Ανησυχία για καταστροφική κλιμάκωση της κρίσης στη Γάζα

Την προηγούμενη εβδομάδα ο διεθνής Τύπος συνέχισε να καλύπτει τις συγκρούσεις και εντάσεις που επηρεάζουν την παγκόσμια ασφάλεια και την πολιτική σταθερότητα. Οι ξένοι αναλυτές και δημοσιογράφοι εκφράζουν έντονη ανησυχία για την τροπή των εξελίξεων στο Παλαιστινιακό πρόβλημα. 

Σύμφωνα με τον αμερικανικό Τύπο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, παρά τις αρχικούς ενδοιασμούς της, προωθεί νέα συμφωνία όπλων με το Ισραήλ, προκαλώντας ανησυχίες για την κλιμάκωση της στρατιωτικής έντασης στη Γάζα. Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τον βρετανικό Τύπο, οι ΗΠΑ ενθαρρύνουν αραβικά κράτη να συμμετάσχουν σε μια πολυεθνική ειρηνευτική δύναμη για τη Γάζα, μόλις τελειώσει ο πόλεμος. Ο ισπανικός Τύπος από τη μεριά του υπογράμμισε  την ανησυχητική αύξηση των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, που αποσπούν πόρους από την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. 

Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, ο ασιατικός και ρωσικός Τύπος ασχολήθηκαν με την επίσκεψη του Ρώσου Προέδρου στην Κίνα και τη συνεχιζόμενη διπλωματική και οικονομική αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα. Ο δε, ουκρανικός Τύπος εξέπεμψε μήνυμα απαισιοδοξίας για το ρόλο της ρωσικής κοινής γνώμης στο συνεχιζόμενο πόλεμο της Ουκρανίας. 

Ο δυτικός Τύπος

Σύμφωνα με το άρθρο του John Hudson «Ο Μπάιντεν προωθεί όπλα ύψους 1 δισ. δολαρίων για το Ισραήλ εν μέσω εντάσεων στη Ράφα» που δημοσιεύτηκε στην Washington Post στις 14 Μαΐου, η κυβέρνηση Μπάιντεν ενημέρωσε ανεπίσημα το Κογκρέσο για τα σχέδιά της να προχωρήσει  σε συμφωνίες για πώληση όπλων στο Ισραήλ ύψους πάνω από $1 δισεκατομμύριο. Η απόφαση αυτή έρχεται μόλις μια εβδομάδα αφότου ο Λευκός Οίκος ανέστειλε μια αποστολή βομβών 2.000 κιλών λόγω ανησυχιών για τις τεράστιες απώλειες αμάχων που προκλήθηκαν από μια προγραμματισμένη επίθεση στη νότια Γάζα. Οι συμφωνίες όπλων περιλαμβάνουν 700 εκατομμύρια δολάρια σε πυρομαχικά αρμάτων μάχης, 500 εκατομμύρια δολάρια σε τακτικά οχήματα και 60 εκατομμύρια δολάρια σε βλήματα όλμων. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η κίνηση αυτή υπονομεύει τις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να περιορίσει τις στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ στον Λίβανο και τη Γάζα, όπου οι ΗΠΑ πιέζουν για μια πιο στοχευμένη προσέγγιση. Η απόφαση της κυβέρνησης ερμηνεύεται ως απροθυμία να αψηφήσει τους φιλοισραηλινούς χρηματοδότες του Δημοκρατικού Κόμματος, οι οποίοι επέκριναν την απόφαση του Μπάιντεν να παρακρατήσει την προηγούμενη αποστολή. Ενώ πολλοί Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί υποστηρίζουν τις αμερικανικές μεταφορές όπλων προς το Ισραήλ, ορισμένοι επικριτές πιστεύουν ότι δεν θα πρέπει να προχωρήσουν σε πρόσθετες μεταφορές επιθετικών όπλων έως ότου ληφθούν διαβεβαιώσεις από την κυβέρνηση Νετανιάχου σχετικά με τις ανησυχίες του Αμερικάνου Προέδρου.

