Η Κύπρια ζωγράφος που έφτασε μέχρι τη Νέα Υόρκη-«Η τέχνη είναι ένας διάλογος ανάμεσα στις γενιές»
Φοινιώ Σάββα 06:00 - 14 Ιουλίου 2024
Ξεκίνησε τα πρώτα της βήματα στη ζωγραφική όταν επέστρεψε από τις σπουδές της. Πήρε πτυχίο από σπουδαία πανεπιστήμια σε Ηνωμένο Βασίλειο και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη, όπου έκανε τα πρώτα της βήματα στη ζωγραφική και την τέχνη. Ωστόσο, λίγα χρόνια μετά πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Κύπρο και κατάφερε να την κατακτήσει με την εμπειρία της.
Πρόκειται για την ζωγράφο Βασιλεία Αναξαγόρου από τη Λάρνακα, η οποία ανακάλυψε την κλίση της στις τέχνες, όταν επέστρεψε στην Κύπρο, μετά το πρώτο της πτυχίο στις πολιτικές επιστήμες. Όταν έκανε μεταπτυχιακό στην Ιστορία, κατάλαβε ότι ήθελε να ασχοληθεί με την ζωγραφική και έτσι πήγε στη Νέα Υόρκη, την πόλη που είναι γεμάτη ευκαιρίες. Εκεί, απέκτησε τις πρώτες της εμπειρίες και αφού κατάφερε να συνεργαστεί με διάφορες γκαλερί, αποφάσισε να επιστρέψει στην Κύπρο.
Αυτή τη στιγμή συμμετέχει στην έκθεση για τον Μιχαήλ Κκάσιαλο, ενώ έχει αποκτήσει διάφορα βραβεία για την πορεία της στην τέχνη. Η σπουδαία ζωγράφος μιλά στον REPORTER και αναφέρεται στην πορεία της στην τέχνη, πώς της έρχεται η έμπνευση και πόσο σημαντική είναι η συμμετοχή της στην έκθεση που πραγματοποιείται για τον Μιχαήλ Κκάσιαλο.
Πώς ανακάλυψε την κλίση της στη ζωγραφική
«Πιστεύω πως ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα στη ζωή ενός έφηβου είναι να απαντήσει το ερώτημα (αν υπάρχει αυτό το προνόμιο) για το τι να σπουδάσει. Είναι μεγάλη πρόκληση να ζητάς από ένα παιδί να διαλέξει έναν μόνο κλάδο που θα ήθελε να ακολουθήσει για όλη του τη ζωή. Εγώ προσωπικά, δεν είχα αποφασίσει σε εκείνη την ηλικία ότι η τέχνη θα ήταν το επάγγελμά μου, ήταν κάτι που ζυμώθηκε με τα χρόνια. Αρχικά, σπούδασα Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Nottingham, στο Ηνωμένο Βασίλειο και Ιστορία στο Goldsmiths College, και μετά από το μεταπτυχιακό στην Ιστορία, αποφάσισα πως ήθελα να ακολουθήσω την τέχνη και πιο συγκεκριμένα τη ζωγραφική.
Δεν ζωγράφιζα από μικρή, ούτε παρακολουθούσα μαθήματα τέχνης. Απλά, έτυχε στην Αμερικάνικη Ακαδημία Λάρνακας, το σχολείο στο οποίο φοιτούσα, να υπάρχουν πολύ καλές καθηγήτριες που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην απόφασή μου. Συγκεκριμένα, η καθηγήτριά μου ήταν αυτή που μου είπε πως η τέχνη ήταν για μένα. Εκείνη τη στιγμή, δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Χρειάζεται μια ωριμότητα για να αντιληφθεί κανείς πως προορίζεται για την τέχνη. Αλλά κοιτάζοντας τώρα πίσω, αντιλαμβάνομαι πως τα λόγια της καθηγήτριας μου τα είχα εσωτερικεύσει.
Στις σπουδές μου, πριν φοιτήσω στο School of Visual Arts, στη Νέα Υόρκη, ζωγράφιζα μανιακά. Διάβαζα, ζωγράφιζα, έγραφα. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε, δηλαδή. Η αναζήτηση του πραγματικού μας πάθους είναι μια πορεία που συχνά ακολουθεί απρόβλεπτα μονοπάτια. Είναι σαν μια αργή, σταδιακή αποκάλυψη, μια εσωτερική ζύμωση που αναδύεται μέσα από εμπειρίες, επιρροές και σιωπηλές παροτρύνσεις από ανθρώπους που βλέπουν σε εμάς κάτι που εμείς ίσως ακόμα δεν αντιλαμβανόμαστε. Και τελικά, η ωριμότητα δεν είναι παρά η στιγμή που συνειδητοποιούμε και αποδεχόμαστε αυτό που πραγματικά είμαστε, χωρίς φόβο. Μεγάλη υπόθεση αυτό».
