Έψαχναν αστυνομικό όρκο, ερεύνησαν «ανεξέλεγκτα» δικηγορικό, κινδύνευσε το απόρρητο-Κατσάδα Ανωτάτου

Άλλη μια κατσάδα από Ανώτατο σε Αρχές και Πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με ένταλμα έρευνας που εκδόθηκε και εκτελέστηκε σε δικηγορικό γραφείο στη Λεμεσό, στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης, το οποίο ωστόσο ακυρώθηκε. Και αυτό διότι, όπως υπέδειξε στην απόφαση του το Ανώτατο, η έρευνα που εξουσιοδοτήθηκε με το ένταλμα, ήταν γενικευμένη και μπορούσαν να εξεταστούν και άλλα έγγραφα που βρίσκονταν στο δικηγορικό γραφείο, καθώς και κινητά τηλέφωνα, πέραν του κινητού δικηγόρου που βρισκόταν στο επίκεντρο, αλλά και ηλεκτρονικές συσκευές του δικηγορικού γραφείου.

«Ήταν, κατ' αυτό τον τρόπο, ανεξέλεγκτη και μπορούσε να επεκταθεί σε υλικό που προστατεύεται στη βάση του δικηγορικού απορρήτου. Είχε, επομένως, η εξουσιοδότηση επεκταθεί πέραν της απολύτως απαραίτητης, δεν ήταν, στην έκταση που χορηγήθηκε, αναγκαία και επομένως δεν ήταν ούτε αναλογική του σκοπού που φιλοδοξούσε να εξυπηρετήσει», υπέδειξε το Ανώτατο.

Όπως καταγράφεται στην απόφαση, πρόκειται για ένταλμα που ζήτησε η Αστυνομία, στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης, για την οποία είχαν συλληφθεί δύο πρόσωπα και κατασχέθηκαν δύο κινητά τηλέφωνα. Στο ένα, εντοπίστηκε ο όρκος του ανακριτή που παρουσίασε στη διαδικασία προσωποκράτησης τους που είχε διεξαχθεί την 20.9.2023 και ο οποίος φέρεται να αποστάλθηκε από δικηγόρο που είχε αναλάβει τον ένα εκ των υπόπτων.

Ο ανακριτής της υπόθεσης, στον όρκο ανέφερε πως ζητούσε το ένταλμα έρευνας, «προς αποφυγή επηρεασμού μαρτυρίας, καταστροφής τεκμηρίων όπως έγγραφα, ηλεκτρονικές συσκευές και κινητά τηλέφωνα και διευκόλυνση των Αστυνομικών ανακρίσεων, αφού διασφαλιστεί ότι η έρευνα θα αποσκοπεί μόνο σε εντοπισμό τεκμηρίων που αφορούν μόνο την παρούσα υπόθεση και στον εντοπισμό της αναφερόμενης συνομιλίας και εγγράφων».

Ήταν η θέση του δικηγόρου του αιτητή που προσέφυγε στο Ανώτατο, Δημήτρη Λοχία, πως η έρευνα που εξουσιοδοτήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν «γενικευμένη και ανεξέλεγκτη», χωρίς να τίθενται οποιεσδήποτε ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία του δικηγορικού απορρήτου, δεδομένου ότι το ένταλμα αφορούσε δικηγορικό γραφείο, ενώ παράλληλα, έθεσε ζήτημα απουσίας επαρκούς προσδιορισμού των αντικειμένων που αναζητούνταν, καθώς και ζήτημα αναλογικότητας και αναγκαιότητας του εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε.

