά τη γραπτή Δήλωση, και διαπίστωσα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας με αποκαλούσε ανέντιμο και αναξιοπρεπή, δεν θεώρησα ότι τα εννοούσε.

Κατά καιρούς, τόσο ο ίδιος όσο και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, είχαν μιλήσει δημόσια αλλά και σε απευθείας προς εμένα επιστολές με γλώσσα προσβλητική, ειρωνική και υποτιμητική, αλλά πίστευα ότι τουλάχιστον ανέντιμο και αναξιοπρεπή δεν με θεωρούσαν. Σκέφτηκα μόνο το παράδοξο, κάποιος κρατικός αξιωματούχος που διέπεται από τους ίδιους, ή και αυστηρότερους κανόνες συμπεριφοράς, να θεωρεί ότι μπορεί να αποκαλεί ευθέως ένα άλλο κρατικό αξιωματούχο ως ανέντιμο και αναξιοπρεπή, και ταυτόχρονα να ζητά την απόλυσή του για ανάρμοστη συμπεριφορά. Ακούγοντάς τον όμως κατά την αντεξέταση με πόσο πάθος, και τολμώ να πω με εμπάθεια, μιλούσε για μένα, αντιλήφθηκα ότι όλοι αυτοί οι πρωτοφανείς χαρακτηρισμοί που μου απέδωσε στην Έκθεση Γεγονότων και στη γραπτή Δήλωσή του, δεν περιλήφθηκαν γιατί αυτό καθόρισε η νομική γραμμή προώθησης της Αίτησης απόλυσής μου, αλλά πιθανόν να είναι και ηπιότεροι από αυτούς που θα ήθελε πραγματικά να γράψει.

Βασικά, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης τον οποίο περιέγραψε με πάθος ο Γενικός Εισαγγελέας στην αντεξέτασή του, είναι ένας πολύ κακός, κάκιστος χαρακτήρας, ανέντιμος, αναξιοπρεπής, αυθάδης, και αλαζόνας, που δολοφονεί χαρακτήρες και που επιτίθεται σε όποιον του ασκήσει κριτική και σε όσους δεν δηλώσουν υποταγή, που η μόνη έγνοια του είναι να αναδείξει τον εαυτό του ως δήθεν τον μόνο προστάτη της νομιμότητας, προς δόξα άκρατου λαϊκισμού και του οποίου μοναδικό κίνητρο είναι η σπίλωση άλλων ατόμων και θεσμών και η ανάδειξή του ως του μόνου αδιάφθορου αξιωματούχου. Ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέας (τον οποίο ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης αποκαλεί έτσι, στη γενική, για να τον εξευτελίσει, όπως κάνει και με τον Βοηθό του, και όχι επειδή έτσι τους ονομάζει το Σύνταγμα) είναι θύματα αυτού του απαίσιου ανθρώπου, ο οποίος συνωμοτεί με δημοσιογράφους, πολιτικούς, τουϊτεράδες, την Ομάδα Στήριξης, τον γιο του, την αδελφή του και πολλούς άλλους, και ο οποίος με το συνεχή πόλεμό του προς τη Νομική Υπηρεσία, μια μανιώδη επίθεση, χρησιμοποιώντας και τον εκπρόσωπο τύπου ο οποίος, εμφανιζόμενος δημόσια περισσότερο και από ένα πολιτικό ή ακόμη και ηθοποιό, από πρωίας μέχρι νυκτός κατηγορεί τη Νομική Υπηρεσία, την οποία έχει βάλει στόχο να διαλύσει και έχει απαξιώσει στα μάτια των πολιτών. Εκμεταλλευόμενος το θυμό και τη δικαιολογημένη αγανάκτηση του κόσμου, παρεμβαίνει, στοχοποιεί, ταυτίζεται με την πλειοψηφία και λαϊκίζει. Είναι επικίνδυνος για τη χώρα, κατακεραυνώνει με εξευτελιστικό τρόπο τους θεσμούς τους οποίους έχει οδηγήσει σε απαξίωση, και πολύ συχνά καταγγέλλει τη χώρα του στο εξωτερικό. Η χώρα καταρρέει στους δείκτες διαφθοράς, όχι γιατί υπάρχει διαφθορά, αλλά λόγω των λαϊκίστικων προσεγγίσεών του. Θέλει να έχει λόγο σε κάθε τι που αφορά τη χώρα και η χώρα έχει υποφέρει πολλά από τις παρεμβάσεις του. Έχει προκαλέσει επίσης την αναποτελεσματικότητα και παράλυση της δημόσιας υπηρεσίας και της Νομικής Υπηρεσίας. Είναι προφανώς ένοχος για ανάρμοστη συμπεριφορά, ενώ ταυτόχρονα εκκρεμεί προς διερεύνηση ποινική υπόθεση εναντίον του που αφορά το γεγονός ότι, όταν το 2022 προσέλαβε ιδιώτες δικηγόρους, αυτοί τελικά δεν αποδέχθηκαν να τιμολογήσουν και να πληρωθούν. Επίσης, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ήδη αποφανθεί ότι ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης είναι ένοχος του ποινικού αδικήματος της άσκησης δικηγορίας χωρίς άδεια, και της διαρροής «επίσημων και/ή διαβαθμισμένων εγγράφων με κίνδυνο να παραβλάψει τα συμφέροντα της Δημοκρατίας», αδίκημα που τιμωρείται με επταετή φυλάκιση.

Στη μαρτυρία μου, θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι δεν είμαι τίποτα από όλα αυτά που αδίκως μου προσάπτει ο Γενικός Εισαγγελέας και που ακράδαντα πιστεύω ότι απέτυχε να αποδείξει, και ότι, αντίθετα από τους ισχυρισμούς του, από το 1998 που διορίστηκα στη δημόσια υπηρεσία, εργάζομαι με ευσυνειδησία, σεβασμό σε κάθε συνάνθρωπο, απλό υπάλληλο, Υπουργό και αξιωματούχο, έχοντας ως μοναδικό κριτήριο των ενεργειών μου αυτά που έμαθα ως θεμελιώδη όταν αρχικά προσελήφθηκα, να είμαι υπηρέτης του κράτους και των πολιτών και να τηρώ το Σύνταγμα και τους νόμους. Ο Γενικός Εισαγγελέας τόνισε ότι είμαι Μόνιμος Δημόσιος Υπάλληλος. Δεν ξέρω γιατί θεώρησε αναγκαίο να το τονίσει. Για μένα η ιδιότητα του Civil Servant είναι τιμή.

Βασικά κατηγορούμαι επειδή ασκούσα τα καθήκοντά μου. Η πολιτεία με έταξε να ηγούμαι μιας ανεξάρτητης Υπηρεσίας που η ύπαρξή της, όπως την καθόρισαν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, έχει νόημα μόνο εάν είναι πλήρως ανεξάρτητη (αλλιώς θα ήταν υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου), η οποία έχει ως αποστολή την προώθηση της διαφάνειας και της λογοδοσίας και η οποία οφείλει να μεριμνά ώστε τα ευρήματα και μηνύματά της να φθάνουν δυνατά και καθαρά στους πολίτες και οι αξιωματούχοι να λογοδοτούν για τις πράξεις και παραλείψεις τους. Ο Γενικός Εισαγγελέας έχει μια εντελώς αντίθετη προσέγγιση. Τη στιγμή που η δική μου θέση επιτάσσει να προωθώ τη διαφάνεια, ο Γενικός Εισαγγελέας με εγκαλεί γιατί θεωρεί ότι όφειλα να τηρώ εχεμύθεια. Τη στιγμή που η δική μου θέση επιτάσσει να καταρτίζω πλάνα επικοινωνιακής στρατηγικής ώστε να φθάσουν τα μηνύματα μας στους πολίτες, ο Γενικός Εισαγγελέας με κατηγορεί ότι ο εκπρόσωπος τύπου της Υπηρεσίας μας είναι όλη μέρα στην τηλεόραση.

Κατηγορούμαι επειδή όταν ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε να ασκήσει τις δικές του συνταγματικές εξουσίες με τέτοιο τρόπο (χωρίς να του καταλογίζω πρόθεση και χωρίς να ισχυρίζομαι ότι υπερέβη τις συνταγματικές του εξουσίες) που είχε ως αποτέλεσμα να αναιρείται η ανεξαρτησία της Υπηρεσίας μου, άρχισα, ως όφειλα, να ενεργώ με νόμιμα μέσα, εντός και εκτός Κύπρου, ώστε να πείσω πως χρειάζονται αλλαγές, ακόμη και συνταγματικές, που θα διασφαλίσουν την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας μου. Κατά τον Γενικό Εισαγγελέα, ο ίδιος μπορεί να ετοιμάζει νομοσχέδια και συνταγματικές τροποποιήσεις για περαιτέρω αυτονόμηση της Υπηρεσίας του, την ώρα μάλιστα που οι πάντες, εντός και εκτός Κύπρου, εκφράζουν προβληματισμό για την υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε ένα μόνο πρόσωπο, αλλά θεωρεί ανάρμοστη συμπεριφορά την εκ μέρους μου προάσπιση της ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας μου όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Διεθνής Οργανισμός των Ανωτάτων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), γνωστός ως INTOSAI (International Organisation of Supreme Audit Institutions), καταγράφουν τα προβλήματα που υφίστανται από την παρεμπόδισή μας στην πληροφόρηση.

Κατηγορούμαι επειδή είχα εξαιρετικές σχέσεις και αγαστή συνεργασία με τον τέως Γενικό Εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη, αλλά όχι με τον νυν. Ομολογώ ότι αυτή η κατηγορία μου προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ο Γενικός Εισαγγελέας, χωρίς δισταγμό, αποδίδει την πιο πάνω διαφορά στο ότι, ο μεν προκάτοχός του μου απέστειλε αυστηρή επιστολή τον Αύγουστο 2014 και εγώ συμφεροντολογικά υποτάχθηκα στο ζυγό του, ενώ αντιστέκομαι στην υποταγή στο δικό του ζυγό. «Ο ζυγός της υποταγής στον πρώην Γενικό Εισαγγελέα δεν ενοχλούσε το Γενικό Ελεγκτή, ενώ εκείνος του νυν Γενικού Εισαγγελέα είναι βαρύς είναι ζυγός σκλαβιάς», αναφέρει επί λέξει, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο ότι θα μπορούσε ένας ανεξάρτητος αξιωματούχος να απαιτεί «υποταγή» από άλλο ανεξάρτητο αξιωματούχο.

Ουσιαστικά, κατηγορούμαι επειδή, παρά τις πολλές προσπάθειες του Γενικού Εισαγγελέα να με υποτάξει (λέξη που ο ίδιος χρησιμοποίησε), δεν αποδέχθηκα να καταστεί η Υπηρεσία μου παράρτημα της Νομικής Υπηρεσίας, όταν ο ίδιος και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα μου έστελναν επιστολές με υποτιμητικό και απαράδεκτο ύφος για να με επιπλήξουν για το πως διενέργησα ελέγχους ή για το πως μίλησα στη Βουλή, ή γιατί έστειλα επιστολή με απόψεις.

Κατηγορούμαι επειδή, όταν καθυβρίζομαι από πολίτες, απαντώ κόσμια επί των γεγονότων, κατά κανόνα όχι υπό μορφή απευθείας διαλόγου, αλλά με δικές μου αναρτήσεις που ενημερώνουν όλους τους πολίτες για τα πραγματικά γεγονότα, τακτική που, με βάση αξιόπιστες και αντικειμενικές μετρήσεις, έχει διαφυλάξει και εξυψώσει το κύρος της Υπηρεσίας μου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γενικός Εισαγγελέας περιέλαβε ως τεκμήριο, αρνητικά έως και αισχρού περιεχομένου, δημοσιεύματα εφημερίδων, εξ αυτών που για χρόνια πολεμούν εμένα και προηγουμένως πολεμούσαν και τον Κώστα Κληρίδη (π.χ. δημοσίευμα του Πολίτη με τίτλο «περί κολομπαράδων και δημόσιων αξιωματούχων», Τεκμήριο 77.8), για να δείξει ότι η κοινωνία με έχει απαξιώσει, αλλά δεν αποδέχθηκε να περιληφθεί ως τεκμήριο επιστημονική δημοσκόπηση που δείχνει ότι αυτή η εφημερίδα δεν αντικατοπτρίζει την κοινή γνώμη και σίγουρα δεν εκφράζει τον «τρίτο, αντικειμενικά κρίνοντα».

Δεν μπορώ να γνωρίζω γιατί ο Γενικός Εισαγγελέας έχει αυτή την άποψη για μένα ώστε περίπου να με θεωρεί ένα κατάπτυστο εχθρό της χώρας και της έννομης τάξης. Τη στιγμή μάλιστα που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δηλώνει ότι κάνω εξαιρετική δουλειά. Αυτό που γνωρίζω, και θέλω να δηλώσω ανεπιφύλακτα, είναι ότι από πλευράς μου δεν θεωρώ και ουδέποτε είπα ή υπονόησα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είναι διεφθαρμένος ή ανέντιμος, ή ότι καθ’ οιονδήποτε τρόπο συγκαλύπτει ποινικά αδικήματα. Ο σεβασμός μου προς τον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα και προς το πρόσωπο του κ. Γιώργου Σαββίδη, που η πολιτεία έταξε ως φορέα αυτού του κορυφαίου θεσμού της Δημοκρατίας, είναι δεδομένη παρ’ όλη την καταχώρηση της παρούσας Αίτησης και παρόλη την εμπάθεια του για μένα και τους ανήκουστους χαρακτηρισμούς που μου απέδωσε και συνεχίζει να μου αποδίδει .

Με θλίβει ιδιαίτερα που ο Γενικός Εισαγγελέας, ενώ δεν ήταν σε θέση να υποδείξει έστω και μια δήλωσή μου στις 1130 σελίδες τεκμηρίων που παρουσίασε, στην οποία πραγματικά τον χαρακτηρίζω είτε ανέντιμο, όπως με χαρακτήρισε εκείνος με τη μεγαλύτερη ευκολία, είτε διεφθαρμένο, συνεχώς κατά την αντεξέτασή του ισχυριζόταν ότι τον αποκαλώ, ή υπονοώ ότι είναι, διεφθαρμένος. Με θλίβει επίσης που, σε στιγμές που μιλούσε με έντονο πάθος εναντίον μου, προέβαλε ισχυρισμούς επί γεγονότων που δεν ισχύουν. Προφανώς και δεν θεωρώ ορθό για τον Αιτητή να εκτοξεύει εναντίον μου τέτοιες κατηγορίες ενώπιον σας, ιδιαίτερα όταν αφορούν τον επικεφαλής ενός επίσης κορυφαίου θεσμού. Η αλήθεια είναι όμως πάντα το μόνο αντίδοτο. Αυτή θα επιστρατεύσω και με αυτή πιστεύω θα μπορέσω να σας πείσω ότι η παρούσα Αίτηση είναι παντελώς απαράδεκτη.

Έχω την ισχυρή πεποίθηση ότι, διαβάζοντας την παρούσα μαρτυρία θα αντιληφθείτε ότι, ακόμη κι αν ο Γενικός Εισαγγελέας ήρξατο χειρών αδίκων και από την πρώτη στιγμή μου συμπεριφερόταν υποτιμητικά, εμείς ως Υπηρεσία, και εγώ προσωπικά, ουδέποτε ξεφύγαμε των επιτρεπτών ορίων, έστω και εάν ορισμένες στιγμές μπορεί να υπήρξε ένταση και να ήμουν έντονος. Ουδέποτε όμως εκτός του μέτρου, ακόμη κι εάν ένιωθα να περπατώ σε ναρκοπέδιο.

Πιστεύω θα αντιληφθείτε ότι η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική και καταχωρήθηκε για το λόγο που έχω προαναφέρει: Ως τιμωρία μου που τόλμησα να διαβιβάσω στην Αρχή κατά της Διαφθοράς καταγγελίες κατά του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.

Αυτό που ζητώ από το Συμβούλιο είναι προστασία.

Δημοσιότητα και Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης

Σε αυτό το κεφάλαιο, ο Γενικός Ελεγκτής, αφού αναφέρεται γενικότερα στην δραστηριοποίηση του στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωση, λέγοντας μεταξύ άλλων πως είναι δέκτης κριτικής, αλλά και στη σχέση του με ΜΜΕ, κάνει αναφορά στην «διαμάχη» του με τον Χριστόφορο Τορναρίτη.

{...}

«Ο Γενικός Εισαγγελέας έχει περιλάβει στην Αίτησή του και έχει επικαλεστεί στη γραπτή Δήλωσή του αναρτήσεις μου με τον ισχυρισμό ότι δήθεν αρέσκομαι στο να κάνω χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Δεν έχω αντιληφθεί από πού αποκόμισε αυτήν την άποψή του, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα και κυρίως από το γεγονός ότι οι παρεμβάσεις μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν με τα χρόνια μειωθεί σημαντικά και πλέον, με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, περιορίζονται σε αναδημοσιεύσεις των επίσημων ανακοινώσεων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Δεν θεωρώ λάθος που τα προηγούμενα χρόνια απαντούσα σε πολύ πιο μεγάλο βαθμό σε προσωπικές επιθέσεις και ψευδολογίες αφού, όπως εξήγησα, ήταν ο μόνος τρόπος υπεράσπισης της υπόληψης, όχι μόνο της δικής μου, αλλά και της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Όταν για παράδειγμα κάποιος ψευδώς κατηγορεί την Ελεγκτική Υπηρεσία ότι δήθεν δεν ασχολήθηκε με ένα συγκεκριμένο σκάνδαλο, οι επιλογές είναι τρεις. Είτε σιωπάς και σιγά – σιγά το ψέμα όταν επαναληφθεί εμπεδώνεται ως αλήθεια, είτε κάνεις μια ανάρτηση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης προς αποκατάσταση της αλήθειας, είτε σε πιο σοβαρές υποθέσεις εκδίδεις επίσημη ανακοίνωση.

Έχω δει αναφορές του Γενικού Εισαγγελέα στη γραπτή Δήλωσή του (παράγραφος 41 της Γραπτής Δήλωσής του) ότι (ο Γενικός Ελεγκτής) «ασχολείται με αναρτήσεις στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης «X» (πρώην «Twitter»), εκφράζει απόψεις για θέματα που εκφεύγουν των δικών του αρμοδιοτήτων, τσακώνεται με τρίτους και γενικά συμπεριφέρεται κατά τρόπο υβριστικό και εριστικό χωρίς συναίσθηση της υψηλής του αποστολής και του ειδικού βάρους της θέσης του.».

Μου προκαλεί εντύπωση, όχι μόνο η συμπερίληψη τέτοιων αναφορών περί υβριστικού και εριστικού τρόπου, που προφανώς δεν ισχύουν, αλλά κυρίως η αναφορά του περί δήθεν εκ μέρους μου μη συναίσθησης της υψηλής αποστολής μου και του ειδικού βάρους της θέσης μου. Απορρίπτω κατηγορηματικά τον ισχυρισμό αυτό. Έχω εξαιρετικά έντονο το συναίσθημα της υψηλής αποστολής μου και του ειδικού βάρους της θέσης μου και ακριβώς αυτό το κριτήριο είναι που με ωθεί να αποκρούω κακόβουλες ψευδολογίες που, εάν δεν τύγχαναν απάντησης θα μπορούσαν να πλήξουν το κύρος και την αξιοπιστία, τόσο εμού αλλά κυρίως και της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στην Αίτηση και στη γραπτή Δήλωσή του ο Γενικός Εισαγγελέας έχει επισυνάψει δεκάδες αρνητικά δημοσιεύματα για μένα, υποτίθεται προς υποστύλωση των πιο πάνω ισχυρισμών του. Αυτά όμως τα δημοσιεύματα, που προέρχονται κατά βάση από τέτοια, για ιδιοτελείς λόγους, εχθρικά μέσα, αποδεικνύουν απλώς τον πόλεμο λάσπης που κατά καιρούς δέχομαι και την τεράστια φθορά που θα προκαλείτο στο κύρος και αξιοπιστία μου εάν όλα αυτά έμεναν αναπάντητα.

Είναι χαρακτηριστικά τα δημοσιεύματα που αφορούν τον επιχειρηματία Χριστόφορο Τορναρίτη. Το συγκεκριμένο πρόσωπο, όταν το 2015 ερευνούσαμε ως Υπηρεσία υποθέσεις του Τμήματος Τελωνείων και του ΦΠΑ που αφορούσαν επιχειρηματικές δραστηριότητές του, είχε πλήρη εκ των έσω πληροφόρηση από την Αστυνομία στην οποία είχαμε διαβιβάσει κάποιες πτυχές της υπόθεσης, και προσπαθούσε επίμονα να με προσεγγίσει δήθεν φιλικά. Απέκρουα συστηματικά ευγενικά τις προσκλήσεις του και τελικά, όταν το θέμα έφθασε στο απροχώρητο, σταμάτησα καν να του απαντώ. Τότε, μέσω του δικηγόρου του, Σάββα Αγγελίδη, νυν Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, με κατήγγειλε στον τότε Γενικό Εισαγγελέα ότι διάκειμαι (για κάποιο λόγο, που δεν αντιλήφθηκα) εχθρικά απέναντί του. Πρόσφατα, άρχισε να με κατηγορεί εκ νέου και μάλιστα με αισχρές εκφράσεις και με τον ψευδή ισχυρισμό ότι κάποτε ήμασταν φίλοι. Χωρίς να μπω σε διάλογο με τον ίδιο, ανάρτησα σχόλια ώστε να εξηγήσω στους πολίτες, οι οποίοι εύλογα απορούσαν ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση μου μαζί του. Επειδή δε αυτό αναπαράχθηκε στα μέσα, ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι ήταν προσβλητικό να συζητώ (που όπως εξήγησα ούτε καν συζητούσα υπό τη μορφή διαλόγου) με ένα επιχειρηματία, τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για γνωστό πρόσωπο της δημόσιας ζωής, και εξαιρετικά στενό φίλο του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.

Πιστεύω αξίζει επίσης να σχολιάσω τις αναφορές του Γενικού Εισαγγελέα για το λογαριασμό παρωδία (parody account) με την ονομασία «Jho Low ο Προεδρικός Βαφτιστικός». Πρόκειται για λογαριασμό που σήμερα έχει πέραν των 13.000 ακόλουθων και του οποίου κάποιες δημοσιεύσεις έχουν επισκεψιμότητα (views) ορισμένες δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες. Ο λογαριασμός αυτός συστηματικά, ιδίως την περίοδο που ήταν στην επικαιρότητα το θέμα της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Υγείας, με καθύβριζε με απίστευτα αισχρά, μέχρι και σεξουαλικού περιεχομένου, επίθετα και γλώσσα που ούτε στα καταγώγια δεν χρησιμοποιείται, και έπλαθε φανταστικές ιστορίες κατασυκοφάντησής μου. Ο λογαριασμός αυτός δείχνει να είναι εγγεγραμμένος στις ΗΠΑ και συνεπώς τυχόν αστική αγωγή για λίβελλο θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Προς υπεράσπιση της τιμής και αξιοπρέπειας μου, έκανα αριθμό αναρτήσεων ώστε να αποκαταστήσω τα γεγονότα σε υποθέσεις που, είτε ο λογαριασμός αυτός διαστρέβλωνε, είτε και ήταν ιστορίες εντελώς δική του επινόησης αλλά αληθοφανείς.

Θα ανέμενα να έχω τη συμπάθεια του Γενικού Εισαγγελέα για την αισχρή επίθεση που για μεγάλο διάστημα δεχόμουν από αυτό το λογαριασμό και όχι να χρησιμοποιεί το γεγονός ότι ήμουν θύμα τέτοιας επίθεσης ως λόγο για την απόλυσή μου.

Στην Έκθεση Γεγονότων του ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρεται σε «έκταση των παρεμβάσεων, μέσα από εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές, δηλώσεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, δημόσιες ανακοινώσεις». Είναι γεγονός ότι μέχρι το 2018 όταν το θέμα του εκπροσώπου τύπου διευθετήθηκε με την επιλογή του εκλεκτού συναδέλφου Μάριου Πετρίδη, εξ ανάγκης εμφανιζόμουν προσωπικά σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές. Τα τελευταία χρόνια αυτό έχει μειωθεί δραστικά. Δεν μπορώ φυσικά να αντιληφθώ πως αυτό σχετίζεται με ανάρμοστη συμπεριφορά. Ο Γενικός Εισαγγελέας, όποτε παρευρεθεί σε κάποια συνεδρία Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, στη συνέχεια κάνει δηλώσεις στα τηλεοπτικά κανάλια. Και πολύ καλά κάνει αφού η διαφάνεια προς τους πολίτες είναι υποχρέωση όλων μας. Στην περίπτωσή μου, προτιμώ την ενημέρωση αυτή να την κάνει ο εκπρόσωπος τύπου της Υπηρεσίας μας. Θα πρέπει μήπως να υπάρχει κάποια μεζούρα και όποιος υπερβαίνει αυτό το καθορισμένο μέτρο να κρίνεται η συμπεριφορά του ως ανάρμοστη; Είναι αυτά προσεγγίσεις του 21ου αιώνα;

Με ξένισε ιδιαίτερα η αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα σε «υπηρεσίες του εκπροσώπου τύπου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, δηλαδή ενός Δημόσιου Υπάλληλου, ο οποίος δεν κατέχει καν θεσμοθετημένη θέση εκπροσώπου τύπου» (παράγραφος 21.10, σελ. 20 της γραπτής Δήλωσής του). Η Αστυνομία, η Πυροσβεστική, και πολλά Τμήματα της Κυβέρνησης χρησιμοποιούν λειτουργούς που κατέχουν οργανική θέση στις Υπηρεσίες τους, για να ασχολούνται με θέματα δημοσιότητας ή άλλα παρεμφερή καθήκοντα. Ακόμη και ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας χρησιμοποιεί την κα Σύλβια Ευθυμιάδου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α’, ως Διευθύντρια Γραφείου Γενικού Εισαγγελέα. Σημειώνω ότι ομότιμες μας Ελεγκτικές Υπηρεσίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ολόκληρα τμήμα δημοσιότητας, ενώ στην περίπτωση μας ο συνάδελφος Μάριος Πετρίδης ασκεί ταυτόχρονα και άλλα καθήκοντα, όπως μεταξύ άλλων, Λειτουργού Προσωπικών Δεδομένων (DPO). Αντιλαμβάνομαι ότι η Λειτουργός Τύπου της Νομικής Υπηρεσίας είναι υπάλληλος του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, στη δική μας όμως περίπτωση τούτο δεν θα μπορούσε να αποτελεί ικανοποιητική λύση αφού ο εκπρόσωπος τύπου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας πρέπει να γνωρίζει πλήρως και σε βάθος τον τρόπο λειτουργίας και τα σχετικά εφαρμοστέα πρότυπα και μεθοδολογίες ελέγχου. Εν πάση περιπτώσει, σχετίζεται αυτό το θέμα με ανάρμοστη συμπεριφορά; Γιατί το έχει περιλάβει στη μαρτυρία του ο Γενικός Εισαγγελέας;

Μου έκανε εντύπωση η αναφορά του κατά την αντεξέταση ότι δεν έχει ξαναδεί οποιοδήποτε πολιτικό ή ηθοποιό να έχει τόση παρουσία στα μέσα ενημέρωσης όπως ο εκπρόσωπος τύπου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Καθηκόντως ο Μάριος Πετρίδης απαντά στις προσκλήσεις των ΜΜΕ και απαντά τις ερωτήσεις τους. Φαίνεται ότι δεν έχει αντιληφθεί ποσώς ο Γενικός Εισαγγελέας το ρόλο μας. Εμείς τηρούμε στοιχεία και ενημερώνουμε τους συναδέλφους ελεγκτές που κάνουν τις εκθέσεις να γνωρίζουν, ως ένα από τα βασικά στοιχεία αξιολόγησης των εκθέσεων, κατά πόσο δηλαδή οι εκθέσεις που ετοίμασαν ήταν κατανοητές στους πολίτες, απλές και ενδιαφέρουσες, πόσο πολύ προβλήθηκε η έκθεση κ.λπ. Για μας ως ελεγκτές αυτό είναι στοιχείο επιτυχίας (τονίζω, όχι το μόνο, αλλά ένα εκ πολλών), αλλά για τον Γενικό Εισαγγελέα αυτό δεικνύει ανάρμοστη συμπεριφορά μου.

Πιστεύω ακράδαντα ότι βασική αιτία των λανθασμένων προσεγγίσεων σε αυτό το θέμα από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα, είναι ότι δεν έχει αντιληφθεί τη διαφορά στην εγγενή αποστολή των δύο Υπηρεσιών μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν βρεθήκαμε στις 3 Νοεμβρίου 2020, από τις πολύ λίγες φορές που είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε εν εκτάσει σε σχετικά καλό κλίμα, μου είχε αναφέρει, υπό τύπο συμβουλής, ότι καλό θα ήταν να μειώσουμε την έκθεσή μας στα ΜΜΕ. Του είχα τότε εξηγήσει ότι παγκόσμια οι Ελεγκτικές Υπηρεσίες, είναι συνυφασμένες με τη διαφάνεια και ότι η ένταση της διάχυσης των μηνυμάτων στους πολίτες, μπορεί να παραλληλιστεί μόνο με το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών. Θυμάμαι ότι του είχα αναφέρει, πως δεν είχα ψάξει ποτέ να δω ποια είναι η σχέση άλλων Νομικών Υπηρεσιών με τα ΜΜΕ, αλλά ήμουν βέβαιος ότι, χωρίς να σημαίνει ότι μία Νομική Υπηρεσία θα πρέπει να είναι αποκομμένη από τους πολίτες, αποκλείεται να μπορεί να συγκριθεί μεταξύ των Υπηρεσιών μας η αλληλεπίδραση με τους πολίτες.

Το θεσμικό πλαίσιο του δημοσιονομικού ελέγχου που ίσχυε στην Αρχαία Αθήνα εξηγείται με σαφήνεια από τον Αριστοτέλη στα έργα του Πολιτικά και Αθηναίων Πολιτεία. Όπως εξηγεί ο μεγάλος φιλόσοφος, προς αποφυγή καταχρήσεων, πρέπει η λογοδοσία να γίνεται «παρόντων πάντων των πολιτών», δηλαδή δημόσια».

