«Τις 25 Ιανουαρίου δέχθηκα τηλεφώνημα από τη ΔΕΑ, την ημέρα που θα γιόρταζες τα γενέθλια σου»
19:23 - 16 Μαρτίου 2024
Σχεδόν πενήντα χρόνια πέρασαν μέχρι να ταυτοποιηθούν τα οστά του ήρωα, Γεώργιου Χριστοφή Χαραλάμπους, από την Ποταμίτισσα, που έπεσε ηρωικά υπερασπιζόμενος την πατρίδα, το μαύρο εκείνο καλοκαίρι του 1974, όταν οι δυνάμεις του Αττίλα εισέβαλαν στην Κύπρο και σκόρπισαν τον όλεθρο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Κηδεύτηκε ο ήρωας καταδρομέας Χριστοφή Γεωργίου-«Δεν λογάριασε τον θάνατο»
Ο Γεώργιος Χριστοφή Χαραλάμπους ήταν ένας από τους καταδρομείς που χάθηκαν στον Αύγουστο του 1974, με την τύχη τους να μένει άγνωστη μέχρι και τον Ιανουάριο του 2024. Συγκεκριμένα, στις 25 Ιανουαρίου, η οικογένειά του ενημερώθηκε ότι τα οστά του ταυτοποιήθηκαν. Το παιχνίδι της μοίρας ήταν να αναγνωριστούν τα οστά του την ίδια ημέρα των γενεθλίων του. Το πρωί της 16ης Μαρτίου, ο ήρωας Γεώργιος Χριστοφή Χαραλάμπους πέρασε στο πάνθεο των ηρώων, όταν τάφηκαν τα οστά του, στην παρουσία της Επικεφαλής για Ανθρωπιστικά Θέματα Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων.
«Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να συνοδεύσουμε το Γιώργο μας, το δικό μας ήρωα, στην τελευταία του κατοικία, με όλες τις πρέπουσες τιμές που του αρμόζουν. Πολλά και απερίγραπτα τα συναισθήματα παππού μου, όπως και η περηφάνια για σένα είναι μεγάλη. Όλοι σου οι συγγενείς βρίσκονται σήμερα εδώ. Όλοι βρισκόμαστε σήμερα εδώ, παππού, εκτός από δύο. Το Χαμπή και την Ειρήνη, τον πατέρα και τη μητέρα σου, που σε έφεραν σε τούτο τον κόσμο, σε μεγάλωσαν με αρχές και αξίες και έφυγαν από τη ζωή με μόνο μία έγνοια. Πότε θα επιστρέψει ο Γιώργος τους», ανέφερε στον συγκινητικό επικήδειο που εκφώνησε εκ μέρους της οικογένειας, η εγγονή του ήρωα, Μαρία Χαραλάμπους.
Συνεχίζοντας, η εγγονή του ήρωα επεσήμανε πως «πενήντα χρόνια προσμονής, αγωνίας και λαχτάρας έκλεισαν τον κύκλο τους εκείνο το πρωινό της 25ης Ιανουαρίου, όταν δέχθηκα εκείνο το ξαφνικό τηλεφώνημα από τη λειτουργό της ΔΕΑ, που θέλησε να μας ενημερώσει για τη τύχη σου. Την ίδια ημέρα που αν βρισκόσουν εν ζωή, θα γιόρταζες με εμάς, τη σύζυγό σου, το γιο σου και τα εγγόνια σου τα 76 σου χρόνια, τα γενέθλιά σου. Η 25η Ιανουαρίου για μας αποτελούσε πάντα μία ξεχωριστή ημέρα και πλέον χαράσσεται ακόμη πιο βαθιά μέσα μας».