Η απόφαση για επιστροφή στην Κύπρο
Η Βασιλεία, μετά τις σπουδές της, είχε ακολουθήσει μία επαγγελματική πορεία σε αρκετές γκαλερί στη Νέα Υόρκη, που θεωρείται μία πόλη γεμάτη με ευκαιρίες για άτομα που βρίσκονται στον καλλιτεχνικό χώρο. Ωστόσο, έχοντας αποκτήσει αρκετές εμπειρίες, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Κύπρο.
«Μετά τη Νέα Υόρκη, αντιμετώπισα ένα μεγάλο ερώτημα. Έπρεπε να αποφασίσω αν θα παρέμενα στην κοσμοπολίτικη μητρόπολη, αναζητώντας τη μία και μοναδική ευκαιρία, κάνοντας παράλληλα χιλιάδες άλλες δουλειές για να επιβιώσω, ή αν θα γύριζα πίσω στην Κύπρο για να επενδύσω στο εργαστήρι μου και στη δουλειά μου. Παρόλο που υπήρχαν συνεργασίες με γκαλερί πριν επιστρέψω, καμία δεν εξελίχθηκε σε κάτι πιο σοβαρό που θα με κρατούσε εκεί.
Την εποχή εκείνη, έκρινα ότι ήταν πιο σωστό και ωφέλιμο να επιστρέψω και να δουλέψω μόνη μου, χωρίς την καθοδήγηση κανενός. Να πειραματιστώ, να εκθέσω, να εκτεθώ. Να έρθω σε επαφή με το κοινό μέσω γκαλερί στην Κύπρο και να βιώσω τον τόπο που γεννήθηκα ως ενήλικας πλέον. Έτσι και έγινε. Επέστρεψα, νοίκιασα έναν χώρο στη Λάρνακα - το εργαστήριό μου - και ξεκίνησα δουλειά. Πάντα είχα στο μυαλό μου πως κάποια στιγμή θα επέστρεφα σε μια σχολή για να προχωρήσω με ένα MFA in Fine Art, αλλά ήμουν ιδιαίτερα επιλεκτική. Μέσα από πολλή δουλειά, κατάφερα να εξασφαλίσω μια θέση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και έτσι ξανάφυγα.
Η Κύπρος, τότε, αποδείχθηκε η πιο φρόνιμη επιλογή (εκείνη την περίοδο) για την πορεία μου. Αυτό το ταξίδι της επιστροφής δεν ήταν απλώς γεωγραφικό αλλά και πνευματικό. Επέστρεψα για να ανακαλύψω, να ανασυγκροτηθώ και να επανεφεύρω τον εαυτό μου στην ίδια μου την πατρίδα, για να μπορώ τώρα να προχωρήσω με ωριμότητα σε ότι και να έκανα».
Παρά το γεγονός ότι, ομολογουμένως, στην Κύπρο δεν θα είχε τις ίδιες ευκαιρίες με τα Νέα Υόρκη, η Βασιλεία βρήκε μία μεγάλη αγκαλιά από την κοινωνία, ωστόσο δεν μπορεί να πει το ίδιο και για το κράτος, το οποίο όπως η ίδια ανέφερε δεν δίνει επαρκή χρηματοδότηση.
«Η κοινωνία είμαστε εμείς, ο κόσμος. Φυσικά και με αγκάλιασε, και συνεχίζει να με αγκαλιάζει. Και δεν το θεωρώ δεδομένο. Αυτό που λέω πάντα είναι πως η τέχνη είναι κομμάτι της κοινωνίας, δεν είναι κάτι ξένο ή αποκομμένο. Αρκεί να υπάρξει μια γέφυρα επικοινωνίας, σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, μεταξύ της δημιουργού και της παραλήπτριας.
Όμως, σε κρατικό επίπεδο, υπάρχει ανεπαρκής χρηματοδότηση από το κράτος. Όμως αυτό δεν είναι ο κόσμος. Αυτοί είναι οι άνθρωποι σε θέσεις εξουσίας, που δεν έχουν καμία σχέση με τον κόσμο τον οποίο εγώ αναφέρομαι. Η πραγματική κοινωνία είναι οι άνθρωποι που συμμετέχουν, αντιδρούν, και εν τέλει, συνδιαμορφώνουν την καλλιτεχνική δημιουργία με την παρουσία και την αλληλεπίδρασή τους.