Η αντίληψη των πολιτών για την Ελεγκτική Υπηρεσία και τον Καθ’ ου η Αίτηση

«Επανέρχομαι στις αναφορές του Γενικού Εισαγγελέα στη γραπτή Δήλωσή του (παράγραφος 41) ότι (ο Γενικός Ελεγκτής) «ασχολείται με αναρτήσεις στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης «X» (πρώην «Twitter»), εκφράζει απόψεις για θέματα που εκφεύγουν των δικών του αρμοδιοτήτων, τσακώνεται με τρίτους και γενικά συμπεριφέρεται κατά τρόπο υβριστικό και εριστικό χωρίς συναίσθηση της υψηλής του αποστολής και του ειδικού βάρους της θέσης του.».

Ουσιαστικά, ο ισχυρισμός του Γενικού Εισαγγελέα είναι ότι με την όλη δράση μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πλήττω την εικόνα του θεσμού που υπηρετώ. Ωστόσο η εικόνα αυτή δεν είναι κάτι γενικό και αόριστο, ούτε είναι κάτι που θα πρέπει να ιδωθεί υποκειμενικά μέσα από τα μάτια του ίδιου του Γενικού Εισαγγελέα. Η εικόνα κάθε προσώπου που ασκεί δημόσια εξουσία μετριέται αντικειμενικά με μετρήσεις της κοινής γνώμης.

Μου προκαλεί ενύπωση η ακόλουθη αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα στην παράγραφο 41.8 (σελ. 90) της γραπτής Δήλωσής του με την οποία σχολιάζει παρόμοια αναφορά στην Έκθεση Γεγονότων της ένστασής μου. Αναφέρει λοιπόν ο Γενικός Εισαγγελέας τα ακόλουθα:

«Αυτή η αντίληψη είναι εντελώς εσφαλμένη και θεωρώ ότι ο Γενικός Ελεγκτής έχει "παρεξηγήσει" την παρούσα διαδικασία. Αυτή η διαδικασία δεν είναι δημοσκόπηση ή διαγωνισμός δημοφιλίας. Δεν είναι οι πολίτες που αποφασίζουν αλλά το Συμβούλιο το οποίο θα κρίνει με τα γεγονότα και το μαρτυρικό υλικό που έχει ενώπιον του.»

Παρόμοια είναι η αναφορά του στην παράγραφο 50.1 (σελ. 107) της γραπτής Δήλωσής του στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:

«Ως προς το σημείο «α» ανωτέρω τολμώ να παρατηρήσω ότι υφίσταται μία παρεξήγηση ας την ονομάσω από πλευράς του Γενικού Ελεγκτή. Ο Γενικός Ελεγκτής παραγνωρίζει τελείως τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση Ερωτοκρίτου, ότι δηλαδή σε κάθε περίπτωση κριτής της εν λόγω μεμπτής συμπεριφοράς ή της δημιουργίας ευλόγων αμφιβολιών σε τρίτους παραμένει το Συμβούλιο. Ο Γενικός Ελεγκτής το παρουσιάζει σαν να πρόκειται για διαγωνισμό δημοτικότητας και ότι ο πιο δημοφιλής θα πρέπει να κερδίσει.»

Προφανώς η παρούσα διαδικασία δεν είναι διαγωνισμός δημοφιλίας. Και είναι επίσης δεδομένο ότι, μία αίτηση για απόλυση θεσμικού αξιωματούχου, όπως η παρούσα, δεν μπορεί να λαμβάνει τη μορφή της αξιολόγησης ή βαθμολογίας του αξιωματούχου, σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του Γενικού Εισαγγελέα ότι η υπόληψη ή ανυποληψία ενός θεσμού, ακόμη και αυτή η «δημιουργία εύλογων αμφιβολιών σε τρίτους», είναι κάτι αόριστο και άσχετο με την αντίληψη των πολιτών, είναι παντελώς ανυπόστατος και συγκρούεται κάθετα με τις αντιλήψεις δημόσιας διακυβέρνησης, τις οποίες και ο ίδιος ως επικεφαλής κρατικής Υπηρεσίας όφειλε να λαμβάνει υπόψη και οι οποίες επιβάλλουν ότι η αντίληψη των πολιτών ενός δημόσιου οργανισμού, είναι στοιχείο το οποίο ο οργανισμός οφείλει να λαμβάνει υπόψη. Είναι δυνατό η πλειοψηφία των πολιτών, η οποία αποτελεί την κοινή γνώμη, να θεωρεί αξιόπιστο ένα θεσμό, μάλιστα τον πλέον αξιόπιστο, αλλά να λέμε ότι υπάρχουν κάποιοι άλλοι «τρίτοι» που θεωρούν ότι βρίσκεται σε ανυποληψία; Και ποιοι είναι αυτοί οι «τρίτοι»;

Παραγνωρίζει δε ο Γενικός Εισαγγελέας και στις δύο πιο πάνω αναφορές του, ότι στην

«Ερωτοκρίτου» που επικαλείται, αυτοί οι «τρίτοι» δεν είναι οποιοιδήποτε «τρίτοι». Είναι «τρίτοι, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητα του να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του κατά τρόπο έντιμο, ορθό και εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον». Αυτών των «τρίτων» αναμένεται το Συμβούλιο να εντοπίσει την άποψη.

Υπενθυμίζω επίσης ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών του. Δεν έχω δε αντιληφθεί σε ποιους τρίτους ο ίδιος εννοεί ότι έχουν δημιουργηθεί εύλογες αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα μου να ασκώ τα καθήκοντα του αξιώματος μου κατά τρόπο έντιμο, ορθό και εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον. Ασφαλώς δεν μπορεί να εννοεί μόνο τον εαυτόν του και τον Βοηθό Γενικού Εισσγγελεα. Ο ίδιος όφειλε, έχοντας το βάρος της απόδειξης, να προσκομίσει μαρτυρία ώστε να πείσει το Συμβούλιο ότι οι συνεχείς και διαχρονικές μετρήσεις κοινής γνώμης που αναδεικνύουν σταθερά την αξιοπιστία μου και τη μεγάλη υπόληψη που τυγχάνουν, τόσο η Ελεγκτική Υπηρεσία όσο και εγώ προσωπικά, θα πρέπει να παραγνωριστούν και η άποψη κάποιων άλλων «τρίτων, αντικειμενικά κρινόντων» - οι οποίοι δεν μπορώ να αντιληφθώ ποιοι μπορεί να είναι αυτοί - να εντοπιστεί με κάποια άλλη, πιο αξιόπιστη μέθοδο από αυτή που παγκόσμια χρησιμοποιείται, που είναι η μέτρηση της κοινής γνώμης».

H σελίδα στο Facebook με τίτλο «Ομάδα Στήριξης Γενικού Ελεγκτή»

«Η σελίδα αυτή είχε αρχικά δημιουργηθεί, κάπου περί το 2018 ή 2019, από τον πρώην Διευθυντή Ελέγχου κ. Ανδρέα Χασαπόπουλο ο οποίος αφυπηρέτησε περί το 2017. Αρχικά η σελίδα είχε λίγους ακόλουθους και έτσι ουδείς ασχολείτο μαζί της. Μέχρι τον Αύγουστο του 2020 είχε περίπου 5.000 μέλη αλλά την περίοδο που υπήρξε η μεγάλη σύγκρουση με την τότε Κυβέρνηση για το θέμα των χρυσών διαβατηρίων και αναφορές ότι εξετάζεται το ενδεχόμενο αίτησης για απόλυσή μου, τα μέλη έφθασαν ξαφνικά στις 50.000.

Αξίζει πιστεύω να αναφερθεί ότι τον Δεκέμβριο του 2020 δημιουργήθηκε στο Facebook ακόμη μια σελίδα με παρόμοιο όνομα που επίσης χρησιμοποιεί τη φωτογραφία μου, που ακόμη υπάρχει και η οποία αριθμεί περί τα 1.700 μέλη. Απλώς, ουδείς ασχολείται με αυτή σελίδα.

Ο κ. Χασαπόπουλος είναι πρόσωπο υπεύθυνο για τις δικές του πράξεις, μιλάμε πολύ αραιά στο τηλέφωνο ως πρώην συνάδελφοι, αλλά δεν είμαστε ούτε καν στενοί φίλοι. Ούτε θυμάμαι πότε είναι η τελευταία φορά που τον είδα από κοντά, ίσως να είναι και πριν την πανδημία.

Όταν η σελίδα άρχισε να μεγαλώνει σε αριθμό μελών, υπήρξαν περιπτώσεις που επώνυμα πρόσωπα στα οποία ασκείτο κριτική στη σελίδα, με έπαιρναν τηλέφωνο, θεωρώντας ότι ασκώ έλεγχο στη Σελίδα, ώστε να παρέμβω. Μόνιμα η απάντησή μου ήταν ότι ουδεμία σχέση έχω με τη Σελίδα, ούτε και είμαι εγώ που μπορώ να αποφασίσω, είτε τι σύμβολα θα χρησιμοποιεί, είτε τι φωτογραφίες.

Το γεγονός ότι η Σελίδα δεν ελέγχεται καθόλου από μένα και κανένα λόγο δεν έχω στα δημοσιεύματά της, αποδεικνύεται, όχι μονό από το γεγονός ότι ορισμένες αναρτήσεις της δεν με εκφράζουν, μπορεί μάλιστα να έχω και εντελώς αντίθετη άποψη για το θέμα που αφορούν, αλλά και από το πιο κάτω περιστατικό που είναι χαρακτηριστικό:

Το Απρίλιο του 2023 στη Σελίδα αναρτήθηκε ως αναπαραγωγή από τον λογαριασμό παρωδία μία εικόνα, αυτό που λέμε meme (στα ελληνικά μιμίδιο), που είναι φωτογραφία αλλοιωμένη στην οποία τα πρόσωπα των ατόμων έχουν αντικατασταθεί από το πρόσωπο κάποιου επώνυμου. Για παράδειγμα, κάποιος είναι χορευτής και αλλάζω το πρόσωπό του και βάζω έναν πολιτικό. Η εικόνα που είχε αναρτηθεί παρίστανε και κατηγορούσε αριθμό προσώπων από την οικογένεια στενού συγγενικού και πολύ αγαπητού μου προσώπου. Ανάμεσα τους και αποβιώσας προ δεκαετίας θείος μου τον οποίο ονόμαζε «μακαριακό γλύφτη» γιατί είχε διατελέσει σε πολιτειακό αξίωμα. Επειδή δεν είμαι μέλος της Ομάδας δεν το είχα δει και με πήρε τηλέφωνο η ξαδέλφη μου ότι υπήρχε αυτή η ανάρτηση που πρόσβαλλε τη μνήμη του νεκρού πατέρα της, ενός πολύ ευυπόληπτου ευπατρίδη. .

Παρενέβηκα επίσης με τηλεφωνική επικοινωνία τον Δεκέμβριο του 2023, προς τον Ανδρέα Χασαπόπουλο για ανάρτηση στη Σελίδα.

Το βράδυ της ίδιας ημέρας που έγινε η ανάρτηση, μου τηλεφώνησε γύρω στις 9 το βράδυ ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα και μου ανάφερε ότι υπήρχε σοβαρός λόγος να αφαιρεθεί η ανάρτηση, τον οποίο και μου ανάφερε. Του εξήγησα ότι δεν έχω καμία σχέση με τη Σελίδα αλλά, εφόσον εγείρεται αυτός ο σοβαρός λόγος, θα επικοινωνήσω με τον Ανδρέα Χασαπόπουλο με την παράκληση, εάν συμφωνεί, να κατεβάσει την ανάρτηση, όπως και έγινε.

Αναφέρω τις πιο πάνω περιπτώσεις για να δείξω πρώτον ότι ουδόλως σχετίζομαι με τη Σελίδα και το περιεχόμενό της και δεύτερο ότι, εκτός από τέτοιες εξαιρετικά ιδιάζουσες περιπτώσεις, ουδέποτε παρεμβαίνω για το περιεχόμενο και, όταν το πράξω, αυτό αφορά σε ανθρώπινο επίπεδο επικοινωνία με ένα τέως συνάδελφο ώστε, εάν συμφωνεί και το επιθυμεί, να προβεί σε κάποια ενέργεια.

Ως προς τον ισχυρισμό του Γενικού Εισαγγελέα ότι ουδέποτε διαχώρισα τη θέση μου από τη Σελίδα, ή/και το έπραξα μόνο για την κα Μύρνα Παττίχη και όχι για τον ίδιο ή τον Βοηθό του, σημειώνω τα ακόλουθα:

Δεν θεωρώ ότι έχω οποιαδήποτε υποχρέωση να προβώ σε τέτοια ενέργεια υπό μορφή δημόσιας ανακοίνωσης ή άλλως πως. Ωστόσο, το έπραττα σε διάφορες τηλεοπτικές εμφανίσεις μου, όπως και του εκπροσώπου τύπου της Υπηρεσίας μας, όποτε τέτοιο θέμα εγειρόταν από δημοσιογράφο.

Η ανακοίνωση του Τεκμηρίου 56 που αφορά την κα Παττίχη δεν έγινε για να κερδίσω την εύνοια των ΜΜΕ όπως ισχυρίζεται ο Γενικός Εισαγγελέας. Θεωρώ σημαντικό να παραθέσω αυτούσια ολόκληρη την ανακοίνωση εκείνη της 12ης Οκτωβρίου 2022 ώστε να γίνει αντιληπτό ότι κάθε άλλο παρά θέμα εύνοιας του συγκεκριμένου ΜΜΕ αφορούσε η εν λόγω αναφορά».

Οι ισχυρισμοί περί καταλογισμού ποινικών αδικημάτων σε αξιωματούχους

«Κατά καιρούς το τελευταίο διάστημα, έχει εκφραστεί από τη Νομική Υπηρεσία η άποψη ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία, εφόσον δεν είναι δικαστήριο, δεν μπορεί να εκφράσει την άποψη ότι μία συναλλαγή ή η απόφαση ενός ελεγχόμενού της είναι παράνομη, αφού τούτο μπορεί να γίνει μόνο από Δικαστήριο. Τούτο αποτελεί τη βασική προκείμενη και το ουσιαστικό θεμέλιο της παρούσας Αίτησης.

Η άποψη αυτή ανατρέπει την επί δεκαετίες, ακόμη και πριν το 1960, πρακτική λειτουργίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Η πιο πάνω άποψη είναι πρόδηλα εσφαλμένη αφού συγκρίνει ανόμοια πράγματα. Γνώμη ή άποψη επί της νομιμότητας μίας πράξης μπορούν και ενίοτε οφείλουν να διατυπώσουν, το ίδιο το όργανο που θα λάβει την απόφαση, το ιεραρχικά ανώτερο όργανο, ο νομικός σύμβουλος του οργάνου, εάν ερωτηθεί, ή ο Γενικός Ελεγκτής εάν ο ίδιος ασκήσει έλεγχο, καθώς επίσης και άλλοι. Το Δικαστήριο, δεν είναι γνώμη που εκφράζει, αλλά αποφασίζει.

Επισημαίνω ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, στη παράγραφο 124 της Αίτησής του, πρόβαλε μία καινοφανή θέση. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι:

«Σύμφωνα με την Αρχή της Νομιμότητας, ο μόνος αρμόδιος να αποφανθεί κατά πόσο το κράτος εν τη ευρεία έννοια και/ή οποιαδήποτε δημόσια αρχή και/ή δημόσιο όργανο έχει παραβεί μια νομοθετική διάταξη είναι ο κατά το Σύνταγμα Νομικός Σύμβουλος της – ο Γενικός Εισαγγελέας.»

Θεωρώ πολύ σημαντικό ότι ο Γενικός Εισαγγελέας εγκατέλειψε αυτό τον ανυπόστατο ισχυρισμό στη γραπτή Δήλωσή του».

Ο καταλογισμός ποινικής ή αστικής ευθύνης στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τις παράνομες πράξεις ή αποφάσεις

«Μεγάλο μέρος της Αίτησης και της γραπτής Δήλωσης του Γενικού Εισαγγελέα αποτελούν κατηγορίες του εναντίον μου ότι καταλογίζω τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων σε κρατικούς αξιωματούχους. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ανυπόστατος. Περαιτέρω τεκμηρίωση θα παρατεθεί στη συνέχεια. Εδώ θα εξηγηθεί η γενική προσέγγιση που ακολουθεί η Ελεγκτική Υπηρεσία στο θέμα αυτό».

{...}

«Στην Αίτησή του ο Γενικός Εισαγγελέας διεύρυνε την προστασία που παρέχει το τεκμήριο της αθωότητας, θεωρώντας ότι το τεκμήριο απαγορεύει σε δημόσια αρχή να διατυπώσει υπόνοιες εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, πριν το πρόσωπο αυτό καταδικαστεί, για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικήματος.

36. Είναι η ισχυρή άποψή μου ότι, αναφορές σε Εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας της ελεγκτικής της γνώμης ότι η πράξη, απόφαση ή παράλειψη ενός προσώπου είναι παράτυπη ή παράνομη, ή μη συνάδουσα με τη νομοθεσία, ή ότι παραβιάζει τη νομοθεσία, ή ότι προκύπτει η ανάγκη διερεύνησης του ενδεχομένου ύπαρξης αδικημάτων, ή ότι θα πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο υπήρξε κατάχρηση εξουσίας από οποιονδήποτε πρόσωπο, σε ουδεμία περίπτωση παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας και συνεπώς ουδόλως μεμπτή είναι. Αντίθετα, για τον Γενικό Ελεγκτή και την Ελεγκτική Υπηρεσία, μεμπτό θα ήταν να μην μεριμνούν, όπως επιβάλλει η βασική αποστολή τους, για την ανάδειξη τυχόν ευθυνών και τη λογοδοσία των ασκούντων δημόσια εξουσία.

Όπως εξήγησα πιο πάνω, η λογοδοσία είναι βασικό συστατικό ενός κράτους δικαίου και τα Ανώτατα Ελεγκτικά Ιδρύματα καλούνται, εκ της αποστολής του, να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην απόδοση λογοδοσίας.

Θεωρώ σημαντικό ότι, ενώ στην Αίτησή του (Έκθεση Γεγονότων) ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ισχυριστεί στις παραγράφους 101, 102, 107, 113, 118(β), 118(θ), 119(στ), 121, 129, 133, 138, και 148 και ήταν απόλυτος και κατηγορηματικός ότι παραβίασα το τεκμήριο της αθωότητας, στη συνέχεια, όταν διαπίστωσε από την Έκθεση Γεγονότων της Ένστασης ότι ο ορισμός που είχε υιοθετήσει για το τεκμήριο της αθωότητας ήταν ανυπόστατος, στη γραπτή Δήλωσή του, άλλαξε την εκδοχή του και ισχυρίστηκε (σελ. 31, 41 και 44) ότι υπονόησα ότι ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα διέπραξε το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας».

Αναφορά σε ευθύνη αξιωματούχων

«Επανέρχομαι στις αναφορές του Γενικού Εισαγγελέα που παραθέτω στην παράγραφο 24 πιο πάνω.

Ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρει στη σελίδα 103 (παράγραφος δ) της γραπτής Δήλωσής του ότι η Αίτησή του «εμπεριέχει σωρεία παραρτημάτων το περιεχόμενο των οποίων είναι αυταπόδεικτο» στα οποία, όπως ισχυρίζεται, καταλογίζω τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων σε κρατικούς αξιωματούχους. Απορρίπτω κατηγορηματικά αυτό τον ισχυρισμό. Ποτέ και σε καμία Έκθεσή μας δεν έχουμε καταλογίσει οποιοδήποτε αδίκημα σε οποιοδήποτε πρόσωπο. Αυτό που σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρουμε, εάν προκύπτει τέτοιο θέμα, είναι ότι έχουμε διαβιβάσει μια υπόθεση στις αρμόδιες αρχές (π.χ. Γενικό Εισαγγελέα, Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, Αρχή κατά της Διαφθοράς ή Αστυνομία, ανάλογα με την περίπτωση) για διερεύνηση του ενδεχομένου διάπραξης ποινικών αδικημάτων.

Με έκπληξη άκουσα τον Γενικό Εισαγγελέα να αναφέρει κατά την αντεξέτασή του ότι κατακεραυνώνω τους πάντες, με ένα τρόπο εξευτελιστικό, καταλύω τους θεσμούς, αποδίδω κακοπιστία και διαφθορά σε όλους, και ισχυρίζομαι ότι είναι διεφθαρμένοι, δίνοντας μάλιστα ως παράδειγμα τον ίδιο και τον Βοηθό του, τον Αρχηγό Αστυνομίας, Αρχηγό Στρατού, κ.λπ. Απορρίπτω κατηγορηματικά αυτούς τους παντελώς ανυπόστατους ισχυρισμούς».

Οι σχέσεις μου με Κώστα Κληρίδη και Γιώργο Σαββίδη

«Ο Γενικός Εισαγγελέας έχει δώσει μεγάλη έμφαση στη σχέση μου με τον τέως Γενικό Εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη και επιχειρηματολογεί ότι, εφόσον με τον Κώστα Κληρίδη η σχέση μου ήταν εξαιρετική ενώ με τον ίδιο όχι, αυτό συνιστά εκ μέρους μου ανάρμοστη συμπεριφορά. Ομολογώ ότι μου προκαλεί έκπληξη η κατηγορία αυτή. Κατ’ αρχάς πρέπει να πω ότι ο υποφαινόμενος ήμουν ο ίδιος άνθρωπος και συμπεριφερόμουν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, τόσο όταν ήταν Γενικός Εισαγγελέας ο Κώστας Κληρίδης, όπως και τώρα που είναι ο Γιώργος Σαββίδης. Η αλλαγή που έγινε αφορούσε το πρόσωπο που υπηρετούσε το θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα.

Ο Κώστας Κληρίδης διορίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2013 και εγώ τον Απρίλιο του 2014. Τον συνάντησα για πρώτη φορά μόλις διορίστηκα σε μία εκδήλωση. Δεν τον είχα δει ποτέ προηγουμένως στη ζωή μου. Δεν έτυχε να έχουμε κάποια ιδιαίτερη συνεργασία μέχρι τον Αύγουστο του 2014 όταν ανταλλάξαμε τις επιστολές που επικαλείται σήμερα ο Γενικός Εισαγγελέας και οι οποίες αφορούσαν ένα θέμα του Υπουργείου Οικονομικών. Ουσιαστικά επρόκειτο για απλή παρεξήγηση, που μάλλον οφειλόταν στο λεκτικό που είχα χρησιμοποιήσει στην επιστολή μου. Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο, δεν είχα κανένα λόγο να μην δώσω τις αναγκαίες εξηγήσεις. Όπως εξήγησα προηγουμένως, προσπαθώ πάντα να έχω καλές σχέσεις με κάθε πρόσωπο που συνεργάζομαι. Μετά το συμβάν αυτό, σιγά – σιγά οι σχέσεις άρχισαν να γίνονται στενότερες και καταλήξαμε ως δύο πολύ στενοί συνεργάτες και φίλοι. Είναι τιμή μου που έχω φίλο ένα πρόσωπο τέτοιας εντιμότητας και ακεραιότητας.

Οι φιλικές σχέσεις μου με τον Κώστα Κληρίδη ουδέποτε ήταν αιτία υπόσκαψης της ανεξαρτησίας των Υπηρεσιών μας, κάθε μία διατηρούσε την αυτοτέλεια και αυτονομία της, αντίθετα οι φιλικές αυτές σχέσεις ήταν υποβοηθητικές αφού αμφότερες οι Υπηρεσίες είναι ταγμένες στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και ως τέτοιες είναι φυσικοί σύμμαχοι. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, απότοκο της καλής εκείνης σχέσης και συνεργασίας, ήταν η προσαγωγή στα δικαστήρια πολλών υποθέσεων διαφθοράς και η καταδίκη δημοσίων προσώπων όπως Δημάρχων, Δημοτικών Συμβούλων, βουλευτών, ακαδημαϊκών κλπ.

Πρέπει να τονίσω εμφαντικά ότι ουδεμία γνωμάτευση του Κώστα Κληρίδη ήταν τέτοια που θα είχε ως αποτέλεσμα την υπόσκαψη της ανεξαρτησίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Αντίθετα, όταν για παράδειγμα το 2016 προέκυψε το μείζον θέμα του ελέγχου της τότε Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας που η ίδια και το Υπουργείο Οικονομικών επέμεναν ότι δεν αποτελούσε ελεγχόμενη οντότητα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, η γνωμάτευση του Κώστα Κληρίδη ήταν καθοριστική στο να γίνει αποδεκτή η δυνατότητά μας για διενέργεια ελέγχου στη συγκεκριμένη κρατική επιχείρηση.

Ομοίως, όταν τον Μάιο του 2018 κατέρρευσε η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα και ένα μήνα μετά ο Κώστας Κληρίδης διόρισε την Ερευνητική Επιτροπή για το Συνεργατισμό υπό τον κ. Γ. Αρέστη, η Υπηρεσία μας, κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας από την Επιτροπή, διεξήγαγε κανονικά τους δικούς της ελέγχους για τα θέματα του Συνεργατισμού, συνεργάστηκε άψογα με την Επιτροπή, κατέθεσε σε αυτή στοιχεία και την υποβοήθησε στο έργο της.

Η συνεργασία μου με τον Κώστα Κληρίδη ήταν λοιπόν μια συνεργασία βασισμένη στον αμοιβαίο σεβασμό και εκτίμηση. Το θέμα του ανέλεγκτου του Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με ποινικές διώξεις και η ταύτιση σε ένα πρόσωπο των ιδιοτήτων του νομικού συμβούλου και δημόσιου κατήγορου, ουδέποτε επί Κώστα Κληρίδη δημιούργησαν θέμα στην ανεξαρτησία της Υπηρεσίας μου και ουδέποτε τα αντιλήφθηκα ως δομικά προβλήματα του Συντάγματος. Αυτό δεν αφορούσε μόνο εμένα, αφορούσε ολόκληρη την κοινωνία. Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι για το θέμα του διαχωρισμού των εξουσιών, στην προεκλογική περίοδο των προεδρικών εκλογών του 2018 δεν υπήρξε η παραμικρή αναφορά, ενώ στην αντίστοιχη περίοδο του 2023 ήταν μείζον θέμα, σε τέτοιο βαθμό που όλοι οι βασικοί υποψήφιοι το περιέλαβαν στο προεκλογικό τους πρόγραμμα συμπεριλαμβανομένου και του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ο Γενικός Εισαγγελέας ζητά την απόλυσή μου επειδή, στο πλαίσιο της τηλεοπτικής εκπομπής του ΡΙΚ στις 20.12.2023, δήλωσα ότι οι σχέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας επί προηγούμενου Γενικού Εισαγγελέα ήταν εξαιρετικές ενώ, σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα, «ο Γενικός Ελεγκτής είχε συγκρουστεί – τα έβαλε - και με τον τέως Γενικό Εισαγγελέα. Οι εξαιρετικές σχέσεις άρχισαν μετά την αυστηρή επίπληξη του πρώην Γενικού Εισαγγελέα. Η παραποίηση της πραγματικότητας, γιατί οι τηλεθεατές δεν τη γνώριζαν, συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά.» Απορρίπτω τον ισχυρισμό και τον παραθέτω ως τρανή απόδειξη της μη σοβαρότητας της παρούσας Αίτησης».

Διαφορές που προέκυψαν λόγω μη απρόσκοπτης πρόσβασής μας στην πληροφόρηση

{...}

«Η επόμενη μεγάλη αιτία προστριβών αφορούσε και πάλιν μη ελεύθερη πρόσβασή μας στην πληροφόρηση. Μέχρι την ανάληψη της ηγεσίας της Νομικής Υπηρεσίας από τον νυν Γενικό Εισαγγελέα, μοναδική εκκρεμότητα στα θέματα της ανεξαρτησίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ήταν η περιορισμένη οικονομική ανεξαρτησία της, αφού ο Προϋπολογισμός της εγκρίνεται από το Υπουργείο Οικονομικών και το Υπουργικό Συμβούλιο. Τονίζω ότι αυτό το θέμα, η επίλυση του οποίου απαιτεί συνταγματική τροποποίηση, εγείρετο συχνά, τόσο από την προκάτοχό μου, όσο και από μένα, αποτέλεσε προενταξιακή υποχρέωση της Δημοκρατίας το 2003, παρέμεινε σε εκκρεμότητα, περιλήφθηκε εκ νέου στο Μνημόνιο με την Τρόικα, συζητήθηκε στην Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής το 2017, αλλά ουδέποτε επιλύθηκε. Το αναφέρω ως απάντηση στον ισχυρισμό του Γενικού Εισαγγελέα ότι η εκ μέρους μου ανάδειξη της ανάγκης τροποποίησης του Συντάγματος αποτελεί πράξη που υποδηλοί ανάμιξή μου στην πολιτική και ότι συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά.

Ενώ λοιπόν μέχρι το 2020, θεωρούσαμε ότι μοναδική εκκρεμότητα στα θέματα της ανεξαρτησίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ήταν η περιορισμένη οικονομική ανεξαρτησία της, από το 2020 και μετά, με αρχή την περίπτωση των χρυσών διαβατηρίων, διαπιστώθηκε στην πράξη ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο στην οικονομική ανεξαρτησία αλλά και σε δύο άλλους βασικούς πυλώνες, δηλαδή:

  • τη χωρίς περιορισμούς πρόσβαση στην πληροφόρηση (Πυλώνας IV), και
  • την ελευθερία να αποφασίζει το ίδιο το ΑΕΙ το περιεχόμενο και τον χρόνο ετοιμασίας, έκδοσης και δημοσιοποίησης των εκθέσεων ελέγχου (Πυλώνας VI).

Συγκεκριμένα, παρόλο που το ισχύον νομικό πλαίσιο διασφαλίζει την απρόσκοπτη πρόσβαση του Γενικού Ελεγκτή σε οποιαδήποτε στοιχεία και πληροφορίες κρίνει ο ίδιος απαραίτητα για διεξαγωγή του έργου του και εκπλήρωση της αποστολής της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, εντούτοις προκύπτουν πλέον σοβαρά προσκόμματα στην παροχή τέτοιας πληροφόρησης.