Τα οστά του ήρωα καταδρομέα εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο στον Λευκόνοικο, όπως ενημερώθηκε η οικογένεια από τη ΔΕΑ. «Ένα τηλεφώνημα που θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη μου. Πρώτη μου σκέψη πώς θα ανακοινώσω στη σύζυγό σου Χρυστάλλα και στο μονάκριβο γιο σου, Ανδρέα, πως η αγωνία πενήντα χρόνων θα πρέπει να τελειώσει, πως ο Γιώργος τους επιτέλους βρέθηκε, όμως δεν μπορούσε να τους αγκαλιάσω. Όμως, παρά τη λύπη και απογοήτευση, η γυναίκα σου και το παιδί σου, στάθηκαν στα πόδια τους, αποδέχτηκαν με περηφάνια και τιμή ότι ο Γιώργος τους πέρασε στο πάνθεο των ηρώων. Ολόκληρη η οικογένεια δεν έσκυψε το κεφάλι και ούτε θα το κάνει».
Αναφερόμενη στον παππού της, η Μαρία ανέφερε πως ήταν γαλουχημένος με αρχές και αξίες και στάθηκε με θάρρος απέναντι στον εχθρό και μη φοβούμενος έπεσε ηρωικά μαχόμενος για την πατρίδα και τα πιστεύω του. «Να ξέρεις πως στεκόμαστε όρθιοι, γεμάτοι περηφάνια και τιμή που έχουμε το αίμα σου. Το αίμα ενός ήρωα, που από την πρώτη στιγμή δήλωσε παρών στον αγώνα. Φόρεσες τη στολή σου, άρπαξες το όπλο σου, φίλησες γυναίκα και παιδί και έφυγες για τον πόλεμο. Αποφασισμένος να υπερασπιστείς τα πιστεύω σου, συνέβαλες στον αγώνα για να αφήσεις μία Κύπρο ελεύθερη για την επόμενη γενιά».
Στη συνέχεια, η Μαρία αναφέρθηκε στα τέσσερα εγγόνια του ήρωα, αλλά και τα δυσέγγονά του, που δεν τον γνώρισαν «όμως πάντα βρισκόσουν στο πατρικό μας, σε κάθε γιορτή, σε κάθε τραπέζι. Μεγαλώσαμε με ό,τι είχαμε δικό σου, με φωτογραφίες και ιστορίες, με μόνη ευχή μας να σε γνωρίζαμε. Μεγάλο το χρέος, παππού, να είμαστε τα εγγόνια ενός ήρωα. Γι’ αυτό υποσχόμαστε τα δισέγγονά σου να μεγαλώσουν κρατώντας την θύμηση σου ζωντανή».
Αναφερόμενη στο μοιραίο μαύρο εκείνο καλοκαίρι, η εγγονή του ήρωα τόνισε πως «η τελευταία σου κουβέντα προς την οικογένειά σου ήταν να προσέχετε τα μωρά. Τα μωρά της οικογένειας που τόσο αγαπούσες. Πάνω από όλα η έγνοια σου για τον πεντάχρονο γιο σου. Στις 10 Αυγούστου επέστρεψες στο χωριό και πέρασες λίγες ώρες με τη γυναίκα και το παιδί σου, μη γνωρίζοντας πως θα είναι οι τελευταίες. Στις 12 Αυγούστου ο τελευταίος αποχαιρετισμός. Εσύ είχες την ελπίδα ότι θα επιστρέψεις, όπως και την πρώτη φορά. Όμως, η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Περνούσαν οι μέρες, ο πόλεμος τελείωσε και οι επιζώντες επέστρεψαν στα σπίτια τους. Το δικό σου σπίτι βυθίστηκε στην αναμονή».
Αναφερόμενη στη γιαγιά της, Χρυστάλλα, επεσήμανε πως όλα αυτά τα χρόνια δεν λύγισε και στάθηκε στα πόδια της. «Ήρωας πολέμου εσύ, ηρωίδα ζωής αυτή. Μεγάλωσε μόνη το μοναχοπαίδι σας, προσφέροντάς του τα πάντα. Εκτός από μία απάντηση στην ερώτηση που άκουγε συχνά. Πότε θα έρτει ο παπάς; Ξέρω πως είσαι ήρεμος παππού μου, αφού η γιαγιά μεγάλωσε με όλη της την αγάπη το γιο σας, τα εγγόνια και τώρα τα δυσέγγονά σας».
