Άνθρακας τα περί σχεδιαζόμενου φόνου από Κεντρικές-Ακύρωσε την «πληροφορία υψηλής αξιοπιστίας» το Ανώτατο
19:37 - 12 Μαρτίου 2024
Σε φιάσκο εξελίχθηκε τα περί σχεδιαζόμενης δολοφονίας προσώπου από τις Κεντρικές Φυλακές, υπόθεση για την οποία η Αστυνομία εξασφάλισε ένταλμα, επικαλούμενη μάλιστα «πληροφορία υψηλής αξιοπιστίας», χωρίς ωστόσο να αναφέρει το υποψήφιο θύμα της εγκληματικής ενέργειας και χωρίς να προσδιορίσει την πηγή της ή πρωτογενή γεγονότα, με το Ανώτατο, παρά την ένσταση από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα, να ακυρώνει το σχετικό ένταλμα.
Πρόκειται για ένταλμα έρευνας που αιτήθηκε και εξασφάλισε από το Δικαστήριο το ΤΑΕ Αρχηγείου, κατόπιν «πληροφορίας υψηλής αξιοπιστίας», η οποία, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στον όρκο του ανακριτή, προέρχεται από τις Κεντρικές Φυλακές, ενώ καταγράφεται λεκτικό, που η Αστυνομία ισχυρίστηκε πως ήταν κρατούμενου.
Η Αστυνομία μετά τη σχετική πληροφορία, που παραμένει ερώτημα ο τρόπος με τον οποίο την εξασφάλισε, είχε ζητήσει και εξασφαλίσει ένταλμα έρευνας στην οικία προσώπου στη Λάρνακα, για τα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξης κακουργήματος, συνομωσίας προς διάπραξης πλημμελήματος, απειλή βιαιοπραγίας, απειλή, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και συμμετοχή και αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων.
Το ένταλμα, εκτελέστηκε 24 ώρες μετά την λήψη της πληροφορίας, σύμφωνα με τα όσα προκύπτουν από τον όρκο, και συγκεκριμένα τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 2024, ενώ ταυτόχρονα εκτελέστηκε ένταλμα έρευνας και στο κελί κατάδικου, από το οποίο κατασχέθηκε ένα κινητό, ωστόσο η Αστυνομία δεν προέβη σε οποιαδήποτε σύλληψη. Σημειώνεται πως μέχρι σήμερα δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε υπόθεση και δεν υπάρχει καμία εξέλιξη γύρω από την υπόθεση.
«Απτή η πληροφορία» υποστήριξε η Εισαγγελία
Την ακύρωση του σχετικού εντάλματος, ζήτησε και πέτυχε ο δικηγόρος των εμπλεκομένων προσώπων, Χρήστος Πουτζιουρής, ο οποίος μεταξύ άλλων ανέφερε πως με βάση τα όσα καταγράφονται στην όρκο του ανακριτή, δεν προκύπτει εύλογη υποψία που να απαιτούσε την έκδοση του σχετικού εντάλματος, ενώ υπέδειξε πως αυτό, «πάσχει από έκδηλη πλάνη νόμου και/ή προφανή υπέρβαση δικαιοδοσίας, λαμβανομένου ότι δεν αναφέρονται στον Όρκο, στη βάση του οποίου εξασφαλίστηκε, τα γεγονότα που έλαβε η Αστυνομία και ούτε αποκαλύπτεται η πηγή πληροφόρησης των πληροφοριών της Αστυνομίας».
Επιπρόσθετα, η πλευρά του αιτητή, υπέδειξε στο Δικαστήριο, πως το ένταλμα εκτελέστηκε 20 ώρες μετά τη λήψη της σχετικής πληροφορίας, ενώ δεν προσδιοριζόταν η ώρα και δεν υπήρχε χρονική περίοδος, κατά την οποία θα έπρεπε να εκτελεστεί.
Από την πλευρά τους, οι δικηγόροι της Δημοκρατίας, Βασίλης Μπίσσας και Μαρίνα Μασουρά, έφεραν ένσταση, λέγοντας πως η έκδοση του εντάλματος έρευνας έγινε νομότυπα, εφόσον το σύνολο των γεγονότων και πληροφοριών που καταγράφονταν στον Όρκο, καταδείκνυαν τη σωρευτική ικανοποίηση των προϋποθέσεων για την έκδοση του, ενώ υποστήριξαν πως η πληροφορία, βάσει της οποίας εκδόθηκε το ένταλμα, «ήταν απτή, σαφής και συγκεκριμένη και ότι στον Όρκο καταγράφονταν όλα τα πρωτογενή γεγονότα που την συνέθεταν». Περαιτέρω, υποστήριξαν πως ο Όρκος του ανακριτή, δεν βασίστηκε μόνο στην πληροφορία και ότι η Αστυνομία διερεύνησε και παρακολούθησε περαιτέρω το ζήτημα προτού αποταθεί στο Δικαστήριο.
