H επιστολή των μοναχών σε Αστυνομία και ΠτΔ-Καταγγέλλουν Ησαία και κουκουλοφόρους αστυνομικούς στην Μονή
20:30 - 09 Μαρτίου 2024
Επιστολή, μέσω της οποίας καταγγέλλουν τον Μητροπολίτη Ταμασού, απέστειλαν οι δικηγόροι των δυο εμπλεκόμενων μοναχών της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ, στους οποίους καταλογίζονται οικονομικές ατασθαλίες και στημένα θαύματα, καθώς και ερωτικές περιπτύξεις.
Ήδη το απόγευμα της Παρασκευής, προχώρησε σε καταγγελία ο Μητροπολίτης Ησαΐας, αναφορικά με οικονομικής φύσεως αδικήματα, δίνοντας πολύωρη κατάθεση, με την οποία σηματοδοτήθηκε η έναρξη έρευνας από πλευράς διωκτικών Αρχών, που δεν είχαν παρέμβει αυτεπάγγελτα παρά τις εκατέρωθεν σοβαρές κατηγορίες που διατυπώνονταν.
Αφού προηγήθηκε ανακοίνωση των δικηγόρων των δυο μοναχών, ότι είχαν επισκεφθεί σταθμούς για να προβούν σε καταγγελία, αλλά οι αστυνομικοί αρνήθηκαν να προχωρήσουν, επιστολή προβαίνοντας σε επίσημη καταγγελία, η οποία στρέφεται κατά κύριο λόγο κατά του Μητροπολίτη Ταμασού.
Πρόκειται για πεντασέλιδη επιστολή που αποστάλθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Αρχηγό Αστυνομίας, στην Επίτροπο Προσωπικών Δεδομένων, στην Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς, στην Ιερά Σύνοδο, καθώς και στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής, και στην οποία καταγγέλλεται ο Μητροπολίτης Ταμασού, που «ενορχήστρωσε και κατασκεύασε την εκκλησιαστική δίωξη του Ηγούμενου Οσίου Αβακούμ Νεκτάριου και του Αρχιμανδρίτη Πορφύριου, με την κατάχρηση της εξουσίας του ως κυρίαρχος Μητροπολίτης Ταμασού».
Οι 30 κουκουλοφόροι και οι απειλές
Στην επιστολή καταγράφονται τα γεγονότα από την πλευρά των μοναχών, οι οποίοι αναφέρουν πως:
«Ομάδα περίπου τριάντα ατόμων, εκ των οποίων δέκα κουκουλοφόροι, οι οποίοι δήλωσαν στους μοναχούς ότι ενεργούν κατόπιν οδηγιών του Μητροπολίτη Ταμασού, εισήλθαν βιαίως, παρανόμως και δίχως άδεια και ένταλμα έρευνας στους χώρους της Μονής και με σκαιό τρόπο και απειλές «συνέλαβαν» και απήγαγαν τους μοναχούς της Μονής, μεταξύ των οποίων την εθελόντρια λογίστρια της Μόνη και αφαίρεσαν τα κινητά τους τηλέφωνα και προσωπικά έγγραφα που έφεραν επάνω τους και απαίτησαν όπως τους ακολουθήσουν. Ακολούθως τους εξανάγκασαν να επιβιβαστούν βιαίως σε όχημα και τους μετέφεραν χωρίς τη θέλησή τους στα γραφεία της Ιεράς Μητρόπολης Ταμασού και Ορεινής.
Με την άφιξη τους εκεί, τους απομόνωσαν τον καθένα χωριστά σε διαφορετικούς χώρους και/ή γραφεία υπό αυστηρά «φρούρηση» και τους υπέβαλαν σε πολύωρες «ανακρίσεις» στην παρουσία του Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής Ησαία, απαγορεύοντας τους να έχουν την παραμικρή επικοινωνία, είτε μεταξύ τους είτε με άλλα πρόσωπα του οικογενειακού και ή φιλικού περιβάλλοντός τους.