Στο τέλος του επικήδειου, η εγγονή φώναξε «Γεώργιος Χριστοφή Χαραλάμπους, παρών», ενώ ακούστηκε από τους παρευρισκόμενους η λέξη ήρωας και αθάνατος.
Ο επικήδειος του συναγωνιστή του
Μετά την εγγονή του ήρωα, επικήδειο ανέγνωσε και ένας εκ των συναγωνιστών του, ο κ. Σουμελής, ο οποίος αναφέρθηκε στην ιστορία εκείνης της ημέρας. Όπως υπέδειξε πως «με το κάλεσμα της πατρίδας, χωρίς δεύτερη σκέψη τρέξαμε και καταταγήκαμε στην μονάδα μας, αφήνοντας πίσω συζύγους και μικρά παιδιά. Πριν το μεσημέρι βρεθήκαμε στον Πενταδάκτυλο, μέσα στις φωτιές και τις μάχες. Το Γεώργιο Χριστοφή τον γνώριζα από τα μαθητικά μας χρόνια, από το 1962».
Στην συνέχεια αναφέρθηκε στις 23 Ιουλίου, που ήταν η εκεχειρία και κατάπαυση του πυρός και την επιστροφή στην Αθαλάσσα και στη συνέχεια στην πορεία τους στην Τύμπου και τη διαταγή να πάνε στον Παχύαμμο Κερύνειας, για να αντικαταστήσουν το τάγμα που ήταν εκεί, ενώ σημείωσε πως η μετάβασή τους καθυστερούσε, επειδή περίμεναν το νέο διοικητή για να τους μιλήσει.
«Στις 6 Αυγούστου, έδωσαν μονοήμερη άδεια στους παντρεμένους, για να επισκεφτούν τις οικογένειές τους, ανάμεσά τους ο Χριστοφή και εγώ. Στις 8 Αυγούστου ήρθε ο νέος διοικητής, μας μίλησε και την επόμενη ξεκινήσαμε για την πορεία. Στην Χαλεύκα, συνεχίσαμε με τα πόδια για να μην μας καταλάβουν οι Τούρκοι. Φτάσαμε στον Παχύαμμο και έγινε η παραλαβή παράδοση. Κάθε μέρα, οι Τούρκοι χτυπούσαν τις θέσεις μας».
Θυμήθηκε τις επιθέσεις που δέχονταν από τους Τούρκους και αναφερόμενος στις 14 Αυγούστου, στις 4:00 το πρωί, επεσήμανε πως είδε τους Τούρκους να μην κινούνται όπως τις προηγούμενες ημέρες και κατάλαβε ότι θα τους χτυπήσουν. Ξύπνησε τους στρατιώτες της ομάδας, όταν είδε δύο λάμψεις.
«Χτυπούσαν ψηλά που ήταν το 361 Τάγμα πεζικού. Ταυτόχρονα, άρχισαν να πέφτουν οι όλμοι πάνω μας, τα πολυβόλα έριχναν ασταμάτητα. Αυτή η κόλαση πυρός συνεχίστηκε μέχρι τις 10 το πρωί. Δεν κάναμε βήμα πίσω και κρατήσαμε τις θέσεις μας. Άκουσα μία φωνή να φωνάζει πως έχουμε νεκρούς και τραυματίες και είπε ότι είναι ο Σωκράτης Σωκράτους. Μετά, άκουσα τον διοικητή να φωνάζει στο λοχαγό “κύριε Σεμετζιή, κύριε Σεμετζιή”, όμως εκείνος δεν ανταποκρινόταν, επειδή φοβόταν ότι θα διέταζε επίθεση. Τελικά του είπε να πάρει το τάγμα του και να οπισθοχωρήσει και θα συναντιόμασταν στη Χαλεύκα».