Περαιτέρω, ο συνήγορος υπεράσπισης του αιτητή, ανέφερε πως δεν προέκυπτε καμιά σύνδεση του δικηγορικού γραφείου με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και με τα αντικείμενα που αναζητούνταν (κινητό και αντίγραφο του αστυνομικού όρκου), υποδεικνύοντας την ίδια ώρα, πως στον όρκο δεν αναφέρονταν οποιαδήποτε γεγονότα προς αυτή την κατεύθυνση. Συνεπώς, όπως υποστήριξε ο Δημήτρης Λοχίας, «εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η εύλογη υπόνοια, την οποία προφανώς είχε διαμορφώσει για την εμπλοκή του Αιτητή 1, στοιχειοθετούσε τις προϋποθέσεις και την αναγκαιότητα για την έκδοση εντάλματος έρευνας του γραφείου τους. Ακόμα και με δεδομένη την εμπλοκή του Αιτητή 1, αναφέρουν, δεν καταδεικνυόταν χωρίς άλλο ότι τα αντικείμενα που αναζητούνταν βρίσκονται ή φυλάσσονται στο γραφείο του, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας για να ερευνηθεί ο χώρος αυτός».

Στην αντίπερα όχθη, η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, που εκπροσωπείτο από την δικηγόρο Άγγελα Τιμοθέου, υποστήριξε στην αγόρευση του, ότι αυτό που αναζητείτο δεν ήταν το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, παρά μόνο η φωτογραφία του όρκου που αποστάλθηκε από τον δικηγόρο, εκφράζοντας την θέση πως η φωτογραφία δεν συνιστά περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.

Το Ανώτατο, ανέφερε στην απόφαση του, πως εφόσον αναζητείτο το κινητό τηλέφωνο του δικηγόρου και αντίγραφο του όρκου, το ζήτημα που προκύπτει, είναι κατά πόσο οι περιστάσεις δημιουργούσαν εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι τα αντικείμενα αυτά ή οποιοδήποτε από αυτά, μπορούσε να ανευρεθεί σε κάποιο χώρο, ώστε να δικαιολογείται η έρευνα αυτού του χώρου με σκοπό την ανεύρεση και κατάσχεση του.

Όπως είπε, «το αναμενόμενο είναι ότι ο καθένας μεταφέρει μαζί του το κινητό του τηλέφωνο. Το κατέχει στον επαγγελματικό του χώρο κατά τις ώρες της εργασίας του και στην κατοικία του όταν βρίσκεται εκεί.  Ιδιαίτερα ένας δικηγόρος αναμένεται ότι έχει μαζί του το κινητό του τηλέφωνο όταν βρίσκεται στο δικηγορικό του γραφείο. Κατά λογική συνέπεια, εφόσον ερευνηθεί το δικηγορικό του γραφείο σε ώρα που ο δικηγόρος βρίσκεται εκεί, αναμένεται ότι θα ανευρεθεί και το κινητό του τηλέφωνο.  Σημειώνεται ωστόσο ότι η παρουσία του Αιτητή 1 στο χώρο δεν είχε τεθεί ως προϋπόθεση ή όρος για την εκτέλεση του εντάλματος. Το αντίγραφο του όρκου, είναι έγγραφο το οποίο κατείχε ο Αιτητής 1 ως δικηγόρος της χχχ και σχετίζεται και με τον χχχ., την υπόθεση του οποίου έχει επίσης αναλάβει ο Αιτητής.  Δικαιολογείτο, επομένως, να υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι το έγγραφο αυτό θα βρισκόταν στο φάκελο των πιο πάνω υποθέσεων στο δικηγορικό γραφείο του Αιτητή 1».

Ωστόσο, το Ανώτατο σημείωσε πως το ένταλμα δεν εκδόθηκε με αναφορά στο κινητό τηλέφωνο του δικηγόρου και το αντίγραφο του όρκου μόνο, υποδεικνύοντας περαιτέρω, πως η σημείωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ένταλμα, ότι θα πρέπει να διαφυλαχτεί το δικηγορικό απόρρητο, δεν ήταν περιοριστική των εξουσιών της Αστυνομίας, αλλά συνιστούσε επισήμανση της ανάγκης.