Το άρθρο των Andrew England και Felicia Schwartz «Οι ΗΠΑ ενθαρρύνουν τα αραβικά κράτη να ενταχθούν σε πολυεθνική μεταπολεμική δύναμη στη Γάζα» που δημοσιεύθηκε στους Financial Times στις 14 Μαΐου αναφέρει ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν ενθαρρύνει αραβικά κράτη, όπως η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μαρόκο, να συμμετάσχουν σε μια ειρηνευτική δύναμη που θα αναπτυχθεί στη Γάζα μόλις τελειώσει ο πόλεμος. Οι ΗΠΑ στοχεύουν να καλύψουν το κενό στη λωρίδα μέχρι να δημιουργηθεί ένας αξιόπιστος παλαιστινιακός μηχανισμός ασφαλείας. Εντούτοις, ο Πρόεδρος Μπάιντεν δεν είναι πρόθυμος να αναπτύξει αμερικανικά στρατεύματα. Τα αραβικά κράτη έχουν εκφράσει ανησυχίες για το ενδεχόμενο να θεωρηθούν συνένοχοι με το Ισραήλ και τους κινδύνους που ενέχει η εμπλοκή τους σε μια εξέγερση στη λωρίδα η οποία ελέγχεται από τη Χαμάς. Η έλλειψη σαφήνειας σχετικά με τις προθέσεις του Ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου για τη σύγκρουση και η άρνησή του να επιτρέψει στην Παλαιστινιακή Αρχή να διαδραματίσει οποιονδήποτε ρόλο στη διοίκηση του θύλακα έχουν επιτείνει την αβεβαιότητα σχετικά με τον μεταπολεμικό σχεδιασμό. Η αδυναμία και η έλλειψη αξιοπιστίας της Παλαιστινιακής Αρχής περιπλέκουν περαιτέρω τις φιλοδοξίες για μια μεταρρυθμισμένη παλαιστινιακή ηγεσία που θα κυβερνά τη Γάζα, την κατεχόμενη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. 

Στη στήλη του με τίτλο «Πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς: “Τι απομένει για να οραματιστούμε μια δυναμική που θα είναι ευνοϊκή απέναντι στη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους;» που ήταν δημοσιευμένο στη Le Monde στις 16 Μαΐου, ο Alain Frachon αναλύει τη διαφωνία μεταξύ των Αμερικανών και Ισραηλινών ηγετών, Τζο Μπάιντεν και Μπενιαμίν Νετανιάχου, εν μέσω της συνεχιζόμενης σύγκρουσης στη Γάζα. Η ισραηλινή επίθεση στη Ράφα έχει δυσαρεστήσει την Ουάσιγκτον η οποία έχει αναστείλει τις παραδόσεις πυρομαχικών στο Ισραήλ. Καθώς ο πόλεμος καταστρέφει τη Γάζα, προκαλώντας εκτεταμένες απώλειες και εκτοπίσεις πληθυσμού, τα περιφερειακά αραβικά κράτη συζητούν τις προσπάθειες διατήρησης της ειρήνης και την ανοικοδόμηση μετά το τέλος του πολέμου. Ωστόσο, απαιτούν να δρομολογηθεί μια διαπραγμάτευση υπό την ηγεσία των ΗΠΑ προς ένα παλαιστινιακό κράτος. Ο ισραηλινός δεξιός συνασπισμός, που ευνοεί την προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, αντιτίθεται σε μια τέτοια προοπτική. Η δέσμευση της κυβέρνησης Μπάιντεν να ασκήσει πίεση στο Ισραήλ παραμένει αμφίβολη, παρά τις ευκαιρίες που της δόθηκαν να στηρίξει την Παλαιστινιακή Αρχή και να ανατρέψει αποφάσεις της εποχής Τραμπ. Ο Frachon υποστηρίζει ότι χωρίς σημαντική αμερικανική παρέμβαση, η ελπίδα για ένα παλαιστινιακό κράτος είναι αβέβαιη και τονίζει ότι η εναλλακτική λύση είναι η αέναη βία.

