«Σε κάθε χαρά στο σπίτι μας έχει έξι μαύρες σκιές… Ο παππούς στα γενέθλια επιλέγει την απομόνωση»
11:25 - 28 Φεβρουαρίου 2024
«Μου έκανε πάντοτε εντύπωση όταν ήμουν μικρή το γεγονός ότι ο δικός μου ο παππούς αντί να γιορτάζει ως είθισται τα γενέθλιά του, επέλεγε την απομόνωση. Πιο μετά φυσικά μπορούσα να διακρίνω τον βουβό θρήνο και τη θλίψη στα μάτια του. Αργότερα όμως κατάλαβα. Σκεφτείτε μόνο τι άσχημο παιχνίδι έπαιξε η μοίρα σε αυτόν τον άνθρωπο. Εκείνες τις ημέρες που έχει τα γενέθλια του, να είναι ακριβώς οι ίδιες που έχασε την οικογένειά του. Είναι γι’ αυτό που κάθε γιορτή και κάθε χαρά στο δικό μας σπίτι, έχει πάντα αυτές τις μαύρες σκιές. Έξι για την ακρίβεια. Αυτός είναι ο δικός μου ο παππούς, ο παππούς με τα λυπημένα μάτια όπως τον περιέγραψα κάποτε σε μια έκθεση στο δημοτικό, και ας μην μπορούσα τότε να κατανοήσω το γιατί».
Αυτά είναι τα λόγια της Άντρεας Θεμιστοκλέους. Της εγγονής του Βάσου Θεμιστοκλέους, ο οποίος είναι ένας από τους δύο αδελφούς που κατάφεραν να γλιτώσουν από τους κατακτητές το μαύρο καλοκαίρι του 1974. Εκείνο το καλοκαίρι που η υπόλοιπη οικογένειά του ξεκληρίστηκε, αφού μετρά ένα βαρύ φόρο αίματος, με έξι νεκρούς. Τη μητέρα του, Ελένη, τις αδελφές του, Αγγελική, Μάρω, Θεμιστούλλα και Σούλλα και το εξάμηνο βρέφος της αδελφής του, Ανδρέα, ο οποίος είναι ο μικρότερος ήρωας της τουρκικής θηριωδίας.
Η τραγική ιστορία της οικογένειας Θεμιστοκλέους ήρθε και πάλι στο προσκήνιο, με αφορμή την πρωτοβουλία του Δήμου Γερίου να ονοματίσει ένα πάρκο προς τιμήν των έξι ηρωικά πεσόντων, μετά την άνανδρη δολοφονία τους από τους Τούρκους εισβολείς. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην παρουσία των δύο αδελφών, Βάσου και Πανίκου Θεμιστοκλέους, οι οποίοι εδώ και πενήντα χρόνια έμαθαν να ζουν με την απώλεια των δικών τους ανθρώπων.
Η Άντρεα Θεμιστοκλέους, η εγγονή του Βάσου, που μεγάλωσε με τις ιστορίες που άκουσε για τους έξι δολοφονηθέντες, στην ομιλία της, ανέφερε πως «είναι με ιδιαίτερη συγκίνηση που πληροφορηθήκαμε ως οικογένεια για την απόφαση του δημάρχου και των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου Γερίου να τιμήσουν τους δικούς μας ανθρώπους, που δολοφονήθηκαν το μαύρο καλοκαίρι του 1974. Για εμάς η δημιουργία αυτού του πάρκου το οποίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη της Ελένης, των θυγατέρων της Αγγελικής, Μάρως, Θεμιστούλλας, Σούλλας, και του μικρού Ανδρέα, έχει τεράστια συναισθηματική αξία και σημασία».
Η Άντρεα, συνεχίζοντας, θέλησε να ευχαριστήσει το δήμαρχο και τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου Γερίου, για την τιμή της οικογένειάς τους με την εν λόγω πρωτοβουλία, «κάτι που δυστυχώς δεν έπραξε για 50 χρόνια τώρα, η πολιτεία. Διότι, όπως και και να το δούμε, δεν μιλάμε για μια απώλεια, αλλά ξεκλήρισμα μιας ολόκληρης οικογένειας, η τύχη της οποίας για πολλά χρόνια αγνοείτο. Ο Βάσος και ο Πανίκος λοιπόν, τα δυο αδέλφια που έμειναν πίσω, βιώνουν αυτόν τον εφιάλτη για μισό αιώνα τώρα και δυστυχώς δεν είναι κάτι που διορθώνεται. Αυτά τα δυο αδέλφια, ότι πολυτιμότερο είχαν στον κόσμο, χάθηκε σε μια στιγμή. Τι χειρότερο άραγε από το να διαλύεται η οικογένεια σού, ο κόσμος σου όλος. Και από τότε θρηνούν τη μάνα, τις 4 αδελφές και τον μόλις έξι μηνών γιο της μεγαλύτερης τους αδελφής Αγγελικής».