Επίσης, η θέση του Γενικού Εισαγγελέα που πρόβαλε στην Αίτησή του αλλά δεν επανέλαβε στη Γραπτή Δήλωσή του, πως, όταν αυτός γνωματεύει ότι μία πληρωμή είναι σύννομη τότε αυτόματα η ελεγκτική μας γνώμη πρέπει να προσαρμόζεται στη γνωμάτευσή του αυτή, εάν η θέση του αυτή γινόταν δεκτή, θα σήμαινε αυτόματα παραβίαση και του Πυλώνα VI αφού πλέον δεν θα είχαμε την ελευθερία να αποφασίζουμε εμείς το περιεχόμενο των εκθέσεων μας, και αντ’ αυτού το περιεχόμενο θα αποφασιζόταν από τον Γενικό Εισαγγελέα. Αυτό θα αποτελούσε μία παγκόσμια πρωτοτυπία, υποχρέωσης του ελεγκτή να δίνει ελεγκτική γνώμη με την οποία δεν συμφωνεί. Για το θέμα αυτό θα επανέλθω.

Στις πλείστες των περιπτώσεων, τα προβλήματα μη απρόσκοπτης πρόσβασης μας στην πληροφόρηση προκύπτουν όταν ελεγχόμενοι φορείς ζητούν συμβουλή από τον Γενικό Εισαγγελέα αναφορικά με την υποχρέωσή τους για να παράσχουν στην Ελεγκτική Υπηρεσία πληροφόρηση και στοιχεία που τους ζητούνται στο πλαίσιο άσκησης ελέγχων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

Παρά τη θεσμοθετημένη και διεθνώς καθιερωμένη υποχρέωση απόδοσης πληροφοριών και στοιχείων προς την Ελεγκτική Υπηρεσία, ο Γενικός Εισαγγελέας υποδεικνύει στους ελεγχόμενους φορείς ποια στοιχεία ο ίδιος κρίνει ως απαραίτητα να παραχωρηθούν για σκοπούς ελέγχου, ή ποια στοιχεία θα πρέπει να δοθούν κατά την άποψή του, στην Ελεγκτική Υπηρεσία, παρεμβαίνοντας τοιουτοτρόπως στο έργο της».

Διαφορές που προέκυψαν λόγω μη απρόσκοπτης πρόσβασής μας στην πληροφόρηση

«Η επόμενη μεγάλη αιτία προστριβών αφορούσε και πάλιν μη ελεύθερη πρόσβασή μας στην πληροφόρηση. Μέχρι την ανάληψη της ηγεσίας της Νομικής Υπηρεσίας από τον νυν Γενικό Εισαγγελέα, μοναδική εκκρεμότητα στα θέματα της ανεξαρτησίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ήταν η περιορισμένη οικονομική ανεξαρτησία της, αφού ο Προϋπολογισμός της εγκρίνεται από το Υπουργείο Οικονομικών και το Υπουργικό Συμβούλιο. Τονίζω ότι αυτό το θέμα, η επίλυση του οποίου απαιτεί συνταγματική τροποποίηση, εγείρετο συχνά, τόσο από την προκάτοχό μου, όσο και από μένα, αποτέλεσε προενταξιακή υποχρέωση της Δημοκρατίας το 2003, παρέμεινε σε εκκρεμότητα, περιλήφθηκε εκ νέου στο Μνημόνιο με την Τρόικα, συζητήθηκε στην Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής το 2017, αλλά ουδέποτε επιλύθηκε. Το αναφέρω ως απάντηση στον ισχυρισμό του Γενικού Εισαγγελέα ότι η εκ μέρους μου ανάδειξη της ανάγκης τροποποίησης του Συντάγματος αποτελεί πράξη που υποδηλοί ανάμιξή μου στην πολιτική και ότι συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά.

Ενώ λοιπόν μέχρι το 2020, θεωρούσαμε ότι μοναδική εκκρεμότητα στα θέματα της ανεξαρτησίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ήταν η περιορισμένη οικονομική ανεξαρτησία της, από το 2020 και μετά, με αρχή την περίπτωση των χρυσών διαβατηρίων, διαπιστώθηκε στην πράξη ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο στην οικονομική ανεξαρτησία αλλά και σε δύο άλλους βασικούς πυλώνες, δηλαδή:

  • τη χωρίς περιορισμούς πρόσβαση στην πληροφόρηση (Πυλώνας IV), και
  • την ελευθερία να αποφασίζει το ίδιο το ΑΕΙ το περιεχόμενο και τον χρόνο ετοιμασίας, έκδοσης και δημοσιοποίησης των εκθέσεων ελέγχου (Πυλώνας VI).

Συγκεκριμένα, παρόλο που το ισχύον νομικό πλαίσιο διασφαλίζει την απρόσκοπτη πρόσβαση του Γενικού Ελεγκτή σε οποιαδήποτε στοιχεία και πληροφορίες κρίνει ο ίδιος απαραίτητα για διεξαγωγή του έργου του και εκπλήρωση της αποστολής της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, εντούτοις προκύπτουν πλέον σοβαρά προσκόμματα στην παροχή τέτοιας πληροφόρησης.

Επίσης, η θέση του Γενικού Εισαγγελέα που πρόβαλε στην Αίτησή του αλλά δεν επανέλαβε στη Γραπτή Δήλωσή του, πως, όταν αυτός γνωματεύει ότι μία πληρωμή είναι σύννομη τότε αυτόματα η ελεγκτική μας γνώμη πρέπει να προσαρμόζεται στη γνωμάτευσή του αυτή, εάν η θέση του αυτή γινόταν δεκτή, θα σήμαινε αυτόματα παραβίαση και του Πυλώνα VI αφού πλέον δεν θα είχαμε την ελευθερία να αποφασίζουμε εμείς το περιεχόμενο των εκθέσεων μας, και αντ’ αυτού το περιεχόμενο θα αποφασιζόταν από τον Γενικό Εισαγγελέα. Αυτό θα αποτελούσε μία παγκόσμια πρωτοτυπία, υποχρέωσης του ελεγκτή να δίνει ελεγκτική γνώμη με την οποία δεν συμφωνεί. Για το θέμα αυτό θα επανέλθω.

Στις πλείστες των περιπτώσεων, τα προβλήματα μη απρόσκοπτης πρόσβασης μας στην πληροφόρηση προκύπτουν όταν ελεγχόμενοι φορείς ζητούν συμβουλή από τον Γενικό Εισαγγελέα αναφορικά με την υποχρέωσή τους για να παράσχουν στην Ελεγκτική Υπηρεσία πληροφόρηση και στοιχεία που τους ζητούνται στο πλαίσιο άσκησης ελέγχων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

Παρά τη θεσμοθετημένη και διεθνώς καθιερωμένη υποχρέωση απόδοσης πληροφοριών και στοιχείων προς την Ελεγκτική Υπηρεσία, ο Γενικός Εισαγγελέας υποδεικνύει στους ελεγχόμενους φορείς ποια στοιχεία ο ίδιος κρίνει ως απαραίτητα να παραχωρηθούν για σκοπούς ελέγχου, ή ποια στοιχεία θα πρέπει να δοθούν κατά την άποψή του, στην Ελεγκτική Υπηρεσία, παρεμβαίνοντας τοιουτοτρόπως στο έργο της». {...}

Το θέμα των Πολιτογραφήσεων

{...}

«Μετά από σχετική πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο Γενικός Εισαγγελέας διόρισε Ερευνητική Επιτροπή με διάταγμά του στις 7.9.2020 με όρους εντολής που θα κάλυπταν την περίοδο λειτουργίας του Επενδυτικού Προγράμματος ήτοι από το 2007 μέχρι την 31.7.2020.

Στη βάση αυτού του διορισμού, ο Γενικός Εισαγγελέας γνωμάτευσε στις 7.9.2020 (Τεκμήριο 16Δ) ότι, ενόσω διεξήγαγε την έρευνά της η Επιτροπή Νικολάτου, εμείς δεν θα μπορούσαμε να λάβουμε ούτε καν αντίγραφα των φακέλων, ούτε καν αποδείξεις είσπραξης από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Εξέφρασε δε τη θέση ότι, ενόσω διεξάγεται η έρευνα από πλευράς Ερευνητικής Επιτροπής, δεν θα ήταν ορθό να διεξάγεται ταυτόχρονα έλεγχος από την Ελεγκτική Υπηρεσία και συνεπώς ο έλεγχός της θα πρέπει να μετατεθεί για αργότερα.

Στις 8.9.2020 ο Υπουργός Εσωτερικών μας ενημέρωσε ότι, στη βάση της πιο πάνω γνωμάτευσης, όλοι οι σχετικοί φάκελοι, αρχεία, στοιχεία και/ή έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του Υπουργείου του θα πρέπει να διαφυλαχθούν για να δοθούν στην Ερευνητική Επιτροπή την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας διόρισε επί σκοπώ και ως εκ τούτου δεν θα δοθούν στην Ελεγκτική Υπηρεσία σε εκείνο το στάδιο οποιαδήποτε στοιχεία.

Με βάση τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί από το Υπουργείο Εσωτερικών και το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, προτού τεθούν προσκόμματα για την παραχώρηση των υπολοίπων στοιχείων που απαιτούνταν για την πλήρη διεξαγωγή του ελέγχου, καθώς και με στοιχεία που λήφθηκαν από το Τμήμα Φορολογίας και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η Ελεγκτική Υπηρεσία εξέδωσε στις 24.9.2020 Ειδική Έκθεση με πολύ σοβαρά ευρήματα (Τεκμήριο 198). Παρεμπιπτόντως, αναφέρω χωρίς να υπονοώ οτιδήποτε, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, ήταν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου του οποίου Αποφάσεις αποτελούσαν αντικείμενο της Έκθεσης και επίσης είχαν ιδιάζουσα σχέση με Δικηγορικά Γραφεία που είχαν υποβάλει αιτήσεις πολιτογράφησης στο πλαίσιο του Προγράμματος (Τεκμήριο 110, σελ. 5-6 και 759). Το αναφέρω αυτό, το οποίο δεν είχα επικαλεστεί τότε, για να καταδείξω ότι από πλευράς μου προσπαθούσα να διαφυλάξω τις σχέσεις μου με τον Γενικό Εισαγγελέα και δεν ήθελα να δίνω την εντύπωση ότι από πλευράς μου παρεμβαίνω στον τρόπο με τον οποίο ασκεί τις συνταγματικές του εξουσίες.

89. Ακολούθησε έλεγχος ειδικά για πρόσωπα που είχαν πολιτογραφηθεί ως διευθυντές εταιρειών, και ειδικότερα της εταιρείας που είχε αναλάβει ως δημόσια σύμβαση το έργο του καζίνο θέρετρου και της εταιρείας WarGaming. Η απόφαση για την πολιτογράφηση 27 προσώπων σχετιζόμενων με το καζίνο λήφθηκε στις 25.7.2019, ημερομηνία κατά την οποία επίσης ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ήταν Υπουργοί. Λόγω της άρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών να παραχωρήσει στοιχεία, έστω και αντίγραφα των φακέλων, ο έλεγχος διεξήχθη με τη χρήση αξιόπιστων, εναλλακτικών, στοιχείων που εξασφαλίστηκαν από μητρώα δεδομένων στα οποία έχει μόνιμα πρόσβαση η Ελεγκτική Υπηρεσία, όπως στοιχεία του Τμήματος Φορολογίας, των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, του Εφόρου Εταιρειών, του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, και στο μητρώο του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Τούτο επέτρεψε την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για κάποια εκ των κριτηρίων ελέγχου, ενώ για κάποια άλλα κριτήρια υπήρξε αδυναμία απόκτησης επαρκών και κατάλληλων ελεγκτικών τεκμηρίων που θα παρείχε βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 16Κ. Η Έκθεση δημοσιοποιήθηκε στις 27.11.2020.

Οι πιο πάνω έλεγχοι που διεξήγαγε η Ελεγκτική Υπηρεσία ήταν υποδειγματικοί, και σύμφωνα με τα ελεγκτικά πρότυπα, και όταν διαβιβάστηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έτυχαν πολύ θετικής υποδοχής. Τα ευρήματά μας επιβεβαιώθηκαν πλήρως από την Επιτροπή Νικολάτου (Τεκμήριο 110, σελ. 630-646).

Κατά την αντεξέτασή του ο Γενικός Εισαγγελέας προέβη σε ισχυρισμούς ότι, κατά τη συνάντηση μας στις 17.11.2020 (στο πλαίσιο γεύματος), του είχα αναφέρει ότι στην Έκθεση δεν θα περιλαμβανόταν οτιδήποτε που θα αφορούσε τον ίδιο. Ο τρόπος με τον οποίο διατύπωσε την κατηγορία εναντίον μου είναι ως εάν, κατά κάποιο τρόπο να τον ξεγέλασα. Ουδέν αναληθέστερο. Στην εν λόγω Έκθεση γίνεται σαφής αναφορά στις ευθύνες των Υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών ενώ για το Υπουργικό Συμβούλιο, επειδή δεν είχαμε στην κατοχή μας το σχετικό πρακτικό της υπό αναφορά συνεδρίας του στις 25.7.2019, είχαμε αφήσει ανοικτό το θέμα ώστε να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω διερεύνησης».

Θέμα οπλιτών στο Υπουργείο Άμυνας

«Η Ελεγκτική Υπηρεσία έγινε δέκτης καταγγελίας ότι γόνοι κρατικών αξιωματούχων και άλλων προσώπων που ασκούν πολιτική επιρροή ή γνωστών οικογενειών, υπηρετούν, κατά τη θητεία τους στην Εθνική Φρουρά (ΕΦ), υπό ευνοϊκές και προνομιακές συνθήκες στη διοίκηση του Υπουργείου Άμυνας (ΥΠΑΜ) και του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) και μάλιστα σε θέσεις που ενδεχομένως να μην απαιτούνται αλλά να έχουν επί τούτου δημιουργηθεί, κάτι που θα σήμαινε σπατάλη δημόσιων πόρων, αφού η μετάθεση των οπλιτών αυτών από μονάδες της ΕΦ οδηγεί στη δημιουργία αναγκών που καλύπτονται με δημόσια δαπάνη από Συμβασιούχους Οπλίτες.

Το ΥΠΑΜ αρνήθηκε να παράσχει στην Ελεγκτική Υπηρεσία όλες τις πληροφορίες και στοιχεία που είχε ζητήσει για τον έλεγχο των οπλιτών που υπηρετούν με απόσπαση στα κεντρικά γραφεία του ΥΠΑΜ και του ΓΕΕΦ, στο πλαίσιο διερεύνησης της καταγγελίας.

Λόγω της πιο πάνω άρνησης παραχώρησης των ζητηθέντων στοιχείων, που με βάση τη σχετική νομοθεσία περί καταθέσεως στοιχείων στον Γενικό Ελεγκτή συνιστά ποινικό αδίκημα, η Ελεγκτική Υπηρεσία κατήγγειλε με επιστολή της ημερ. 13.1.2023, την υπόθεση στον Γενικό Εισαγγελέα, ώστε να προωθήσει σχετικές διαδικασίες κατά των ατόμων που παραβίασαν τη νομοθεσία.

Σημειώνω ότι στη γραπτή Δήλωσή του ο Γενικός Εισαγγελέας δεν επανάφερε τον ανυπόστατο ισχυρισμό που είχε περιλάβει στην Έκθεση Γεγονότων ότι δήθεν δεν μπορούσα να κοινοποιήσω την επιστολή μου ημερ. 13.1.2023 σε άλλους παραλήπτες και ότι δήθεν η διαβίβαση της επιστολής στον Γενικό Εισαγγελέα προϋπόθετε τη λήψη των απόψεων του ελεγχόμενου.

Υπενθυμίζω το σεβαστό Συμβούλιο ότι στην Έκθεση Γεγονότων του (παράγραφος 20.1) ο Γενικός Εισαγγελέας με είχε κατηγορήσει ότι η κοινοποίηση της επιστολής «απέβλεπε αποκλειστικά στο να εκθέσει, εκβιάσει και απειλήσει τον ελεγχόμενο», και ότι «συνιστά ως εκ τούτου ανάρμοστη συμπεριφορά», ισχυρισμό τον οποίο όμως δεν προώθησε με τη μαρτυρία του. Ουσιαστικά, χωρίς καμία βάση, έτσι απλά με κατηγόρησε για εκβιασμό και απειλή ενός ελεγχόμενου.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, σε επιστολή του ημερ. 13.2.2023, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει πως η εξέταση ενός θέματος που οδηγεί σε σπατάλη δημοσίων πόρων εμπίπτει στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ανάφερε ότι ο ίδιος δεν διαπιστώνει επαρκή θεμελίωση του αιτήματός της για πρόσβαση στα ζητούμενα στοιχεία. Ανέφερε επίσης ότι ζήτησε και έλαβε τη θέση του Υπουργείου και ότι, από την πληροφόρηση και τα στοιχεία που του προσκομίστηκαν, δεν διαπιστώνεται η οποιαδήποτε αύξηση των αναγκών της ΕΦ σε Συμβασιούχους Οπλίτες. Ουσιαστικά, ο Γενικός Εισαγγελέας προέβη ο ίδιος σε αξιολόγηση στοιχείων και αποφάνθηκε ότι δεν διαπιστώνεται αύξηση αναγκών/δαπανών. Συνεπώς, αντί να επιτραπεί στην Ελεγκτική Υπηρεσία να προβεί, ως η καθ’ ύλην αρμόδια, στην αξιολόγηση τού εάν διαπιστώνεται σπατάλη ή όχι, ο Γενικός Εισαγγελέας προχώρησε σε δική του αξιολόγηση, υποκαθιστώντας την κρίση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας με τη δική του, την οποία μάλιστα δική του αξιολόγηση χρησιμοποίησε στο να αιτιολογήσει τη μη παραχώρηση των απαιτούμενων στοιχείων στην Ελεγκτική Υπηρεσία, πράγμα που, πιστεύω απολύτως δικαίως, θεωρήσαμε ανεπίτρεπτο.

Σχετικό είναι το Κεφάλαιο ΙΑ («Η μη απρόσκοπτη πρόσβαση στην πληροφόρηση») πιο πάνω.

Δεν έχω αντιληφθεί τι εννοεί ο Γενικός Εισαγγελέας στην παράγραφο 35.6 στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:

«Η Ελεγκτική Υπηρεσία με Ανακοίνωση της ημερομηνίας 29.03.2023 με τίτλο «Προσφυγή στον INTOSAI» άφηνε αιχμές εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα ότι «αποφάσισε να ενεργήσει ο ίδιος ως ελεγκτική αρχή» (παράγραφο 4) και ότι υπονόμευε την ανεξαρτησία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας (παράγραφος 5).»

Καμία αιχμή δεν αφήσαμε και ούτε βρίσαμε, ούτε μιλήσαμε απρεπώς. Είπαμε ευθέως την άποψη μας ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ενήργησε ως ελεγκτική αρχή, αφού ακριβώς αυτό έκανε. Και το γεγονός ότι υποκατέστησε τη δική μας κρίση, ξεκάθαρα, κατά την άποψή μου, υπονομεύει την ανεξαρτησία μας.

Από τα γεγονότα της περίπτωσης αυτής αναδεικνύεται η στρέβλωση που δημιουργείται λόγω του ανέλεγκτου του Γενικού Εισαγγελέα. Ουδέποτε αμφισβήτησα ότι υφίσταται το ανέλεγκτο, ουδέποτε ισχυρίστηκα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ασκώντας την ανέλεγκτή αυτή εξουσία του παραβίασε οποιαδήποτε συνταγματική πρόνοια, και ουδέποτε τον κατηγόρησα ότι συγκαλύπτει ποινικά αδικήματα όπως αυτός ισχυρίζεται. Οι θέσεις μας ήταν ξεκάθαρες. Η περίπτωση αυτή ανέδειξε το θεσμικό πρόβλημα, το οποίο ναι μεν αναδείχθηκε τώρα, ναι μεν έγινε ορατό και αντιληπτό λόγω συγκεκριμένων γεγονότων, αλλά είναι εκεί, ουσιαστικά υπήρχε κεκρυμμένο από το 1960. Και προφανώς, όσο και εάν ο Γενικός Εισαγγελέας επιχειρεί να δώσει ευρύτερη έννοια στην αναφορά σε εκ των υστέρων «κάλυψη», είναι προφανές ότι η αναφορά αφορά αποκλειστικά και μόνο τη μη παραχώρηση στοιχείων και τίποτα άλλο.

Θεωρώ συνεπώς παντελώς ανυπόστατο τον ισχυρισμό του Γενικού Εισαγγελέα ότι έχω διατυπώσει εναντίον του κατηγορία «ότι καλύπτει τους διεφθαρμένους αξιωματούχους», ή ότι αφήνω έστω και την παραμικρή αιχμή ότι ο ίδιος είναι διεφθαρμένος».

Θέματα που αφορούν την Αστυνομία-Έλεγχος ανείσπρακτων εξώδικων καταγγελιών.

«Ως η Υπηρεσία εκ του Συντάγματος επιφορτισμένη με την αρμοδιότητα ελέγχου των δημοσίων εσόδων και των λογαριασμών της Δημοκρατίας, η Ελεγκτική Υπηρεσία ζήτησε πληροφορίες ώστε να μπορέσει να ελέγξει ότι διασφαλίζονται τα έσοδα του κράτους που προκύπτουν από εξώδικες καταγγελίες, η είσπραξη των οποίων καταλήγει στα ταμεία της Δημοκρατίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ελεγκτική Υπηρεσία ζήτησε, από τον Ιανουάριο του 2023, κατάλογο των εξώδικων προστίμων που δεν εισπράχθηκαν εντός των καθορισμένων χρονοδιαγραμμάτων και συνεπώς προωθήθηκαν για είσπραξη μέσω νομικής διαδικασίας, αλλά στη συνέχεια οι σχετικές ποινικές υποθέσεις αποσύρθηκαν με απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, χωρίς να εισπραχθεί οποιοδήποτε ποσό. Κατά την ανταλλαγή επικοινωνίας με την Αστυνομία, προβλήθηκαν αρχικά διάφορες αιτιάσεις αναφορικά με τη δυσκολία εξαγωγής των πληροφοριών που ζητήθηκαν από τα μηχανογραφημένα συστήματα της Αστυνομίας. Ανταποκρινόμενοι στις ανησυχίες αυτές, η Ελεγκτική Υπηρεσία διαφοροποίησε το αίτημά της, ώστε να λάβει τις ελάχιστες απαραίτητες πληροφορίες που χρειάζονταν για τη διεξαγωγή του ελέγχου, χωρίς να επιβάλει στην Αστυνομία δυσανάλογο διοικητικό φόρτο.

Κατά την αντεξέτασή του ο Γενικός Εισαγγελέας με κατηγόρησε ότι ζήτησα στοιχεία για όλες τις αναστολές ποινικών διώξεων και όχι μόνο για τα εξώδικα. Αυτό δεν ισχύει. Όντως, όταν αρχικά η επικοινωνία είχε γίνει σε επίπεδο λειτουργών, δόθηκε η εντύπωση ότι ζητούσαμε γενικά όλες τις αναστολές. Όταν όμως μίλησα προσωπικά με τον Αρχηγό, ήμουν απόλυτα σαφής ότι μιλούσαμε μόνο για εξώδικα τα οποία έχουν οικονομική πτυχή.

Όπως επεξηγήθηκε στον Αρχηγό Αστυνομίας, η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν θεωρεί ότι έχει αρμοδιότητα ελέγχου, υπό την έννοια της αμφισβήτησης, του τρόπου που ο Γενικός Εισαγγελέας ασκεί την εξουσία του για αναστολή ποινικών διώξεων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να παρακολουθήσει από την αρχή μέχρι το τέλος την τύχη ενός εκδοθέντος εξώδικου προστίμου, ώστε να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε ο τύπος (το τυπικό μέρος) της σχετικής νομοθεσίας. Για παράδειγμα, ένα πρόστιμο μπορεί να περιληφθεί στις καταστάσεις των προστίμων που ακυρώθηκαν με απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, ενώ να μην υπάρχει πουθενά υπογραφή του και συνεπώς να διαγράφτηκε, είτε από δόλο είτε από λάθος. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί μόνο μέσα από τον έλεγχο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

Θεωρώ σημαντικό να αντιληφθεί το Συμβούλιο γιατί ήταν αναγκαία η παραχώρηση των πλήρων στοιχείων και όχι συγκεντρωτικών αριθμών.

Νοείται ότι η Υπηρεσία μας, δεν είχε σκοπό να ελέγξει μία προς μία όλες τις περιπτώσεις. Η διαδικασία ελέγχου, περιλαμβάνει πρώτα την καταγραφή και αξιολόγηση της διαδικασίας που ακολουθείται, τις δικλείδες ασφαλείας που υπάρχουν για αποφυγή λαθών ή κρουσμάτων απάτης, και στη συνέχεια τον δειγματοληπτικό έλεγχο.

104. Η σημασία τυχόν εντοπισμού περιπτώσεων ακύρωσης, ή κωλυσιεργίας της Αστυνομίας στην επίδοση, προστίμων επωνύμων προσώπων ή άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων που, λόγω της ιδιότητάς τους, κρίνονται ως υψηλού κινδύνου για ευνοϊκή μεταχείριση, είναι προφανής. Σε αυτή την περίπτωση, αν η ακύρωση ήταν αποτέλεσμα άσκησης των συνταγματικών εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα, και χωρίς όπως προαναφέρθηκε, να έχει η Ελεγκτική Υπηρεσία αρμοδιότητα αμφισβήτησης της απόφασής του αυτής, θα μπορούσε να καταγράψει τυχόν τεκμηριωμένα ευρήματά της στις Ειδικές Εκθέσεις που εκδίδει, υπηρετώντας τη διαφάνεια και τη λογοδοσία, πάντα με απόλυτο σεβασμό στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Επισημαίνεται ότι, από παρόμοιους ελέγχους που η Ελεγκτική Υπηρεσία διενήργησε όταν κατέστη δυνατή η εξασφάλιση ονομαστικής πληροφόρησης σε σχέση με ανεκτέλεστα εντάλματα, εντόπισε σωρεία περιπτώσεων (κρατικών αξιωματούχων, μελών της Αστυνομίας, γνωστών μελών της κοινωνίας) που παρέπεμπαν σε ευνοϊκή μεταχείριση και πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων των μελών της Αστυνομίας.

105. Σε επιστολή της ημερ. 24.7.2023 προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας (Τεκμήριο 59Α), η Ελεγκτική Υπηρεσία τον κάλεσε όπως:

  • Αν έχει την άποψη ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν έχει αρμοδιότητα διενέργειας του συγκεκριμένου ελέγχου, να το δηλώσει ευθαρσώς ώστε να καταστεί δυνατή η παραπομπή της διαφοράς στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 139 του Συντάγματος, ή
  • διαφορετικά, να δώσει επαρκείς εξηγήσεις για τον λόγο για τον οποίο αρνείται να δώσει τα ονοματεπώνυμα των προσώπων των οποίων τα εξώδικα ακυρώθηκαν, μεταξύ άλλων με απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα.

Ο Αρχηγός Αστυνομίας, με την επιστολή του ημερ. 4.8.2023 (Τεκμήριο 190), αναφέρει, αφενός, ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων ελέγχου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, αλλά αφετέρου περιορίστηκε στην αποστολή κάποιων αριθμητικών δεδομένων επί του θέματος, παρόλο που, σε προφορική επικοινωνία, ο Γενικός Ελεγκτής εξήγησε ότι η πληροφόρηση αυτή ουδόλως επαρκεί για τη διεξαγωγή του ελέγχου.

Η στάση αυτή του Αρχηγού Αστυνομίας βασίζεται σε νομική γνωμάτευση που ο ίδιος ζήτησε και έλαβε από τον Γενικό Εισαγγελέα. Τούτο προκύπτει από το Τεκμήριο 59Β (παράγραφος 2(δ) και (ε)) αλλά δεν έχουν περιληφθεί από τον Γενικό Εισαγγελέα στην Αίτησή του και δεν είναι στην κατοχή μας.

106. Η ουσία του προβλήματος επικεντρώνεται στην παράγραφο 10 της υπό αναφορά επιστολής του Αρχηγού Αστυνομίας, που αναφέρει επί λέξει:

«Θεωρούμε ότι η δυνατότητα εξαγωγής συμπεράσματος για τα έσοδα που απώλεσε το κράτος από την μη καταβολή των εξώδικων προστίμων ή τη μη καταδίκη, δύναται να

Ο Αρχηγός Αστυνομίας εξηγεί συνεπώς τι ο ίδιος (ουσιαστικά υιοθετώντας αυτά που του είπε ο Γενικός Εισαγγελέας) θεωρεί ότι είναι αρκετό να δοθεί στην Ελεγκτική Υπηρεσία για να διενεργήσει τον έλεγχό της. Ο ίδιος ο ελεγχόμενος δηλαδή, υποκαθιστώντας την κρίση του ελεγκτή, αποφασίζει τι στοιχεία και πληροφορίες είναι αναγκαία να παράσχει για τη διενέργεια του ελέγχου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, με τρόπο παρόμοιο με τον οποίο ενήργησε και στην περίπτωση της παραχώρησης οπλισμού της Δημοκρατίας σε ιδιώτες, που επεξηγώ εκτενώς πιο κάτω.

Είναι προφανές ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας, αφενός δηλώνοντας πως αναγνωρίζει ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία έχει αρμοδιότητα ελέγχου στερεί από τον Γενικό Ελεγκτή την ευχέρεια προσφυγής στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 139 του Συντάγματος, και αφετέρου, αρνούμενος να παραχωρήσει τα στοιχεία, αισθάνεται την ασφάλεια που του παρέχει ο Γενικός Εισαγγελέας έναντι καταγγελίας για ενδεχόμενη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Με αυτό τον τρόπο, εμποδίζεται και πάλι ο συνταγματικά προβλεπόμενος έλεγχός εκ μέρους της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

Για το θέμα, η Ελεγκτική Υπηρεσία ενημέρωσε τόσο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όσο και την αρμόδια Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως (Τεκμήριο 119), χωρίς ωστόσο να ληφθεί οποιαδήποτε ενέργεια για επίλυση του προβλήματος και άρση των εμποδίων στον έλεγχο».

{...}

Παραχωρήσεις σε ιδιώτες πιστολιών και πυρομαχικών που ανήκουν στη Δημοκρατία

«Συναφές με το θέμα των εξωδίκων προστίμων είναι το θέμα της παραχώρησης πιστολιών σε ιδιώτες. Το θέμα αυτό περιλαμβάνεται στην ίδια έκθεση της Υπηρεσίας μας (Τεκμήριο 109, σελ. 28-30) και τα περιστατικά του είναι παρόμοια.

Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια ελέγχου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας στην Αστυνομία, περιήλθε στην αντίληψή της ότι υπηρεσιακός οπλισμός, ο οποίος αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της Δημοκρατίας, εκδίδεται, από την Αστυνομία, κατόπιν έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου, σε ιδιώτες που, κατά την κρίση της Αστυνομίας, δικαιολογείται να τον κατέχουν. Η Ελεγκτική Υπηρεσία ζήτησε από τον Αρχηγό Αστυνομίας, μεταξύ άλλων, όπως της κοινοποιήσει όλες τις σχετικές Αποφάσεις (μαζί με τις αντίστοιχες Προτάσεις) του Υπουργικού Συμβουλίου, στη βάση των οποίων διενεργήθηκαν οι εν λόγω χορηγήσεις, ώστε να μπορέσει να προβεί σε έλεγχο του κατά πόσο αυτές συνάδουν με τις σχετικές Αποφάσεις.

Ο Αρχηγός Αστυνομίας, με επιστολή του ημερ. 25.9.2023, αναφερόμενος σε συμβουλή που έλαβε από τον Γενικό Εισαγγελέα, επικαλέστηκε λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας και αρνήθηκε να παραχωρήσει τα ζητηθέντα στοιχεία, αναφέροντας ότι, για σκοπούς ελέγχου, θα ήταν αρκετό να διαθέσει τους αύξοντες αριθμούς των πιστολιών που παραχωρήθηκαν και να διευθετήσει για την επιθεώρησή τους στα γραφεία της Αστυνομίας, χωρίς όμως να αποκαλύψει την ταυτότητα των προσώπων στα οποία αυτά έχουν εκδοθεί. Ο προτεινόμενος από τον Αρχηγό τρόπος ελέγχου θα ήταν σαφώς ελλιπής αφού δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει κατά πόσο οπλισμός παραχωρήθηκε μόνο στα πρόσωπα για τα οποία υπήρξε σχετική Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και κατά πόσο τηρήθηκαν τυχόν όροι ή προϋποθέσεις που είχαν τεθεί στην Απόφαση.

Για άλλη μία φορά, ο Αρχηγός Αστυνομίας, επικαλούμενος γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, υποκαθιστά την κρίση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και αποφασίζει τι στοιχεία και πληροφορίες είναι αναγκαία για να διενεργήσει η Ελεγκτική Υπηρεσία τον έλεγχό της, με τρόπο παρόμοιο με τον οποίο ενήργησε και στην περίπτωση των εξωδίκων.

Τυχόν υποβολή καταγγελίας στον Γενικό Εισαγγελέα, ως δημόσιο κατήγορο, θα ήταν προφανώς αλυσιτελής, αφού ο Αρχηγός ενήργησε στη βάση συμβουλής του. Πρόκειται για ακόμη μια περίπτωση στην οποία συνταγματικές εξουσίες της Ελεγκτικής Υπηρεσίας περιορίζονται, χωρίς να επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις, με ότι αυτό συνεπάγεται στην απρόσκοπτη εκπλήρωση της αποστολής και του έργου της.

Λόγω της σοβαρότητας του θέματος της παρακώλυσης του ελέγχου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας επί περιουσιακών στοιχείων της Δημοκρατίας, καθώς και ενδείξεων για κατάχρηση εξουσίας που αφορούσε συγκεκριμένη περίπτωση παραχώρησης δύο πιστολιών στο ίδιο πρόσωπο, η Ελεγκτική Υπηρεσία ενημέρωσε σχετικά την Αρχή Κατά της Διαφθοράς με επιστολή ημερ. 28.9.2023, την οποία κοινοποίησε και στο Γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας.

109. Έχω παραθέσει τα πιο πάνω, έστω και εάν ο Γενικός Εισαγγελέας δεν το επικαλέστηκε ως λόγο ανάρμοστης συμπεριφοράς, ώστε να αντιληφθεί το Συμβούλιο την επαναλαμβανόμενη εμφάνιση αυτού του φαινομένου, αφενός ο ελεγχόμενος να μην μας δίνει στοιχεία στη βάση γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα ως νομικού του συμβούλου, και αφετέρου η Υπηρεσία μας να μην έχει τρόπο αντίδρασης αφού τυχόν καταγγελία του ελεγχόμενου στον Γενικό Εισαγγελέα θα ήταν αλυσιτελής.

{...}

Εκφράζω κατ’ αρχάς την έκπληξή μου, από τον υποτιμητικό τρόπο που εκφράζεται για μένα ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέροντας ότι «όλα τα συνδέω στο μυαλό μου χωρίς οποιαδήποτε αιτιώδη συνάφεια με τον οικονομικό έλεγχο».

Επί της ουσίας σημειώνω ότι τα πιστόλια είναι περιουσία του κράτους. Αν και η περιουσία του κράτους είναι ούτως ή άλλως στοιχείο ενεργητικού που ελέγχεται από κάθε εξωτερικό ελεγκτή, για το θέμα υπάρχει και ρητή αναφορά στο Άρθρο 116 του Συντάγματος που μεταξύ άλλων προβλέπει ότι «Ο γενικός ελεγκτής βοηθούμενος υπό του βοηθού γενικού ελεγκτού ελέγχει εν ονόματι της Δημοκρατίας πάσαν πληρωμήν ή είσπραξιν και πάντα λογαριασμόν χρηματικών διαθεσίμων ή λοιπού ενεργητικού ή αναληφθεισών υπό της Δημοκρατίας ή διά λογαριασμόν αυτής υποχρεώσεων, του οποίου η διαχείρισις γίνεται υπό της Δημοκρατίας ή εν ονόματι αυτής θεωρών και ελέγχων συνάμα πάντα τοιούτον λογαριασμόν. Προς τον σκοπόν τούτον έχει το δικαίωμα της επιθεωρήσεως απάντων των σχετικών προς τοιούτους λογαριασμούς βιβλίων, αρχείων και καταστάσεων και των τόπων ένθα φυλάσσεται το περί ού ο λόγος ενεργητικόν

Σημειώνω επίσης ότι το Σύνταγμα δεν θέτει οποιοδήποτε περιορισμό στον έλεγχο άκρως απόρρητων, απόρρητων, ή εμπιστευτικών πληροφοριών και ότι, με βάση το Περί της Ασφάλειας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών Διάταγμα του 2013 (ΚΔΠ 410/2013), ο Γενικός Ελεγκτής είναι εξ οφίκιο εξουσιοδοτημένος να έχει πρόσβαση σε άκρως απόρρητες πληροφορίες, εξουσιοδότηση που δίνεται σε κάθε λειτουργό της Υπηρεσίας μας πριν του δοθεί πρόσβαση σε διαβαθμισμένη πληροφόρηση.

Είναι σημαντικό ότι η Υπηρεσία μας έχει πρόσβαση σε εξαιρετικά ευαίσθητες πληροφορίες της ΚΥΠ, και στα άκρως απόρρητα στοιχεία και πληροφορίες εξοπλισμών του Υπουργείου Άμυνας, αλλά ο Γενικός Εισαγγελέας έχει την άποψη ότι, μπορεί ο ίδιος να μας εμποδίζει τον έλεγχο σε μία πληροφόρηση η οποία, όπως αναφέρω στην παράγραφο 22 πιο πάνω, είναι ήδη στην κατοχή ενός τουλάχιστον δημοσιογράφου».

Θέμα πολλαπλών συντάξεων

«Το θέμα αφορά τη διενέργεια πληρωμών από τον Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας σε αξιωματούχους (Υπουργούς, Βουλευτές κ.λπ.) οι οποίοι διετέλεσαν στο παρελθόν Υπουργοί ή Βουλευτές και έχουν ηλικία πέραν των 60 ετών. Το πρόβλημα ξεκίνησε το 2014 μετά που εκδόθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κουτσελίνη (ΙωαννίδουΚουτσελίνη Μαρία και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων, 3 ΑΑΔ 361, ημερ. 7.10.2014) με την οποία κηρύχθηκε αντισυνταγματικό το άρθρο 3(β) του περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμου (Ν.88(Ι)/2011), το οποίο προέβλεπε να ακόλουθα:

«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), σε περίπτωση που αξιωματούχος ή συνταξιούχος ανέλαβε ή αναλαμβάνει οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση, η σύνταξη που θα καταβάλλεται ή καταβάλλεται σ’ αυτόν αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία ή υπηρεσία του στο λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο μηνιαίος μισθός ή αντιμισθία ή αποζημίωση ή χορηγία, είναι χαμηλότερος της μηνιαίας σύνταξης κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του, καταβάλλεται σ΄ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης το οποίο προστιθέμενο στο μισθό, τον εξισώνει με το ποσό της μηνιαίας σύνταξης:

Νοείται περαιτέρω ότι η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά τον τερματισμό της θητείας ή υπηρεσίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, στο ύψος που αυτή θα ευρίσκετο αν δεν είχε ανασταλεί.»

Το σκεπτικό της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν ότι, με τον επίδικο νόμο, στην Κουτσελίνη και τους άλλους αιτητές, τέθηκε δια νόμου, ανεπίτρεπτος (δηλαδή μή προβλεπόμενος) περιορισμός σε περιουσιακό ή ιδιοκτησιακό δικαίωμα των αιτητών και συγκεκριμένα το συμβατικό, κεκτημένο και αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα τους στη σύνταξη, το οποίο πηγάζει από συμπλήρωση υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση.

Η Κουτσελίνη και οι άλλοι είχαν ήδη συμπληρώσει την υπηρεσία στη συντάξιμη θέση και μετά ψηφίστηκε ο νόμος που επιχείρησε να τους στερήσει το περιουσιακό δικαίωμα.

120. Στις 16 Οκτωβρίου 2023 προσκλήθηκα στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού για συζήτηση του θέματος των πολλαπλών συντάξεων που ήταν τότε στην επικαιρότητα. Κατά τη συνεδρία παρέδωσα στην Επιτροπή Σημείωμα της Υπηρεσίας μας με το οποίο εξηγούσα την υφιστάμενη κατάσταση και τις στρεβλώσεις που εισηγούμασταν όπως αρθούν (Τεκμήριο 192).

Στην παράγραφο 1(α) του Σημειώματος είχαμε καταγράψει τα ακόλουθα, τα οποία καλόπιστα πιστεύαμε ότι ίσχυαν. Το Σημείωμα το είχαμε ετοιμάσει στη βάση της νομοθεσίας όπως την εντοπίζαμε στο cylaw.org:

«1. Βασική νομοθεσία που διέπει τις συντάξεις πολιτειακών αξιωματούχων, δημάρχων και υπαλλήλων του κεντρικού κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

(α) Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρόεδρος της Βουλής, Υπουργοί, Υφυπουργοί και Βουλευτές Ο περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) Νόμος του 1980 (Ν. 49/1980) Ο νόμος προβλέπει ότι η σύνταξη των αξιωματούχων αυτών αναστέλλεται αν αναλάβουν "οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα εν τη Δημοκρατία". Η πρόνοια αυτή ισχύει από το 1980 και τεκμαίρεται συνταγματική. Εφόσον ισχύει από τη στιγμή που κάποιος διορίζεται στο αξίωμα, λαμβάνεται υπόψη στη σύνταξη που θεμελιώνει και συνεπώς πλέον δεν υπάρχει βάση για να κριθεί αντισυνταγματική

Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, η εκπρόσωπος του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού μάς υπέδειξε ενώπιον όλων, ότι το σημείο αυτό του Σημειώματός μας ήταν εσφαλμένο αφού ο Νόμος αυτός του 1980, ενώ είναι σε ισχύ, και ενώ γενικά εφαρμόζεται και στη βάση αυτού καταβάλλονται οι συντάξεις των αξιωματούχων που αφορά, εν τούτοις, η συγκεκριμένη πρόνοια που αφορά αναστολή της σύνταξης σε περίπτωση διορισμού σε άλλο αξίωμα, δεν εφαρμόζεται.

Έδειξα έκπληξη και ρώτησα πως είναι δυνατό να μην εφαρμόζεται εν ισχύι νόμος και να γίνονται δημόσιες πληρωμές, τη στιγμή που ο εν ισχύι νόμος λέει ρητά να μην γίνονται οι πληρωμές. Η απάντηση δεν ήταν καθαρή, και η λειτουργός ανάφερε απλώς ότι θα το κοιτάξει όταν επιστρέψει στο γραφείο και θα μας ενημερώσει.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για αυτό το θέμα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του Γενικού Εισαγγελέα κατά την αντεξέτασή του ότι γνώριζα για το θέμα αυτό από το 2014 και δεν έλεγα τίποτα γιατί το θέμα αυτό δεν προσφερόταν για δημοσιότητα, είναι παντελώς αβάσιμος. Ομοίως αβάσιμη είναι η αναφορά από του Γενικού Εισαγγελέα στην παράγραφο 34.1 της γραπτής Δήλωσής του ότι το θέμα ηγέρθη από εμάς «10 χρόνια μετά που ακολουθείτο χωρίς αμφισβήτηση η γνωμάτευση του τέως Γενικού Εισαγγελέα αλλά σε χρόνο που το λαϊκό αίσθημα ήταν εναντίον της καταβολής πολλαπλών συντάξεων».

121. Αυτό λοιπόν που διαπίστωσα από την περαιτέρω διερεύνηση είναι ότι στους υπό αναφορά αξιωματούχους καταβάλλεται σήμερα σύνταξη. Για παράδειγμα, ο Υπουργός Οικονομικών λαμβάνει σύνταξη Υπουργού για την υπηρεσία του κατά τα έτη 2003-2005 και μισθό Υπουργού για την τρέχουσα θητεία του. Ωστόσο, ο Νόμος του 1980 (Ν.49/1980), στη βάση του οποίου του καταβάλλεται η σύνταξη, προβλέπει ότι η σύνταξη αναστέλλεται αν αναλάβουν «οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα εν τη Δημοκρατία». Η πρόνοια αυτή ισχύει από το 1980 και τεκμαίρεται συνταγματική. Εφόσον ισχύει από τη στιγμή που κάποιος διορίζεται στο αξίωμα, εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι λαμβάνεται υπόψη στη σύνταξη που θεμελιώνει και συνεπώς πλέον δεν υπάρχει βάση για να κριθεί αντισυνταγματική, ιδίως αφού στην πράξη όλα τα επηρεαζόμενα πρόσωπα διορίστηκαν μετά την ψήφιση του νόμου αυτού. Αυτή ήταν η δική μας ανάγνωση των δεδομένων.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία, ως η εκ του Συντάγματος αρμόδια Υπηρεσία για τον έλεγχο των δημοσίων δαπανών, εξέφρασε την άποψη ότι η καταβολή στον κ. Κεραυνό σύνταξης Υπουργού, ενόσω υπηρετεί ως Υπουργός είναι παράνομη. Εκ του Συντάγματος η Υπηρεσία μας έχει κάθε δικαίωμα να εκφράσει αυτή την άποψη, είναι η δική της άποψη, η δική της ελεγκτική γνώμη.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Γενικός Εισαγγελέας γνωμάτευσε ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου 49/1980 είναι αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ο Γενικός Λογιστής δεν θα πρέπει να την εφαρμόζει και να διενεργεί πληρωμές συντάξεων, τη στιγμή που ο νόμος ρητά προβλέπει αναστολή των συντάξεων αυτών. Τονίζω ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν αμφισβήτησε την

λογική και στην κουλτούρα ενός ελεγκτή. Ως ελεγκτές, όταν κάνουμε έλεγχο συμμόρφωσης, έχουμε το μέτρο σύγκρισης (π.χ. το νόμο), και συγκρίνουμε τη συμμόρφωση με αυτό. Είναι εντελώς παράλογο για μας, ο νόμος να λέει «Α», να μην υπάρχει καμία αμφισβήτηση ότι λέει «Α», αλλά στην πράξη να εφαρμόζεται «Ω». Αυτόματα για μας υπάρχει εύρημα.

Σημειώνω ότι, ακόμη και αυτή η αναστολή (ή μη), εφαρμόζεται επιλεκτικά. Η σύνταξη του τέως Πρόεδρου της Βουλής κ. Μ. Καρογιάν αναστάλθηκε το 2021 μόλις αυτός εξελέγη εκ νέου Βουλευτής, δεν αναστάλθηκε όμως η σύνταξη του Υπουργού Οικονομικών όταν αυτός διορίστηκε εκ νέου Υπουργός.

Αυτές τις πρωτοφανείς, κατά την ταπεινή μου άποψη, θέσεις, ο Γενικός Εισαγγελέας απαίτησε όπως υποχρεωτικά υιοθετήσει και η Υπηρεσία μας. Και επειδή δεν αποδέχθηκα αυτή την απαίτησή του, αντί να παραπέμψει τη διαφορά στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 139 του Συντάγματος, με κατηγορεί ότι έχω θέση που είναι «ασύστολη, αυθάδης, αλαζονική» και επιζητεί την απόλυσή μου.

Σημειώνω ότι ο Γενικός Εισαγγελέας επιζητεί την απόλυσή μου επειδή ο εκπρόσωπος τύπου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας εξήγησε ότι, εάν ισχύσει η θέση του Γενικού Εισαγγελέα και ο εν ισχύι νόμος δεν εφαρμόζεται γιατί ο Γενικός Εισαγγελέας κρίνει ότι είναι αντισυνταγματικός, τότε όταν ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα γίνει εξήντα ετών, θα λαμβάνει σύνταξη Υπουργού και μισθό Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, τη στιγμή που με βάση το νόμο η σύνταξη θα έπρεπε να είχε ανασταλεί και άρα να μην αρχίσει να καταβάλλεται, όπως γινόταν για δεκαετίες, μέχρι το 2014 όταν για πρώτη φορά δόθηκε γνωμάτευση περί μη εφαρμογής του Νόμου.

122. Απορρίπτω τον ισχυρισμό του Γενικού Εισαγγελέα ότι η ανακοίνωση μας ημερ. 2.2.2024 (Τεκμήριο 60Δ), χρησιμοποιεί λεκτικό που διακατέχεται από ειρωνεία, εμπάθεια, μένος και εριστικά σχόλια προς το θεσμό και τα πρόσωπα του Γενικού Εισαγγελέα, του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και του Γενικού Λογιστή. Καμία ειρωνεία, καμία εμπάθεια, κανένα μένος και κανένα εριστικό σχόλιο. Ως Υπηρεσία διαπιστώναμε να γίνονται πράγματα πρωτοφανή σε σχέση με αυτά που ξέραμε ως δεδομένα. Όλοι γνωρίζουμε, ως θεμελιώδη για κάθε δημόσιο λειτουργό, ότι:

  • Μόνο τα δικαστήρια μπορούν να κηρύξουν νόμο ως αντισυνταγματικό και, εκτός εάν γίνει τούτο, κάθε νόμος τεκμαίρεται ως συνταγματικός, και ότι.
  • Οι δραστηριότητες της διοίκησης προσδιορίζονται και περιορίζονται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο. Οι κανόνες δικαίου που καθορίζουν τα όρια και την έκταση της εξουσίας της διοίκησης υπαγορεύονται από το Σύνταγμα, τους τυπικούς νόμους και τις κανονιστικές πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή άλλων διοικητικών οργάνων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση νόμου.
  • Αν η διοίκηση πιστεύει ότι ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός, οφείλει να προωθήσει τροποποίηση ή κατάργησή του.

Στην ανακοίνωση εκφράζαμε απλώς την αγωνία μας από την ανατροπή τόσο καλά παγιωμένων αρχών, τόσο σε μας όσο και σε όλη τη δημόσια υπηρεσία. Διαμαρτύρεται ο Γενικός Εισαγγελέας για την αναφορά μας ότι απειλείται το κράτος δικαίου.

Όπως αναφέρεται και στην παράγραφο 39 πιο πάνω, σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Προγράμματος Δικαιοσύνης (World Justice Project) το κράτος δικαίου είναι ένα σύστημα που ακολουθεί τέσσερεις οικουμενικές αρχές.

  • Λογοδοσία (Accountability)
  • Δίκαιοι Νόμοι (Just Law)
  • Ανοικτή Διακυβέρνηση (Open Government)
  • Προσβάσιμη και αμερόληπτη δικαιοσύνη (Accessible and Impartial Justice

Όπως εξηγείται, Λογοδοσία σημαίνει η κυβέρνηση, οι αξιωματούχοι και οι κρατικοί παράγοντες είναι υπόλογοι σύμφωνα με τον νόμο. Και Δίκαιοι Νόμοι σημαίνει οι νόμοι είναι σαφείς, δημοσιοποιημένοι και σταθεροί και εφαρμόζονται ομοιόμορφα.

Το κράτος δικαίου κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μία από τις κοινές αξίες για όλα τα ΕΕ κράτη μέλη. Στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, όλες οι δημόσιες εξουσίες ενεργούν πάντοτε με βάση τους περιορισμούς που θέτει ο νόμος, σύμφωνα με τις αξίες της δημοκρατίας και τα θεμελιώδη δικαιώματα και υπό τον έλεγχο ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων. Ο σεβασμός του κράτους δικαίου έχει ζωτική σημασία για την ίδια τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ):

Προφανώς σε μία χώρα στην οποία γίνεται πληρωμή συντάξεων σε εν ενεργεία πολιτειακούς αξιωματούχους, κατά παράβαση ρητής πρόνοιας νόμου, κατ’ επίκληση της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, δημιουργούνται κίνδυνοι για το κράτος δικαίου. Αυτό το μήνυμα θέλαμε να δώσουμε. Είναι η άποψη μας. Είναι δυνατό να ζητείται η απόλυση κάποιου επειδή εξέφρασε την άποψή του;

123. Απορρίπτω ως παντελώς ανυπόστατους τους ισχυρισμούς του Γενικού Εισαγγελέα για έχθρα και μένος προς το πρόσωπο του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Χρησιμοποιήσαμε στις αναφορές μας δύο πραγματικά παραδείγματα εν ενεργεία αξιωματούχων (Υπουργός Οικονομικών και Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα), που αμφότεροι όταν υπηρέτησαν ως Υπουργοί υπήρχε ήδη ως δεδομένος ο νόμος του 1980 και συνεπώς, όταν συμπλήρωναν υπηρεσία σε συντάξιμη θέση, το ισχύον νομικό πλαίσιο ήδη προέβλεπε ότι η σύνταξή τους θα ανασταλεί αν διοριστούν σε άλλο αξίωμα. Σημειώνω ότι ο Υπουργός Οικονομικών είναι ένας εκ των νυν Υπουργών με τους οποίους διατηρώ πολύ καλή σχέση. Και όμως επικαλέστηκα το παράδειγμα του αφού είναι εκ των χαρακτηριστικών παραδειγμάτων. Ομοίως και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Ζητείται η απόλυσή μου επειδή τόλμησα να φέρω ως παράδειγμα την περίπτωση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα;

Απορρίπτω ως παντελώς ανυπόστατο τον ισχυρισμό του Γενικού Εισαγγελέα για προσπάθεια παραπλάνησης καθώς και τον ισχυρισμό του ότι πρόβαλα οποτεδήποτε τη θέση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα παραβιάζουν συνεχώς τον Νόμο. Πουθενά ούτε είπα, ούτε υπονόησα κάτι τέτοιο, ούτε πιστεύω κάτι τέτοιο. Οι αναφορές μου ήταν σαφείς και συγκεκριμένες και αφορούσαν μόνο αυτή την περίπτωση στην οποία συμβούλεψαν τον Γενικό Λογιστή να διενεργεί πληρωμές αντίθετα από τις πρόνοιες του νόμου επειδή έκριναν ότι είναι αντισυνταγματικός».

Οι αναφορές εναντίον του Πρύτανη

«Η Ελεγκτική Υπηρεσία διαπίστωσε ότι, χωρίς να υπάρχει νομικό πλαίσιο για τηλεργασία, το

Πανεπιστήμιο Κύπρου αποφάσισε όπως, κατά τις εβδομάδες 8.8.2022 – 12.8.2022 και 22.8.2022 – 26.8.2022, οι χώροι εργασίας του Διοικητικού Προσωπικού Υπηρεσιών, των Σχολών/Τμημάτων και άλλων Οντοτήτων, να παραμείνουν κλειστοί και το προσωπικό να εργαστεί εξ αποστάσεως. Η Ελεγκτική Υπηρεσία εξέφρασε επίσης την άποψη ότι κατάχρηση εξουσίας αποτελεί και η απόφαση του Πανεπιστημίου με την οποία οι Διοικητικές Υπηρεσίες παρέμειναν κλειστές κατά την εβδομάδα 3.1.2022 – 7.1.2022, με αποκοπή μόνο δύο ημερών (από τις τέσσερεις εργάσιμες) από τις ετήσιες άδειες ανάπαυσης του προσωπικού.

Προτού καταλήξει στη θέση αυτή, η Ελεγκτική Υπηρεσία έλαβε υπόψη τις θέσεις του Πρύτανη που της είχαν διαβιβαστεί με επιστολή του ημερ. 31.8.2022 (Τεκμήριο 115). Είναι αυτές τις θέσεις που, όπως θα αναφέρω μετά, πληροφορήθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας ώστε να αποφασίσει κατά πόσο θα ασκήσει ή όχι ποινική δίωξη. Εμείς ως Υπηρεσία τα είχαμε ήδη υπόψη μας και τα είχαμε ήδη αξιολογήσει προτού του διαβιβάσουμε την καταγγελία.

Σε επιστολή της προς τον Γενικό Εισαγγελέα, ημερ. 6.10.2022 (Τεκμήριο 18Α), η Ελεγκτική Υπηρεσία εξέφρασε την άποψη ότι η πιο πάνω απόφαση για τηλεργασία και χαριστική παραχώρηση δύο ημερών άδειας που δεν προβλέπονται στους κανονισμούς συνιστά κατάχρηση εξουσίας.. Η υπόθεση των δύο ημερών άδειας είναι αυτόδηλη και είναι σαφές ότι δόθηκε άδεια που δεν προβλέπεται από το εν ισχύι νομικό και κανονιστικό πλαίσιο. Όσον αφορά την τηλεργασία, πέραν του γεγονότος ότι αυτό δεν προβλέπεται στους καθορισμένους τρόπους εργασίας που καθορίζονται στο νομικό και κανονιστικό πλαίσιο, από στοιχεία που της είχαν αποσταλεί από το Πανεπιστήμιο, προκύπτει ότι η υποτιθέμενη τηλεργασία αφορούσε και σε ειδικότητες υπαλλήλων που εκ φύσεως δεν μπορούν να τηλεργαστούν (π.χ. Βοηθός Γραφείου, Συντηρητής, Επιστάτης, Βοηθός Βιβλιοθήκης, Νοσηλευτικός Λειτουργός). Τονίζω ότι η αναφορά σε κατάχρηση εξουσίας έχει την έννοια της παραβίασης νομοθεσίας και ουδόλως σημαίνει ότι καταλογίζουμε σε κάποιον ποινικό αδίκημα. Όπως εξήγησα προηγουμένως, στο Πρότυπο ISSAI 4000 (“Compliance Audit Standard”) (Τεκμήριο 87) υπάρχει σαφής διαφοροποίηση μεταξύ, αφενός της αξιολόγησης (“assessment”) ότι “transactions concerned are in compliance with applicable laws and regulations” ή “whether they constitute infringements” και, αφετέρου, του προσδιορισμού (“determination”) κατά πόσο “an illegal act constitutes a criminal offense”. Άλλωστε, η αναφορά μας ήταν γενική σε «απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου του Πανεπιστημίου» και όχι ονομαστική. Θυμίζω ότι κατάχρηση εξουσίας, με βάση τις γενικές αρχές διοικητικού δικαίου, σημαίνει την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας. Το εάν μια τέτοια αυθαίρετη ή παράνομη απόφαση ενός οργάνου σημαίνει ότι κάποιο πρόσωπο διέπραξε ποινικό αδίκημα, αυτό θα πρέπει να διερευνηθεί μετά από απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα και να αποφασιστεί τελικά από το αρμόδιο δικαστήριο.

125. Όπως προκύπτει από την Έκθεση Γεγονότων του Αιτητή, ο Πρύτανης τού απέστειλε στις 4.1.2023 επιστολή (Τεκμήριο 18Β), χωρίς να την κοινοποιήσει στην Υπηρεσία μας, στην οποία, όπως αναφέρει ο Αιτητής, «αφού ο Πρύτανης ξεκαθάρισε ότι η ρύθμιση αφορούσε μόνο στο προσωπικό που η τηλεργασία ήταν εφικτό να πραγματοποιηθεί κατέληγε ότι το λοιπό προσωπικό εργάστηκε με φυσική παρουσία». Οι αναφορές αυτές του Πρύτανη είναι αναληθείς και παραπλανητικές.

Στη συνέχεια ο Γενικός Εισαγγελέας, με ενημέρωσε απλώς ότι αποφάσισε να μην διαβιβάσει την υπόθεση στις ανακριτικές αρχές. Η επιστολή ημερ. 1.2.2023 (Τεκμήριο 18Γ) κοινοποιήθηκε στον Πρύτανη. Ουσιαστικά αυτή θα έδινε το δικαίωμα στον Πρύτανη να ισχυριστεί ότι υπήρξε μία αβάσιμη καταγγελία κατά του Πανεπιστημίου εκ μέρους της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

Συνεπώς, τη στιγμή μάλιστα που αγνοούσα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είχε λάβει τέτοια επιστολή από τον Πρύτανη, είχα κάθε δικαίωμα, αλλά και καθήκον, να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους διαβίβασα την αρχική καταγγελία. Τούτο φαίνεται με σαφήνεια στην τελευταία παράγραφο της επιστολής μου ημερ. 2.2.2023 (Τεκμήριο 18Δ) στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Σε κάθε περίπτωση, με βάση το Σύνταγμα η εξουσία χειρισμού της υπόθεσης ανήκει σε εσάς. Εμείς απλώς παραθέτουμε τα πιο πάνω για να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους κρίναμε ότι οφείλαμε να παραπέμψουμε την υπόθεση στην Υπηρεσία σας: Είχαμε ενώπιόν μας μια περίπτωση στην οποία πρόσωπο ή πρόσωπα που ασκούν δημόσια εξουσία, κατά κατάχρηση εξουσίας που ανάγεται στα καθήκοντά τους, έλαβαν μία αυθαίρετη και παράνομη απόφαση που έβλαψε το Πανεπιστήμιο Κύπρου και την Δημοκρατία που το χρηματοδοτεί. Εφόσον όμως εσείς κρίνετε ότι δεν τίθεται ζήτημα διάπραξης οποιουδήποτε αδικήματος και δη του αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας, το θέμα για μας έχει κλείσει και ο δικός μας ρόλος έχει ολοκληρωθεί

Από την πιο πάνω αναφορά, ουδόλως προκύπτει ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία εγκατέλειψε τη θέση της ότι, κατά τη γνώμη της, υπήρξε θέμα παράνομης παραχώρησης άδειας στο προσωπικό. Αυτή είναι η ελεγκτική γνώμη της Ελεγκτικής Υπηρεσίας την οποία έχει κάθε δικαίωμα να διατηρήσει. Ουδέποτε η Ελεγκτική Υπηρεσία καταλόγισε στον Πρύτανη οποιοδήποτε αδίκημα, και δεν το έπραξε ούτε πριν, ούτε μετά την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην προχωρήσει με ποινική διερεύνηση. Αυτό που αναφέραμε είναι ότι η απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου ήταν παράνομη. Αυτό που προκύπτει είναι σεβασμός στην απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην εξετάσει περαιτέρω το θέμα. Ο σεβασμός ήταν και παρέμεινε κατά πάντα χρόνος δεδομένος.