«Και ασφαλώς και το ένταλμα εκδόθηκε «αποκλειστικά για σκοπούς εντοπισμού των αντικειμένων που αναφέρονται στον όρκο και στο παρόν ένταλμα», μόνο που αυτά δεν προσδιορίστηκαν και δεν περιορίστηκε το ένταλμα στα δύο αντικείμενα που δικαιολογημένα αναζητούνταν, αλλά εκδόθηκε σε σχέση με «έγγραφα, κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικές συσκευές τα οποία δυνατό να αποτελέσουν τεκμήρια για στοιχειοθέτηση των αδικημάτων», δηλαδή γενικά για έγγραφα, ενώ δικαιολογείτο να αναζητείται ο συγκεκριμένος όρκος που μπορούσε να περιγραφεί, γενικά για κινητά τηλέφωνα, ενώ δικαιολογείτο να αναζητείται συγκεκριμένο που επίσης μπορούσε να προσδιοριστεί και για ηλεκτρονικές συσκευές, ενώ δεν δικαιολογείτο να αναζητείται οιαδήποτε ηλεκτρονική συσκευή. Η Χρυσάνθου κ.ά. (Αρ.2) (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1175, 1187-8, στην οποία αναφέρθηκε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα διακρίνεται, εφόσον εδώ τα αντικείμενα που αναζητούνταν ήταν συγκεκριμένα και μπορούσαν να προσδιοριστούν με ακρίβεια, αλλά και η φύση του χώρου που θα ερευνούσε η Αστυνομία επέβαλλε να αποφευχθεί μια γενικευμένη έρευνα, για λόγους που αναπτύσσονται στη συνέχεια. Στο περίγραμμα αγόρευσης της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα αναφέρεται ότι: «Συγκεκριμένα επί του εντάλματος αναφέρεται αυτολεξεί: "Προς αποφυγή επηρεασμού μαρτυρίας, καταστροφής τεκμηρίων όπως έγγραφα, ηλεκτρονικές συσκευές και κινητά τηλέφωνα και διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, αφού διασφαλιστεί ότι η έρευνα θα αποσκοπεί μόνο σε εντοπισμό τεκμηρίων που αφορούν μόνο την παρούσα υπόθεση και στον εντοπισμό της αναφερόμενης συνομιλίας και εγγράφων..."». Αυτό είναι λάθος. Το πιο πάνω απόσπασμα αναφερόταν στο όρκο (σελ.6-7). Ό,τι αναφερόταν στο ένταλμα έχει σημειωθεί».

Πέραν των πιο πάνω, το Ανώτατο στην απόφαση του, σημείωσε πως ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η έρευνα σε δικηγορικό γραφείο θα γινόταν στην παρουσία ανεξάρτητου παρατηρητή, ήταν απαραίτητο να τίθενται περιορισμοί, διαφορετικά και ο ανεξάρτητος παρατηρητής δεν θα μπορούσε να επέμβει στον τρόπο εκτέλεσης του εντάλματος. Μάλιστα, παρέπεμψε σε σχετικές υποθέσεις, όπου η έρευνα στην μια περίπτωση είχε γίνει στην παρουσία του Προέδρου της Ένωσης Δικηγόρων και στην άλλη, στην παρουσία Ερευνώντα Δικαστή, Αντιπροσώπου του Δημοσίου Κατήγορου και του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου.

Επιπρόσθετα, το Ανώτατο παρέπεμψε σε παρόμοια απόφαση, όπου καταγράφεται πως δεν υπάρχει στις πρόνοιες των Άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155, οτιδήποτε που να επιβάλλει στον Δικαστή να θέτει συγκεκριμένους όρους. Όμως το Δικαστήριο θα πρέπει να προσαρμόζει το ένταλμα και τους όρους αυτού, κατά τρόπο που να συνάδει με τη σύγχρονη νομολογία επί του θέματος, η οποία, όπως αναφέρεται, θέτει ασφαλιστικές δικλείδες σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ της ανάγκης να διερευνηθεί ποινικό ή ποινικά αδικήματα και της ανάγκης της προστασίας που πρέπει να παρέχεται σε επαγγελματίες και ιδιαίτερα τους δικηγόρους που έχουν απόλυτο καθήκον εχεμύθειας προς τους πελάτες τους που τους εμπιστεύονται υποθέσεις. Στην συγκεκριμένη υπόθεση, το Δικαστήριο υπέδειξε πως «το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στους αιτητές ως δικηγορικό γραφείο, είναι μεγαλύτερο από αυτό που λογικά θα επιτρεπόταν εάν το ένταλμα κατά τα άλλα είχε νομίμως εκδοθεί. Με άλλα λόγια, ο τρόπος διατύπωσης του εντάλματος, όπως αυτό ζητήθηκε από την Αστυνομία ήταν δυσανάλογος του επιδιωκόμενου σκοπού». 