Η περιγραφή του παππού της, Βάσου, με τα θλιμμένα μάτια
Αναφερόμενη στον παππού της, Βάσο, η Άντρεα θέλησε να τον περιγράψει ως τον παππού με τα θλιμμένα μάτια.
«Σε αυτό το σημείο θα μου επιτρέψετε να απευθυνθώ σε εσάς ως εγγονή του Βάσου Θεμιστοκλέους για να σας περιγράψω κάποιες εικόνες που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στο δικό μου το μυαλό. Μου έκανε πάντοτε εντύπωση όταν ήμουν μικρή το γεγονός ότι ο δικός μου ο παππούς αντί να γιορτάζει ως είθισται τα γενέθλιά του, επέλεγε την απομόνωση. Πιο μετά φυσικά μπορούσα να διακρίνω τον βουβό θρήνο και τη θλίψη στα μάτια του. Αργότερα όμως κατάλαβα. Σκεφτείτε μόνο τι άσχημο παιχνίδι έπαιξε η μοίρα σε αυτόν τον άνθρωπο. Εκείνες τις ημέρες που έχει τα γενέθλια του, να είναι ακριβώς οι ίδιες που έχασε την οικογένειά του. Είναι γι’ αυτό που κάθε γιορτή και κάθε χαρά στο δικό μας σπίτι, έχει πάντα αυτές τις μαύρες σκιές. Έξι για την ακρίβεια. Αυτός είναι ο δικός μου ο παππούς, ο παππούς με τα λυπημένα μάτια όπως τον περιέγραψα κάποτε σε μια έκθεση στο δημοτικό, και ας μην μπορούσα τότε να κατανοήσω το γιατί».
Καταλήγοντας, η Άντρεα έστειλε το δικό της μήνυμα προς όλους. «Με τη δημιουργία αυτού του πάρκου κρατάτε άσβεστη τη μνήμη των δικών μας ανθρώπων και γενικότερα όλων όσοι χάθηκαν τόσο άδικα το 1974. Άφησα για το τέλος το πιο σημαντικό, που είναι η ευχή του δικού μου παππού και εκείνων που μας έχει διδάξει εμένα και τον αδελφό μου και με αυτά πορευόμαστε ως νέα γενιά. Ποτέ ξανά να μη χαθεί σε τούτο τον τόπο άλλη ζωή. Κανείς να μη θρηνήσει ξανά δικό του άνθρωπο. Και όλα αυτά βρίσκουν χώρο σε μια μόνο λέξη: την Ειρήνη».
«Η δολοφονία των έξι μελών της οικογένειας Θεμιστοκλέους μας κάνει να μην ξεχνάμε»
Από πλευράς του, ο δήμαρχος Γερίου, Νεόφυτος Παπαλαζάρου, θέλησε να ξεκινήσει την ομιλία του, με το τραγούδι «οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί», για να τονίσει πως οι ήρωες που τιμήθηκαν με την εν λόγω πρωτοβουλία και μνημονεύθηκαν, δεν πρόλαβαν να ζήσουν τη ζωή τους.
«Η αποκάλυψη της πλάκας, με τα ονόματα έξι μελών της ίδιας οικογένειας, αποτελεί ένα καθήκον. Ένα καθήκον της τοπικής αυτοδιοίκησης και είναι και εν μέρη εξόφληση ενός χρέους τιμής. Είναι καθήκον μας να τιμούμε τους ήρωες μας για το ήθος και την ακεραιότητα αυτού του τόπου. Η γιαγιά Ελένη βρέθηκε με το κλειδί του σπιτιού της στο χέρι. Ο εξάμηνος Ανδρέας με την πιπίλα του στο στόμα και αγκαλιά με τη μητέρα του. Η θεία Αγγελική με τη βέρα της στο χέρι. Δακτυλίδια, κομμάτια από φορέματα, πάνες, κλειδιά στα χέρια που κρατούν την ελπίδα της επιστροφής. Βέρες στα δάκτυλα που περιμένουν το άλλο τους μισό, που το πήρε το έγκλημα της προδοσίας και της εισβολής. Αγκαλιά της μάνας που δεν μπορεί να αποχωριστεί το σπλάχνο της».
