Κ. Ιωσηφίδου: Λιγότερες ανισότητες μέσα από μεταρρυθμίσεις για ΕΕ, θα μπορούσαμε πετυχαίναμε περισσότερα
11:59 - 30 Απριλίου 2024
Είκοσι χρόνια από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Κύπρο έχουν επιτευχθεί πολλά, αλλά «θα μπορούσαμε να είχαμε επιτύχει πολύ περισσότερα» σε ό,τι αφορά την άμβλυνση των ανισοτήτων, σύμφωνα με την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Καλλιόπη Αγαπίου-Ιωσηφίδου.
Το πραγματικό ερώτημα για την Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και κάτοχο Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet (2001), είναι πόσο πιο χαμηλές θα μπορούσαν να ήταν οι επιδόσεις αυτές, υπό το πρίσμα των διεθνών εξελίξεων, χωρίς την ιδιότητα του κράτους μέλους της Ένωσης. Η κρίση του κορωνοϊού και όσα ακολούθησαν ανέδειξαν τα πλεονεκτήματα της ένταξης, λέει σε συνέντευξή της στο ΚΥΠΕ, με αφορμή την επέτειο της διεύρυνσης της ΕΕ του 2004.
Η κ. Αγαπίου-Ιωσηφίδου αναφέρεται σε μια σειρά από οριζόντιες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μπορούν, κατά την άποψή της, να συμβάλλουν σε μια πιο ίση και συμπεριληπτική πολιτεία, ενώ παραπέμπει και στις ευκαιρίες που έχει η Κύπρος ενώπιον της και από τις οποίες, όπως λέει, μπορεί να επωφεληθεί.
Σημειώνει και τη σταδιακή εξέλιξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών και στο πέρασμα από την «σιωπηρή συναίνεση» με την οποία περιέβαλαν τις ηγεσίες τους σε σχέση με την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, σε μια κατάσταση όπου οι πολίτες έχουν πλέον άποψη για την πορεία της Ευρώπης. Αυτό είναι θετικό, λέει.
Ακόμη αναφέρεται στην την αποτυχία κλασσικών πολιτικών δυνάμεων να δώσουν λύσεις, καθώς και στην άνοδο ακροδεξιών κινημάτων σε αρκετές χώρες της ΕΕ, ενώ για τον Ευρωσκεπτικισμό στην Κύπρο παρατηρεί μια «μεταβαλλόμενη πορεία», ωστόσο, λέει «οι πολίτες φαίνεται να εμπιστεύονται περισσότερο την ΕΕ, παρά ορισμένους εθνικούς θεσμούς».
Ερωτηθείσα από το ΚΥΠΕ για την πορεία των ανισοτήτων στην Κύπρο τα τελευταία 20 χρόνια η κ. Αγαπίου-Ιωσηφίδου λέει ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου συνέβαλαν σημαντικά στην τροχοδρόμηση μιας σειράς σημαντικών αλλαγών.
«Το πως εμείς, ως πολιτεία και ως κοινωνία, πολιτευόμαστε στην ΕΕ για να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη και να ελαχιστοποιήσουμε τους κραδασμούς, παραμένει ωστόσο, μια σημαντική παράμετρος» συμπληρώνει.
Λέει ότι στην 20ετή πορεία της ένταξής στην ΕΕ «έχουν επιτευχθεί πολλά», αλλά «θα μπορούσαμε να είχαμε επιτύχει πολύ περισσότερα».
«Η απουσία πολιτικής βούλησης για τις κοινωνικά δύσκολες πολιτικές αλλαγές, η λογική της κομματικής νομής της εξουσίας, η απουσία της νεολαίας και των γυναικών από τα κέντρα λήψης αποφάσεων συνιστούν σημαντικούς ανασταλτικούς παράγοντες σε κάθε βήμα προόδου» προσθέτει.
Αναφέρει ότι η ιδιότητα του κράτους μέλους παρέχει μέτρο σύγκρισης, το οποίο από μόνο του «συνιστά κίνητρο βελτίωσης της επίδοσης και της εικόνας της χώρας» ενώ παράλληλα, επιτρέπει την πρόσβαση σε μια σειρά από πολιτικές και τεχνογνωσία, συνεργασίες και οικονομικούς πόρους για βελτίωση των πολιτικών και των υποδομών, όπως επίσης και ανοιχτούς ορίζοντες και προοπτικές για τη νεολαία.
«Για τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική, όπου η Κύπρος σημειώνει τη χαμηλότερη της επίδοση στο Δείκτη Ισότητας της ΕΕ, θα έλεγα ότι μια χώρα που η ίδια στερεί την πολιτεία της από το ήμισυ των ταλέντων της σαφώς δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι σε θέση να επιτύχει αριστεία σ’ ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον» σημειώνει.
