Δικαίωμα στη ζωή, ενδοοικογενειακή βία και το στοιχείο της διάκρισης λόγω φύλου

Με αφορμή την πρόσφατη δολοφονία γυναίκας Βουλγάρικης καταγωγής στην Πάφο και τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας περί ολιγωρίας των Αστυνομικών Αρχών να δράσουν για αποφυγή του μοιραίου, παρατίθεται το νομικό πλαίσιο της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) ως αυτό έχει εμπλουτιστεί από την σχετική του νομολογία.

Σε υποθέσεις που αφορούν πιθανή ευθύνη κρατικών υπαλλήλων για θανάτους που επήλθαν ως αποτέλεσμα υποτιθέμενης αμέλειάς τους, η υποχρέωση που επιβάλλεται από το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ για τη συγκρότηση αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη την ποινική έρευνα σε κάθε περίπτωση. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις όπου μόνο μια αποτελεσματική ποινική έρευνα θα μπορούσε να εκπληρώσει τη δικονομική θετική υποχρέωση που επιβάλλεται από το άρθρο 2. (βλέπε Α και Β κατά Γεωργίας της 10.02.2022 (αρ. προσφ. 73975/16)

Τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας διερευνώνται από την Αστυνομία.

Επισημαίνεται εξαρχής η ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΑΡ. 3/57 με ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης της την 27 Ιανουαρίου, 2020, με τίτλο «ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΕΜΦΥΛΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ – ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ»

Και η ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΑΡ. 3/36, με ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης την 13/10/2003, με τίτλο «ΓΡΑΦΕΙΟ ΧΕΙΡΙΣΜΟΥ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΡΟΛΗΨΗΣ / ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ & ΕΛΛΕΙΠΟΝΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ»

Συνακόλουθα έχουμε συγκεκριμένο πρωτόκολλο ενεργειών για τα μέλη της Αστυνομίας από τον Ιανουάριο 2020.

Νομικό πλαίσιο

Το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας, το οποίο μπορεί να έχει διάφορες μορφές – από σωματική επίθεση έως σεξουαλική, οικονομική, συναισθηματική ή λεκτική κακοποίηση – υπερβαίνει τις περιστάσεις μιας μεμονωμένης υπόθεσης.

Ήταν και παραμένει ένα γενικό πρόβλημα που επηρέασε, σε διαφορετικό βαθμό, όλα τα κράτη μέλη και που δεν εμφανίζονταν πάντα στη δημόσια σφαίρα, δεδομένου ότι συχνά γινόταν μέσα σε προσωπικές σχέσεις ή σε κλειστά κυκλώματα και επηρέασαν διαφορετικά μέλη της οικογένειας, αν και οι γυναίκες αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε εξαρχής ότι οι Αστυνομικές αρχές πρέπει να απαντήσουν άμεσα στους ισχυρισμούς για ενδοοικογενειακή βία και ότι απαιτείται ειδική επιμέλεια από αυτές για την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων.

Οι εθνικές αρχές έχουν την υποχρέωση να λάβουν υπόψη την ψυχολογική, σωματική και οικονομική ανασφάλεια και ευπάθεια του θύματος, και να αξιολογήσουν την κατάσταση όσο το δυνατόν ταχύτερα

Όπου είχε διαπιστώσει ότι οι Αστυνομικές αρχές είχαν αποτύχει να ενεργήσουν αμέσως μετά από καταγγελία για ενδοοικογενειακή βία, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι αυτή η παράλειψη δράσης στερούσε την καταγγελία οποιασδήποτε αποτελεσματικότητας, δημιουργώντας μια κατάσταση ατιμωρησίας που ευνοεί την επανάληψη των πράξεων βίας.

Για να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή ενός θύματος ενδοοικογενειακής βίας, οι Αστυνομικές αρχές έχουν την υποχρέωση να αξιολογήσουν τον κίνδυνο θανάτου, εκτίμηση η οποία πρέπει να είναι ανεξάρτητη, προληπτική και λεπτομερής. Η ύπαρξη ενός πραγματικού και άμεσου κινδύνου για τη ζωή πρέπει να εκτιμηθεί λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το ιδιαίτερο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας. Σε μια τέτοια κατάσταση είναι πρωτίστως ζήτημα να ληφθεί υπόψη η επανάληψη των διαδοχικών επεισοδίων βίας εντός της οικογενειακής οικίας.