Ο κ. Παπαλαζάρου τόνισε πως με την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε «ζωντανεύει η τραγωδία ξανά στο μυαλό όσων την έζησαν, στοιχειώνει το μυαλό όσων έμαθαν να ζουν για μισό αιώνα με την απώλεια των αγαπημένων τους. Αλήθεια, πόσοι και πόσοι δεν έσβησαν τόσα χρόνια, μέσα στους συνοικισμούς, με την απουσία των αγαπημένων τους να τους στοιχειώνει; Πόσες μάνες και πόσοι πατεράδες δεν έμειναν με μία μαυρόασπρη φωτογραφία των αγαπημένων τους στο χέρι;».
Τιμώντας τη μνήμη της οικογένειας Θεμιστοκλέους, που πρόσφερε το αίμα της στην πατρίδα, σημείωσε ο κ. Παπαλαζάρου, «σε ένα πάρκο που σφύζει από ζωή, λέμε και τούτο. Νέα παιδιά, από την ηλικία του εξάμηνου Ανδρέα, έρχονται εδώ και θα έρχονται να παίζουν και να περνούν τον ελεύθερό τους χρόνο, όμως να γνωρίζουν και την ιστορία του τόπου μας. Μέσα από την ιστορία των έξι μελών που αναγράφονται στην πλάκα. Το ακόνισμα της μνήμης μέσα από το ταξίδι της ιστορίας, δεν έχει μόνο τον χαρακτήρα της απόδοσης της οφειλόμενης τιμής. Αυτό το ταξίδι αποτελεί υπόμνηση της ανάγκης να φτιάξουμε συνθήκες ενός ευτυχισμένου και ασφαλούς μέλλοντος για τις επόμενες γενιές. Μας βοηθά να μην λησμονούμε και τους επόμενους να γνωρίζουν την ιστορία της Κύπρου».
Συνεχίζοντας, ο δήμαρχος Γερίου τόνισε πως «η δολοφονία των έξι μελών της οικογένειας Θεμιστοκλέους μας κάνει να μην ξεχνάμε. Πενήντα ολόκληρα χρόνια μετά το μαύρο εκείνο καλοκαίρι, ένας τρόπος υπάρχει για να απαλύνει ο πόνος της οικογένειας Θεμιστοκλέους. Να διώξουμε μια για πάντα από τον τόπο μας τα κατοχικά στρατεύματα, να φύγουμε το συρματόπλεγμα και να ζήσουμε μονιασμένοι στη γη που μας γέννησε, χωρίς να φοβόμαστε για το αύριο. Η δικαίωση των έξι αδικοχαμένων και όλων των ηρώων περνάει από τη δικαίωση της πατρίδας μας».
«Είχαν καλυφθεί κάτω από δένδρα για προστασία από τους άγριους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων»
Η Επικεφαλής της Υπηρεσίας Ανθρωπιστικών Θεμάτων Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων, Άννα Αριστοτέλους, στη δική της ομιλία, ανέφερε πως είναι «με ανάμεικτα συναισθήματα, από τη μια θλίψης και συγκίνησης και από την άλλη ελπίδας για την επόμενη μέρα, βρισκόμαστε εδώ, σε αυτό το πάρκο που αφιερώθηκε στη θυσία της οικογένειας Θεμιστοκλέους. Μιας οικογένειας που κλήθηκε να πληρώσει τον πιο βαρύ φόρο αίματος της κυπριακής τραγωδίας του 1974. Μιας οικογένειας που η μοίρα της έπαιξε το πιο άσχημο, το πιο ύπουλο το πιο άδικο παιχνίδι, εκείνο το μαύρο ξημέρωμα της 14ης Αυγούστου. Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δεν θα καταφέρει να μπει στη θέση του χαροκαμένου πατέρα, συζύγου, παππού Ανδρέα Θεμιστοκλέους. Πώς είναι να βλέπεις ό,τι αγαπάς να απειλείται και εσύ να είσαι ανήμπορος να το υπερασπιστείς; Πώς είναι να βλέπεις τη σύζυγο, τις τέσσερις σου κόρες και το 6 μηνών εγγονάκι σου να πέφτουν στα χέρια των κατακτητών και να μην μπορείς να τους σώσεις; Ούτε στον χειρότερο σου εφιάλτη, δεν αντέχεις τον πόνο και τη θλίψη, μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσεις ότι αγαπάς».