Άδειασμα Δικαστηρίου για τα περί αξιόπιστης πληροφορίας
Αξιολογώντας όσα τέθηκαν ενώπιον του, το Δικαστήριο υπέδειξε στην απόφαση του, πως η αναφορά στην ένορκη δήλωση του αστυνομικού, ότι η δοθείσα πληροφορία ήταν «υψηλής αξιοπιστίας», δεν είναι αρκετή, αφού δεν είχε αποκαλυφθεί στον Όρκο τι είχε θέσει ενώπιον της η Αστυνομία για να αξιολογήσει την εν λόγω πληροφορία με τον πιο πάνω χαρακτηρισμό.
«Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι, όπως προκύπτει, στον Όρκο δεν γινόταν αναφορά στο ίδιο το περιεχόμενο της πληροφορίας, δηλαδή τα πρωτογενή γεγονότα που συνέθεταν το αποτέλεσμα ότι ο 1ος ύποπτος συνομιλούσε με βιντεοκλήση με τον Αιτητή, ζητώντας του να διαπράξει εγκληματική ενέργεια εναντίον αγνώστου προσώπου, ούτε στο πώς η εν λόγω πληροφορία λήφθηκε, αλλά ούτε και στην πηγή της (χωρίς, βέβαια, να ήταν απαραίτητο να κατονομάζεται το πρόσωπο που την έδωσε)», ανέφερε το Δικαστήριο.
Επιπρόσθετα, στην απόφαση επισημαίνει ότι στον Όρκο του αστυνομικού, αφού γίνεται στην αρχή απλώς μια γενική αναφορά στο αποτέλεσμα της πληροφορίας «υψηλής αξιοπιστίας», ακολουθεί, στη συνέχεια, η απλή καταγραφή συγκεκριμένων αναφορών, οι οποίες αποδίδονται στον κρατούμενο, χωρίς, παράλληλα, την παράθεση οποιωνδήποτε στοιχείων και γεγονότων, από τα οποία να προκύπτουν οι εν λόγω αναφορές και χωρίς οποιαδήποτε αποκάλυψη της πηγής γνώσης των εν λόγω αναφορών και, κυρίως, του συσχετισμού τους με τον δεύτερο ύποπτο, στην οικία του οποίου διεξήχθη η έρευνα.
«Οι αναφορές αυτές από μόνες τους και απογυμνωμένες από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή μαρτυρία, ούτως ή άλλως, δεν θα επέτρεπαν εύλογα τη διασύνδεση του Αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Στο τέλος της ημέρας, είναι το ίδιο το Κατώτερο Δικαστήριο και όχι η Αστυνομία που θα αποφασίσει και θα κρίνει κατά πόσο προέκυπταν, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του, εύλογες υπόνοιες ότι στη συγκεκριμένη οικία, υποστατικά και οχήματα του Αιτητή βρίσκονταν έξυπνες συσκευές τηλεφώνων (Smart Phones) στις οποίες βρίσκονταν αποθηκευμένες φωτογραφίες, βίντεο και αριθμοί τηλεφώνου, καθώς και οποιαδήποτε άλλα αντικείμενα, τα οποία σχετίζονταν με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων».
Περαιτέρω, υποδεικνύεται, πως η εύλογη υπόνοια είναι του ίδιου του Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος, με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα, οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας, ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιον του ότι η υποψία είναι εύλογη.
«Δεν πρέπει να λησμονείται ότι με το ένταλμα έρευνας εξουσιοδοτείται η επέμβαση στα θεμελιακά δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής, της επικοινωνίας και του ασύλου της κατοικίας. Είναι γι' αυτό που πρέπει να καθίσταται αδιαμφισβήτητο ότι ο Δικαστής που εκδίδει το ένταλμα έχει όντως ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν, προς τούτο, οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοσή του», τονίζει στην απόφαση του το Δικαστήριο, το οποίο παράλληλα αναφέρει πως, δεδομένου ότι στην ένορκη δήλωση που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση του εντάλματος δεν υπήρχε αναφορά στο περιεχόμενο της πληροφορίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να εκδώσει το σχετικό ένταλμα.
«Επιπλέον, δεν είχε τεθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ότι στη συγκεκριμένη οικία του Αιτητή και στα οχήματα του «αποκρύπτονται έξυπνες συσκευές τηλεφώνων (Smart Phones), στις οποίες βρίσκονται αποθηκευμένα, βίντεο φωτογραφίες και αριθμοί τηλεφώνων ή οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα». Ως γνωστό ένα ένταλμα έρευνας στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται, κατά τον τρόπο που ο Νόμος ορίζει, με αδίκημα που διεπράχθη ή που υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι διεπράχθη ή ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη αδικήματος».
Σε ότι αφορά το γεγονός ότι δεν προσδιοριζόταν ο χρόνος εκτέλεσης του εντάλματος, όπως υποστήριξε μεταξύ άλλων ο δικηγόρος, Χρήστος Πουτζιουρής, το Δικαστήριο ανέφερε πως αδικαιολόγητα εξουσιοδοτήθηκε η έρευνα σε οποιαδήποτε ώρα, χωρίς να διαφαίνεται στον Όρκο και χωρίς να καταγράφεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου, η ύπαρξη ειδικού λόγου για δικαστική εξουσιοδότηση για την εκτέλεση του Εντάλματος, είτε αργά το βράδυ, είτε πολύ νωρίς το πρωί.