Κατά τη διάρκεια των πολύωρων «ανακρίσεων» αυτών, ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής Ησαίας και πρόσωπα της εκεί συνοδείας του, τους ζητούσαν με φορτικότητα και υπό το κράτος απειλών και τρομοκρατίας να υπογράψουν παραδοχές περί δήθεν εμπλοκής του Ηγουμένου της Μονής Αρχιμανδρίτη Νεκτάριου και του μέλους της Μονής Αρχιμανδρίτη Πορφυρίου σε οικονομικά και σεξουαλικά σκάνδαλα. Επικαλούνταν μάλιστα την ύπαρξη βίντεο και/ή οπτικογραφημένο υλικό και άλλων στοιχείων, τα οποία δήθεν αποδείκνυαν τα κατά ισχυρισμό «σκάνδαλα». Εν τέλει και παρά την αρχική άρνησή τους, εξασφάλισαν και τους έπεισαν (όπως έπραξαν και με τον Ηγούμενο Νεκτάριο και τον Αρχιμανδρίτη Πορφύριο) να υπογράψουν ομολογίες και «παραδοχές», οι οποίες εξασφαλίστηκαν δίχως την ελεύθερη βούλησή τους και/ή υπό συνθήκες εκβιασμού και τρόπου.
Εν σχέσει με τον Ηγούμενο Νεκτάριο και τον Αρχιμανδρίτη Πορφύριο τους είχαν απομονώσει και στερήσει την ελευθερία τους από το μεσημέρι της 5ης Μαρτίου 2024 μέχρι τις πρωινές ώρες τις 6ης Μαρτίου 2024 και αφού είχε προηγηθεί τόσον η παράνομη σύλληψη και στέρηση της ελευθερίας τους, καθώς και η πολύωρη και καταπιεστική ανάκριση, εξασφάλισαν τις υπογραφές των Ηγουμένων σε προδιατυπωμένα έγγραφα, με τις οποίες μεταξύ άλλων είχαν προβεί άνευ της θέλησής τους σε ομολογία και παραδοχή περί διάπραξης ποινικών και ηθικών παραπτωμάτων.
Έκτοτε, και μετά την εξασφάλιση της υπογραφής τους στις «παραδοχές» αυτές, οι Μοναχοί «απολύθηκαν» από τους δεσμώτες τους, δεν τους επιτράπηκε όμως η επάνοδός τους στη Μονή, η οποία πλέον ήταν «φρουρούμενη» από τους παραπάνω κουκουλοφόρους. Επαναλαμβάνουμε, ότι πελάτες μας κατά τις πρωινές ώρες της 6ης Μαρτίου, κάτω από συνθήκες τρόπου και απειλων, υπέγραψαν άνευ της θέλησής τους την οικειοθελή καθαίρεσή τους και παύση εκ των καθηκόντων των που τους επιβλήθηκε από τον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής».
Υπόνοιες για εμπλοκή αστυνομικών
Περαιτέρω, στην επιστολή αναφέρεται πως: «Σύμφωνα με βάσιμες υπόνοιες οι κουκουλοφόροι αυτοί ήσαν εν ενεργεία αστυνομικοί με πολιτική αμφίεση, τελούντες υπό την καθοδήγηση του Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής. Διαπιστώνεται ότι οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί αυτοί, αν και δημόσιοι λειτουργοί, μισθοδοτούμενοι από τον κρατικό προϋπολογισμό, τέθηκαν παρανόμως και καταχρηστικώς στην υπηρεσία προσώπου που δεν είναι δημόσιος λειτουργός του Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής, εξυπηρετώντας έτσι αλλότρια συμφέροντα και διαπράττοντας τις παραπάνω παράνομες πράξεις.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, ο Μητροπολίτης Ταμασού με συνεργασία του Αρχιμανδρίτη Βαρνάβα, κατά κόσμον Παναγιώτη Χρυσάνθου, ο οποίος ήταν Αρχιμανδρίτης στην Ιερά Μονή, φαίνεται να είχε ζητήσει την εξ’ αποστάσεως παρακολούθηση των αρχείων του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης της Μονής, κάτι που άλλωστε ο ίδιος ο Μητροπολίτης παραδέχθηκε στους μοναχούς και στους πελάτες μας. Επισημαίνουμε εδώ, ότι ο Αρχιμανδρίτης Βαρνάβας είχε τους σχετικούς κωδικούς, απέκτησε πρόσβαση στο σχετικό αρχείο, έλαβε αντίγραφα μέρους των βιντεοταινιών, τα οποία επεξεργάστηκε και τα οποία παρέδωσε στον Μητροπολίτη Ταμασού. Στην συνέχεια, φαίνεται να είχε γίνει περαιτέρω επεξεργασία και μοντάρισμα των εν λόγω παράνομων ληφθέντων οπτικών και ηχητικών υλικών. Μάλιστα, κατά τη χθεσινή συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας, ο ως άνω Μητροπολίτης, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας και κατά παράβαση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, γνωστοποίησε και παρουσίασε το περιεχόμενο του εν λόγω παράνομου ληφθέντος υλικού στους παριστάμενους Επισκόπους, κατά προφανή και κατάδωρη παράβαση της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένω, χωρίς να γνωστοποιήσει ότι το εν λόγω υλικό, είχε ληφθεί με παράνομο μέσο και ότι λήφθηκε χωρίς την συναίνεση των πελατών μας και των Μοναχών».