Η κα. Αριστοτέλους πρόσθεσε πως «εκείνο το μαύρο ξημέρωμα της 14ης Αυγούστου το θέατρο του πολέμου βρήκε τα τουρκικά στρατεύματα να θέτουν ως προτεραιότητα, τη γραμμή άμυνας της Μιας Μηλιάς. Από νωρίς, τουρκικά αεροπλάνα βάλλουν κατά θέσεων της Εθνικής Φρουράς, οι άντρες της οποίας, με όποια μέσα διαθέτουν, διατηρούν τις θέσεις τους για κάποιες ώρες. Μέχρι το μεσημέρι, διατάσσεται απαγκίστρωση και έτσι παρά την αντίσταση, οι άνδρες της Εθνικής Φρουράς, υποχωρούν. Αυτή η εξέλιξη, ανοίγει τον δρόμο στα χερσαία στρατεύματα του Αττίλα, που αρχίζουν να κινούνται πλέον προς τα επόμενα χωριά. Ανάμεσα στους στόχους τους, το Τραχώνι, η Κυθρέα, το Παλαίκυθρο και η Άσσια. Αυτά τα χωριά, είναι αυτά που βίωσαν την πιο σκληρή όψη του πολέμου. Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με τους εισβολείς. Οι κάτοικοι τους κλήθηκαν να λάβουν αποφάσεις που καθόρισαν την πορεία τους και μέχρι σήμερα πενθούν, όχι μόνο για την εισβολή και την κατοχή, αλλά για τους δεκάδες συγχωριανούς τους, που είτε ακόμα αγνοούνται, είτε εντοπίστηκαν τα οστά τους μετά από δεκαετίες, και τα ονόματά τους προστέθηκαν στους καταλόγους των πεσόντων μας».
Συνεχίζοντας, η Άννα Αριστοτέλους αναφέρθηκε στην ιστορία της οικογένειας Θεμιστοκλέους, υπογραμμίζοντας πως «μετά το σπάσιμο των γραμμών της Εθνικής Φρουράς, οι κάτοικοι των γύρω χωριών μαθαίνουν τα κακά μαντάτα και τότε αρχίζει μια γιγαντιαία επιχείρηση, για τη μετακίνηση των αμάχων σε πιο ασφαλείς περιοχές. Μέσα σε αυτό το χαμό, η πολυμελής οικογένεια Θεμιστοκλέους ετοιμάζεται για τη μεγάλη έξοδο. Ο Ανδρέας Θεμιστοκλέους, η σύζυγος του Ελένη, ο γιος του Πανίκος, οι τέσσερεις κόρες τους, Θεμιστούλα, Μάρω, Σούλλα και η Αγγελική μαζί με το μόλις έξι μηνών βρέφος της Ανδρέα, είχαν καλυφθεί κάτω από δένδρα στην αυλή της οικίας του ιερέα του χωριού, για προστασία από τους άγριους βομβαρδισμούς των τουρκικών αεροπλάνων. Μόλις ενημερώνονται για τις βαρβαρότητες των τουρκικών στρατευμάτων και μη έχοντας όχημα για να εγκαταλείψουν την περιοχή, ξεκινούν περπατητοί και διά μέσου των αγρών κινούνται προς τη Λευκωσία. Λίγο έξω από το χωριό γίνονται αντιληπτοί από τα τουρκικά στρατεύματα, τα οποία από μακριά πυροβολούν εναντίον τους. Από τους πυροβολισμούς τραυματίζεται ένας συγχωριανός τους, που και αυτός εγκατέλειπε με την οικογένεια του, άρον άρον το χωριό».