Στη βάση των πιο πάνω, απορρίπτω τον ισχυρισμό του Γενικού Εισαγγελέα ότι «επανήλθα επί θέματος για το οποίο είχα δηλώσει ότι έχει κλείσει και ότι επομένως συμπεριφέρομαι με αντιφατικότητα και ασυνέπεια.» Η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην προχωρήσει η ποινική διερεύνηση της καταγγελίας μας ήταν σεβαστή και για μας αυτό το θέμα, της ποινικής διερεύνησης, είχε κλείσει. Δεν σημαίνει ότι θα αλλάζαμε την ελεγκτική μας γνώμη ως προς το εύρημα μας για παρανομία. Άλλο είναι να υπάρχει παρανομία, και άλλο να κατηγορείται ένα συγκεκριμένο πρόσωπο για διάπραξη ποινικού αδικήματος.

Υπενθυμίζω εκ νέου την πρόνοια στο Πρότυπο ISSAI 4000 (“Compliance Audit Standard”) (Τεκμήριο 87) στο οποίο αναφέρονται τα ακόλουθα:

“229) Although auditors do not determine if an illegal act constitutes a criminal offense or if civil liability has occurred, they do have a responsibility to assess whether the transactions concerned are in compliance with applicable laws and regulations and whether they constitute infringements that will lead the court to impose sanctions or reimbursement of undue or improper payments or of misappropriated assets.”

Συνεπώς, απορρίπτω επίσης τον ισχυρισμό του Γενικού Εισαγγελέα ότι επέλεξα να «συνεχίσω να εμμένω στις αρχικές μου καταγγελίες και να τοποθετούμε για νομικά ζητήματα και να κάνω «μαθήματα» νομικής και ηθικής μέσω της πιο πάνω δεύτερης επιστολής μου ημερομηνίας 02.02.2023.». Το μόνο που έκανα ήταν να υπερασπιστώ το εύλογο της απόφασής μας να διαβιβάσουμε στον Γενικό Εισαγγελέα την αρχική μας καταγγελία. Τίποτα άλλο. Μάλιστα, το ότι πολύ ορθά σκέφτηκα να τεκμηριώσω το εύλογο της ενέργειάς μας, φαίνεται και από την αναφορά στην παράγραφο 37.3 (σελ. 76) της γραπτής Δήλωσης του Γενικού Εισαγγελέα, στην οποία αναφέρει ότι η Νομική Υπηρεσία έκρινε ότι «δεν τίθετο ζήτημα, ούτε στην όψη των γεγονότων, για διάπραξη ποινικού αδικήματος». Σωστά λοιπόν αντιληφθήκαμε ότι στο μέλλον ο Γενικός Εισαγγελέας, μετά που έκλεισε την υπόθεση, θα μας κατηγορούσε και από πάνω ότι του στέλνουμε υποθέσεις που ούτε καν στην όψη των γεγονότων δεν δημιουργούν υπόνοια για διάπραξη ποινικού αδικήματος.

126. Ουσιαστικά, ο Γενικός Εισαγγελέας έλαβε από την Ελεγκτική Υπηρεσία μια καταγγελία που αφορούσε κατάχρηση εξουσίας. Ενεργώντας ο ίδιος ως ανακριτική αρχή, ζήτησε απόψεις από τον καταγγελλόμενο, αυτός του απάντησε με αναληθείς και παραπλανητικές αναφορές, και χωρίς να αναζητήσει επιβεβαίωση αυτών, αρχειοθέτησε την υπόθεση. Τούτο είναι απόλυτο και ανέλεγκτο συνταγματικό του δικαίωμα και ουδέποτε το αμφισβητήσαμε. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν μπορούμε να καταγράψουμε τα γεγονότα στην Έκθεση μας.

Τώρα, ο Γενικός Εισαγγελέας επιζητεί την απόλυσή μου επειδή, ως ήταν λογικό αφού γνώριζα τα πραγματικά γεγονότα, παρέμεινα στη θέση ότι η απόφαση για τηλεργασία και η παραχώρηση δύο ημερών χαριστικής άδειας σε όλο το προσωπικό ήταν, κατά την άποψή μας, παράνομα. Όπως εξηγεί το Πρότυπο ISSAI 4000 που αναφέρεται πιο πάνω, είναι πολύ διαφορετικά να λέμε ότι μία πράξη είναι παράνομη, από το να λέμε ότι ο Πρύτανης διέπραξε ποινικό αδίκημα. Εμείς, ουδέποτε είπαμε το δεύτερο.

Συνεπώς, οι κατηγορίες του Γενικού Εισαγγελέα, ότι «συνεχίζω να προσάπτω σοβαρές και αβάσιμες κατηγορίες εναντίον του Πανεπιστημίου Κύπρου», δεν αποτελούν τίποτε άλλο από προσπάθεια φίμωσης που παραβιάζει κατάφωρα την ελευθερία στην έκφραση και την άποψη και την ανεξαρτησία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Η Ελεγκτική Υπηρεσία, ασκώντας τις εκ του Συντάγματος εξουσίες της για έλεγχο των δαπανών του Πανεπιστημίου Κύπρου, κατέληξε στη θέση ότι ο χειρισμός του θέματος από το Πανεπιστήμιο Κύπρου ήταν παράνομος και συνιστούσε διασπάθιση δημόσιου χρήματος. Αυτή είναι η ελεγκτική της γνώμη, εγκρίθηκε από τη Διευθυντική Ομάδα (Τεκμήριο 102) και περιλήφθηκε στην Ειδική Έκθεση που εξέδωσε στις 28.11.2022 για το Πανεπιστήμιο Κύπρου (Τεκμήριο 107). Ουδέποτε η Ελεγκτική Υπηρεσία κατηγόρησε προσωπικά, τον Πρύτανη ή οποιονδήποτε άλλο, ότι είναι ένοχος αδικήματος. Ζήτησε τη διερεύνηση για το ενδεχόμενο κάποια πρόσωπα να έχουν διαπράξει ποινικά αδικήματα και δικαιούται να έχει

Οι ισχυρισμοί του Γενικού Εισαγγελέα στην παράγραφο 37.8(β) και 37.9, σελ. 78 της γραπτής Δήλωσής του, ότι δήθεν έχω προσάψει σοβαρές και αβάσιμες κατηγορίες εναντίον του Πανεπιστημίου Κύπρου και μάλιστα στην απουσία του, είναι αβάσιμοι. Η Ελεγκτική Υπηρεσία εξέφρασε την ελεγκτική της γνώμη για ένα θέμα, αφού έλαβε υπόψη τα σχόλια του ελεγχόμενου της. Οι θέσεις που εκφράσαμε στη Βουλή ήταν αυτές που περιλαμβάνονται στη δημοσιευθείσα Έκθεση μας του Τεκμηρίου 107 και είναι ορθές και ακριβείς. Ο ισχυρισμός του Γενικού Εισαγγελέα ότι, για να αναφερόμαστε σε ευρήματα μας θα πρέπει να είναι παρών και ο ελεγχόμενος μας, είναι πρωτοφανής και δεικνύει πλήρη άγνοια στοιχειωδών εννοιών λειτουργίας μιας Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

Πρωτοφανείς είναι και οι θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα ότι θα πρέπει να απολυθώ επειδή ανέδειξα θέματα κακοδιοίκησης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου «ένα οργανισμό που χαίρει βαθύτατης εκτίμησης από την κοινωνία των πολιτών και επομένως πλήττουν το δημόσιο συμφέρον.» Οι θέσεις αυτές αναδεικνύουν την εντελώς εσφαλμένη αντίληψη του Γενικού Εισαγγελέα ως προς το αντικείμενο και τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο εξωτερικός έλεγχος.

Η συγκεκριμένη περίπτωση κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα και εάν ιδωθεί, δεν μπορεί να συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά αλλά αντίθετα αποτελεί μια πρόδηλη προσπάθεια παρεμπόδισης μου από του να εκτελέσω τα νόμιμα καθήκοντά μου.

Ο Γενικός Εισαγγελέας επικαλείται τα δημόσια παράπονα του Πρύτανη, ο οποίος ενοχλήθηκε που αναδείξαμε με τρόπο ακριβή και αντικειμενικό το πρόβλημα, ότι με τα παράπονα αυτά έχει καταδειχθεί η δήθεν μεροληπτική στάση μου. Δηλαδή ο Γενικός Εισαγγελέας, ενώ τα γεγονότα επιβεβαιώνουν την ορθότητα και ακρίβεια των ευρημάτων μας, ζητεί την απόλυσή μου επειδή παραπονέθηκε ο Πρύτανης».

Αναφορές σε σχέση με τον διορισμό του Νομπελίστα και Πανεπιστημιακού Δρος Πισσαρίδη

Το θέμα, όπως καταγράφεται στην Ειδική Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ημερ. 28.11.2022 (Τεκμήριο 107), είναι απλό. Σύμφωνα με τον Νόμο του Προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου Κύπρου, «απαγορεύεται η διενέργεια οποιασδήποτε δαπάνης κάτω από οποιοδήποτε άρθρο και Κεφάλαιο του παρόντος Νόμου για την απασχόληση με οποιοδήποτε τρόπο συνταξιούχου προσώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου».

Ο Νομπελίστας κ. Πισσαρίδης είναι συνταξιούχος του Πανεπιστημίου Κύπρου από τις 31.8.2015 όταν έκλεισε το 67ο έτος της ηλικίας του. Οι Κανονισμοί του Πανεπιστημίου, επιτρέπουν σε αυτό να απονέμει τον τίτλο του Ομότιμου Καθηγητή σε Καθηγητές του που αφυπηρετούν και οι οποίοι έχουν επιδείξει αξιόλογο διδακτικό, ερευνητικό και κοινωνικό έργο. Οι Ομότιμοι Καθηγητές μπορούν να συνεχίσουν να διευθύνουν Ερευνητικά Προγράμματα του Πανεπιστημίου, τα οποία άρχισαν πριν τη συνταξιοδότησή τους και να προσελκύσουν νέα ερευνητικά προγράμματα ως Υπεύθυνοι Ερευνητές ή να συμμετέχουν σε τέτοια, και μπορούν να διατηρούν υπό τη διαχείρισή τους Ερευνητικούς Λογαριασμούς.

Αντί αυτών των νόμιμων διευθετήσεων, το Πανεπιστήμιο Κύπρου παράνομα εργοδοτεί τον κ. Πισσαρίδη με πλήρεις απολαβές και σκοπεύει να συνεχίσει την εργοδότηση αυτή μέχρι τις

31.8.2026 όταν ο κ. Πισσαρίδης θα είναι 76 ετών. Για παράδειγμα, κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2015 – Αυγούστου 2021, το συνολικό ποσό που του καταβλήθηκε ανήλθε σε €615.115.

Το Πανεπιστήμιο γραπτώς παραδέχθηκε στην Ελεγκτική Υπηρεσία ότι υπάρχει θέμα νομιμότητας των αποφάσεων που λήφθηκαν και ότι θα προωθήσει τροποποίηση του περί Προϋπολογισμού Νόμου και των σχετικών Κανονισμών (Τεκμήριο 114).

Ως εκ τούτου, απορρίπτω ως ανυπόστατο, και ομολογώ πολύ περίεργο, τον ισχυρισμό του Γενικού Εισαγγελέα στην παράγραφο 38.3 (σελ. 79) της γραπτής Δήλωσής του ότι «η πιο πάνω τοποθέτηση μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τον Γενικό Ελεγκτή οδήγησε στην δημόσια τοποθέτηση του Πρύτανη του Πανεπιστήμιου Κύπρου, ο οποίος έκαμε αναφορά σε μισές αλήθειες, οι οποίες είναι χειρότερες από τα ψέματα, οι οποίες οδηγούν στην δημόσια αντιπαράθεση. Και πάλιν οι απόψεις του Πανεπιστήμιου Κύπρου παραγνωρίστηκαν, αγνοήθηκαν και απεκρύβησαν από τον Γενικό Ελεγκτή, και ανάγκασαν τον Πρύτανη να καταγράψει ότι ”έχουμε δώσει τεκμηριωμένες απαντήσεις στις απόψεις του γενικού ελεγκτή. Όποιος είναι από την αρχή πεπεισμένος για κάτι, δεν θέλει να ακούσει. Δεν απαξιώνουμε, ούτε στοχοποιούμε κανένα. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει”». Πρόκειται για έναν ανυπόστατο ισχυρισμό του Πρύτανη, που με τη μεγαλύτερη ευκολία υιοθέτησε ως ορθό και βάσιμο ο Γενικός Εισαγγελέας, χωρίς να ρωτήσει καν την Υπηρεσία μας, και τώρα, παρουσιάζοντας τον ισχυρισμό αυτό του Πρύτανη ως ορθό και βάσιμο, το χρησιμοποιεί ως δήθεν τεκμήριο ότι η Έκθεση μας ήταν λανθασμένη, και άρα πρέπει να απολυθώ.

Σημειώνω την αντιφατικότητα των ισχυρισμών του Γενικού Εισαγγελέα. Στην παράγραφο 19.4 (σελ. 11) της γραπτής Δήλωσής του αναφέρει ότι «συνεπώς, κατά την άποψη μου, αναφορικά με το ΚΕΠ, η κύρια αρμοδιότητα του ήταν να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρξε συμμόρφωση με τη νομιμότητα σε ότι αφορά στις πληρωμές και εισπράξεις Τώρα εδώ τα αλλάζει και στην παράγραφο 38.4(β) (σελ. 80) αναφέρει ότι «αναρμοδίως ο Γενικός Ελεγκτής αποφαίνεται επί νομικού θέματος αφού έκρινε ως παράνομη την εργοδότηση του Δρ. Πισσαρίδη.» Μας απαγορεύει ο Γενικός Εισαγγελέας να κάνουμε θέμα για παράνομες πληρωμές ακόμη και στον ημικρατικό τομέα. Σχετικό είναι το Κεφάλαιο Στ3, παράγραφος 33 της παρούσας γραπτής Δήλωσης μου στο οποίο παρατίθεται, μεταξύ άλλων, γνωμάτευση του 1963 του πρώτου Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Κρίτωνα Τορναρίτη (Τεκμήριο 99), όπου στις σελ. 105 και 106, με αναφορά σε απόφαση του Lord Russel επισημαίνεται ότι ο έλεγχος της Ελεγκτικής Υπηρεσίας δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στην πιστοποίηση της ύπαρξης φαινομενικά κανονικών υποστηρικτικών στοιχείων, σε σχέση με τα ποσά που εμφανίζονται στις οικονομικές καταστάσεις της Δημοκρατίας, αλλά θα πρέπει να καλύπτουν περαιτέρω, τη νομιμότητα και κανονικότητα των συναλλαγών και ότι τα ευρήματα θα πρέπει να δημοσιοποιούνται.

Ο ισχυρισμός του Γενικού Εισαγγελέα ότι δεν μπορούσε η Ελεγκτική Υπηρεσία να εκφράσει ελεγκτική γνώμη επί της νομιμότητας της πληρωμής ενός μισθού, μίας από τις περιπτώσεις που βρίσκονται στο σκληρό πυρήνα των αρμοδιοτήτων της, και για το οποίο είχε δοθεί γνωμάτευση από τον μακ. Κρίτωνα Τορναρίτη από το 1963, αποδεικνύει αυτό που του υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση από τον εκ των δικηγόρων μου Χρίστο Κληρίδη ότι, συνεχής ήταν και είναι η

Κληρίδη. Τη στιγμή μάλιστα που η περίπτωση αυτή δεν αφορά το κεντρικό κράτος (άρα ο ίδιος δεν είναι νομικός σύμβουλος) και δεν υπεισήλθε οποιαδήποτε ποινική πτυχή. Χωρίς λοιπόν καμία αρμοδιότητα, ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε ότι δεν μπορούσα να διενεργήσω έλεγχο στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, τη στιγμή που το ίδιο το Πανεπιστήμιο δεν εξέφρασε τέτοια άποψη, και ζητεί την απόλυσή μου επειδή διενήργησα έλεγχο και υπήρξαν ευρήματα,, τα οποία το Πανεπιστήμιο αποδέχθηκε.

Ουσιαστικά, ο Αιτητής, επιζητεί την απόλυσή μου επειδή, ασκώντας τις εκ του Συντάγματος εξουσίες μου, κατέγραψα το θέμα αυτό στην Ειδική Έκθεση που, αφού εγκρίθηκε από τη Διευθυντική Ομάδα (Τεκμήριο 102), δημοσιεύτηκε».

Θέμα με τον τέως Επίτροπο Εθελοντισμού

«Το θέμα αφορά τον ισχυρισμό του Γενικού Εισαγγελέα (παράγραφος 44.11, σελ. 101 της γραπτής Δήλωσής του) ότι θα πρέπει να απολυθώ για ανάρμοστη συμπεριφορά επειδή σε τηλεοπτική εκπομπή είχα αναφέρει στο δημοσιογράφο τα ακόλουθα:

«Μετά από λίγες μέρες, παίρνω μια επιστολή από τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα όπου με καλούσε, πάλι έλεγε ότι εκτρέπομαι από τις εξουσίες μου, ότι είναι απαράδεκτο το ότι διερευνήσαμε αυτό το θέμα, αφ’ ης στιγμής καταλάβαμε ότι είχε ποινική πτυχή έπρεπε να το κλείσουμε τον φάκελο και να το στείλουμε κοντά τον για να δει τί θα το κάνει.»

Το Συμβούλιο έχει ενώπιον του τα σχετικά τεκμήρια. Η πρώτη επιστολή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 29.6.2021 με την οποία ακριβώς με επέπληξε που δεν έστειλα την καταγγελία απευθείας κοντά του μόλις την παρέλαβα και διαπίστωσα ότι είχε ποινική πτυχή είναι στο Τεκμήριο 72, και στο ίδιο Τεκμήριο είναι και όλη η αλληλογραφία που ακολούθησε μέχρι τις 8.7.2021 (συνολικά τέσσερεις επιστολές). Στο Τεκμήριο 73 είναι και η επιστολή που μου έστειλε ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα στις 13.4.2022 και πάλιν για να με επιπλήξει, επειδή αναφέρθηκα σε αυτό το θέμα ενώπιον Κοινοβουλευτικής Επιτροπής. Η απάντησή μου ημερ. 14.4.2022 είναι στο ίδιο τεκμήριο.

Δεν έχω ακόμη αντιληφθεί για ποιο πράγμα με κατηγορεί ο Γενικός Εισαγγελέας αφού η πιο πάνω δήλωσή μου αποδίδει αυτό που έγινε στην πράξη. Στην επιστολή του ημερ. 29.6.2021 ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα με επιπλήττει ότι έλαβα μια ανώνυμη καταγγελία που αφορούσε κατ’ ισχυρισμό διάπραξη ποινικού αδικήματος και ξεκίνησα έρευνα. Το ότι με επιπλήττει για αυτό, φαίνεται και στην επόμενη επιστολή του ημερ. 7.7.2021 στην οποία αναφέρει ότι «στο στάδιο ειδικά που δημιουργούνται υποψίες για διάπραξη ποινικού αδικήματος από πρόσωπο, αναμένω ότι καμία έρευνα δεν θα συνεχίσει».

Εμείς λάβαμε την επιστολή που αφορούσε καταγγελία για πλαστογραφία και συνεπώς μας δημιουργήθηκαν υποψίες για διάπραξη ποινικού αδικήματος. Τι μας ζήτησε ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα; Καμία έρευνα να μην συνεχίσει. Αυτά ακριβώς που είπα στον δημοσιογράφο.

Επί της ουσίας, έχω ήδη απαντήσει στις επιστολές μου που είναι στα Τεκμήρια 72 και 73. Η διερεύνηση που κάναμε ήταν απόλυτα εντός των ορίων των εξουσιών μας, κανένας «ύποπτος» δεν υπήρχε υπό την έννοια που ανέφερε και ο Γενικός Εισαγγελέας κατά την αντεξέτασή του και καμία «ανάκριση» δεν κάναμε. Αυτοί είναι όροι που αφορούν ποινικές έρευνες και εκείνη τη στιγμή καμία ποινική έρευνα δεν διεξαγόταν».

Οι καταγγελίες στην Αρχή κατά της Διαφθοράς

«Με βάση το νόμο που αφορά την προστασία των πληροφοριοδοτών (Ν.6(Ι)2022), η Ελεγκτική Υπηρεσία, η Αστυνομία και η Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς («η Αρχή»), αποτελούν «αρμόδιες αρχές», ως «εξωτερικοί δίαυλοι αναφοράς» για υποβολή καταγγελιών για αδικήματα διαφθοράς.

Το άρθρο 12 του ίδιου Νόμου προβλέπει ότι, εάν κάποιος δίαυλος αναφοράς λάβει καταγγελία την οποία δεν είναι αρμόδιος να διερευνήσει, τη διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή.

Με βάση το άρθρο 11 του νόμου που αφορά τη σύσταση της Αρχής (Ν.19(Ι)/2022), η Αρχή συνεργάζεται με τον Γενικό Ελεγκτή για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη λήψη τεχνικής βοήθειας για την καταπολέμηση της διαφθοράς.

138. Στις αρχές Μαΐου 2023, λάβαμε καταγγελία που αφορούσε τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα και τη σχέση του ίδιου και/ή του αδελφού του με την υπόθεση του κατασκοπευτικού μαύρου βαν. Ξεκινήσαμε τη διερεύνηση της υπόθεσης γιατί αφορούσε και προμήθεια εξοπλισμού από Υπηρεσίες του κράτους. Τελικά διαβιβάσαμε σχετική καταγγελία στην Αρχή. Αν και θα ήταν χρήσιμο πιστεύω να έχει το Συμβούλιο γνώση των δεδομένων και εκείνης της υπόθεσης, αποφάσισα να μην περιλάβω στην Ένσταση την άκρως απόρρητη επιστολή μου προς την Αρχή, και δεν θα την περιλάβω ούτε και στη μαρτυρία μου επειδή αφορά εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα που άπτεται των ουσιωδών συμφερόντων της Δημοκρατίας.

Επανερχόμενος στα γεγονότα, ο καταγγέλλων έδωσε ο ίδιος την καταγγελία στον Reporter ο οποίος στις 12.5.2023 είχε σχετικό δημοσίευμα (Τεκμήριο 122).

139. Μετά το δημοσίευμα αυτό, και ενδεχομένως από άλλο καταγγέλλοντα, λάβαμε την ανώνυμη καταγγελία (Τεκμήριο προς κατάθεση με αρ. …...). Στις 17.5.2023, με καλή πίστη όπως διαπίστωσε και η Αρχή, η Ελεγκτική Υπηρεσία διαβίβασε στην Αρχή επιστολή - καταγγελία που περιλάμβανε τρεις ξεχωριστές υποθέσεις (Τεκμήριο 66).

Τονίζω και υπογραμμίζω κατ’ αρχάς την τελευταία παράγραφο της επιστολής μας αυτής προς την Αρχή, που έχει ως ακολούθως:

«Στη βάση των πιο πάνω, η παρούσα επιστολή σας διαβιβάζεται ώστε, ασκώντας τις εκ του Νόμου Ν.19(Ι)/2022 αρμοδιότητές σας, να αποφασίσετε αν συντρέχουν λόγοι διερεύνησης του ενδεχομένου διάπραξης των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται στο Μέρος ΙΙΙ του Ποινικού Κώδικα («Αδικήματα εναντίον της άσκησης νόμιμης εξουσίας»).

Τονίζουμε ότι η αναφορά μας αυτή ουδόλως σημαίνει ή θα πρέπει να εκληφθεί ότι διατυπώνουμε κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για τη διάπραξη ποινικών ή άλλων αδικημάτων

Υπόθεση S-Glass

Η πρώτη υπόθεση που περιλαμβανόταν στην επιστολή μας ημερ. 17.5.2023 ήταν προϊόν δικής μας διερεύνησης. Αυτή άπτεται της διερεύνησης σοβαρής μορφής φορολογικών θεμάτων της εταιρείας S-Glass που είναι συμφερόντων των παιδιών του μακ. Σωκράτη Χάσικου και ιδιοκτητών του καναλιού OMEGA.. Είναι η ίδια η εταιρεία που στην Ειδική Έκθεση μας που εκδόθηκε στις

27.11.2020 (Τεκμήριο 16Κ), αναφέρεται ότι ενώ η προμήθεια γυαλιών (σύστημα υαλοπετασμάτων) του υπό κατασκευή κτηρίου της WarGaming είχε αρχικά ανατεθεί σε κάποια εταιρεία, στη συνέχεια η εργασία ανατέθηκε στην S-Glass, της οποίας τότε μοναδικός μέτοχος ήταν ο τότε Υπουργός Εσωτερικών. Σημειώνεται ότι το κτήριο αυτό κατασκευάστηκε από την εταιρεία A, Panayides Contracting Ltd μεταξύ των ετών 2014 και 2015. Στο κτήριο, το οποίο είναι πολυώροφο, το περίβλημα είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου από γυαλί. Οι πληροφορίες μας ήταν ότι οι εργασίες τοποθέτησης γυαλιού ήταν αξίας της τάξης του €1εκ. Την ίδια περίοδο (2014-2016) ο μακ. Χάσικος πρωτοστασούσε ως Υπουργός Εσωτερικών ώστε να αλλάξουν τα κριτήρια του Υπουργικού Συμβουλίου και να περιληφθεί πρόνοια για πολιτογράφηση των διευθυντών εταιρειών, πρόνοια από την οποία επωφελήθηκαν κατά κύριο λόγο πρόσωπα που σχετίζονταν με την WarGaming. Ειδικότερα για την WarGaming, η Έκθεση αναφέρει ότι την περίοδο που η ιδιωτική εταιρεία S-Glass έκανε ιδιωτικές δουλειές για την WarGaming, την ίδια περίοδο ο μακ. Σ. Χάσικος, ως αρμόδιος Υπουργός Εσωτερικών, προωθούσε παράνομα την πολιτογράφηση 61 Λευκορώσων, εκ των οποίων πολλοί ουδέποτε εργάστηκαν στην Κύπρο και στον Τμήμα Φορολογίας, όχι μόνο δεν δήλωναν τα ελάχιστα εισοδήματα που προέβλεπαν τα κριτήρια, αλλά ήταν παντελώς άγνωστοι. Επιπλέον στις διευθύνσεις που δήλωναν ότι είναι οι κατοικίες που δήθεν αγόρασαν, υπάρχουν χωράφια. Άλλοι, αγόρασαν και μετά ακύρωσαν τα συμβόλαια.

Σημειώνεται ότι στη δημοσιευθείσα έκθεση δεν αναφέρονται τα ονόματα των εταιρειών αλλά χρησιμοποιούνται αντί αυτών γράμματα του αλφαβήτου.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, κατά την αντεξέταση ανάφερε ότι, όταν εκδώσαμε την Έκθεση ημερ. 22.8.2022 (Τεκμήριο αρ. 106), μας έστειλε επιστολή ζητώντας τα ονόματα των εταιρειών και χρειάστηκε να μας στείλει 2 υπενθυμίσεις προτού τη διαβιβάσουμε τον Οκτώβριο του 2022, και ότι αμέσως μετά εκείνος τη διαβίβασε στην Αστυνομία. Δεν ξέρω τι υπονοούσε με την αναφορά στις υπενθυμίσεις, και εάν ήθελε να πει ότι εμείς κωλυσιεργούσαμε για να προστατεύσουμε κάποιους, ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι αναμέναμε κάποια τελικά στοιχεία από το Υπουργείο Εσωτερικών προτού διαβιβάσουμε ταυτόχρονα και στον Γενικό Εισαγγελέα και στην Αρχή τις Εκθέσεις μας.

Αυτό που είναι σημαντικό για το παρόν Κεφάλαιο, είναι ότι, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας ανάφερε στην αντεξέτασή του ότι, αμέσως μόλις έλαβε από εμάς τη σχετική επιστολή, την προώθησε στην Αστυνομία, γεγονός παραμένει ότι, μέχρι σήμερα, ουδείς από την Αστυνομία επικοινώνησε μαζί μας για να μας πει ότι διεξάγει ανακρίσεις για το καζίνο ή για την WarGaming και την S-Glass σε σχέση με τα διαβατήρια.

Έχοντας τούτο ως δεδομένο, η διαπίστωση μας ότι ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, ανέστειλε την ποινική δίωξη της S-Glass τη στιγμή που το Τμήμα Φορολογίας ήταν κάθετα αντίθετο, καθιστούσε εύλογη την απόφαση μας να τη στείλουμε στην Αρχή κατά της Διαφθοράς.

Υπόθεση ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ και ΨΨΨΨΨΨΨ

Η δεύτερη και τρίτη υπόθεση ήταν αυτές της ανώνυμης καταγγελίας που αφορούσε κατ’ ισχυρισμό κατάχρηση εξουσίας ως προς την αναστολή ποινικών διώξεων για αδικήματα του κοινού Ποινικού Κώδικα και είναι αυτές για τις οποίες εκδόθηκε στις 29.12.2023 το Πόρισμα της Αρχής. Το ίδιο Πόρισμα αφορούσε και άλλη καταγγελία παρόμοιας φύσεως την οποία διαβιβάσαμε αργότερα. Σημειώνω ότι είναι πολύ σύνηθες για την Υπηρεσία μας, όταν κάποια υπόθεση δει το φως της δημοσιότητας, να λαμβάνουμε και άλλες καταγγελίες που αφορούν τα ίδια πρόσωπα.