Τα άτομα με ιστορικό ενδοοικογενειακής βίας παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο περαιτέρω βίας, μερικές φορές δυνητικά θανατηφόρα στη φύση της.

Η χρήση τυποποιημένων λιστών ελέγχου που υποδεικνύουν συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου θα μπορούσαν να συμβάλουν στην πληρότητα της εκτίμησης κινδύνου από τις Αστυνομικές αρχές.

Εάν οι Αστυνομικές αρχές αποδείξουν ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή ενός ή περισσότερων αναγνωρισμένων ατόμων, έχουν θετική υποχρέωση να αναλάβουν επιχειρησιακά μέτρα.

Είναι σημαντικό για τις Αστυνομικές αρχές που ασχολούνται με τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας να εκπαιδεύονται τακτικά προκειμένου να κατανοήσουν τη δυναμική της ενδοοικογενειακής βίας, επιτρέποντάς τους έτσι να αξιολογούν καλύτερα τυχόν υπάρχοντες κινδύνους, να ανταποκρίνονται κατάλληλα και να διασφαλιστεί η άμεση προστασία των θυμάτων.

Όσον αφορά τα προληπτικά μέτρα, αυτά πρέπει να προσφέρουν επαρκή και αποτελεσματική προστασία στον κίνδυνο της ζωής, παραμένοντας σε συμμόρφωση με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις των κρατών βάσει της Σύμβασης.

Με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, οι αστυνομικές αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η καταγγέλλουσα κινδύνευε να υποστεί περαιτέρω βία, και είχε εκδώσει ένταλμα σύλληψης εναντίον του; (αν από την άλλη δεν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης γιατί δεν έγινε αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση;)

Βάσει των όσων γνώριζαν οι αστυνομικές αρχές κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπήρχαν ενδείξεις για πραγματικό και άμεσο κίνδυνο περαιτέρω βίας εναντίον της καταγγέλλουσας; ή κίνδυνος θνησιμότητας;

Τα μέτρα που λήφθηκαν από τις αστυνομικές αρχές φαίνεται να ήταν επαρκή για τον περιορισμό τυχόν κινδύνου περαιτέρω βίας;

Οι αρχές είχαν επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια για να ανταποκριθούν γρήγορα στους ισχυρισμούς της καταγγέλλουσας για ενδοοικογενειακή βία και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το συγκεκριμένο πλαίσιο ενδοοικογενειακής βίας της υπόθεσης;

Σχετική νομολογία

  • M.G. κατά Τουρκίας της 22.03.2016 (αριθμ. προσφ. 646/10)
  • Bălșan κατά Ρουμανίας της 23-5-2017 (αριθμ. προσφ. 49645/09)
  • Kurt κατά Αυστρίας της 15.6.2021 (αριθ. προσφ. 62903/15)
  • Talpis κατά Ιταλίας της 2-3-2017 (αριθμ. προσφ. 41237/14)
  • De Giorgi κατά Ιταλίας της 16.06.2022 (αρ. προσφ. 23735/19)

Η θέση του γράφοντος ήταν και παραμένει η ίδια. Η εργαλειοποίηση των δικαστικών αποφάσεων, από οπουδήποτε και αν αυτές προέρχονται αλλά ειδικότερα των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων.

Ένας από τους σκοπούς μιας δικαστικής απόφασης είναι να ενημερωθεί το κοινό και στην προκειμένη περίπτωση οι Αστυνομικές Αρχές, όχι μόνο το αποτέλεσμα αυτής, αλλά το σκεπτικό της απόφασης που οδήγησε στην καταδίκη των Αστυνομικών Αρχών. Να ενημερωθούν τα επηρεαζόμενα μέλη της Αστυνομίας για το τι πρέπει να πράξουν σε συγκεκριμένη περίπτωση ούτως ώστε να αποφευχθεί παρόμοιο λάθος στο μέλλον και να γλυτώσει μια ανθρώπινη ζωή.