Στη στήλη του με τίτλο «Όπλα ή βούτυρο;» που δημοσιεύτηκε στην El Pais στις 14 Μαΐου, ο Moisés Naím αναλύει την ανησυχητική αύξηση των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, οι οποίες αυξήθηκαν κατά σχεδόν 7% πέρυσι ξεπερνώντας έτσι τα 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια και σημειώνοντας τη μεγαλύτερη αύξηση από το 2008. Ο Naím υπογραμμίζει ότι τα έθνη ξοδεύουν πλέον εννέα φορές περισσότερα για στρατιωτικούς σκοπούς από ό,τι για την καταπολέμηση της πείνας. Αυτές οι τεράστιες δαπάνες προσεγγίζουν τα 2,5 έως 3 τρισεκατομμύρια δολάρια τα οποία αντιστοιχούν στο ποσό που απαιτείται για την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, συμπεριλαμβανομένης της εξάλειψης της πείνας και της παροχής βασικών υπηρεσιών παγκοσμίως. Το «μέρισμα ειρήνης» μετά τον Ψυχρό Πόλεμο έχει εξαφανιστεί και έχει αντικατασταθεί από αυξημένους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς λόγω συγκρούσεων όπως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Κίνας. Οι δέκα μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου αύξησαν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους το 2023, με τις δαπάνες της Ρωσίας να αυξάνονται κατά 24% και της Ουκρανίας κατά 51%. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προηγούνται με 916 δισεκατομμύρια δολάρια, αντιπροσωπεύοντας το 38% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ενώ ο προϋπολογισμός της Κίνας, αν και μικρότερος, αυξάνεται ραγδαία. Ακόμη και παραδοσιακά ειρηνικά έθνη όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία αυξάνουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Ο Naím υποστηρίζει ότι ενώ οι κυβερνήσεις μπορεί να αισθάνονται πιεσμένες να εξοπλιστούν σε έναν πιο επικίνδυνο κόσμο, αυτή η κούρσα εξοπλισμών τελικά μας εξαθλιώνει όλους, καθώς αποσπά πόρους από ζωτικής σημασίας οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.

Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής

«Ο πόλεμος στη Γάζα προκαλεί διαφωνίες μεταξύ ΗΠΑ-Ισραήλ» είναι ο τίτλος του άρθρου του Hatem Sadek που δημοσιεύθηκε από την Daily News Egypt στις 15 Μαΐου, το οποίο αναλύει τις αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ λόγω της πρόσφατης σύγκρουσης στη Γάζα. Οι τριβές, κυρίως μεταξύ των πολιτικών διοικήσεων, έχουν εγείρει ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της μακροχρόνιας σχέσης τους. Η διχόνοια εντάθηκε μετά από μια ισραηλινή αεροπορική επιδρομή στις αρχές Απριλίου 2024, κατά την οποία σκοτώθηκαν επτά εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, γεγονός που ώθησε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να ζητήσει κατάπαυση του πυρός και να επικρίνει τον χειρισμό της κατάστασης από τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου. Η στροφή των ΗΠΑ επηρεάζεται από τις επικρίσεις των ηγετών του Δημοκρατικού Κόμματος και την αλλαγή της παγκόσμιας προοπτικής της σύγκρουσης. Οι ασυμφωνίες έχουν προκύψει λόγω του διαφορετικού οράματος των δύο ηγεσιών που αναδύθηκε μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Νετανιάχου τον Δεκέμβριο του 2022, την οποία ο Μπάιντεν περιέγραψε ως την πιο δεξιά στην ιστορία του Ισραήλ. Η αμερικανική κυβέρνηση είχε επιφυλάξεις για ορισμένα εξτρεμιστικά στοιχεία εντός της ισραηλινής κυβέρνησης. Ενώ και τα δύο έθνη συμφωνούν στην αποδυνάμωση της Χαμάς, διαφέρουν στις στρατηγικές τους, με τις ΗΠΑ να υποστηρίζουν την κατάπαυση του πυρός και την ανθρωπιστική βοήθεια, ενώ το Ισραήλ ευνοεί τη στρατιωτική δράση. Η Ουάσινγκτον στοχεύει στη δημιουργία ενός ενιαίου παλαιστινιακού κράτους, στόχος που περιπλέκεται λόγω της αντίθεσης του Ισραήλ και των πολιτικών διεργασιών εντός των ΗΠΑ.

