Με λογικές μάρκετινγκ ασχολούνται τα κόμματα με την ισότητα των φύλων
Μικαέλλα Λοΐζου 06:00 - 08 Μαρτίου 2024
Η φετινή Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας χρονικά πέφτει τρεις μήνες πριν από τις διπλές εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Με μεγάλο μέρος των κομματικών ψηφοδελτίων και υποψηφίων για τα ανώτατα αξιώματα να έχουν ήδη ανακοινωθεί, για άλλη μία φορά είναι ξεκάθαρο πως οι γυναίκες της Κύπρου υποεκπροσωπούνται, καθώς είναι αισθητά λιγότερες από τους άντρες που επιδιώκουν εκλογή. Και όχι απλώς είναι αισθητά λιγότερες συνολικά, αλλά είναι και λιγότερες σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα αξιώματα που συγκεντρώνουν μεγαλύτερες εξουσίες. Πώς θα μπορούσαμε να αναμένουμε ισότητα, όταν οι γυναίκες δεν εκπροσωπούνται επί ίσοις όροις πριν καν πραγματοποιηθούν οι εκλογές;
Η εικόνα στα ψηφοδέλτια των Ευρωεκλογών είναι σαφώς καλύτερη από αυτήν των υψηλόβαθμων αξιωμάτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς κάποια κόμματα έχουν επιτύχει να έχουν τρεις γυναίκες και τρεις άνδρες υποψήφιους, στις εκλογές εκείνες που προ πενταετίας η Κύπρος κατάφερε να γίνει ρεζίλι, ως το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ που δεν εξέλεξε ούτε και μία γυναίκα ανάμεσα στους αντιπροσώπους της (σ.σ. η Ελένη Σταύρου έγινε μέλος του Ευρωκοινοβουλίου μεταγενέστερα, ως επιλαχούσα). Ωστόσο, όταν θα υπάρχει πλήρης εικόνα, θα πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσον οι γυναίκες υποψήφιες ξεκινούν από την ίδια αφετηρία με τους άντρες συναδέλφους τους, αφού κάποιες από αυτές δεν είναι κομματικά στελέχη με εξίσου μεγάλη προβολή ή αποτέλεσαν τις επιλογές των κομμάτων από την κοινωνία των πολιτών, κάτι που ενδεχομένως να τις θέτει σε μειονεκτική θέση προεκλογικά, καθώς θα πρέπει πρώτα να συστηθούν στο κοινό και ακολούθως να αναπτύξουν την επιχειρηματολογία τους, σε αντίθεση με άντρες της πρώτης γραμμής της πολιτικής.
Βεβαίως ούτε η ΕΕ στο σύνολό της κατάφερε να κατακτήσει την ισότητα, αν και κατέγραψε σημαντική βελτίωση. Στο απερχόμενο Ευρωκοινοβούλιο, οι γυναίκες αποτελούν το 39,3% και είναι πολύ πιο κοντά στον στόχο της ίσης εκπροσώπησης, από ό,τι στο παρελθόν. Σημειώνεται ότι η Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μέτσολα, είναι γυναίκα, όπως και οκτώ από τους 14 Αντιπροέδρους. Χαμηλότερη είναι ωστόσο η εκπροσώπηση στις προεδρίες των επιτροπών, καθώς μόλις οκτώ από τις είκοσι τρεις θέσεις καταλαμβάνονται από ευρωβουλεύτριες. Στην ΕΕ, την απερχόμενη πενταετία, έγιναν καθοριστικά βήματα στην περαιτέρω αξιοποίηση των γυναικών στα υψηλόβαθμα αξιώματα, καθώς της ανάδειξης της Ρομπέρτα Μέτσολα στην Προεδρία του Ευρωκοινοβουλίου στις αρχές του 2022, είχε προηγηθεί, το 2019, η ανάληψη της Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από την Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν και της Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την Κριστίν Λαγκάρτ.
Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι στην Κύπρο, το ίδιο χρονικό διάστημα, αποκτήσαμε για πρώτη φορά γυναίκα Πρόεδρο της Βουλής, με την Αννίτα Δημητρίου να εκλέγεται ακολούθως και πρόεδρος του μεγαλύτερου κόμματος. Ωστόσο, οι επιλογές των πολιτικών δυνάμεων ενόψει των διπλών εκλογών καταδεικνύουν ότι συνεχίζουν να μην έχουν αρκετές γυναίκες στην πρώτη γραμμή, γεγονός που υποδηλοί πρόβλημα στη εσωτερική διαδικασία ανέλιξης και στις κομματικές δομές. Συχνά οι πολιτικές δυνάμεις προβάλλουν τη δικαιολογία ότι «ψάχνουμε γυναίκες αλλά δεν βρίσκουμε» αλλά ουδέποτε λογοδοτούν για την αδυναμία τους να παράγουν και να αξιοποιούν γυναίκες στελέχη με την ίδια συχνότητα που το πράττουν με τους άντρες.