Θα εξηγήσω περαιτέρω τα δεδομένα της καταγγελίας για τον κ. ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ και το εύλογο των ενεργειών της Υπηρεσίας μας.

Το γεγονός λοιπόν ότι σε αυτή κατονομαζόταν, πέραν του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα το στέλεχος της Αστυνομίας Μιχάλης Κατσουνωτός, τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί σε σχέση με τις Κεντρικές Φυλακές και το Πόρισμα του Ποινικού Ανακριτή Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, στο βαθμό που αυτό είχε δημοσιοποιηθεί, σε συνδυασμό με την απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας για μη δίωξή του, και το καλογραμμένο ύφος της καταγγελίας, με τεκμηρίωση και λεπτομέρειες των γεγονότων, που έδειχναν εξωτερικά γνωρίσματα βάσιμης καταγγελίας, ήταν τέτοια ώστε, εύλογα και καλόπιστα, έκρινα ότι αυτή η καταγγελία θα έπρεπε να παραπεμφθεί στην αρμόδια αρχή για κατάλληλη διερεύνηση και δεν ήταν ορθό να μπει στον κάλαθο των αχρήστων. Την παρέπεμψα στην αρμόδια αρχή, που είναι η Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς, η οποία αργότερα ρητά επιβεβαίωσε το καλόπιστο των ενεργειών μου.

Σύμφωνα με την καταγγελία, ο κ. ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ, είναι πρόσωπο γνωστό στις αστυνομικές αρχές και ειδικότερα στην Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) και παρουσιάστηκε αρκετές φορές ενώπιον του Δικαστηρίου, εκ των οποίων σε ορισμένες περιπτώσεις έχει προφυλακισθεί ή/και φυλακισθεί. Ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα κ. Σάββας Αγγελίδης ήταν στο παρελθόν (προ της υπουργοποίησής του το 2018) δικηγόρος του σε κάποιες υποθέσεις. Όπως αναφέρεται, υπόθεση στην οποία τον εκπροσώπησε το 2016 ο Σάββας Αγγελίδης αφορούσε υπόθεση απόπειρας φόνου.

Όσον αφορά την παρούσα καταγγελία, το αδίκημα για το οποίο κατηγορείτο ο κ. ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ ήταν τροχαίο και συγκεκριμένα ότι στις 15.1.2021 οδηγούσε αυτοκίνητο στη Λεωφόρο Λεμεσού στο Δάλι ενώ τελούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών. Στις 28.9.2021 Λοχίας της Αστυνομίας διαβίβασε τον φάκελο της υπόθεσης στον Αστυνομικό Σταθμό Πέρα Χωρίου στην Εισαγγελία Λευκωσίας, καταγράφοντας μεταξύ άλλων ότι «ο κατηγορούμενος αναζητήθηκε στη διεύθυνση διαμονής του όσο και μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας επανειλημμένα για να πληροφορηθεί το αποτέλεσμα της τελικής εξέτασης ΝΑΡΚΟΤΕΣΤ και να κατηγορηθεί γραπτώς. Αυτός παρά τις υποσχέσεις του ότι θα παρουσιαζόταν στο Σταθμό, παρέλειπε να το πράξει. Ενόψει των πιο πάνω παρακαλώ όπως ο κατηγορούμενος κλητευθεί και κατηγορηθεί ενώπιον δικαστηρίου». Η εν λόγω ποινική υπόθεση με κατηγορούμενο τον κ. ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ, καταχωρήθηκε στο δικαστήριο με αρ. 18215/21.

Στις αρχές Μαΐου του 2022, ο Διοικητής της ΥΚΑΝ κ. Κατσουνωτός, και ενώ την εν λόγω υπόθεση εναντίον του ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ δεν τη χειρίστηκε η ΥΚΑΝ εφόσον αφορούσε τροχαίο αδίκημα, ζήτησε το φάκελο της υπόθεσης από την Επαρχιακή Εισαγγελία, αφού προηγουμένως συνεννοήθηκε με τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα. Αφού παρέλαβε το φάκελο, ο κ. Κατσουνωτός συναντήθηκε με τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα ο οποίος στις 11.5.2022 έγραψε πάνω δεξιά στο κατηγορητήριο εναντίον του ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ «Η υπόθεση να ανασταλεί» υπογράφοντας τη σημείωσή του.

Επίσης, με επιστολή του ημερομηνίας 12.5.2022, ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ανέστειλε την ποινική υπόθεση που ήταν ορισμένη στις 17.6.2022, ασκώντας τις εξουσίες που χορηγεί στον Γενικό Εισαγγελέα το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος. Σημειώνω ότι αυτή η επιστολή την οποία δεν είχα στην κατοχή μου, κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο. Αυτό αποτελεί απόδειξη ότι πρόσωπα που γνώριζαν στοιχεία για την υπόθεση (ίσως ο καταγγέλλων), τα έδιναν στη δημοσιότητα.

Σύμφωνα πάντα με την καταγγελία, πέραν του αδικήματος που αφορούσε την οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών, υπήρχε και το αδίκημα που αφορούσε την άρνηση του κ. ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ να παρουσιαστεί σε εύλογο χρόνο μετά την κλήση της Αστυνομίας, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας – άρθρο 5 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, για το οποίο δεν έχει κατηγορηθεί.

Σημειώνεται ότι και στην υπόθεση αυτή ο κ. ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ εκπροσωπείτο από το Δικηγορικό Γραφείο Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου, ΔΕΠΕ, δηλαδή το πρώην δικηγορικό γραφείο του κ. Αγγελίδη, στο οποίο εργάζεται η σύζυγός του.

Θεωρώ σημαντικό να αντιληφθεί το Συμβούλιο ότι το πρόσωπο το οποίο απάλλαξε ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα είναι πρόσωπο που απασχολεί συνεχώς την Αστυνομία με πολύ σοβαρές υποθέσεις. Μετά τη διαβίβαση της καταγγελίας στην Αρχή, τον Ιούνιο του 2023, το πρόσωπο αυτό συνελήφθη στον Πρωταρά για απόπειρα φόνου εναντίον άλλου προσώπου. Για το θέμα αυτό μου είχε δοθεί σχετική πληροφορία λίγες μέρες μετά. Αυτό ήταν επιπλέον στοιχείο το οποίο γνώριζα, σημαντικό για την όλη υπόθεση.

Όλα τα πιο πάνω αποδεικνύουν το απόλυτα εύλογο της διαβίβασης της καταγγελίας στην Αρχής. Το δε καλόπιστο της διαβίβασης καταγράφηκε άλλωστε και στο Πόρισμα της Αρχής.

Στις 21.5.2023 η ειδησεογραφική ιστοσελίδα Reporter δημοσίευσε στοιχεία της καταγγελίας που είχε λάβει από τον καταγγέλλοντα (όχι μέσω της Ελεγκτικής Υπηρεσίας). Η καταγγελία που διαδόθηκε μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αφορούσε την ενέργεια του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα να απαλλάξει από ποινική δίωξη πρώην πελάτη του και νυν πελάτη του πρώην δικηγορικού γραφείου του, στο οποίο εξακολουθεί να εργάζεται η σύζυγός του. Το βράδυ της ίδιας ημέρας το ΡΙΚ έκανε ρεπορτάζ για το θέμα και ζήτησε σχόλια από τον εκπρόσωπο τύπου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ο οποίος απλώς επιβεβαίωσε ότι είχε ληφθεί η καταγγελία, σε πολύ γενικές γραμμές τι αυτή αφορούσε και ότι διαβιβάστηκε στην Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς (Τεκμήριο 35). Για το θέμα έχω εντοπίσει δημοσίευμα του Reporter της 21.5.2023 (Τεκμήριο 123), στο οποίο γίνεται αναφορά στο δημοσίευμα και δηλώσεις που είχαν προηγηθεί.

Τονίζω ότι η ίδια η Αρχή επιβεβαίωσε την ύπαρξη των καταγγελιών αλλά ο Γενικός Εισαγγελέας ζητεί την απόλυσή μου επειδή, χωρίς να δώσουμε οποιαδήποτε λεπτομέρεια, και εμείς απλώς επιβεβαιώσαμε ότι είχαμε λάβει και διαβιβάσει τις καταγγελίες.

Την επόμενη ημέρα 22.5.2023 ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα προδιάγραψε τα αντίποινα που σκόπευε να λάβει η Υπηρεσία του αφού, εν είδει απειλής, έκανε αναφορά σε «εσκεμμένη προσπάθεια στοχοποίησης», «επικίνδυνη συμπεριφορά» και «αυθαιρεσία και κακοπιστία», στα οποία πρέπει να «δοθεί ένα τέλος» (Τεκμήριο 37).

Στις 23.5.2023 (Τεκμήριο 195) ο Γενικός Εισαγγελέας κατηγόρησε τη «λαλίστατη» Ελεγκτική Υπηρεσία ότι με στοχευμένο τρόπο λασπολογεί και δημιουργεί μέχρι και δολοφονία χαρακτήρων και συνειδήσεων, και προανήγγειλε και εκείνος ότι «είναι μία κατάσταση η οποία πρέπει να σταματήσει». Αν δεν αποδείξει τις καταγγελίες είπε, «πρέπει να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει και τις συνέπειες».

Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι, επειδή στις απαράδεκτες και προκλητικές δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα απαντήσαμε με μία σύντομη, πολύ ήπια και κόσμια, ανακοίνωσή μας και σχετικές δηλώσεις του εκπροσώπου τύπου, ο Γενικός Εισαγγελέας στην παράγραφο 23.30 της γραπτής Δήλωσής του, ζητά την απόλυσή μου επειδή, λέει, απαντώντας, αμφισβητήσαμε τις αρμοδιότητές του. Είναι πρωτοφανές. Να με αποκαλεί δολοφόνο χαρακτήρων, λασπολόγο και κακόπιστο, να απαντούμε απλώς ότι δεν θα επιτρέψουμε στον Γενικό Εισαγγελέα να μας επιβάλει πολιτική συσκότισης, και να ζητά την απόλυσή μου.

Τις ίδιες απειλές επανέλαβε ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας στις 7 Σεπτεμβρίου 2023 (Τεκμήριο 80), κάνοντας αναφορά σε παύση μου. Από την ίδια συνέντευξη θεωρώ σημαντικές και τις ακόλουθες αναφορές:

Αναφερόμενος στην υπόθεση Ρίκκου Ερωτοκρίτου, ο Γενικός Εισαγγελέας εξήγησε ότι η αίτηση για ανάρμοστη συμπεριφορά βασίστηκε πάνω στην αναφορά ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είναι διεφθαρμένος.

Η δε πρόθεσή του για καταχώρηση αίτηση παύσης μου ήταν σαφής αφού, σε συνέχεια της αναφοράς στον Ρίκκο Ερωτοκρίτου, όταν του τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο εγώ ισχυρίστηκα ότι «ο Σάββας Αγγελίδης είναι διεφθαρμένος», ο Γενικός Εισαγγελέας σε έντονο ύφος διερωτήθηκε, «άμα καταγγέλλεις έναν άνθρωπο στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, τι τον καταγγέλλεις». Με όλο τον σεβασμό, αυτή η θέση είναι πρωτάκουστη και παραβιάζει κάθε σχετική αρχή Δικαίου. Αυτή η θέση εξυπακούει ότι σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας διαβιβάζει καταγγελίες προς την Αστυνομία προς διερεύνηση, θεωρεί το εμπλεκόμενο σ’ αυτές πρόσωπο ένοχο; Εάν οι καταγγελίες αφορούν, για παράδειγμα κατ’ ισχυρισμό κλοπές, ο καθ’ ου η καταγγελία θεωρείται από τον Γενικό Εισαγγελέα κλέπτης; Που πάει το τεκμήριο της αθωότητας;»

{...}

Από το Πόρισμα της Αρχής είναι προφανές ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία ενήργησε κατά απόλυτα ορθό και επαγγελματικό τρόπο.

Μόλις εκδόθηκε το Πόρισμα, και με δεδομένη την προαναγγελία αντιποίνων εάν ο Βοηθός Γενικού Ελεγκτή απαλλασσόταν των κατηγοριών, η Ελεγκτική Υπηρεσία, ευλόγως ενεργούσα, εξέδωσε ανακοίνωση ώστε να υπερασπιστεί των ενεργειών της (Τεκμήριο 48). Το Τεκμήριο 124 είναι πρωτοσέλιδο του Πολίτη την επομένη της έκδοσης του Πορίσματος της Αρχής. Ήταν σε όλους έντονη η πεποίθηση, λόγω του κλίματος που ο ίδιος είχε καλλιεργήσει, ότι πρόθεση του Γενικού Εισαγγελέα ήταν να ξεκινήσει η διαδικασία παύσης μου εάν το Πόρισμα ήταν, ή έστω φαινόταν να είναι, απαλλακτικό για τον Βοηθό του. Όπως ακριβώς είχε ο ίδιος προαναγγείλει μόλις είχε δημοσιοποιηθεί η διαβίβαση της καταγγελίας στην Αρχή.

Ακολούθησε ανακοίνωση του Γενικού Εισαγγελέα (Τεκμήριο 196) και μετά από λίγο ανακοίνωση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα (Τεκμήριο 197).

Είναι σημαντικό το ότι ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα στην Ανακοίνωσή του έκανε λόγο για «ανώνυμες (επώνυμες) καταγγελίες με διάφορα κίνητρα πίσω από αυτές» και για «δολοφονία χαρακτήρα» από την Ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας που είχε εκδοθεί λίγο προηγουμένως.

Λόγω των δημοσιευμάτων της επόμενης ημέρας, όπως αυτό του Πολίτη που προανέφερα, που αναφέρονταν στο ενδεχόμενο εκκίνησης της διαδικασίας απόλυσης του Γενικού Ελεγκτή από τον Γενικό Εισαγγελέα, η Ελεγκτική Υπηρεσία εξέδωσε στις 30.12.2023 δεύτερη ανακοίνωση (Τεκμήριο 50).

142. Είναι η θέση μου ότι η υλοποίηση των αντιποίνων δρομολογήθηκε εδώ και μήνες και με την παρούσα Αίτηση μπαίνει στην τελική της φάση για την παύση μου, καθιστώντας την παρούσα Αίτηση εκδικητική και εμφορούμενη από προσωπικά κίνητρα, τόσο για το γεγονός ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία διαβίβασε στην Αρχή τις συγκεκριμένες καταγγελίες, καθώς επίσης και άλλες καταγγελίες που εκκρεμούν, αλλά και για άλλα ευρήματα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

Στην παράγραφο 100 της Έκθεσης Γεγονότων της Αίτησης, ρητά αναφέρεται ότι η δήθεν ανάρμοστη συμπεριφορά μου προκύπτει από δηλώσεις και ανακοινώσεις μου και του εκπροσώπου τύπου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας μετά την υποβολή της καταγγελίας και την προώθηση των ανώνυμων καταγγελιών και μετά την έκδοση του πορίσματος της Αρχής και όχι από το γεγονός της υποβολής της καταγγελίας. Τα ίδια επαναλαμβάνονται στην παράγραφο 23

(σελ. 28) της γραπτής Δήλωσης του Γενικού Εισαγγελέα, και τα ίδια είπε και κατά την αντεξέταση.

Η πιο πάνω θέση του Γενικού Εισαγγελέα προβάλλεται για πρώτη φορά σήμερα ενώπιον σας και είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τις θέσεις που είχε προβάλει ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα από την πρώτη στιγμή της δημοσιοποίησης των καταγγελιών.

Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, θεωρώ ότι είναι απαράδεκτο για τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος είναι ο προασπιστής της νομιμότητας, να απειλεί με σοβαρότατες κυρώσεις ένα πολίτη επειδή τόλμησε να διαβιβάσει μια καταγγελία εναντίον του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Τόσο οι κρατικοί αξιωματούχοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι απλοί πολίτες πρέπει να ενθαρρύνονται, και ενθαρρύνονται και προστατεύονται από τη νομοθεσία, στο να υποβάλλουν καταγγελίες και όχι να αποθαρρύνονται και να εκφοβίζονται με ενδεχόμενες κυρώσεις εναντίον τους. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η καταχώρηση της παρούσας αίτησης αποφασίστηκε μόλις διαβίβασα την ανώνυμη καταγγελία στην Αρχή κατά της Διαφθοράς.

Πουθενά δεν εξήγησε ο Γενικός Εισαγγελέας πως υλοποίησε τις απειλές που εκτόξευσε τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο του 2023 αφού ξεκάθαρα είχε αναφέρει ότι «αν δεν αποδείξω τις καταγγελίες πρέπει να είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω και τις συνέπειες». Τελικά θεωρεί ότι οι καταγγελίες αποδείχθηκαν εφόσον επιβεβαιώθηκε η σοβαρής μορφής σύγκρουση συμφέροντος του Βοηθού του; Και εάν ναι, τι μέτρα έλαβε; Εάν θεωρεί ότι «δεν απέδειξα τις καταγγελίες (ως εάν η απόδειξη να ήταν δική μου υποχρέωση), τι μέτρα προώθησε για να αντιμετωπίσω τις συνέπειες; Από πότε είναι υποχρέωση του διαβιβαστή καταγγελιών να τις αποδεικνύει εκείνος ενώπιον του αρμόδιου σώματος;

Πραγματικά διαβάζοντας τη γραπτή Δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα και ακούγοντας τον Γενικό Εισαγγελέα κατά την αντεξέταση, δεν έχω αντιληφθεί τι σήμαινε τελικά εκείνη η δήλωσή του.

Απλώς βγήκε και με κατηγόρησε ότι λασπολογώ και δολοφονώ χαρακτήρες και με απείλησε ότι »,

Επίσης, όπως αναφέρω πιο πάνω, μιλώντας στον Αντρέα Κημήτρη στο ΡΙΚ τον Σεπτέμβρη του 2023, ο Γενικός Εισαγγελέας, επιβεβαίωσε χωρίς περιστροφές αυτά που είχε πει τον Μάιο του 2023 και αναφερόμενος στην υπόθεση Ρίκκου Ερωτοκρίτου, εξήγησε ότι η αίτηση για ανάρμοστη συμπεριφορά βασίστηκε πάνω στην αναφορά ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είναι διεφθαρμένος. Η δε πρόθεσή του για καταχώρηση αίτηση παύσης μου ήταν σαφής αφού, σε συνέχεια της αναφοράς στον Ρίκκο Ερωτοκρίτου, όταν του τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο εγώ ισχυρίστηκα ότι «ο Σάββας Αγγελίδης είναι διεφθαρμένος», ο Γενικός Εισαγγελέας σε έντονο ύφος διερωτήθηκε, «άμα καταγγέλλεις έναν άνθρωπο στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, τι τον καταγγέλλεις». Εξήγησε επίσης ότι θεωρούσε μεμπτό το ότι «είχα κάνει τον ταχυδρόμο». Αυτή ήταν η αντίληψη του Γενικού Εισαγγελέα και σε αυτή βασίστηκε η παρούσα Αίτηση.

{...}

Επαναλαμβάνω και επιμένω ότι η καταγγελία ήταν ανώνυμη και προερχόταν από άγνωστο πρόσωπο. Διερωτώμαι όμως ποιά διαφορά θα έκανε αν ο καταγγέλλων ήταν γνωστό πρόσωπο, το οποίο για δικούς του λόγους επέμεινε να παραμείνει ανώνυμος. Σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να αδρανήσει το καθήκον μου ως λήπτη αυτής της σοβαρής καταγγελίας, να τη διαβιβάσω προς διερεύνηση;

Στην Έκθεση Γεγονότων που καταχωρήσαμε με την Ένσταση, είχαμε επισημάνει στη σελίδα 58 ότι οι πιο πάνω αναφορές καταρρίπτουν τον ισχυρισμό του Γενικού Εισαγγελέα ότι δήθεν η, κατ’ ισχυρισμό, ανάρμοστη συμπεριφορά μου προκύπτει από δηλώσεις και ανακοινώσεις μετά την υποβολή της καταγγελίας και μετά την έκδοση του πορίσματος της Αρχής και όχι από το γεγονός της υποβολής της καταγγελίας. Και όμως, στις πιο πάνω παραγράφους 138(ια) και 148(α) της Έκθεσης Γεγονότων του Γενικού Εισαγγελέα, αποκαλύπτεται ο πραγματικός λόγος της καταχώρησης της Αίτησης. Ο Γενικός Εισαγγελέας με κατηγορεί ότι «δεν ήμουν απλά διαμεσολαβητής των καταγγελιών, αλλά είχα ενδιαφέρον και προωθούσα αυτές με σιγουριά και πίστη ότι υπήρχαν πράξεις διαφθοράς» και ότι «γνώριζα και γνωρίζω τόσο τον δήθεν «άγνωστο» όσο και τα κίνητρα του».

Μετά τις πιο πάνω επισημάνσεις μας, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν περιέλαβε τις πιο πάνω αναφορές στη γραπτή Δήλωσή του.

Είναι επίσης σημαντικό ότι στην ανακοίνωσή του ημερ. 29.12.2023, ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα με κατηγορεί ευθέως για «παραβιάσεις συνταγματικών δικαιωμάτων, νομοθετικών προνοιών καθώς και δολοφονία χαρακτήρα» προφανώς επειδή τόλμησα να παραπέμψω την ανώνυμη καταγγελία προς την Αρχή κατά της Διαφθοράς.

Τι εννοούσε ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα με την ανακοίνωσή του αυτή; Για ποιο πράγμα με κατηγορούσε για δολοφονία χαρακτήρα, που είναι ακριβώς η ίδια κατηγορία που είχε εκτοξεύσει εναντίον μου ο Γενικός Εισαγγελέας ευθύς μόλις έγινε η καταγγελία; Προφανώς το παράπονο των δύο επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας ήταν που έστειλα την καταγγελία στην Αρχή. Για αυτό ακριβώς διώκομαι.

Το άρθρο 20 του περί της Προστασίας Προσώπων που Αναφέρουν Παραβάσεις του Ενωσιακού και Εθνικού Δικαίου Νόμου (Ν.6(I)/2022) ορίζει τι είναι αντίποινα (περιλαμβάνουν την απόλυση) και διευκρινίζει ότι ο ορισμός περιλαμβάνει και τις απειλές και απόπειρες αντεκδίκησης. Το ίδιο άρθρο εξηγεί ότι προστασίας τυγχάνουν τα πρόσωπα του άρθρου 5. Στο άρθρο 5 αναφέρεται ότι τα πρόσωπα αυτά περιλαμβάνουν τους διαμεσολαβητές. Στα αγγλικά, στην Οδηγία στην οποία βασίστηκε ο νόμος (Οδηγία 2019/1937/ΕΕ), χρησιμοποιείται για τους διαμεσολαβητές ο όρος facilitators.

{...}

Χωρίς επηρεασμό των πιο πάνω, θα σχολιάσω και απαντήσω σε όλους τους ισχυρισμούς του Γενικού Εισαγγελέα που αφορούν την περίοδο μετά την υποβολή της καταγγελίας και μετά την έκδοση του Πορίσματος.

Το παράπονο του Γενικού Εισαγγελέα συνοψίζεται στην παράγραφο 148 της Αίτησής του, όπου αναφέρει ότι «η επανειλημμένη ερμηνεία του πορίσματος από τον Γενικό Ελεγκτή με τις ως άνω δημόσιες τοποθετήσεις του, αλλά και η εμμονή του στην ενοχή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, συνιστά μία ακραία και επονείδιστη ανάρμοστη συμπεριφορά».

Δεν συμφωνώ και απορρίπτω κατηγορηματικά τον πιο πάνω ισχυρισμό. Δήλωσα απερίφραστα το σεβασμό μου προς το συμπέρασμα της Αρχής ότι δεν τεκμηριώθηκε οποιαδήποτε πράξη διαφθοράς εκ μέρους του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και απλώς υπέδειξα τα ευρήματα στα οποία κατέληξαν τόσο η Αρχή όσο και οι Λειτουργοί Επιθεώρησης για ύπαρξη σύγκρουσης συμφέροντος, αφού ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα παραδέχθηκε ενώπιον των Λειτουργών Επιθεώρησης ότι είχε υπογράψει απόφαση για αναστολή ποινικής δίωξης ενός κατηγορουμένου ο οποίος ήταν πρώην πελάτης του.

Ούτως ή άλλως είχα κάθε δικαίωμα να σχολιάσω και να εκφράσω την άποψή μου για το πιο πάνω εύρημα της Αρχής εφόσον επρόκειτο για καταγγελίες που είχε διαβιβάσει η Υπηρεσία μου. Ιδιαίτερα μάλιστα, δεδομένων των δημόσιων απειλών που εξέφρασε ο Γενικός Εισαγγελέας από τον Μάιο του 2023, αλλά και στις 7.9.2023 στην εκπομπή του ΡΙΚ ότι, αν απορριπτόταν η καταγγελία εναντίον του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, θα εξέταζε το ενδεχόμενο να προχωρήσει με αίτηση παύσης μου, και ιδιαίτερα επίσης εφόσον ο ίδιος γνώριζα σημαντικές λεπτομέρειες που περιέχονταν στην ανώνυμη καταγγελία την οποία είχα παραπέμψει ενώπιον της Αρχής.

{...}

Όπως ανάφερα και προηγουμένως, στην ίδια ανακοίνωση ημερ. 29.12.2023, ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα με κατηγορεί ευθέως για «παραβιάσεις συνταγματικών δικαιωμάτων, νομοθετικών προνοιών καθώς και δολοφονία χαρακτήρα» προφανώς επειδή τόλμησα να παραπέμψω την ανώνυμη καταγγελία προς την Αρχή κατά της Διαφθοράς.

Εφόσον λοιπόν επρόκειτο για καταγγελία την οποία είχε διαβιβάσει η Ελεγκτική Υπηρεσία και της οποίας λεπτομέρειες η ίδια γνώριζε, και ιδίως μέσα σε αυτό το κλίμα των εκατέρωθεν δηλώσεων, ήταν απόλυτα θεμιτό και επιτρεπτό να εκφράσω τις απόψεις μου σε σχέση με τα ευρήματα της Αρχής, λαμβανομένων υπόψη και των όσων είχαν λεχθεί για το πρόσωπό μου, τόσο από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα όσο και τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα.

145. Στις παραγράφους 25.6 και 25.7 της γραπτής Δήλωσής του, ο Γενικός Εισαγγελέας δίνει μεγάλο βάρος στη δήθεν εκ μέρους μου παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Απορρίπτω τον παντελώς ανυπόστατο ισχυρισμό αυτό. Έχω εν εκτάσει εξηγήσει το θέμα στο Κεφάλαιο Στ5 πιο πάνω, από το οποίο προκύπτει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας διεύρυνε την προστασία που παρέχει το τεκμήριο της αθωότητας, θεωρώντας ότι το τεκμήριο απαγορεύει σε δημόσια αρχή να διατυπώσει υπόνοιες εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, πριν το πρόσωπο αυτό καταδικαστεί.

Αυτό που πράξαμε ως Ελεγκτική Υπηρεσία ήταν να υπερασπιστούμε την ενέργεια μας να διαβιβάσουμε τις καταγγελίες. Επί οκτώ μήνες ολόκληρη η κοινωνία ανέμενε το Πόρισμα της Αρχής μέσα στο κλίμα εκφοβισμού που είχε φροντίσει να καλλιεργήσει ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός του, ότι εάν δεν υπάρξει αναφορά στο Πόρισμα ότι προκύπτουν ποινικά αδικήματα κατά του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, το κεφάλι μου κινδυνεύει. Και το μόνο που πράξαμε είναι να εξηγήσουμε στους πολίτες αυτά που είπε η Αρχή. Θεωρώ αδιανόητο να χρησιμοποιώ επί λέξει το λεκτικό της Αρχής και να με κατηγορεί ο Γενικός Εισαγγελέας ότι παραβίασα το τεκμήριο της αθωότητας».

{...}

Καταχρηστική Αίτηση για απόλυση του Γενικού Ελεγκτή, αντί προσφυγής στο Άρθρο 139 του Συντάγματος

«Βασικό υπόβαθρο της Αίτησης αποτελούν οι ισχυρισμοί του Γενικού Εισαγγελέα ότι εκφεύγω των συνταγματικών αρμοδιοτήτων μου (π.χ. Παράγραφοι 16, 18, 19.1, 25.15, 34, 37.5,

38.4, 39.1(γ), 42, 46.1(γ), 47.1, 47, 48, 53 της γραπτής Δήλωσής του).

Ωστόσο, κατάλληλη συνταγματική οδός για την επίλυση τέτοιων ισχυρισμών είναι το Άρθρο 139 του Συντάγματος. Ενώ δε στην αντεξέτασή του ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος έδειξε πολλές φορές την οδό αυτή, η πραγματικότητα είναι ότι μέχρι σήμερα κάνει τα πάντα ώστε να φράξει την οδό αυτή.

Κατ’ αρχάς υπενθυμίζω το Συμβούλιο ότι στις αιτήσεις αρ. 1/2022 και 3/2022 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που αφορούσαν τους τίτλους των Βοηθών, ο Γενικός Εισαγγελέας πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν είμαι όργανο ή αρχή εν τη εννοία του Άρθρου 139 και άρα δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή τη διαδικασία.

Σημειώνω επίσης τις αναφορές μου στην παράγραφο 84 πιο πάνω όπου εξηγείται ότι:

  • Για τα χρυσά διαβατήρια μας είπαν ότι έχουμε εξουσία ελέγχου αλλά ότι οι φάκελοι είχαν δοθεί στην Επιτροπή Νικολάτου και θα έπρεπε να περιμένουμε ένα χρόνο μέχρι να ολοκληρώσει το έργο της. Άρα, δεν μας έδωσαν βάση για χρήση του Άρθρου 139.
  • Για τους οπλίτες στις ευνοϊκές θέσεις στο Υπουργείο Άμυνας μας είπαν ότι έχουμε εξουσία ελέγχου αλλά, από δικό του έλεγχο ο Γενικός Εισαγγελέας, διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει σπατάλη πόρων και άρα δεν υπήρχε αντικείμενο να ελέγξουμε και άρα το Υπουργείο Άμυνας που αρνήθηκε να μας δώσει στοιχεία δεν διέπραξε αδίκημα. Άρα, δεν μας έδωσαν βάση για χρήση του Άρθρου 139.
  • Για τον κρατικό οπλισμό που παραχωρήθηκε σε ιδιώτες μας είπαν ότι έχουμε εξουσία ελέγχου αλλά επικαλέστηκαν λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας και αρνήθηκαν να μας παραχωρήσουν τα στοιχεία, χωρίς να τοποθετηθούν ξεκάθαρα κατά πόσο, κατά την άποψή τους, όταν συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας (όπως οι ίδιοι θα κρίνουν) δεν έχουμε εξουσία ελέγχου. Άρα, δεν μας έδωσαν βάση για χρήση του Άρθρου 139.
  • Για τα εξώδικα πρόστιμα, τα οποία διαγράφονται χωρίς να γίνει είσπραξη οδηγώντας σε απώλειες δημοσίων εσόδων, μας είπαν ότι έχουμε εξουσία ελέγχου αλλά αρνήθηκαν να μας δώσουν τα στοιχεία, ουσιαστικά χωρίς να μας πουν λόγο. Άρα, δεν μας έδωσαν βάση για χρήση του Άρθρου 139.