Περαιτέρω, καταγγέλλεται η παράνομη κατάσχεση και κατακράτηση προσωπικών εγγράφων των μοναχών, καθώς και έγγραφα της Μονής, τα οποία ενδεχομένως έχουν παραποιήσει ή και καταστρέψει. Επίσης, αναφέρεται πως κατάσχεσαν το ποσό των 807 χιλιάδων ευρών, το οποίο ήταν φυλαγμένο σε χρηματοκιβώτιο εντός της κατοικίας της μητέρας του Ηγούμενου Νεκτάριου. «Το εν λόγω ποσό δεν είναι περιουσία της Μονής, αλλά του Ηγούμενου αυτής και/ή αλλιώς ανήκει στους δωρητές, το οποίο έκτοτε παράνομα κατακρατείται από τον Μητροπολίτη Ταμασού, παρά το γεγονός ότι έχουν αποσταλεί προδικαστηριακές επιστολές από τους δωρητές των χρημάτων, οι οποίοι απαιτούν και/ή αξιώνουν την επιστροφή των χρημάτων τους ή αλλιώς θα ληφθούν δικαστικά μέτρα εναντίον του», αναφέρει η επιστολή.
Εκβιασμοί για προεκλογική
Επιπρόσθετα, στην επιστολή αναφέρεται πως οι Μητροπολίοτης Ταμασού, σε τακτά χρονικά διαστήματα, «εκβιαστικώς απαιτούσε και παραλάμβανε από τον Ηγούμενο της Μονής, σημαντικά χρηματικά ποσά από την περιουσία της Μονής, που ο Ηγούμενος του τα παρέδιδε μετρητά στα χέρια του, στους χώρους της Μητρόπολης μέσα σε φακέλους ή σακούλες».
Συνεχίζοντας, αναφέρει πως «αποκορύφωμα αυτής της κατάστασης, ήταν η εκβιαστική απαίτηση του Μητροπολίτη να του παραδοθούν, πριν από ένα χρόνο περίπου, από την περιουσία της Μονής, 450 χιλιάδες ευρώ σε μετρητά, για τις ανάγκες της προεκλογικής του εκστρατείας για την Αρχιεπισκοπή της Κύπρου, πράμα το οποίο ο Ηγούμενος της Μονής, εκβιαστικώς υποχρεώθηκε να πράξει και έπραξε. Επισημαίνουμε εδώ, ότι προγενέστερα των πιο πάνω γεγονότων, ο Μητροπολίτης Ταμασού απαίτησε από τον Ηγούμενο πελάτη μας Νεκτάριο, όπως του καταβάλει επιπρόσθετα χρηματικά ποσά (μαύρα) και ένεκα της άρνησης του πελάτης μας να εισακούσει και/ή υποκύψει στην περαιτέρω εκβιαστική συμπεριφορά του Μητροπολίτη, αυτό φαίνεται να ήταν ο λόγος και αιτία για τις «καταγγελίες» του Μητροπολίτη σε βάρος των πελατών μας. Για όλα τα παραπάνω καταγγελλόμενα περιστατικά, υπάρχουν έγγραφα και γραπτές και προφορικές μαρτυρίες που τα επιβεβαιώνουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».
Τέλος, στην επιστολή τους οι δικηγόροι, Ανδριάνα Κλαϊδή και Νικόλας Κουλούρης, αναφέρονται στα αδικήματα που προκύπτουν και καλούν τις Αρχές να διερευνήσουν.