Σε άρθρο γνώμης με τίτλο «Η αμερικανική κυβέρνηση είναι ένοχη για ευσεβείς πόθους» που δημοσιεύθηκε στις 15 Μαΐου στην Jerusalem Post, ο Efraim Inbar ασκεί κριτική στην προσέγγιση της σημερινής αμερικανικής κυβέρνησης στον πόλεμο στη Γάζα και στην ευρύτερη στρατηγική της στη Μέση Ανατολή. Η αμερικανική προσπάθεια να σταματήσει ο πόλεμος δεν βοήθησε στη στήριξη της εύθραυστης εμπιστοσύνης που έχουν οι μετριοπαθείς αραβικές χώρες - οι οποίες επιθυμούν μια ισραηλινή νίκη - προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αμερικανική κυβέρνηση βλέπει τη σύγκρουση ως μια ευκαιρία να σχηματίσει μια περιφερειακή αμυντική συμμαχία κατά του Ιράν - με τη συμμετοχή της Σαουδικής Αραβίας - και ενδεχομένως να οδηγήσει σε ευρύτερη εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των μουσουλμανικών χωρών και του Ισραήλ. Ωστόσο, ο Inbar υποστηρίζει ότι οι βασικές παραδοχές που διέπουν αυτό το σχέδιο είναι εσφαλμένες. Η Αμερική, παρά τη δύναμή της, απέτυχε να αποτρέψει το Ιράν και τους πληρεξουσίους του, όπως η Χεζμπολάχ και οι Χούτι, από τον εξαπολύσουν επιθετικές ενέργειες. Η απροθυμία των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν στρατιωτικά το Ιράν υπονομεύει την αξιοπιστία τους ως αξιόπιστοι σύμμαχοι. Επιπλέον, η αμερικανική πίεση προς το Ισραήλ και η εστίασή της στην ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ, ειδικά αν η Χαμάς εξακολουθήσει να ασκεί επιρροή. 

Ο Τύπος της Ασίας

Σε δημοσίευμα με τίτλο «Ο Σι Τζινπίνγκ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν υπόσχονται στενότερους δεσμούς, συζητούν για "πολιτική λύση" στον πόλεμο στην Ουκρανία», που δημοσιεύτηκε από το ABC News στις 16 Μαΐου, το αυστραλέζικο δίκτυο περιγράφει λεπτομερώς την πρόσφατη συνάντηση μεταξύ των δύο Προέδρων και αναφέρει ότι η εν λόγω επίσκεψη στην Κίνα σηματοδοτεί το πρώτο ξένο ταξίδι του Πούτιν μετά την πρόσφατη ορκωμοσία του. Στη συνάντηση και οι δύο ηγέτες καταδίκασαν αυτό που χαρακτήρισαν ως επιθετική συμπεριφορά των ΗΠΑ και υποσχέθηκαν να ενισχύσουν την αμυντική και στρατιωτική τους συνεργασία. Ο Σι και ο Πούτιν τόνισαν ότι η πολιτική διευθέτηση του πολέμου στην Ουκρανία είναι η «σωστή κατεύθυνση» και εξέφρασαν την αντίθεσή τους σε μια παρατεταμένη σύγκρουση. Η συνάντηση ήταν ένα σαφές μήνυμα προς την Ουάσιγκτον, μετά την επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν στην Κίνα για να πείσει το Πεκίνο να πάρει αποστάσεις από τη Μόσχα. Ο Σι και ο Πούτιν δήλωσαν τη δέσμευσή τους να υποστηρίξουν μια πολυπολική παγκόσμια τάξη βασισμένη στο διεθνές δίκαιο. Αντιτάχθηκαν επίσης στις δυτικές πρωτοβουλίες για την κατάσχεση ξένων περιουσιακών στοιχείων, υπονοώντας ότι τα κατασχεμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία πιθανόν να διοχετευθούν στην ενίσχυση της Ουκρανίας. Οι συζητήσεις κάλυψαν διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής ενέργειας, του εμπορίου και της στρατιωτικής συνεργασίας. 