Προσωπικά, έχω κατ’ επανάληψη καλέσει τόσο την Κυβέρνηση (πρώην και νυν), όσο και τον Γενικό Εισαγγελέα, να ακολουθήσουν τη συγκεκριμένη οδό την οποία μάλιστα καθορίζουν και τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα.

Η Διακήρυξη της Λίμα (Πρότυπο INTOSAI – P1) αναφέρει σχετικά στην παράγραφο 5

(“Independence of Supreme Audit Institutions”) ότι:

“The establishment of Supreme Audit Institutions and the necessary degree of their independence shall be laid down in the Constitution; details may be set out in legislation. In particular, adequate legal protection by a supreme court against any interference with a Supreme Audit Institution’s independence and audit mandate shall be guaranteed.”

Όντας ο θεματοφύλακας της ανεξαρτησίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, δεν είχα κανένα δικαίωμα να απεμπολήσω μία πρόνοια που σοφά καθόρισε πριν 60 χρόνια ο συνταγματικός νομοθέτης, όταν μάλιστα αυτή περιλαμβάνεται στις θεμελιώδεις αρχές που οφείλω να ακολουθώ. Συνεπώς, εγώ είναι που ζητούσα συνεχώς επίλυση των διαφορών με βάση το Άρθρο 139.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, σε αντίθεση με αυτά που ανάφερε κατά την αντεξέταση, ουδέποτε αποδέχθηκε τούτο. Στην προς εμέ επιστολή του ημερ. 30.9.2020 εξέφρασε τη θέση ότι η αναφορά στο άρθρο 139 του Συντάγματος θεωρείται «έκδηλη προσπάθεια επηρεασμού και άσκησης δημόσιας πίεσης» προς τον ίδιο, «απειλή» και «τελεσίγραφο».

Τελικά, η καταχώρηση της παρούσας Αίτησης, αποδεικνύει ότι η επιδίωξη του Γενικού Εισαγγελέα δεν είναι να οριοθετηθούν οι εξουσίες και αρμοδιότητες του κάθε οργάνου, αλλά να απομακρυνθώ από τη θέση στην οποία νόμιμα διορίστηκα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Οι πιο πάνω περιορισμοί που τέθηκαν σε διάφορες περιπτώσεις από την εκτελεστική εξουσία και τον Γενικό Εισαγγελέα στη διενέργεια ανεξάρτητου, από επιχειρησιακή και θεσμική άποψη, εξωτερικού ελέγχου, αντίκεινται στο Σύνταγμα. Αντίκεινται επίσης στις Διακηρύξεις της Λίμα και του Μεξικού και των πρότυπων του INTOSAI, καθώς και στο κοινοτικό κεκτημένο, που προνοούν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του κάθε ΑΕΙ στην Ευρωπαϊκή Ένωση:

  • να καθορίζει το πρόγραμμα ελέγχων του,
  • να έχει απεριόριστη πρόσβαση στη σχετική πληροφόρηση,
  • να ετοιμάζει αναφορές σχετικά με τις εργασίες του, και
  • να αποφασίζει σχετικά με το περιεχόμενο και τη χρονική στιγμή των εκθέσεων ελέγχου του, καθώς και σχετικά με τη δημοσίευση και διάδοσή τους.

Αν υπήρχε αμφισβήτηση των εξουσιών μας για έλεγχο, εάν ο Γενικός Εισαγγελέας πίστευε ότι είμαστε τόσο παράλογοι ώστε να ζητούμε έλεγχο ενός Υπουργού για το πόσες φορές πήγε στο σινεμά (δικό του παράδειγμα), τότε αυτή η διάφορα θα έπρεπε να επιλυθεί με βάση το Άρθρο 139. Η αντ’ αυτής χρήση της διαδικασίας απόλυσης είναι προφανώς καταχρηστική».

Κατάληξη-Διαδρομή 10 ετών σε ναρκοπέδιο

«Διορίστηκα ως Γενικός Ελεγκτής μετά από 16-ετή πείρα στον εσωτερικό έλεγχο ενός μεγάλου Υπουργείου. Κατά τον έλεγχο μεγάλων έργων και συμβάσεων στα τμήματα του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, προφανώς σε αρκετές περιπτώσεις διαπίστωσα προβλήματα σε συμβάσεις και πλημμελή, ή και με ύποπτο τρόπο, διαχείριση συμβάσεων, που ενίοτε έδινε την εικόνα πιθανής διαφθοράς. Το 2010 διορίστηκα Διευθυντής και είχα πλέον τη βασική ευθύνη των ελέγχων. Είχα όμως δίπλα μου όλους τους Υπουργούς, Μαρκουλλή, Φλουρέντζου και Μητσόπουλο, και ένιωθα ότι αγωνιζόμαστε όλοι μαζί για το καλό του Υπουργείου, για το καλό του τόπου.

Όταν διορίστηκα ως Γενικός Ελεγκτής τον Απρίλη του 2014, το πρώτο διάστημα, τα πράγματα δούλευαν με τον τρόπο και τον ρυθμό που τα παρέλαβα. Παραγόταν σημαντικό έργο, υπήρχαν όμως αρκετές αδυναμίες στη μεθοδολογία και στον μη συστηματικό τρόπο εφαρμογής των προτύπων. Αυτό όμως ήταν ένα πρόβλημα που σιγά-σιγά και με υπομονή μπορούσε να βελτιωθεί και να επιλυθεί, αφού το προσωπικό ήταν στο μεγαλύτερο βαθμό καταρτισμένο και το μόνο που χρειαζόταν ήταν δομημένη καθοδήγηση ώστε να αποδεχθεί και καταστήσει βίωμα του τις τεράστιες αλλαγές που θα επέρχονταν. Και αυτό το πετύχαμε όλοι μαζί, με τους συναδέλφους που σήμερα όλοι είναι περήφανοι για την Υπηρεσία τους. Κάποια προβλήματα εσωτερικά παρέμεναν και πάντοτε θα παραμείνουν αφού είμαστε ζωντανός οργανισμός. Στόχος μας είναι όμως πλέον η επαγγελματική αριστεία και εισπράττουμε διεθνή αναγνώριση για τη μεταμόρφωση μας τα τελευταία χρόνια.

154. Δεν είναι όμως αυτά που δημιουργούσαν τις δυσκολίες. Οι δυσκολίες προέρχονταν από το εξωτερικό περιβάλλον, κυρίως από πλευράς Κυβέρνησης, και άρχισαν να εμφανίζονται ένα περίπου χρόνο μετά τον διορισμό μου. Στα εντελώς πρώτα στάδια μετά τον διορισμό μου, τα ευρήματα μας ακόμη αφορούσαν την Κυβέρνηση Χριστόφια και έτσι η Κυβέρνηση Αναστασιάδη φαινόταν ευτυχής που τα περιλαμβάναμε στην ογκώδη ετήσια έκθεση μας. Σιγά – σιγά όμως άρχισαν τα πρώτα σημάδια σύγκρουσης.

Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση ήταν με τον μακ. Σωκράτη Χάσικο. Μέχρι τον Γενάρη του 2015 είχαμε μια πάρα πολύ αγαστή συνεργασία. Ξαφνικά, προέκυψαν έντονες διαφωνίες μας γιατί, με δική του εισήγηση, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε τον Ιούλιο 2015 την 7-ετή επέκταση της σύμβασης της Μονάδας της Κόσιης με μείωση της τιμής μονάδας από τα €75 στα €65, περίπου. Η απλή έκφραση γνώμης από την Υπηρεσίας μας ότι η συμφωνία επέκτασης ήταν ετεροβαρής και παραβίαζε το νόμο των δημοσίων συμβάσεων, πυροδότησε έντονη αντίδραση. Κατηγορήθηκα ότι εκφεύγω των αρμοδιοτήτων μου και ότι «δημόσιες συμπεριφορές εκ μέρους του Γενικού Ελεγκτή που υπονομεύουν τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία του θεσμού» και δέχθηκα ανηλεή επίθεση με αναφορές σε έλλειψη ήθους εκ μέρους του Γενικού Ελεγκτή ή αναφορές σε σούπερ σταρ, αυτοκράτορα, μπαμπούλα, ανθρωποφάγο κ.λπ.

Η μετέπειτα αποκάλυψη του σκανδάλου για τη Μονάδα της Κόσιης, και οι καταδίκες πολλών εμπλεκομένων, όπως και η μετέπειτα νέα συμφωνία που, αντί 7-ετούς επέκτασης και μείωσης της τιμής στα €65, προέβλεπε πολύ ευνοϊκότερους όρους (μηδενική χρονική επέκταση και μείωση τιμής στα €40, περίπου), άφησε εκτεθειμένη την Κυβέρνηση που, αντί να αναγνωρίσει την ορθότητα της παρέμβασης μας, μας πολεμούσε πλέον πιο λυσσαλέα.

Την ίδια περίοδο προέκυψε και το μείζονος σημασίας θέμα του εκ μέρους μας ελέγχου της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας (ΣΚΤ). Αφού πρώτα κάναμε έλεγχο για μία χρονιά, το Υπουργείο Οικονομικών, αφού είδε τα ευρήματα μας που άφηναν εκτεθειμένους τους αρμόδιους, αποφάσισε ότι δεν είχαμε αρμοδιότητα ελέγχου. Αυτή ήταν η επόμενη τεράστια σύγκρουση μας με την Κυβέρνηση. Όταν τελικά, μετά από καθοριστική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη, την ορθότητα της οποίας δεν αμφισβήτησαν ούτε οι ιδιώτες νομικοί σύμβουλοι της ΣΚΤ, μας επέτρεψαν τον έλεγχο, και ετοιμάσαμε Έκθεση τον Οκτώβριο του 2017, τα πορίσματα μας ήταν καταπέλτης ως προς την κακοδιαχείριση για την επερχόμενη κατάρρευση. Αντιλαμβανόμενος ότι θα μπορούσε η ίδια η Έκθεση να επιταχύνει την κατάρρευση της τράπεζας, αποφάσισα να μεταθέσω στον Ιούνιο του 2018 τη δημοσιοποίησή της και έτσι την αποστείλαμε μόνο στους ιθύνοντες. Όντως τον Μάιο του 2018 η τράπεζα κατέρρευσε. Ο Κώστας Κληρίδης διόρισε την Επιτροπή Αρέστη που αξιοποίησε την Έκθεσή μας την οποία κατέθεσα, μαζί με δεκάδες άλλες στοιχεία, δημόσια ενώπιον της Επιτροπής. Επιπλέον, την ίδια περίοδο που η Επιτροπή έκανε την έρευνά της, εμείς κάναμε πλήρεις ελέγχους σε συγκεκριμένα θέματα και συνδράμαμε όσο μπορούσαμε το έργο της. Η Έκθεση μας και το Πόρισμα της Επιτροπής ήταν ακόμη ένας λόγος περαιτέρω έντασης του εναντίον μου πολέμου από την Κυβέρνηση.

Σε όλες αυτές τις συγκρούσεις, σύμμαχος μας ήταν το Σύνταγμα και οι νόμοι.

Ταυτόχρονα όμως υπήρχε ένας Γενικός Εισαγγελέας που γνωρίζαμε, και το αποδείκνυε κάθε φορά, πως οι γνωματεύσεις του ήταν ακριβοδίκαιες. Δεν ήταν αλάνθαστες, όπως και κανείς μας δεν είναι αλάνθαστός. Ήταν όμως ακριβοδίκαιες.

Από το 2015, ένιωθα ότι περπατώ σε ναρκοπέδιο. Ένιωθα ότι η Κυβέρνηση περίμενε πότε θα κάνω το μοιραίο λάθος για να με κατατομήσουν. Ασπίδα μου ήταν η βελτίωση των διαδικασιών και ελέγχων ποιότητας της παραγόμενης εργασίας, ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για σοβαρά λάθη, και η εισαγωγή τής συλλογικότητας στη λήψη αποφάσεων ώστε και το διευθυντικό προσωπικό να νιώθει ότι έχει λόγο και ρόλο και η συλλογική σοφία να λειτουργεί ως περαιτέρω δικλείδα αποτροπής λαθών.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία είναι υποχρεωμένη καί να επεξηγεί τις εκθέσεις της, καί να ενημερώνει τους πολίτες στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Επί Χρυστάλλας Γιωρκάτζιη αυτό γινόταν μόνο μέσω της Ετήσιας Έκθεσης, με τη δημοσιοποίηση των ευρημάτων της Υπηρεσίας όταν αυτά συζητούνταν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου και μέσω των συνεχών διαρροών σε ΜΜΕ, ιδίως σε συγκεκριμένη εφημερίδα. Είναι γεγονός ότι, σε σχέση με την κατάσταση που παρέλαβε, η προκάτοχός μου έκανε άλματα σε αυτό τον τομέα. Η Ελεγκτική Υπηρεσία που θα πρέπει να βρίσκει τρόπο να μεταφέρει τα ευρήματα και μηνύματα της στους πολίτες, επί προηγούμενων Γενικών Ελεγκτών ήταν παντελώς άγνωστη στους πολίτες και η Χρυστάλλα Γιωρκάτζιη κατάφερε να την κάνει ορατή.

Με βάση όμως τα Πρότυπα και τις βέλτιστες πρακτικές, υπήρχαν ακόμη πολλά να γίνουν και θα έπρεπε, ως Υπηρεσία, να γίνουμε πολύ πιο ανοικτοί στα ΜΕΕ και στους πολίτες. Αυτό τον ρόλο αρχικά εξ ανάγκης τον ασκούσα εγώ. Οι ανάγκες όμως συνεχώς αυξάνονταν. Βγάζαμε μία έκθεση, ή προέκυπτε κάποιο θέμα στην επικαιρότητα, με καλούσε ένα κανάλι και ανταποκρινόμουν, μετά θα έπρεπε για λόγους ισότητας να βγω σε όλα. Αυτό σήμαινε επίσης συζητήσεις, πολλές φορές έντονες, με ελεγχόμενους ή με άλλους αξιωματούχους στην τηλεόραση. Έκρινα ότι η κατάσταση αυτή φθείρει το κύρος του θεσμού. Τον ρόλο της επαφής με τους πολίτες, που αποτελεί βασικό συστατικό της επικοινωνιακής πολιτικής κάθε Ελεγκτικής Υπηρεσίας, θα έπρεπε να τον αναλάβει άλλος. Κατέληξα έτσι στον εκλεκτό συνάδελφο Μάριο Πετρίδη. Θλίβομαι δε που βλέπω συχνά να αποτελεί ο ίδιος στόχο κάποιων που θέλουν να πλήξουν εμένα. Θλίβομαι επίσης που από την παρούσα Αίτηση και τη μαρτυρία του Γενικού Εισαγγελέα, διαπίστωσα ότι ένας τέτοιας σημαντικότητας θεσμός στη χώρα, δεν αντιλήφθηκε ούτε κατ’ ελάχιστο τον ρόλο και αποστολή της Υπηρεσίας μας και την κατηγορεί, αντί να την επαινεί, ότι έχει εκπρόσωπο τύπου που εμφανίζεται στις τηλεοράσεις πιο πολύ και από ένα ηθοποιό ή πολιτικό και ότι δήθεν «δεν κατέχει καν θεσμοθετημένη θέση εκπροσώπου τύπου».

Το όλο πρόβλημα που θα έπρεπε να λύσουμε ήταν αυτό των διαρροών που επίσης υπόσκαπτε το κύρος της Υπηρεσίας μας. Το λύσαμε με την έκδοση των Ειδικών Εκθέσεων, αντί μόνο της ετήσιας ογκώδους έκθεσης.

Πιστεύω είναι πάρα πολύ σημαντικό να γίνει αντιληπτό από το σεβαστό Συμβούλιο ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία ελέγχεται εάν εκδώσει Έκθεση, ή άλλως πως εκφράσει ελεγκτική γνώμη, που αποδειχθεί ουσιωδώς εσφαλμένη. Αυτός είναι ο ελεγκτικός κίνδυνος για κάθε ελεγκτή, του δημόσιου τομέα (δηλαδή ΑΕΙ) ή του ιδιωτικού τομέα. Αυτή είναι και η δική μου κύρια έγνοια ως επικεφαλής της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Αν και προφανώς δεν θα ήταν ανάρμοστη συμπεριφορά εάν σε κάποια εκ των εκθέσεών μας που επικαλείται ο Γενικός Εισαγγελέας κάναμε κάποιο λάθος, θεωρώ σημαντικό ότι, σε ουδεμία εκ των υπό αναφορά εκθέσεών μας, υπεδείχθη από τον Γενικό Εισαγγελέα κάποιο εσφαλμένο εύρημα.

Η αλλαγή στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα

«Και εκεί που τα πράγματα έδειχναν να αρχίσουν να εξομαλύνονται, αφυπηρέτησε ο Κώστας Κληρίδης. Ευτυχώς ήδη είχαμε αντιμετωπίσει πάρα πολλές εσωτερικές αδυναμίες. Παρέμενε όμως ένα εξαιρετικό εχθρικό περιβάλλον. Θυμίζω ότι τον Μάιο του 2020, ένα μήνα πριν την αποχώρηση Κώστα Κληρίδη, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έκαμνε πάρα πολύ αρνητικές αναφορές σε μένα, κατηγορώντας με ότι μετατρέπομαι σε κυβερνήτη ή συγκυβερνήτη και κάνοντας λόγο για «ανάρμοστη συμπεριφορά την οποία το κράτος δεν μπορεί να αγνοήσει».

Όταν ανέλαβε ο Γιώργος Σαββίδης, δεν είχα κανένα λόγο να μην προσπαθήσω να έχω καλές σχέσεις μαζί του. Για να χορέψεις όμως ταγκό χρειάζονται δύο. Μέσα στις διακοπές του Αυγούστου 2020, δηλαδή ενάμιση μήνα μετά που διορίστηκε, άρχισαν τα δημοσιεύματα του Al Jazeera. Είχαμε από τον Ιούλιο του 2019, ένα χρόνο προηγουμένως, ζητήσει στοιχεία για να αρχίσουμε τον έλεγχο, είπαμε μετά να περιμένουμε την Επιτροπή Καλογήρου, τώρα πλέον δεν μπορούσαμε να το αναβάλουμε άλλο. Όταν είχαμε αρχίσει την ετοιμασία της Έκθεσης για τις αεροπορικές μετακινήσεις του Προέδρου και ταυτόχρονα ετοιμάζαμε την Έκθεση για τις πολιτογραφήσεις του Σαουδάραβα ιδιοκτήτη του αεροσκάφους και των 41 συγγενών του, αρχικά ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είχε εκφράσει την άποψη ότι δεν έχουμε καν το δικαίωμα διεξαγωγής τέτοιου ελέγχου. Στην πορεία όμως εγκατέλειψε αυτό τον ισχυρισμό. Θεώρησα συνεπώς ότι η Κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να μας αρνηθεί το δικαίωμα ελέγχου.

Εκ των πραγμάτων όμως φάνηκε ότι δεν εκτίμησα σωστά. Το πρόγραμμα των χρυσών διαβατηρίων ήταν τόσο σαθρό που, όπως αποδείχθηκε, δεν ήθελαν με τίποτα να το ελέγξει η Υπηρεσία μας. Και έτσι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αποφάσισε να διορίσει την Επιτροπή Νικολάτου. Είχε την εμπειρία ότι, όταν τον Νοέμβριο του 2019 είχε διορίσει την Επιτροπή Καλογήρου ενώ κάναμε τους ελέγχους για την πολιτογράφηση του Σαουδάραβα, δείξαμε ως Υπηρεσία τη βούληση να αναμένουμε τη θεωρητικά σύντομη ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής, πριν συνεχίσουμε τον έλεγχο για τον οποίο είχαμε ζητήσει στοιχεία τον Ιούλιο του 2019. Ήταν Αύγουστος του 2020 και η Επιτροπή Καλογήρου, 9 μήνες μετά τον διορισμό της δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει το έργο της. Οπότε είπαν να διορίσουν άλλη Επιτροπή θεωρώντας ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να μεταθέσουμε και άλλο το δικό μας έλεγχο τον οποίο ήθελαν πάσι θυσία να αποφύγουν.

Εκείνο που δεν υπολόγισαν ήταν ότι με τους πέντε φακέλους και με την πρόσβαση στα διάφορα αρχεία και βάσεις δεδομένων που έχουμε μόνιμα πρόσβαση (κτηματολόγιο, τμήμα αρχείου πληθυσμού, κλπ), θα μπορούσαμε να αναδείξουμε τα σκάνδαλα.

Όταν το Υπουργικό Συμβούλιο ζήτησε στις 3.9.2020 από τον Γενικό Εισαγγελέα να διορίσει Ερευνητική Επιτροπή, προφανώς και ήταν λογικό, και είχε κάθε δικαίωμα, να το πράξει. Το πρόβλημα δεν ήταν ο διορισμός της Επιτροπής. Το πρόβλημα ήταν που αυτή χρησιμοποιήθηκε ως επίσημη δικαιολογία για να μας εμποδίσουν στον έλεγχο.

Ο Γενικός Εισαγγελέας συνεπώς μας επέπληττε και υποτιμούσε, εμείς ουδέποτε ξεφύγαμε των επιτρεπτών ορίων

Ακόμη και τότε, έκανα τα πάντα για να διαφυλάξω τις σχέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας με τη Νομική Υπηρεσία γιατί θεωρούσα ότι εκ των πραγμάτων είναι φυσικοί σύμμαχοι. Η διαφορά μας ήταν με την Κυβέρνηση και όχι με τη Νομική Υπηρεσία. Η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα στις 30.9.2020 και όλες οι ανακοινώσεις του που ακολούθησαν ήταν επιθετικές και υποτιμητικές προς το πρόσωπό μου. Απαντούσαμε αναδεικνύοντας το υπαρκτό και πραγματικό θέμα της μη απρόσκοπτης πρόσβασής μας στην πληροφόρηση, τονίζαμε την υποχρέωση να γίνει σεβαστή η ανεξαρτησία μας, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να αφήνουμε αιχμές ή να κατηγορούμε τον Γενικό Εισαγγελέα για οτιδήποτε, όπως τώρα ισχυρίζεται.

Ο σεβασμός μου προς τον Γενικό Εισαγγελέα και η μέρους μου συνεχής προσπάθεια να τηρώ σχετικά ήπιους τόνους στη μεταξύ μας σχέση, έχοντας πάντα υπόψη την ανάγκη συνεργασίας των δύο Υπηρεσιών ως εκ της αποστολής του, αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι, ενώ σαφέστατα προέκυπταν σοβαρά θέματα σύγκρουσης συμφέροντος για τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Βοηθό του, τόσο για την Έκθεση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020 όσο και για την Έκθεση της 27ης Νοεμβρίου 2020, ουδέποτε επικαλέστηκα αυτά τα θέματα. Ο Γενικός Εισαγγελέας με παρακώλυε στο έργο μου, με καλούσε σε τάξη και με εκφόβιζε («οργή Σαββίδη με Οδυσσέα» έγραφαν οι εφημερίδες) να μην εκδώσω εκθέσεις με ευρήματα που τον αφορούσαν προσωπικά, και όμως ουδέποτε επικαλέστηκα αυτήν την πτυχή. Αυτό δεν ήταν ένδειξη αδυναμίας. Ήταν συνειδητή επιλογή μου γιατί ήταν συνεχής η προσπάθεια μου να μην δημιουργώ ένταση στη σχέση μας, πάντα μέχρι το σημείο πέραν του οποίου θα σήμαινε παράδοση της ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας μας και μετατροπή της σε παράρτημα της Νομικής Υπηρεσίας ή/και με άλλους τρόπους υπόσκαψη της ανεξαρτησίας της.

Διαμαρτύρεται ο Γενικός Εισαγγελέας στην Αίτηση και στη μαρτυρία του, ότι ο μεν Κώστας Κληρίδης μου απέστειλε αυστηρή επιστολή και «συνεταξάμην», ενώ εκείνος μου έστειλε αυστηρή επιστολή και «απεταξάμην» (λέξεις δικές του). Αυτό πιστεύω ήταν η ουσία του προβλήματος, στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο. Νόμιζε ο Γενικός Εισαγγελέας ότι η σχέση μου με τον Κώστα Κληρίδη ήταν εξαίρετη επειδή φοβήθηκα όταν έλαβα την πρώτη του επιστολή τον Αύγουστο του 2014. Καμία σχέση. Οι σχέσεις μας ήταν εξαίρετες γιατί είχαμε τις ίδιες αρχές και ιδανικά, γιατί αμφότερων μόνη έγνοια ήταν το καθήκον. Γιατί ο Κώστας Κληρίδης ουδέποτε έδειξε ότι επιθυμεί καθυπόταξη ή υπόσκαψη της ανεξαρτησίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, αντίθετα αποδείχθηκε στην πράξη υποστηρικτής και προστάτης της.

Όταν λοιπόν προέκυψε το θέμα των χρυσών διαβατηρίων, ο Γενικός Εισαγγελέας πίστευε ότι αν μου επιτεθεί θα συμμορφωθώ. Και όσο δεν συμμορφωνόμουν νόμιζε ότι το πρόβλημα ήταν η μη αυστηρότητα των επιστολών του. Είπε κατά την αντεξέτασή του ότι, μπροστά στην επιστολή του Κώστα Κληρίδη ημερ. 7.8.2014, οι δικές του ήταν πολύ ήπιες.

Οι δικές μου επιστολές και απαντήσεις προς τον Γενικό Εισαγγελέα ήταν πιστεύω όσο πιο ήπιες θα μπορούσαν να είναι ώστε να ισορροπούν μεταξύ δύο αντίρροπων στόχων. Από τη μία να δείχνουν πλήρη σεβασμό σε ένα θεσμό που όντως σέβομαι, και από την άλλη να μην δίνουν την εντύπωση ότι αποδέχομαι να ενεργώ ως η Ελεγκτική Υπηρεσία να είναι παράρτημα της Νομικής Υπηρεσίας ή ότι τελεί υπό τις οδηγίες της.

161. Το αλάθητο δεν το διεκδίκησα ποτέ. Περπατώντας στο ναρκοπέδιο, στην προσπάθεια μου να ισορροπήσω μεταξύ αυτών των δύο στόχων, ίσως κάποιοι να έχουν την άποψη ότι ήμουν πιο έντονος από όσο έπρεπε. Μπορεί και να έχουν δίκαιο. Ίσως κάποιοι άλλοι, να θεωρήσουν ότι ήμουν πολύ ήπιος και όταν με καλούσε σε τάξη και μιλούσε δημοσίως οργισμένα για μένα να έπρεπε να είμαι πιο έντονος στην απάντησή μου. Αυτό όμως πιστεύω είναι θέμα κρίσης και άποψης.

«Ο ζυγός της υποταγής»

Δυστυχώς, βασική αιτία του προβλήματος ήταν η προσπάθεια καθυπόταξης της Υπηρεσίας μας. Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε πάντα ως εικόνα την εξαιρετική σχέση μου με τον Κώστα Κληρίδη και θεωρούσε ότι αυτή προέκυψε λόγω κάποιας μορφής συμφεροντολογικής προσέγγισής μου όταν μου έστειλε την αυστηρή επιστολή τον Αύγουστο του 2014. Και ότι, και με τον νυν Γενικό Εισαγγελέα, εάν έβλεπα ότι δεν με παίρνει άλλο, θα έκανα κάτι ανάλογο. Αυτό τεκμηριώνεται από την επιμονή του στο πλαίσιο της παρούσας Αίτησης στην αλληλογραφία μου με τον Κώστα Κληρίδη τον Αύγουστο του 2014 και στις αναφορές του όπου χωρίς περιστροφές αναφέρει:

«α. Ο Γενικός Ελεγκτής είχε και στο παρελθόν επιδιώξει να απαξιώσει τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα.

β. Ύστερα από την πιο πάνω επιστολή του πρώην Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 07.08.2014 με τη οποία τον είχε επιπλήξει, ο Γενικός Ελεγκτής δεν είχε έκτοτε διαφωνήσει με τον πρώην Γενικό Εισαγγελέα. Ακολούθησε την τακτική του

«συνεταξάμην.»

γ. Κατά την περίοδο της θητείας του νυν Γενικού Εισαγγελέα αποφάσισε να εγκαταλείψει την πιο πάνω τακτική και να υιοθετήσει την τακτική του «απεταξάμην» της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα.

στ. Ο ζυγός της υποταγής στον πρώην Γενικό Εισαγγελέα δεν ενοχλούσε το Γενικό Ελεγκτή, ενώ εκείνος του νυν Γενικού Εισαγγελέα είναι βαρύς, είναι ζυγός σκλαβιάς

Είναι ξεκάθαρο ότι ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι στον Κώστα Κληρίδη είχα υποταχθεί και ότι θα έπρεπε να είχα υποταχθεί και στον ίδιο. Αδιανόητα πράγματα να λέγονται από τον Γενικό Εισαγγελέα, και απόλυτα προσβλητικά προς το πρόσωπο μου.

Είναι προφανές από τις αναφορές αυτές ότι ο Γενικός Εισαγγελέας κάθε άλλο παρά ισότιμη βλέπει τη σχέση μας και επιβεβαιώνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ο ισχυρισμός μου ότι, από την πρώτη στιγμή, η προσπάθειά του ήταν να θέσει την Υπηρεσία μας υπό την κηδεμονία του.