Η τέχνη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κοινωνία, όπως και η κοινωνία δεν μπορεί να είναι πλήρης χωρίς την τέχνη. Μέσα από αυτήν τη σύμπραξη, δημιουργείται ένας ζωντανός διάλογος που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ της δημιουργού και του κοινού, και αναδεικνύει την ουσία της ανθρώπινης εμπειρίας».
«Όλες οι στιγμές της πορείας μου είναι σημαντικές»
Και μπορεί η Βασιλεία να έχει στο ιστορικό της αρκετές σημαντικές στιγμές, είτε στη Νέα Υόρκη, είτε στην Κύπρο, η ίδια δεν μπορεί να ξεχωρίσει κάποια, καθώς θεωρεί ότι όλες είναι σημαντικές, άλλες μικρές και άλλες μεγάλες.
«Από την πιο μικρή ομαδική έκθεση μέχρι την πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση της δουλειάς μου, αυτές οι εμπειρίες καθόρισαν ποια είμαι και πού βρίσκομαι σήμερα. Στα ταξίδια μου, στις μαθήτριές μου, στους ανθρώπους που γνώρισα, που αγάπησα, που ερωτεύτηκα, που απογοητεύτηκα. Εκείνο που κρατώ κάθε φορά, και ίσως να είναι το μοναδικό πράγμα που με κάνει να κοιμάμαι με χαμόγελο τα βράδια, είναι τα βλέμματα όσων έρχονται να δουν και να στηρίξουν τη δουλειά μου. Οι συνήθεις ύποπτοι, αλλά και οι καινούριοι».
Η έμπνευση για ένα καλλιτέχνη συνήθως έρχεται άξαφνα, από τον περίγυρό του ή από κάτι ασυνήθιστο στην καθημερινότητά του. Για τον κάθε ένα είναι διαφορετική η διαδικασία. Για την Βασιλεία είναι μία διαρκής διαδικασία, που δεν έρχεται και φεύγει, αλλά έχει μπει στη ζωή της από την αρχή της καριέρας της και με την πάροδο των χρόνων, η διαδικασία αυτή αναπτύσσεται και δεν ξεμένει ποτέ χωρίς ιδέες.
«Συχνά σκέφτομαι πως η έμπνευση δεν είναι κάτι αφηρημένο. Και αυτό το λέω με μεγάλη σιγουριά. Τουλάχιστον για μένα. Δεν κάθομαι και περιμένω την έμπνευση να μου χτυπήσει την πόρτα. Είναι η συνεχής δουλειά και ο τρόπος που επιλέγει κανείς να δημιουργήσει. Παραδείγματος χάρη, μέσα από το διδακτορικό μου στις Σπουδές Φύλου και το performance art η επαφή που έχω με τη φιλοσοφία, την ιδέα της ανθρώπινης φύσης, και την γυναικεία υποκειμενικότητα, επηρεάζει άμεσα τη δουλειά μου. Αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί έμπνευση, φυσικά. Εγώ το συνδέω περισσότερο με μια μεθοδολογία που αναπτύσσεται μέσα από τα χρόνια και τον άνθρωπο.
Αυτό καθορίζει το πώς δουλεύω και για τι δουλεύω. Η μεθοδολογία, τα ερεθίσματα μου στο πανεπιστήμιο, αλλά και στα σχολεία που διδάσκω, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν την καλλιτεχνική μου πρακτική. Η έμπνευση, λοιπόν, δεν είναι μια παροδική κατάσταση, αλλά ένα αποτέλεσμα αφοσίωσης και αλληλεπίδρασης με τον κόσμο των ιδεών και των ανθρώπων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η τέχνη αποκτά κάποιο βάθος και ένα νόημα, αν θέλετε, που έχει ως σκοπό να καθρεφτίσει την εσωτερική αναζήτηση και την προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης φύσης. Και όχι μόνο».