Αν στις γυναίκες που αποτελούν το ήμισυ του πληθυσμού προστεθούν και ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, συνεχίζει, «η χώρα βρίσκεται σε μια πορεία με τροχοπέδες που η ίδια θέτει ή, σε κάθε περίπτωση, δεν αφαιρεί».
Χώρες που έχουν υψηλή επίδοση σε θέματα ισότητας φύλων, αναπτύσσουν κατά κανόνα και άλλες συμπεριληπτικές πολιτικές, λέει η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του ΠΚ και παραπέμπει στη μελέτη για τα οικονομικά οφέλη της ισότητας φύλων που εκπόνησε το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ισότητας Φύλων της ΕΕ (EIGE), η οποία, σημειώνει «δίνει μια μακρόπνοη προοπτική».
Στο Δείκτης Ισότητας του EIGE, το αδύνατο σημείο της Κύπρου είναι η πρόσβαση των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων, καθώς με επίδοση 29,2/100 κατατάσσεται 26η στα 27 κράτη μέλη, συνεχίζει, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι στα 59,1 και την καλύτερη επίδοση να καταγράφεται στη Σουηδία με 85,1.
«Το ερώτημα είναι πως πολιτευόμαστε σε αυτό το θέμα. Η πρόσφατη κατάθεση των ψηφοδελτίων για τις Ευρωεκλογές και τις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας σε σχέση με τη δυνατότητα γεφύρωσης του υφιστάμενου χάσματος που αποτυπώνει και ο Δείκτης» λέει, σημειώνοντας πως και οι δύο εκλογές είναι σημαντικές και υψηλού συμβολισμού.
«Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν κατάφερε ακόμη να έχει ισότιμη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διατηρώντας μια συντηρητική και αναχρονιστική εικόνα για τη χώρα και επιβεβαιώνοντας τη ‘γυάλινη οροφή’ για την πρόσβαση των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων» λέει. Την ίδια ώρα, η κ. Αγαπίου-Ιωσηφίδου καταγράφει την εκλογή Τουρκοκύπριου Ευρωβουλευτή, αναδεικνύοντας τη σημασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης στην υπέρβαση ιστορικών αδιεξόδων.
Όπως λέει, η σημασία των δημοτικών εκλογών έγκειται στο γεγονός ότι το πολύ χαμηλό ποσοστό υποψηφίων - και ως εκ τούτου και εκλεγμένων - γυναικών έχει προεκτάσεις σε σχέση με την προώθηση ενός αειφόρου μοντέλου ίσης εκπροσώπησης στη βάση του εκλογικού σώματος.
«Σε σχέση με τις ανισότητες, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι οι χαμηλές επιδόσεις της Κύπρου σήμερα, αλλά το πόσο χαμηλές θα ήταν αν η Κύπρος, υπό τις πρόσφατες και παρούσες διεθνείς εξελίξεις και συνθήκες, δεν ήταν κράτος μέλος της ΕΕ» αναφέρει.
«Τόσο η κρίση του κορωνοϊού και της οικονομικής ύφεσης που ακολούθησε ανέδειξαν τα πλεονεκτήματα της ένταξης και το πως η Κύπρος μπορεί να επωφεληθεί» λέει, παραπέμποντας στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με προϋπολογισμό 1,2 δις Ευρώ για την Κύπρο.
Για την κάτοχο της έδρας Jean Monnet, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης και η ενίσχυση και βελτίωση του τομέα της υγείας συνιστούν «σημαντικές οριζόντιες μεταρρυθμίσεις οι οποίες μπορούν να συμβάλουν σημαντικά σε μια πιο ίση και συμπεριληπτική πολιτεία».
«Διανύουμε μια εποχή βαθιών διεθνών κρίσεων, ρευστών και δυσοίωνων διεθνών εξελίξεων και ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης σε επίπεδο τεχνητής νοημοσύνης που επηρεάζουν δραματικά τις κοινωνικές ανισότητες» λέει.
Ερωτηθείσα από το ΚΥΠΕ για την ροπή της Κύπρου στο εκκρεμές μεταξύ ευρωσκεπτικισμού και εξωστρέφειας και αν διαφαίνεται κάποια σύγκλιση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο τα τελευταία 20 χρόνια, η κ. Αγαπίου-Ιωσηφίδου λέει ότι μετά την οικονομική κρίση του 2013 και το «κούρεμα» καταθέσεων, η κοινή γνώμη παρουσιάζεται πολύ πιο διστακτική έναντι της ΕΕ. Τα ποσοστά εμπιστοσύνης έχουν αυξηθεί, χωρίς ωστόσο να έχουν φτάσει τα προηγούμενα επίπεδα, λέει. Σημειώνει ωστόσο ότι οι πολίτες φαίνεται να εμπιστεύονται περισσότερο την ΕΕ, παρά ορισμένους εθνικούς θεσμούς.