Συνεχίζοντας, επεσήμανε πως πήραν το δρόμο για τη Χαλέυκα μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού και άκουσε τη φωνή του ήρωα Γεώργιου Χριστοφή Χαραλάμπους ότι ένας φίλος τους, ο Μιχαλάκης, χτυπήθηκε και δεν μπορούσε να περπατήσει και τότε ο κ. Σουμελής υπέδειξε πως κοντοστάθηκε.
«Ο φίλος μας είχε φοβερούς πόνους στην κοιλιά, τον στηρίζαμε και προχωρούσαμε και κάθε λίγα μέτρα σταματούσαμε για να ξεκουραστεί. Γύρω στα μεσάνυχτα, κουρασμένοι, διψασμένοι και νηστικοί, καθίσαμε να ξεκουραστούμε και κάποιοι αποκοιμήθηκαν, ανάμεσά τους και ο Μιχαλάκης. Τους ξυπνήσαμε μετά από μία ώρα και μετά συνεχίσαμε για την Χαλεύκα. Περιμέναμε να χαράξει το φως και να συνεχίσουμε προς την Κυθρέα. Μόλις ξεκινήσαμε την κάθοδο, είδαμε ένα στρατιώτη χλωμό, με χείλη λευκά και μας είπε ότι τους ξέφυγε και είδε τους Τούρκους να βάζουν τους αιχμάλωτους στο Παλαίκυθρο. Έτσι, αποφασίσαμε να αλλάξουμε πορεία».
Στη συνέχεια, ο κ. Σουμελής υπέδειξε πως γύρω στο μεσημέρι, κατηφορίζοντας στο ύψος της Καλογρέας, σταμάτησαν για να ξεκουραστεί ο Μιχαλάκης και είδαν ένα νεαρό με πολιτικά, να οδηγά ένα τρακτέρ. «Σταμάτησε και ρώτησε αν ήθελε κάποιος να ανέβει μαζί του στο τρακτέρ και μετά από λίγη σκέψη είπε ο Μιχαλάκης “καλύτερα να ανέβω εγώ για να μην σας είμαι βάρος”. Εμείς του είπαμε ότι δεν τον εγκαταλείψουμε, όμως επέμενε να μας ελευθερώσει. Ρώτησα αν ήθελε κάποιος άλλος να ανέβει, για να είναι μαζί με τον Μιχαλάκη και εξέφρασε την επιθυμία ο Γεώργιος Χριστοφή και αφού αγκαλιαστήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε έφυγαν και είπαμε καλή αντάμωση».
Ο κ. Σουμελής σημείωσε πως προχώρησαν το δρόμο τους και σημείωσε πως άλλαξαν πορεία όταν είδαν κάποια σημάδια στον δρόμο. Έφτασαν τους υπόλοιπους καταδρομείς σε δύο καρότσες, που οδηγούσαν δύο γεωργικά τρακτέρ. Ρώτησε ο ίδιος για τον Γεώργιο Χριστοφή και το Μιχαλάκη, όμως κανένας δεν τους είδε. «Μετά από μαρτύριο, το Σεπτέμβριο στην προσπάθειά μας να περάσουμε στις ελεύθερες περιοχές, περικυκλωθήκαμε από Τούρκους με αυτόματα όπλα και παραδοθήκαμε. Δεκατρείς μέρες πραγματικής κόλασης. Στις 26 Σεπτεμβρίου ήμασταν ελεύθεροι και επιστρέψαμε με την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Την επόμενη το πρωί, μου χτύπησε την πόρτα ο πεθερός του Γεώργιου Χριστοφή και κατάλαβα ότι δεν τα κατάφεραν. Του είπα ότι θα προσπαθήσουμε να τους ελευθερώσουμε, όπως όλους εμάς».