Μιλώντας στον REPORTER, η κοινωνιολόγος στο Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου, Μαρία Αγγελή, διερωτήθηκε αν «μπορούν τα κόμματα να μιλούν για Δημοκρατία, όταν σε κάθε εκλογική διαδικασία προβάλλουν παιδαριώδεις δικαιολογίες για την ανισόρροπη συμμετοχή των φύλων στα ψηφοδέλτιά τους». Η ανισορροπία στα ψηφοδέλτια αντικατοπτρίζει τις ανδροκρατούμενες, μη συμπεριληπτικές δομές τους, τόνισε.
«Διαχρονικά παρατηρούμε μια αποτυχία των κομμάτων να παρουσιάσουν τόσο ισόρροπα ως προς το φύλο ψηφοδέλτια, όσο και ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα για την προώθηση της ισότητας των φύλων εντός και εκτός των δομών τους», εξήγησε η κ. Αγγελή. «Ανακαλούμε από την ενασχόλησή μας με το ζήτημα το 2014, αρχηγούς κομμάτων να μας λένε ότι δεν έχουν ξανασκεφτεί το ζήτημα της ισότητας των φύλων. Σήμερα, συναντάμε σπανιότερα τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Όμως, σήμερα έχουμε την απειλή της επιφανειακής ενασχόλησης», εξήγησε.
Σύμφωνα με την κοινωνιολόγο, ο τρόπος με τον οποίο ασχολούνται συχνά τα κόμματα με την ισότητα των φύλων προσομοιάζει με αυτόν του μάρκετινγκ. «Προβάλλουν αποσπασματικές δράσεις, γυναίκες υποψήφιες που όμως δεν τις προωθούν ισάξια, μόνο και μόνο για να κάνουν τικ στο κουτάκι της ισότητας», ανέφερε περαιτέρω. «Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η προώθηση της ισότητας των φύλων είναι ένα ριζοσπαστικό αίτημα και ως εκ τούτου απαιτεί αναδιοργάνωση των δομών και των τρόπων λειτουργίας των κομμάτων. Αν πραγματικά τα κόμματα θέλουν να προωθήσουν την ισότητα, θα πρέπει να είναι έτοιμα να αλλάξουν συθέμελα τις δομές και τις διαδικασίες τους, να είναι ανοιχτά και διαφανή, επιτρέποντας και προωθώντας υποψηφιότητες ανεξαρτήτως φύλου, πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Όσο δεν αναλαμβάνουν ολοκληρωμένες δράσεις όχι μόνο δεν προωθούν την ισότητα και τον εκδημοκρατισμό τους αλλά και εργαλειοποιούν την ισότητα για να βελτιώσουν την εικόνα και όχι την ουσία τους», ανέφερε η Μαρία Αγγελή.
Ο χώρος και η εξειδίκευση
Συναφές, βεβαίως, με τα όσα αναφέρει είναι το γεγονός πως τα κόμματα «ψάχνουν» για γυναίκες υποψήφιες έξω από τον πυρήνα τους, προς την κοινωνία των πολιτών. Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό, καθώς δίνει την ευκαιρία για προώθηση στην πολιτική γυναικών με επιτυχημένη επαγγελματική πορεία και εξειδίκευση σε άλλους τομείς, όμως πολλές φορές οι γυναίκες αυτές είναι «ξένα σώματα» σε σχέση με τους κομματικούς υποψηφίους και δεν αξιοποιούνται επαρκώς από τις πολιτικές δυνάμεις.
Ερωτηθείσα σχετικά, η κοινωνιολόγος ανέφερε πως «η άντληση υποψηφίων από την κοινωνία των πολιτών θα μπορούσε να είναι επωφελής για τα κόμματα. Τα μέλη της κοινωνίας των πολιτών έχουν εξειδίκευση σε θεματικές που είναι πολύ κοντά στην κοινωνία και τα πραγματικά της προβλήματα, όπως είναι το περιβάλλον, η ισότητα των φύλων, η υγεία, η τρίτη ηλικία, η μετανάστευση, η αναπηρία, τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα κοκ. Αυτές οι θεματικές είναι πολιτικές και κάποιες φορές η εξειδίκευση σε τέτοια ζητήματα λείπει από τα πολιτικά κόμματα. Έτσι, δεν το βρίσκω μεμπτό να ανατρέχουν στην κοινωνία των πολιτών».