«Οι νέοι αμερικανικοί δασμοί στα κινεζικά προϊόντα αποτελούν πληγή για το ελεύθερο εμπόριο», είναι ο τίτλος του κύριος άρθρου γνώμης που δημοσιεύτηκε στις 15 Μαΐου από την People's Daily. Στο άρθρο αναφέρεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν τους δασμούς σε διάφορες κινεζικές εισαγωγές, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών οχημάτων. Η κίνηση αυτή συνεχίζει το μοτίβο του οικονομικού καταναγκασμού και του εμπορικού εκφοβισμού των ΗΠΑ κατά της Κίνας, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου και της ανοικτής οικονομίας που οι ίδιες οι ΗΠΑ προωθούν. Οι νέοι δασμοί είναι πιθανό να βλάψουν αντί να προστατεύσουν τους Αμερικανούς καταναλωτές και τις βιομηχανίες. Το άρθρο επικρίνει τις ΗΠΑ για την πολιτικοποίηση των οικονομικών ζητημάτων, για την αντιφατική στάση τους σχετικά με την απεξάρτηση από την Κίνα και για την προώθηση των περιβαλλοντικών τους στόχων, δεδομένου ότι οι αμερικανικοί δασμοί αφορούν προϊόντα που είναι φιλικά προς το περιβάλλον. Όπως αναφέρει το άρθρο, η πρόοδος της Κίνας στον τομέα της νέας ενέργειας οφείλεται στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και στην εξέλιξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων. Οι ενέργειες των ΗΠΑ θεωρούνται αντιπαραγωγικές, καθώς υπονομεύουν το δίκαιο εμπόριο και την προστασία του περιβάλλοντος. 

Ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος

Σύμφωνα δημοσίευμα του RIA Novosti που δημοσιεύθηκε στις 16 Μαΐου, με τίτλο «Ουκρανία και προστασία περιουσιακών στοιχείων: Πούτιν και Σι πραγματοποίησαν κοινή δήλωση», οι ηγέτες της Ρωσίας και της Κίνας, Βλαντιμίρ Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ, εξέδωσαν κοινή δήλωση στην οποία τονίζουν την ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα βαθύτερα αίτια της ουκρανικής κρίσης και να προστατευθούν τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία. Το έγγραφο, που υπογράφηκε στο Πεκίνο και δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Κρεμλίνου, περιγράφει την ανάγκη εξάλειψης των υποκείμενων ζητημάτων της κρίσης και την τήρηση της αρχής του αδιαίρετου της ασφάλειας. Ζητά να ληφθούν υπόψη οι νόμιμες ανησυχίες για την ασφάλεια όλων των εθνών. Η Μόσχα εκτιμά την αμερόληπτη στάση του Πεκίνου για την Ουκρανία και την προθυμία του να συμβάλει εποικοδομητικά σε μια πολιτική και διπλωματική λύση. Η δήλωση υπογραμμίζει επίσης τη σημασία της παύσης των ενεργειών που παρατείνουν τις εχθροπραξίες και της αποτροπής της ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης της σύγκρουσης. Επιπλέον, και τα δύο έθνη επιβεβαιώνουν την ανάγκη συμμόρφωσης με τις διεθνείς υποχρεώσεις όσον αφορά τις κρατικές ασυλίες και την ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών αποθεμάτων. Καταδικάζουν τις προσπάθειες κατάσχεσης ξένων περιουσιακών στοιχείων και τονίζουν το δικαίωμα των κρατών να αντιδρούν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η δήλωση καταλήγει με τη δέσμευση της Μόσχας και του Πεκίνου να υπερασπιστούν τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντά τους και να αντισταθούν στις προσπάθειες περιορισμού της εξωτερικής τους πολιτικής και του οικονομικού τους δυναμικού.