Η συμμετοχή της στην έκθεση για τον Μιχαήλ Κκάσιαλο
Η Βασιλεία, αυτή τη στιγμή, συμμετέχει στην έκθεση που πραγματοποιείται για τον Μιχαήλ Κκάσιαλο, μετά από πρόσκληση της επιμελήτριας. Μία πρόσκληση που θεωρεί ως γέφυρα ανάμεσα στην παιδική και ενήλικη ζωή της, δεδομένου ότι έχει ρίζες από την κατεχόμενη Άσσια, την ιδιαίτερη πατρίδα του σπουδαίου λαϊκού ζωγράφου.
«Δεν ήταν απόφαση. Ήταν πρόσκληση. Η επιμελήτρια της έκθεσης, Κατερίνα Λουΐ Νικήτα, με κάλεσε να συμμετάσχω στο πρότζεκτ «Από το Φως στη Σκιά», μια αναδρομική παρουσίαση της ζωής και του έργου του Μιχαήλ Κκασιαλού, με αφορμή την μαύρη επέτειο των 50 χρόνων από την τουρκική εισβολή. Η Κατερίνα με προσέγγισε επειδή, μέσα από την έρευνά της, ανακάλυψε ότι η μητέρα μου κατάγεται από την Άσσια. Φυσικά, με μεγάλη μου τιμή, αποδέχτηκα.
Ξέρεις, μεγαλώνοντας στη Λάρνακα, με πατέρα γεννημένο εδώ και μητέρα προσφύγισσα, ποτέ δεν ένιωσα το χωριό της Άσσιας σαν δικό μου, αφού δεν μεγάλωσα εκεί. Το άκουγα μόνο από τις ιστορίες της γιαγιάς, του παππού, τις ιστορίες της μητέρας μου. Μεγάλωσα ακούγοντας για τον Κκασιαλό, για τη ζωή του. Έβλεπα με περηφάνια τη μητέρα μου να λέει πάντα πως η Άσσια είναι το χωριό του Κκασιαλού. Για μένα ήταν μεγάλη τιμή, γιατί τυχαία ξεκίνησα τον τελευταίο καιρό να γράφω διάφορα από τις ιστορίες που άκουσα από τη γιαγιά μου και την μητέρα μου και δημιούργησα κάποια έργα με αφορμή τα γραφόμενά μου.
Αυτή η πρόσκληση ήταν μια γέφυρα, ένα πέρασμα από τις ιστορίες της παιδικής μου ηλικίας στην ενήλικη ζωή μου. Ήταν μια ευκαιρία να συνδέσω το παρελθόν με το παρόν, να δώσω φωνή στις αναμνήσεις και να τιμήσω τους ανθρώπους και τους τόπους που διαμόρφωσαν την ταυτότητά μου. Η τέχνη μου κάποιες φορές είναι ένας διάλογος ανάμεσα στις γενιές, μια αναβίωση της ιστορίας μέσα από την προσωπική και συλλογική μνήμη. Σε αυτή τη διαδικασία, ανακάλυψα ότι η δημιουργία δεν είναι κάτι μακρινό ή άπιαστο, αλλά βρίσκεται στις ρίζες μας, στις αφηγήσεις των προγόνων μας και στη δική μας εσωτερική αναζήτηση. Τα εγκαίνια της έκθεσης ήταν στις 11 Ιουλίου 2024 στο Mουσείο Κώστα Αργυρού στον Μαζωτό, και θα παραμείνει ανοικτή προς το κοινό μέχρι τον Δεκέμβριο νομίζω».
Τα επόμενά της βήματα
«Τα επόμενα βήματά μου είναι να ολοκληρώσω το διδακτορικό μου, ελπίζω μέσα στο 2024. Ήταν μια διαδικασία που ξεκίνησε το 2020 και τώρα, όπως φαίνεται, φτάνει σιγά σιγά στο τέλος της. Την ίδια στιγμή, παράγω έργα για κάτι που ίσως παρουσιαστεί σαν την επόμενη μου ατομική έκθεση. Δεν ξέρω πότε θα πραγματοποιηθεί, γιατί θέλω η δουλειά μου να ολοκληρωθεί μέσα από τη δική της διαδικασία και τις προκλήσεις που την συνοδεύουν, και έπειτα να αποφασίσω. Θέλω να επιτρέψω στη διαδικασία να αναπτυχθεί οργανικά, μιας και τα τελευταία τέσσερα χρόνια, λόγω του διδακτορικού, όλα ήταν με χρονοδιάγραμμα. Σε αυτή τη φάση, επιλέγω να χαμηλώσω τους τόνους και να επικεντρωθώ στην ολοκλήρωση της διατριβής μου, για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω και να δω νηφάλια τι μου επιφυλάσσει το μέλλον».