Αυτή όμως η ενημέρωση των μελών πρέπει να γίνει από την ηγεσία της Αστυνομίας. Έχει ενημερώσει προ κάποιων μηνών η ηγεσία της Αστυνομίας ότι έχουν δημιουργηθεί ειδικά κλιμάκια διερεύνησης καταγγελιών βίας στην οικογένεια σε όλες τις επαρχίες. Υπενθυμίζεται η Αστυνομική Διάταξη με ισχύ από το 2020. Κλιμάκια στα οποία συμμετέχουν μόνο μέλη της Αστυνομίας που έχουν εκπαιδευτεί ειδικά για ενδοοικογενειακή βία και δεν απασχολούνται με άλλα καθήκοντα.

Μια εισήγηση είναι η λειτουργία της Αστυνομικής Ακαδημίας συνεδρίων όπου τα μέλη της Αστυνομίας που ειδικότερα διερευνούν υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας να ενημερώνονται για τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις ούτως ώστε να γνωρίζουν (και όχι να υποθέτουν ότι γνωρίζουν) σε ποιες πράξεις οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα ή και σε ποιες παραλείψεις πρέπει να απέχουν.

Όσον αφορά την συγκεκριμένη περίπτωση εκτιμώ ότι η διενέργεια πειθαρχικής έρευνας δεν εξασφαλίζει εκείνα τα εχέγγυα ώστε να εκπληρωθεί η δικονομική θετική υποχρέωση που επιβάλλεται από το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ. Εξάλλου η διερεύνηση της πειθαρχικής υπόθεσης γίνεται από μέλος της Αστυνομίας και διενεργείται εναντίον μελών της Αστυνομίας. Δηλαδή βάζουμε την Αστυνομία να διερευνήσει τα του εαυτού της.

Ως καταληκτική θέση μου αρκούμαι στο να υιοθετήσω και να παραθέσω την παράγραφο 41 της απόφασης CASE OF A AND B v. GEORGIA, No.73975/16, 10/02/2022:

«In cases concerning possible responsibility on the part of State officials for deaths occurring as a result of their alleged negligence, the obligation imposed by Article 2 to set up an effective judicial system does not necessarily require the provision of a criminal-law remedy in every case. However, there may be exceptional circumstances where only an effective criminal investigation would be capable of satisfying the procedural positive obligation imposed by Article 2. Such circumstances can be present, for example, where a life was lost or put at risk because of the conduct of a public authority that goes beyond an error of judgment or carelessness. Where it is established that the negligence attributable to State officials or bodies goes beyond an error of judgment or carelessness, in that the authorities in question – fully realising the likely consequences and disregarding the powers vested in them – failed to take measures that were necessary and sufficient to avert the risks, the fact that those responsible for endangering life have not been charged with a criminal offence or prosecuted may amount to a violation of Article 2, irrespective of any other types of remedy that individuals may exercise on their own initiative.»

Δικηγόρος, Δημήτρης Απαισιώτης

Δειτε Επισης

Ρίχνει την ευθύνη στην ΚΟΠ ο Πρόεδρος-«Τους προειδοποιήσαμε για όλα αυτά, αλλά συνεχίζουν να κρύβονται»
Προτάσεις για τη βία στα γήπεδα κατέθεσε η Ισότητα-«Γλίτωσαν καθαρά από τύχη τα χειρότερα» οι τρεις Αστυνομικοί
Καταδικάζει τα επεισόδια στο ΑΕΛ-Απόλλων ο Σύνδεσμος Πυροσβεστών Κύπρου
Υπενθυμίζει η ΚΟΠ μετά τις βολές Χαρτσιώτη-Μπαρούτι η κατάσταση μετά τα επεισόδια στο Άλφαμέγα
Ενστάσεις για την προσωποκράτηση των τεσσάρων-Την Τρίτη η απόφαση
Πάνω από 90 παιδιά σε στέγες, 237 σε ανάδοχες οικογένειες-Πολλά τα κενά και τα προβλήματα
Τον σταμάτησαν για έλεγχο και βρήκαν φάρμακα για άλογα-Πρόστιμο €1.500 στον οδηγό
Ποινικούς ανακριτές για το σκάνδαλο των διαβατηρίων ζητά το ΑΚΕΛ από τον Πρόεδρο
Εκβιάζουν πολίτες με δήθεν πορνογραφικό βίντεο-Ζητούν χρήματα για να μην το δημοσιεύσουν
Στην Κύπρο Αμερικανοί ειδικοί για καταπολέμηση οικονομικού εγκλήματος