Η κατασυκοφάντησή μου ενώπιον του Συμβουλίου

Αυτή η εικόνα του Γενικού Εισαγγελέα για μένα, ότι είμαι ένας συμφεροντολόγος, δεν πρέπει, κατά την άποψή μου, να ιδωθεί μεμονωμένα. Συνάδει με την εικόνα μου, όπως την έχει ο ίδιος σχηματίσει μέσα του, την οποία με πάθος περιέγραψε: Ανέντιμος, αναξιοπρεπής, αυθάδης, και αλαζόνας, που δολοφονεί χαρακτήρες και που επιτίθεται σε όποιον του ασκήσει κριτική και σε όσους δεν δηλώσουν υποταγή, που η μόνη έγνοια του είναι να αναδείξει τον εαυτό του ως δήθεν τον μόνο προστάτη της νομιμότητας, προς δόξα άκρατου λαϊκισμού και του οποίου μοναδικό κίνητρο είναι η σπίλωση άλλων ατόμων και θεσμών και η ανάδειξή του ως του μόνου αδιάφθορου αξιωματούχου.

164. Δυστυχώς, στην προσπάθειά του να πείσει το Συμβούλιο ότι ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης είναι αυτός ο απαίσιος χαρακτήρας που ο ίδιος παρουσιάζει, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν δίστασε, καταθέτοντας ως μάρτυρας, να πει πράγματα που δεν ευσταθούν.

  • Σας είπε ότι δήθεν γνώριζα για το σκάνδαλο των χρυσών διαβατηρίων από το 2014, ή έστω από το 2016, αλλά δεν έκανα τίποτα μέχρι τον Αύγουστο του 2020 επειδή τότε το θέμα βγήκε στην επικαιρότητα και «είδα φως» (εξηγώντας σας ότι με αυτή του την αναφορά εννοεί πως εντοπίζω τα «φωτεινά θέματα στη δημοσιότητα» δηλαδή τα θέματα που προσφέρονται για λαϊκισμό). Κάτι που δεν ισχύει, όπως εξήγησα προηγουμένως.
  • Σας είπε ότι δήθεν γνώριζα από το 2014 το πρόβλημα με τις πολλαπλές συντάξεις, αλλά δεν έκανα τίποτα μέχρι το τέλος του 2023 επειδή τότε το θέμα βγήκε στην επικαιρότητα και «είδα φως». Κάτι που δεν ισχύει, όπως εξήγησα προηγουμένως.
  • Σας είπε για την υπόθεση του πειθαρχικού ελέγχου του Ανώτερου Λειτουργού στην Ελεγκτική Υπηρεσία, ότι η Νομική Υπηρεσία με συμβούλεψε ότι θα χάσουμε την υπόθεση αλλά εγώ, παρά τη διαφωνία τους, επέμενα πεισματικά και ότι, μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης, έλεγα απλά ότι θα πρέπει να αλλάξει ο νόμος. Κάτι που δεν ισχύει, όπως εξήγησα προηγουμένως.
  • Σας είπε ότι δήθεν, σε σχέση με την Απόφαση της κατά της Διαφθοράς, δήλωσα ότι η κοινωνία πρέπει να γνωρίζει τι συνέβη με τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα γιατί πιστεύω και προάγω τα λαϊκά δικαστήρια αντί των συντεταγμένων δικαστηρίων. Κάτι που προφανώς δεν ισχύει, όπως εξήγησα προηγουμένως.
  • Σας είπε ότι δήθεν τον ξεγέλασα και ενώ είχα υποσχεθεί στις 3.11.2020, και αργότερα στο γεύμα στις 17.11.2020., ότι δεν θα εκδώσω άλλη έκθεση για τα διαβατήρια και θα καταθέσω ότι έχω ενώπιον της Επιτροπής Νικολάτου, εντός τριών ημερών αναίρεσα την υπόσχεσή μου και στις 20.11.2020 του έστειλα το προσχέδιο της Έκθεσης για το καζίνο και την Wargaming. Κάτι που προφανώς δεν ισχύει, όπως εξήγησα προηγουμένως. Υπενθυμίζω ότι σας κατέθεσα Σημείωμα μου ημερ. 13.11.2020 που υπέβαλα στη Βουλή και κυρίως σας υπέδειξα την αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα, κατά την αντεξέτασή του, όταν, προσπαθώντας να με κατηγορήσει ότι δήθεν στρεψοδίκησα, είπε στο Συμβούλιο ότι, ενώ του είχα πει στις 17.11.2020 ότι η Έκθεση δεν θα αποδίδει ευθύνες στον ίδιο (και γενικότερα στο Υπουργικό Συμβούλιο του οποίου ήταν μέλος), τελικά επέρριπτε ευθύνες και στο Υπουργικό Συμβούλιο και ότι αυτός βασικά ήταν ο λόγος που αντέδρασε έντονα. Λέγοντας όμως αυτό ουσιαστικά αυτοαναίρεσε τον ισχυρισμό του ότι δήθεν είχαμε συμφωνήσει στις 3.11.2020 ότι δεν θα εκδίδαμε άλλη έκθεση.
  • Ως προς την τελευταία κατηγορία, ότι δηλαδή κατά τη συνάντηση μας στις 17.11.2020 (στο πλαίσιο του γεύματος), του είχα αναφέρει ότι στην Έκθεση δεν θα περιλαμβανόταν οτιδήποτε που θα αφορούσε τον ίδιο και μετά, κατά κάποιο τρόπο τον ξεγέλασα, ούτε αυτό ισχύει ως κατηγορία. Στην εν λόγω Έκθεση γίνεται σαφής αναφορά στις ευθύνες των Υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών ενώ για το Υπουργικό Συμβούλιο, επειδή δεν είχαμε στην κατοχή μας το σχετικό πρακτικό της υπό αναφορά συνεδρίας του στις 25.7.2019, είχαμε αφήσει ανοικτό το θέμα ώστε να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω διερεύνησης.

Μάλιστα, με έκπληξη τον άκουσα να αναφέρει ότι, κατά την έγκριση των πολιτογραφήσεων από το Υπουργικό Συμβούλιο, τα μέλη (δηλαδή και ο ίδιος όταν ήταν Υπουργός), δεν είχαν ενώπιον τους το πλήρες ονοματεπώνυμο των αιτητών. Κάτι φυσικά που ουδόλως ισχύει.

Με έκπληξη άκουσα τον Γενικό Εισαγγελέα να μιλά για μένα με τέτοιο πάθος, ουσιαστικά με εμφανή εμπάθεια. Είναι ταπεινή άποψή μου πως είναι αδιανόητο ο Γενικός Εισαγγελέας να επαναλαμβάνει συνεχώς, σχεδόν σε κάθε απάντησή του, ότι τον αποκαλώ με κάθε ευκαιρία διεφθαρμένο, τη στιγμή που ούτε κατά διάνοια δεν είπα, ούτε και υπονόησα, ποτέ κάτι τέτοιο.

Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι κατά την αντεξέτασή του, ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίστηκε ότι μοιράζω πιστοποιητικά εντιμότητας και ανεντιμότητας. Από τα εκατοντάδες τεκμήρια που έχει παρουσιάσει ο Γενικός Εισαγγελέας, υπάρχει μόνο ένα που λέει ακριβώς το αντίθετο από τον ισχυρισμό του, και κανένα τεκμήριο που να τον υποστηρίζει. Πραγματικά μου προκαλεί εντύπωση η ευκολία με την οποία μου αποδίδει ανυπόστατες κατηγορίες.

Το ίδιο για την επιστολή μου ημερ. 24.7.2023 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας για τα εξώδικα. Κατά την αντεξέτασή του, ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην παράγραφο 7 της πιο πάνω επιστολής και με κατηγόρησε ότι σε αυτή ουσιαστικά τον κατηγορώ ως διεφθαρμένο. Ουδόλως ισχύει αυτό. Της επιστολής είχε προηγηθεί τηλεφωνική συνομιλία μου με τον Αρχηγό της Αστυνομίας και στην επιστολή απαντούσα στα ερωτήματα που αυτός μου είχε θέσει. Αυτός είναι και ο λόγος που η αναφορά αυτή δεν περιλήφθηκε στην Έκθεση που ακολούθως εκδόθηκε.

Η ελευθερία έκφρασης και άποψης

Βασική κατηγορία εναντίον μου είναι ότι η ανάδειξη του δομικού και θεσμικού προβλήματος που αφορά τον διπλό ρόλο του και την ανέλεγκτη εξουσία του ως δημόσιου κατήγορου, συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά. Ο Γενικός Εισαγγελέας με κατηγόρησε επίσης ότι κατήγγειλα τη χώρα μου σε «ξένα φόρα» και ότι έριξα τη χώρα μου στα αγκάθια. Αυτό είναι πρωτάκουστο. Έχω παραθέσει τις σχετικές αναφορές της Κομισιόν και του INTOSAI και έχω εξηγήσει ότι πλέον όλη η κοινωνία των πολιτών αντιλαμβάνεται το πρόβλημα που υπάρχει. Από πότε η έκφραση απόψεων συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά;

Αντί ο Γενικός Εισαγγελέας να αναλογιστεί τυχόν δικές του ευθύνες για την εικόνα που έχει η Υπηρεσία του στην κοινωνία, θεωρεί ότι η εικόνα αυτή είναι αποτέλεσμα των δικών μου ενεργειών και ότι έχω συνωμοτήσει με δημοσιογράφους, πολιτικούς, τουϊτεράδες, την Ομάδα Στήριξης, τον γιο μου, την αδελφή μου και πολλούς άλλους, και με συνεχή πόλεμο μου προς τη Νομική Υπηρεσία, μια μανιώδη επίθεση, χρησιμοποιώντας και τον εκπρόσωπο τύπου ο οποίος εμφανιζόμενος δημόσια περισσότερο και από ένα πολιτικό ή ακόμη και ηθοποιό, από πρωίας μέχρι νυκτός κατηγορώ τη Νομική Υπηρεσία, την οποία έχω βάλει στόχο να διαλύσω και την οποία έχει απαξιώσω στα μάτια των πολιτών.

Λόγο αυτού του πάθους και εμπάθειας του για μένα, κατά παράβαση κάθε αρχής ελευθερίας της έκφρασης και άποψης, ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι μου απαγορεύεται να ομιλώ για οποιοδήποτε θέμα αφορά τη Νομική Υπηρεσία και τους επικεφαλής της ή να διαφωνώ με γνωματεύσεις και απόψεις τους, και ότι οφείλω, όποτε αυτός τοποθετηθεί για θέμα που αφορά έλεγχο της Υπηρεσίας μου, να ευθυγραμμίζω την ελεγκτική μου γνώμη σε αυτά που ο ίδιος θα έχει πει.

Η σαφής πρόθεση φίμωσής μου, κατά παράβαση κάθε αρχής ελευθερίας έκφρασης, φαίνεται από την πρωτάκουστη αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα ότι «η Αρχή της Διαφάνειας και του Κράτους Δικαίου δεν αποδέχεται όπως ο εκπρόσωπος Τύπου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας λαμβάνει μέρος σχεδόν επί καθημερινής βάσεως σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές και αφ' υψηλού και από καθ' έδρας να στοχοποιεί και να σπιλώνει τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα προς δόξα του άκρατου λαϊκισμού και κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος.» Ποιες είναι αυτές οι αρχές διαφάνειας και κράτους δικαίου που επικαλείται ο Γενικός Εισαγγελέας;

Πιστεύω πολύ χαρακτηριστική περίπτωση της αντίληψης του Γενικού Εισαγγελέα για την ελευθερίας έκφρασης, είναι το γεγονός ότι, μετά τη δημοσιοποίηση τον Μάιο του 2023 των καταγγελιών κατά του Βοηθού του, έκαναν και οι δύο απαράδεκτες και προκλητικές δηλώσεις, με αποκάλεσαν δολοφόνο χαρακτήρων, λασπολόγο και κακόπιστο και ξεκάθαρα με απείλησαν με παύση, και επειδή απαντήσαμε με μία σύντομη, πολύ ήπια και κόσμια, ανακοίνωσή μας και σχετικές δηλώσεις του εκπροσώπου τύπου, αναφέροντας απλώς ότι δεν θα επιτρέψουμε στον Γενικό Εισαγγελέα να μας επιβάλει πολιτική συσκότισης, ζητά την απόλυσή μου για αυτή τη φράση μας.

Θεωρώ όλα τα πιο πάνω απλά ΑΔΙΑΝΟΗΤΑ και ζητώ την προστασία του Συμβουλίου.

Η καταγγελία στην Αρχή κατά της Διαφθοράς

Πιστεύω ότι, όσο και εάν ο Γενικός Εισαγγελέας προσπάθησε να πείσει ότι, από το 2020 «καταπίνει» πράγματα, είναι προφανές ότι η απόφαση για καταχώρηση της αίτησης απόλυσης μου λήφθηκε τον Μάιο του 2023. Ήρθαν σε μας κάποιες καταγγελίες που αφορούσαν τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα. Σίγουρα όχι από εμάς, κυκλοφόρησαν σε ιστοσελίδα και μετά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εμείς απλώς τις επιβεβαιώσαμε. Ο Γενικός Εισαγγελέας προανήγγειλε συνέπειες σε μένα εάν οι καταγγελίες δεν αποδειχθούν. Ήταν τόσο σαφής. Ακόμη πιο σαφής ήταν τον Σεπτέμβριο του 2023 όταν στον Κημήτρη στο ΡΙΚ, επανέλαβε τα περί συνεπειών, και χωρίς περιστροφές είπε ότι, όταν στέλνεις μια καταγγελία στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, σημαίνει ότι κατηγορείς τον καταγγελλόμενο ότι είναι διεφθαρμένος.

Υπενθυμίζω ότι στην Αρχή εκκρεμούν και άλλες καταγγελίες που αφορούν ευρήματα της Υπηρεσίας μας σε σχέση με τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα.

Από τις εναντίον μου κατηγορίες του Γενικού Εισαγγελέα στις παραγράφους 25.6 και 25.7 (σελ. 45 – 47) της γραπτής Δήλωσης του σε σχέση με τις καταγγελίες που εκκρεμούν ενώπιον της Αρχής , σημειώνω ιδιαιτέρως την αναφορά του σε δήθεν υποχρέωσή μας για εχεμύθεια. Αυτή αποτελεί κραυγαλέα διαφορά προσέγγισης μεταξύ των δύο Υπηρεσιών.

Εμείς θεωρούμε ότι έχουμε υποχρέωση για διαφάνεια και ο Γενικός Εισαγγελέας με κατηγορεί ότι έχω υποχρέωση για εχεμύθεια την οποία παραβίασα.

Εμείς θεωρούμε ότι τέτοια γενική περιγραφή των γεγονότων, χωρίς χαρακτηρισμούς και χωρίς να αποδίδεται στον αξιωματούχο ή Υπουργό, ή Γενικό Διευθυντή, ή τμηματάρχη, ή τον αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο η διάπραξη αδικήματος, είναι απόλυτα συνυφασμένη με την αποστολή μας, και αυτό γίνεται παγκόσμια, και αυτό γινόταν ανέκαθεν από την Ελεγκτική Υπηρεσία της Κύπρου, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας ζητά την απόλυση μου επειδή λέει ότι θα έπρεπε να κρατηθούν οι υποθέσεις μυστικές και να ανακοινωθούν μόνο εάν ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα καταδικαστεί από δικαστήριο.

Υπενθυμίζω ότι, ενώ στην Αίτησή του ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ισχυριστεί στις παραγράφους 101, 102, 107, 113, 118(β), 118(θ), 119(στ), 121, 129, 133, 138, και 148 και ήταν απόλυτος και κατηγορηματικός ότι παραβίασα το τεκμήριο της αθωότητας, στη συνέχεια, όταν διαπίστωσε από την Έκθεση Γεγονότων της Ένστασης ότι ο ορισμός που είχε υιοθετήσει για το τεκμήριο της αθωότητας ήταν ανυπόστατος, στη γραπτή Δήλωσή του, άλλαξε την εκδοχή του και ισχυρίστηκε (σελ. 31, 41 και 44) ότι υπονόησα ότι ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα διέπραξε το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας. Παραμένει όμως γεγονός ότι η υπερβολική αυτή ευαισθησία του Γενικού Εισαγγελέα, εξακολουθεί να υπάρχει σε σχέση με τον Βοηθό του.

Από τα θέματα που εγείρει στην Αίτησή του ο Γενικός Εισαγγελέας, ουσιαστικά μόνο το θέμα των πολλαπλών συντάξεων αφορά γεγονότα μετά την έκδοση του Πορίσματος της Αρχής. Το θέμα των χρυσών διαβατηρίων είναι του 2020, τα θέματα του Πανεπιστημίου Κύπρου του 2022, τα θέματα του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Άμυνας τον πρώτο τρίμηνο του 2023, και της Αστυνομίας του Ιούλη του

2023. Γιατί αποφάσισε τον Απρίλη του 2024 να καταχωρήσει αίτηση απόλυσής μου; Πολύ απλά επειδή η αίτηση αποτελεί υλοποίηση των προαναγγελιών για τιμωρία μου που διανοήθηκα να κάνω και/ή διαβιβάσω καταγγελία κατά του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.

Βασικά, ο Γενικός Εισαγγελέας, με το αιτιολογικό ότι είναι προασπιστής του δημόσιου συμφέροντος, χρησιμοποιεί καταχρηστικά το αξίωμά του, για να με τιμωρήσει για καθαρά προσωπικούς λόγους.

Πουθενά δεν εξήγησε ο Γενικός Εισαγγελέας πως υλοποίησε τις απειλές που εκτόξευσε τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο του 2023 όταν ξεκάθαρα είχε αναφέρει ότι «αν δεν αποδείξω τις καταγγελίες πρέπει να είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω και τις συνέπειες». Διαβάζοντας τη γραπτή Δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα και ακούγοντας τον Γενικό Εισαγγελέα κατά την αντεξέταση, δεν έχω αντιληφθεί τι σήμαινε τελικά εκείνη η δήλωσή του. Απλώς βγήκε και με κατηγόρησε ότι λασπολογώ και δολοφονώ χαρακτήρες και με απείλησε ότι θα υποστώ τις συνέπειες και τώρα ξεχνάμε αυτές τις σοβαρότατες και απαράδεκτες δηλώσεις, ως μη γενόμενες;

Όπως εξήγησα και τεκμηρίωσα, οι δηλώσεις του Σεπτέμβρη του 2023 ήταν πέραν για πέραν ξεκάθαρες ότι υπήρχε πρόθεση για καταχώρηση αίτησης παύσης και ότι, κατ’ εκείνον, το μεμπτό ήταν που διαβίβασα την καταγγελία αφού, όπως εξήγησε, «άμα καταγγέλλεις έναν άνθρωπο στην Αρχή κατά της Διαφθοράς» σημαίνει ότι τον κατηγορείς ότι είναι διεφθαρμένος. Αυτή ήταν και είναι η αντίληψή του επί του θέματος και αυτός είναι ο λόγος που καταχώρησε την Αίτηση την οποία είχε προαναγγείλει, μία εβδομάδα πριν την καταχώρησή της ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα με τη συνέντευξη του στην Καθημερινή στις 21.4.2024.

Καλώ το Συμβούλιο να αναλογιστεί τη μεγάλη εικόνα αυτών που με πρωτόγνωρο πάθος κατέθεσε ο Γενικός Εισαγγελέας. Όχι μόνο σας καλεί να κρίνετε τη συμπεριφορά μου ως ανάρμοστη, όχι μόνο με χαρακτήρισε ανέντιμο, αναξιοπρεπή, δολοφόνο χαρακτήρων και πολλά άλλα κοσμητικά επίθετα, αλλά σας πληροφόρησε επίσης ότι εξετάζει εναντίον μου ποινικά αδικήματα για τρεις ξεχωριστές υποθέσεις, εκ των οποίων η μία αφορά κακούργημα που τιμωρείται με επταετή φυλάκιση. Μάλιστα για τις δύο υποθέσεις (του κακουργήματος περιλαμβανομένου), διατυπώνει κατά τρόπο τελεσίδικο την ενοχή μου, αυτός που κατά τα άλλα ισχυρίζεται ότι παραβίασα το τεκμήριο της αθωότητας. Τι άλλη χρεία έχετε μαρτύρων για να πειστείτε ότι βάλθηκε να με εξοντώσει;

Συνεπώς, θεωρώ την παρούσα Αίτηση καταχρηστική και ζητώ την προστασία του Συμβουλίου με την άνευ ετέρου απόρριψη της.

Το πρόδηλα αβάσιμο όλων των καταγγελιών

Χωρίς επηρεασμό των πιο πάνω, απορρίπτω ως παντελώς αβάσιμους όλους τους λόγους που επικαλείται στην Αίτηση και στη μαρτυρία του ο Γενικός Εισαγγελέας. Το μόνο το οποίο αναδεικνύεται, είναι μια συνεχής προσπάθεια παρεμπόδισης του συνταγματικού έργου μου και υποταγή της ανεξάρτητης Ελεγκτικής Υπηρεσίας στο ζυγό της Νομικής Υπηρεσίας. Επιπλέον, είναι προφανές ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, λόγω ακριβώς της άρνησης μου να υποταχθώ στο ζυγό του (ενώ θεωρεί ότι είχα υποταχθεί στο ζυγό του Κώστα Κληρίδη), έχει πλέον αναγάγει το όλο ζήτημα σε προσωπικό και μιλά έναντι μου με πάθος και εμπάθεια.

Το συνταγματικά αναγνωρισμένο ανέλεγκτο του Γενικού Εισαγγελέα ως προς την άσκηση ποινικών διώξεων, και ο διπλός ρόλος του, αποτελούν ρυθμίσεις που προβλέπονται στο Σύνταγμα, που δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο του κ. Γιώργου Σαββίδη, αλλά που υποσκάπτουν την ανεξαρτησία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, αφού θέτουν τη σαφή συνταγματική πρόνοια που επιβάλλει την απρόσκοπτη πρόσβαση μας στην πληροφόρηση, υπό την αίρεση των ανέλεγκτων αποφάσεων ενός άλλου αξιωματούχου, και όχι ενός δικαστηρίου.

Η ουσία της υπόθεσης είναι ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, ασκώντας τις εκ του Συντάγματος εξουσίες του, ενήργησε σε διάφορες περιπτώσεις με τρόπο ώστε η Ελεγκτική Υπηρεσία να μην έχει πρόσβαση σε στοιχεία και άρα να μην μπορέσει να επιτελέσει τις συνταγματικά προβλεπόμενες εξουσίες της, και επειδή αναδείξαμε ότι, ως αποτέλεσμα, υπάρχει παραβίαση του Πυλώνα IV των Αρχών του Μεξικού, ζητεί την απόλυσή μου.

Ο Γενικός Εισαγγελέας ανάφερε στο Συμβούλιο κατά την αντεξέτασή του ότι, εφόσον καμία ποινική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί χωρίς τη δική του συγκατάθεση, έχει τον τελικό λόγο εάν θα τιμωρηθεί κάποιος που μας αρνείται πρόσβαση στην πληροφόρηση, και άρα τελικά ο ίδιος είναι ο απόλυτος κριτής εάν θα έχουμε πρόσβαση στην πληροφόρηση.

Έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα, και ακριβώς αυτή είναι η στρέβλωση που πηγάζει από το Σύνταγμα (ανέλεγκτο Γενικού Εισαγγελέα και διπλός ρόλος) τα οποία επηρεάζουν τη δική μας συνταγματική εξουσία για έλεγχο.

Δεν κατηγορούμε και δεν κατηγόρησα ποτέ τον Γενικό Εισαγγελέα ότι παραβίασε το Σύνταγμα. Ουδέποτε τον κατηγόρησα ότι είναι διεφθαρμένος, ουδέποτε τον κατηγόρησα ότι εν γνώσει του συγκαλύπτει ποινικά αδικήματα. Ζητούμε επιτακτικά τροποποίηση του Συντάγματος ώστε να αρθεί αυτό το σοβαρό εμπόδιο στην ανεξαρτησία μας που αφορά την πρόσβαση στην πληροφόρηση (πυλώνας IV Αρχών Μεξικού), όπως ζητάμε από το 2003 (εγώ και η προκάτοχος μου) και τροποποίηση του Συντάγματος για να επιτευχθεί η οικονομική ανεξαρτησία μας (πυλώνας VIII Αρχών του Μεξικού).

Και εις απάντηση της έγερσης του θέματος, ο Γενικός Εισαγγελέας ζητεί την απόλυσή μου. Θεωρώ τούτο ανήκουστο.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία οφείλει να προχωρήσει μπροστά, σε μια νέα εποχή, την εποχή της λογοδοσίας, της διαφάνειας και ενημέρωσης και των διεισδυτικών ελέγχων, όπως ακριβώς επιβάλλουν τα νέα ήθη και τα νέα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα. Και αυτό είναι που άρχισε να κάνει με επιτυχία η Ελεγκτική Υπηρεσία τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς φαίνεται ότι κάποια άλλα όργανα στη Δημοκρατία δεν είδαν και δεν λαμβάνουν τα μηνύματα των καιρών και παρερμηνεύοντας τη νέα κατάσταση πραγμάτων, την αντιμετωπίζουν ως καινοφανή και συνεχιζόμενη απειλή έναντι των δικών τους εξουσιών και αρμοδιοτήτων. Τέτοια ακριβώς είναι η περίπτωση της νέας ηγεσίας της Νομικής Υπηρεσίας. Όλες σχεδόν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες προκλήθηκε ρήξη και ένταση μεταξύ Ελεγκτικής Υπηρεσίας και Νομικής Υπηρεσίας, αφορούσαν σε αμφισβήτηση και παρεμπόδιση άσκησης αναγκαίων ελέγχων σε θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος στα οποία καλόπιστα και κατ’ εφαρμογή νομοθεσιών και προτύπων, η Ελεγκτική Υπηρεσία πιστεύει ότι καθηκόντως θα έπρεπε να ασκήσει έλεγχο. Η οποιαδήποτε αντίδραση και διαφωνία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ενίοτε μπορεί να ήταν σθεναρή και έντονη, εφόσον δεν μπορούσε διαφορετικά να εκληφθεί αυτή η παρεμπόδιση, παρά ως επιβουλή εναντίον της ανεξαρτησίας και των εξουσιών της. Δεν επρόκειτο όμως σε καμιά περίπτωση περί συμπεριφοράς αναίτιας, ή εμφορούμενης από αλλότρια κίνητρα ούτε και περί συμπεριφοράς η οποία υπερέβη ποτέ τα όρια της κοσμιότητας. Σίγουρα δεν επρόκειτο σε καμιά περίπτωση περί συμπεριφοράς η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ανάρμοστη, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί και επεξηγηθεί στη νομολογία του Συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Πιστεύω το Συμβούλιο έχει αντιληφθεί ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας μου, αλλά και κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια κατά τα οποία ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι επέδειξα ανάρμοστη συμπεριφορά, η συμπεριφορά μου:

  • μόνο θετικά μπορεί να αξιολογηθεί ως προς την ικανότητά μου να ασκώ τα καθήκοντα της θέσης του Γενικού Ελεγκτή,
  • μόνο θετικά έχει επηρεάσει τις αντιλήψεις των άλλων ως προς την ικανότητά μου να εκτελώ αυτά τα καθήκοντα,
  • είναι τέτοια που έχει συμβάλει στη χρηστή διακυβέρνηση και τούτο έχει αναγνωριστεί τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό, και άρα η συνέχιση της άσκησης των καθηκόντων σε ουδεμία περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί ως επιζήμια για το δημόσιο συμφέρον,
  • είναι τέτοια που το κύρος και η υπόληψη του αξιώματος του Γενικού Ελεγκτή έχει ενισχυθεί σημαντικά και σε ουδεμία περίπτωση έχει τρωθεί ή άλλως πως επηρεαστεί αρνητικά.

Το δε γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας με κατηγορεί ακόμη και σε σχέση με Εκθέσεις που εκδίδει η Υπηρεσία, καθιστά τις κατηγορίες έωλες εφόσον οι Εκθέσεις αυτές εκδίδονται στη βάση των εφαρμοστέων προτύπων και εγκρίνονται από τη Διευθυντική Ομάδα.

Θεωρώ σημαντική την αναφορά της GRECO ότι «ο Γενικός Ελεγκτής έχει επιδείξει ένα κρίσιμο ρόλο ως ένας εξωτερικός ελεγκτής των δημοσίων υπηρεσιών.»

Δεν διεκδικώ το αλάθητο. Όμως ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο επιτελεί τα καθήκοντα του έκαστος αξιωματούχος και λόγω του οποίου τελικά αφήνει το στίγμα του όταν αποχωρήσει από τη θέση του, είναι υποκειμενικός και κανένας δεν μπορεί να υφίσταται μομφή ή τιμωρία λόγω του τρόπου τούτου, επειδή κάποιος άλλος θεσμός διαφωνεί και έρχεται σε αντιπαραθέσεις μαζί του.

Θεωρώ προφανές ότι ουδέποτε υπερέβηκα, ούτε καν πλησίασα, τα επιτρεπτά όρια συμπεριφοράς, ακόμη και εάν κάποιες φορές, καλούμενος να ασκήσω τις εξουσίες μου σε ένα εξόχως δυσχερές περιβάλλον, μπορεί να ήμουν κάπως έντονος».

Δειτε Επισης

Δύο υπό σύλληψη, ένας καταζητείται για την ανεύρεση οπλισμού στην Πάφο
Αυθημερόν εντοπίστηκαν τα δύο αυτοκίνητα που κλάπηκαν από τη Μηχανολογική Υπηρεσία
Τον Ζαχαρία Κλεάνθους καταζητεί η Αστυνομία για κατοχή όπλου και εκρηκτικών υλών στην Πάφο
Τρεις παράλληλες έρευνες για την φονική πυρκαγιά στην Αραδίππου
Αυτά είναι τα αποτελέσματα των ψυχομετρικών εξετάσεων για πρόσληψη στην Αστυνομία
Στα ίχνη κυκλώματος εμπορίας ζώων Αστυνομία και Europol-Εμπλέκεται και υπάλληλος του Τμήματος Τελωνείων
Παρέσυρε ηλικιωμένη ενώ βρισκόταν σε διάβαση και εντοπίστηκε από τις κάμερες-Συνελήφθη αλλοδαπός
Χιλιάδες τα οχήματα με αερόσακους που δεν ανακλήθηκαν-Καταγγελίες για ελέγχους με χρέωση από εταιρεία
Διέρρηξε και έκλεψε από δωμάτιο ξενοδοχείου χρηματοκιβώτιο-Χειροπέδες σε 58χρονο
Παραμένει άφαντος ο 29χρονος-Συνεχίζονται οι έρευνες για το πιστόλι που εντοπίστηκε στην Πάφο