Εξηγεί ότι οι οικονομικές κρίσεις «διαχρονικά στρώνουν το χαλί σε ακροδεξιά κινήματα και σε φαινόμενα ξενοφοβίας» τα οποία, συνεχίζει, γνωρίζουμε που οδηγούν. «Γι’ αυτό και τον λαϊκισμό δεν φτάνει να το καταδικάζουμε, θα πρέπει πρώτα να τον κατανοήσουμε. Πρέπει να αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους οι ψηφοφόροι εγκαταλείπουν τα παραδοσιακά κόμματα και στρέφονται προς τα ακροδεξιά κινήματα» λέει.
Σημειώνει ότι οι αποτελεσματικές πολιτικές μείωσης των ανισοτήτων πάσης φύσης, η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης είναι «εκ των ουκ άνευ για την αποφυγή της στροφής του εκλογικού σώματος προς ακροδεξιά κινήματα». Σαφώς, συμπληρώνει, η αποτυχία των κλασσικών πολιτικών δυνάμεων να δώσουν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις πολιτικές επιλογές τους.
Αναφέρει ακολούθως πως στην μεταπολεμική Ευρώπη, οι πολίτες εμπιστεύτηκαν τις πολιτικές ηγεσίες για την οικοδόμηση της Ευρώπης με όρους «λευκής επιταγής», ωστόσο, συνεχίζει, η εποχή της «σιωπηρής συναίνεσης» προς τις ηγεσίες σε σχέση με την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. «Η προσωπική μου ανάλυση είναι πως αυτό συνιστά μια θετική εξέλιξη, καθώς οι πολίτες έχουν πλέον άποψη για την πορεία της Ευρώπης και την εκφράζουν στις εκλογικές αναμετρήσεις» τονίζει και λέει ότι οι πολιτικές ηγεσίες θα πρέπει να αφουγκραστούν και να ενεργήσουν.
«Η άνοδος ακροδεξιών κινημάτων σε αρκετές χώρες της ΕΕ ανησυχεί σε σχέση με το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία εδράζεται σε αξίες και αρχές που θέλουν όλους τους Ευρωπαίους πολίτες να τυγχάνουν ισότιμης μεταχείρισης σε όλη την ΕΕ και να απολαμβάνουν ίση προστασία όταν βρίσκονται στο εξωτερικό» αναφέρει.
Τείνει να χαρακτηρίζει την περίοδο της πανδημίας «σημείο καμπής» σε ό,τι αφορά την κοινωνική συνοχή, καθώς, όπως λέει, η κρίση του COVID-19 «λειτούργησε ως καταλύτης για περισσότερη Ευρώπη, καθώς έδειξε στην πράξη τα οφέλη της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης που ήταν πραγματική και ορατή».
Παρά τα εθνικιστικά τους αντανακλαστικά στην αρχή της πανδημίας, τα κράτη μέλη συνειδητοποίησαν πολύ γρήγορα ότι καμία χώρα δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την πανδημία αποτελεσματικά και ότι η ΕΕ τους προσέφερε ένα καλύτερο πλαίσιο για να ανταπεξέλθουν σε μια τόσο μεγάλη και παγκόσμια υγειονομική κρίση, λέει.
Σε σχέση με τον μελλοντικό βηματισμό των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η Καλλιόπη Αγαπίου-Ιωσηφίδου λέει πως η Κύπρος, όχι μόνο μπορεί να αντέξει την μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, αλλά έχει να ωφεληθεί σε όλα τα επίπεδα πολιτικής, οικονομίας, περιβάλλοντος και ποιότητας ζωής.
«Είναι προφανές ότι είναι η συνέχιση της πολιτικής εξαγοράς ρύπων που είναι απ΄ όλες τις απόψεις ασύμφορη, αντιπαραγωγική και οπισθοδρομική» λέει.
Η Κύπρος, σημειώνει «με τις καιρικές συνθήκες που έχει θα έπρεπε να ήταν πρωτοπόρος σε αυτό το θέμα» ωστόσο «έχασε το τρένο στο ξεκίνημα» και θα πρέπει να το προλάβει στην πορεία, διότι, καταλήγει, το χρωστά στη νέα γενιά.