Πρόσθεσε, ωστόσο, πως «το θέμα που προκύπτει εδώ είναι εάν τα κόμματα είναι έτοιμα να δώσουν χώρο σε αυτές τις γυναίκες και άλλους υποψήφιους από την κοινωνία των πολιτών να συμβάλουν στη διαμόρφωση του τρόπου λειτουργίας τους και να επηρεάσουν την ατζέντα τους. Εκτός από την άντληση υποψηφίων, τα κόμματα οφείλουν να είναι κοντά στην κοινωνία των πολιτών δημιουργώντας πλατφόρμες για εποικοδομητικό διάλογο και αξιοποίηση της εμπειρογνωμοσύνης που υπάρχει με τρόπο που να μην επιβαρύνει αλλά να υποστηρίζει το έργο της».
Αντιμέτωπες με τον σεξισμό
Πέραν από τα ελλείμματα των κομμάτων, υπάρχουν και παράγοντες που αποτρέπουν πολλές φορές γυναίκες να ασχοληθούν ενεργά με την πολιτική, αφού συχνά δέχονται μεγαλύτερο έλεγχο και περισσότερη κριτική, ενώ κατά καιρούς υφίστανται και σεξιστικές επιθέσεις. «Είναι γεγονός ότι οι γυναίκες πολιτικοί υφίστανται διαφορετική αντιμετώπιση και διάκριση στη βάση του φύλου σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής. Μία μελέτη της Παγκόσμιας Διακοινοβουλευτικής Ένωσης απέδειξε ότι οι γυναίκες πολιτικοί υφίστανται σεξισμό. Ο σεξισμός αυτός παίρνει διάφορες μορφές όπως είναι η αποσιώπηση της φωνής τους μέσα από την αγνόηση ή ακόμα και το κλείσιμο των μικροφώνων, η βία και η σεξουαλική παρενόχληση, η υποτίμηση και η ρητορική μίσους», ανέφερε η κ. Αγγελή.
Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν, δυστυχώς, και στην Κύπρο. «Έχουν σημειωθεί πολύ σοβαρά σεξιστικά περιστατικά και παρενόχληση στην κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων, τα οποία ενώ κοινοποιήθηκαν παρέμειναν ατιμώρητα. Είναι άκρως ανησυχητικό το γεγονός ότι η Βουλή επιτρέπει την παραβίαση των νομοθεσιών που η ίδια ψηφίζει. Αυτό δημιουργεί ένα εχθρικό περιβάλλον για τις γυναίκες πολιτικούς και στέλνει παράλληλα το μήνυμα προς όλη την κοινωνία ότι οι νομοθεσίες που προστατεύουν τις γυναίκες είναι ευάλωτες και λιγότερο εφαρμόσιμες», υπογράμμισε η κοινωνιολόγος.
«Επιπρόσθετα, οι έρευνές μας έχουν δείξει ότι οι γυναίκες πολιτικοί αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τα κυπριακά ΜΜΕ. Αφενός, συγκριτικά με άντρες, οι γυναίκες πολιτικοί έχουν λιγότερη παρουσία στα ΜΜΕ, περιορίζοντας την φωνή τους και τις ευκαιρίες προβολής τους. Αφετέρου, η παρουσίαση των γυναικών πολιτικών στα ΜΜΕ συνδέεται συχνά με την οικογένεια ή την εμφάνιση, γεγονός που αναπαράγει έμφυλα στερεότυπα που τις κράτησαν για αιώνες μακριά από τα κοινά», πρόσθεσε. Έφερε ως παράδειγμα τη διοργάνωση ξεχωριστών πάνελ κατά τις προεκλογικές περιόδους από τα τηλεοπτικά κανάλια, τα οποία δίνουν την εντύπωση ότι οι γυναίκες αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία πολιτικών, άνιση με τους άντρες.
«Οι δημοσιογράφοι συχνά κάνουν διαφορετικές ερωτήσεις στις γυναίκες και τους άντρες πολιτικούς, δημιουργώντας την εντύπωση ότι οι γυναίκες οφείλουν να συζητούν μόνο "γυναικεία" ζητήματα, υποβαθμίζοντας την ικανότητά τους για ουσιαστική παρέμβαση σε όλα τα πεδία. Αντίθετα, οι άνδρες πολιτικοί υπερ-εκπροσωπούνται. έχοντας περισσότερες ευκαιρίες προβολής σε ζητήματα που η κοινωνία θεωρεί θεματικές κύρους, όπως η οικονομία και η πολιτική», σημείωσε η Μαρία Αγγελή.
«Οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών στη δημόσια σφαίρα απαιτούν εφαρμογή των υφιστάμενων νομοθεσιών και κανόνων δεοντολογίας, καθώς και συγκεκριμένων πολιτικών ισότητας που διασφαλίζον ότι δεν υπάρχουν εμπόδια στην προσέλκυση, την είσοδο και την ανέλιξη στην πολιτική», κατέληξε.