Το ποίημα της δισέγγονης
Κατά τη διάρκεια της τελετής, μία εκ των δυσέγγονων του ήρωα Γεώργιου Χριστοφή, η Γεωργία, θέλησε να απαγγείλει ένα ποίημα αφιερωμένο σε εκείνο.
Ο επικήδειος της Άννας Αριστοτέλους
Χρέος μας είναι να μη λησμονήσουμε ποτέ τη θυσία των ηρώων μας και να αγωνιστούμε για την απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας μας, είπε στον επικήδειο λόγο της η Επικεφαλής Ανθρωπιστικών Θεμάτων Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων Άννας Αριστοτέλους στην κηδεία του μέχρι πρότινος αγνοουμένου του 1974, καταδρομέα Χριστοφή Γεώργιου του Χαράλαμπους,.
«Οφείλουμε να διατηρήσουμε άσβεστη τη μνήμη του και να μεταλαμπαδεύσουμε στη νέα γενιά την αγάπη και αφοσίωσή του για την πατρώα γη», πρόσθεσε και συνεχίζοντας είπε ότι «η θυσία του Χριστοφή Γεώργιου, όπως και των υπόλοιπων ηρωικά πεσόντων λοκατζήδων που συγκαταλέγονται στον κατάλογο των επιφανών ηρώων της κυπριακής ιστορίας που με αρετή και τόλμη προσέφεραν τη ζωή τους ανιδιοτελώς στο θυσιαστήριο της ελευθερίας και της δημοκρατίας μάς, εναποθέτει τεράστιο χρέος. Χρέος αφενός να μη λησμονήσουμε ποτέ τη θυσία τους και αφετέρου να αγωνιστούμε για την απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας μας».
Οπως μεταδίδει το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, η κ. Αριστοτέλους σημείωσε ότι «με αισθήματα σεβασμού, συγκίνησης και υπερηφάνειας συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να απευθύνουμε το ύστατο χαίρε στο γενναίο τέκνο της πατρίδας μας, καταδρομέα Χριστοφή Γεώργιο του Χαράλαμπου και της Ειρήνης. Για να συνοδεύσουμε στην τελευταία του κατοικία έναν ήρωα που δεν λογάριασε τον θάνατο και θυσίασε τη ζωή του στο βωμό της πατρίδας, υπερασπιζόμενος την ελευθερία και τη δημοκρατία».
«Ο Χριστοφή Γεώργιος επιστρέφει σήμερα στη γενέτειρα του, στη γη που τον γέννησε για να ταφεί με τις τιμές που αρμόζουν σε έναν ήρωα. Το όνομά του γράφεται με ανεξίτηλο μελάνι στην ιστορία μας και στο πάνθεο των ηρώων της κυπριακής ελευθερίας», συμπλήρωσε.
Σημείωσε ακόμα ότι, «τα οστά του λεβέντη που κηδεύουμε σήμερα εντοπίστηκαν στις εκταφές που έγιναν στην περιοχή του Λευκονοίκου το 2022 και στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν ανθρωπολογικές εξετάσεις και εξετάσεις DNA, με βάση τις οποίες έχει διακριβωθεί η ταυτότητα των οστών του».
«Η παρακαταθήκη όμως που άφησε ο Χριστοφή αποτελεί πρότυπο υπερηφάνειας, παράδειγμα ανδρείας, αυτοθυσίας, αρχών και αξιών, και δείχνει σε όλους εμάς ότι για αυτούς τους γενναίους άνδρες, όπως τον Χριστοφή Γεώργιο, οφείλουμε να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για τη διακρίβωση της τύχης και του τελευταίου των αγνοουμένων μας», είπε τέλος.
Στο τέλος κατατέθηκαν στεφάνια από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εκπροσώπους κομμάτων, την οικογένεια και πολιτικών και τοπικών οργανώσεων.