Με βάση την πιο πάνω απόφαση, το Ανώτατο, στην παρούσα υπόθεση, έκρινε πως το αντίγραφο του όρκου που η Αστυνομία αναζητούσε στο δικηγορικό γραφείο, όχι μόνο μπορούσε να περιγραφεί, αλλά ήταν έγγραφο που η Αστυνομία κατείχε και ό,τι αναζητείτο ήταν το αντίγραφο που φερόταν να είχε χρησιμοποιήσει ο δικηγόρος. 

Όπως υπέδειξε, «το ένταλμα θα μπορούσε ''να προσαρμοστεί'' με το να επισυναφθεί σε αυτό ένα αντίγραφο του όρκου και να εξουσιοδοτείται η Αστυνομία να αναζητήσει και να κατάσχει το αντίγραφο για το οποίο υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι φυλασσόταν στο δικηγορικό γραφείο.  Έτσι, οι Αστυνομικοί που θα διεξήγαγαν την έρευνα δεν θα είχαν εξουσία ούτε καν να στρέψουν το βλέμμα τους σε οιονδήποτε έγγραφο δεν είχε την μορφή (layout) του επισυναπτόμενου στο ένταλμα.  Δεν θα μπορούσαν να διέλθουν οποιοδήποτε έγγραφο για να εξετάσουν κατά πόσο επρόκειτο για το αντίγραφο που αναζητείτο. Μπορούσε ακόμα να περιοριστούν οι ενέργειες σε σχέση με το κινητό τηλέφωνο του Αιτητή 1, χρονικά και θεματικά, ώστε να περιοριστεί το εύρος των πληροφοριών απορρήτου χαρακτήρα που θα κινδύνευαν να αποκαλυφθούν.  Όμως, η έρευνα δεν περιορίστηκε καν στο κινητό τηλέφωνο του Αιτητή 1 και δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε ειδικά για την προστασία του Αιτητή 2 ή άλλων δικηγόρων, υπαλλήλων του συνεταιρισμού, που στεγάζονταν στο υπόψη δικηγορικό γραφείο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να υποδείξει τί θα έπρεπε να αναφερθεί στο ένταλμα.  Σκοπός ήταν να υποδειχθεί ότι υφίσταντο πρακτικές λύσεις για τη χαλιναγώγηση της εξουσίας που δόθηκε».

Δειτε Επισης

Έλεγαν έκαναν έρευνες αλλά ήταν νεκρή στην ίδια της την πολυκατοικία-Εκτεθειμένο το ΤΑΕ Λεμεσού, σωρεία ερωτημάτων
Αλλαγές στη συνεργασία EUROPOL με ιδιώτες και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων
Έργα κατά τις προσεχείς ημέρες, τα οποία θα επηρεάσουν την τροχαία κίνηση
Σοβαρός τραυματισμός 84χρονου-Συγκρούστηκε με όχημα, εγκατέλειψε τη σκηνή ο δεύτερος οδηγός
Διεύρυνση περιπτώσεων μεταφοράς κατάδικου σε άλλη χώρα για να εκτίσει ποινή
Πληρώνονται υπερωρίες μέχρι και τον Αύγουστο 2024 οι Αστυνομικοί ύψους €2,8 εκ.
Νεκρή στην πολυκατοικία όπου διέμενε εντοπίστηκε η 59χρονη που είχε δηλωθεί ελλείπουσα στη Λεμεσό
Χάθηκαν τα ίχνη της 13χρονης Κωνσταντίνας από την οικία της στη Λευκωσία (pic)
Στη Νομική Υπηρεσία ο φάκελος για τον ανήλικο που έστελνε email για βόμβες στα αεροδρόμια της Ελλάδας
Κολλημένες στην Εισαγγελία εννέα υποθέσεις για το σκάνδαλο Αββακούμ, σε εξέλιξη άλλες έξι