Σε άρθρο της Daryna Shevchenko με τίτλο «Ήρθε η ώρα να παύσουμε να περιμένουμε από τον ρωσικό λαό να σταματήσει τον πόλεμο», που ήταν δημοσιευμένο στις 17Μαΐου στην Kyiv Independent, η αρθρογράφος υποστηρίζει ότι είναι λανθασμένο να περιμένουμε από τη ρωσική κοινωνία των πολιτών να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Shevchenko απορρίπτει την άποψη ότι ο ρωσικός λαός θα ξεσηκωθεί εναντίον του καθεστώτος του Βλαντιμίρ Πούτιν. Επισημαίνει ότι παρά το γεγονός ότι έχουν πρόσβαση σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και πληροφόρησης, οι Ρώσοι δεν έχουν διαμαρτυρηθεί ουσιαστικά για τις προηγούμενες ή τις τρέχουσες επιθέσεις της χώρας τους, συμπεριλαμβανομένων της εισβολής στη Γεωργία και την Ουκρανία. Η Shevchenko επικρίνει την εμμονή της Δύσης με τη «μυστηριώδη ρωσική ψυχή» και την πεποίθηση ότι η υποστήριξη της ρωσικής κοινωνίας των πολιτών θα τερματίσει τον πόλεμο. Υπογραμμίζει ότι η εστίαση στη Ρωσία αποσπά την προσοχή από την υποστήριξη της Ουκρανίας, η οποία αγωνίζεται ενεργά για τις δημοκρατικές αξίες. Χρησιμοποιώντας μια δημοσκόπηση που δείχνει ότι το 77% των Ρώσων είναι υπέρ της εισβολής, η αρθρογράφος υποστηρίζει ότι η πραγματική αλλαγή πρέπει να προέλθει από την ενίσχυση της Ουκρανίας και όχι από το να περιμένουμε τους Ρώσους να δράσουν. Καταλήγοντας, η Shevchenko αναφέρει ότι κάθε στιγμή που αναλώνεται στην ιδέα του «καλού Ρώσου» κερδίζει χρόνο στο Κρεμλίνο για να συνεχίσει την επιθετικότητά του.

Πηγή: ΚΥΠΕ

Δειτε Επισης

ΒΙΝΤΕΟ: Εκκενώνεται τμήμα του αεροδρομίου Gatwick για «περιστατικό ασφαλείας»
Συναγερμός για ύποπτο πακέτο κοντά στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο Λονδίνο
BINTEO: Χάος σε νοσοκομείο στην Καλιφόρνια από ασθενή που μπήκε στο ταβάνι και κόλλησε πάνω από την εντατική
Η Πάμ Μπόντι η εκλεκτή του Τραμπ για υπουργός Δικαιοσύνης–Ήταν μέλος της υπερασπιστικής του ομάδας
Προκαλεί έντονη ανησυχία ο Κιμ Γιονγκ Ουν-Πιο κοντά από ποτέ ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου
Από ποιες χώρες μπορεί να συλληφθεί ο Νετανιάχου μετά το ένταλμα από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο
Στους 82 οι νεκροί από βομβαρδισμούς του Ισραήλ στην Παλμύρα
Ο Εισαγγελέας του ΔΠΔ καλεί τα συμβαλλόμενα κράτη να «εκτελέσουν» τα εντάλματα σύλληψης
Τουλάχιστον 47 νεκροί από ισραηλινούς βομβαρδισμούς στο Λίβανο
Το Διεθνές Δικαστήριο διώκει τον... νεκρό ηγέτη της Χαμάς-Εγείρεται ξανά το ερώτημα αν ζει