Η κα. Αριστοτέλους σημείωσε πως «τότε ο Ανδρέας Θεμιστοκλέους με τον γιο του Πανίκο, αντιλαμβάνονται πως χωρίς αυτοκίνητο ή τρακτέρ, δεν θα καταφέρουν να σώσουν την οικογένεια και τους συγχωριανούς τους. Τότε αποφασίζουν να τρέξουν να προλάβουν ένα τρακτέρ το οποίο είχε καρότσα πάνω και στο οποίο είδαν άλλους συγχωριανούς τους, για να τους παρακαλέσουν να επιστρέψουν να σώσουν τον τραυματία και τα γυναικόπαιδα. Στην πορεία, καταλαβαίνουν πως η προσπάθεια τους είναι μάταιη, αφού τα τουρκικά στρατεύματα πλησιάζουν και αυτό υποχρέωσε τον οδηγό του τρακτέρ, να αναπτύξει ταχύτητα, για να σώσει όσους μετέφερε στην καρότσα του. Πλέον ήταν θέμα χρόνου. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Θεμιστοκλέους και της δεύτερης οικογένειας, είναι πλέον εκτεθειμένα στους εισβολείς. Δεν υπάρχει ούτε εναλλακτικό σχέδιο, ούτε τρόπος διαφυγής. Από την απόσταση που δημιουργήθηκε στην προσπάθεια τους να προλάβουν το τρακτέρ βλέπουν τα τουρκικά στρατεύματα να πλησιάζουν και να κυκλώνουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ακολουθούν σκηνές αρχαίας τραγωδίας».
Η Επικεφαλής για Ανθρωπιστικά Θέματα Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων, στην ομιλία της επεσήμανε δε ότι «η αγωνία του Ανδρέα και του γιού του Πανίκου, για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας τους, δεν είναι παροδική. Κρατάει μήνες, χρόνια, δεκαετίες. Από το καλοκαίρι του 1974, φτάσαμε στο καλοκαίρι του 2015, για να ενημερωθούν ότι τα οστά των ανθρώπων τους ταυτοποιήθηκαν. Για να μπορέσουν να τους τελέσουν μια κηδεία και να τους απευθύνουν με καθυστέρηση 41 χρόνων το ύστατο χαίρε. Ανάμεσα στους νεκρούς και ο μικρός Ανδρέας, μόλις έξι μηνών. Το πιο μικρό θύμα της τουρκικής εισβολής. Μπροστά σε τέτοιες ιστορίες, τα λόγια δεν μπορούν να απαλύνουν τον πόνο και να περιορίσουν την τραγωδία και την πίκρα που δικαιολογημένα βιώνουν όχι μόνο η οικογένεια Θεμιστοκλέους, αλλά όλες οι οικογένειες των αγνοουμένων μας και των θυμάτων της τουρκικής εισβολής».
Αναφερόμενη στην πρωτοβουλία του Δήμου Γερίου, η κα. Αριστοτέλους υπέδειξε πως «είναι για αυτό που τέτοιες πρωτοβουλίες μας υπενθυμίζει την βαριά κληρονομιά, που η οικογένεια Θεμιστοκλέους με το αίμα των μελών της, κληροδοτεί στις νέες γενιές, κρατώντας τη μνήμη της Ελένης, της Αγγελικής, της Θεμιστούλας, της Μάρως, της Σούλλας και του μικρού Ανδρέα, άσβεστη και αθάνατη στο πέρασμα των χρόνων. Συγχαίρουμε τον Δήμαρχο Γερίου κ. Νεόφυτο Παπαλαζάρου και το Δημοτικό Συμβούλιο για αυτή τους την πρωτοβουλία, να αφιερώσουν το πάρκο στη μνήμη των έξι μελών της οικογένειας Θεμιστοκλέους».
Καταλήγοντας, η Άννα Αριστοτέλους υπέδειξε πως «το δικό μας χρέος, δεν είναι άλλο, μέσα από τέτοιες πρωτοβουλίες και δράσεις, να διατηρήσουμε άσβεστη τη φλόγα της επιστροφής, να διατηρήσουμε στη συλλογική μνήμη τους ανθρώπους και τους τόπους που χάσαμε και να διεκδικήσουμε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού και κυρίως να διασφαλίσουμε, ότι ποτέ ξανά άνθρωπος, δεν θα βιώσει, αυτά που βίωσε κι ακόμα βιώνει η οικογένεια Θεμιστοκλέους».
Στην εκδήλωση παρευρέθηκε και ο Επίσκοπος Μεσαορίας, κος Γρηγόριος, ο οποίος τέλεσε και επιμνημόσυνη δέηση για τους έξι ήρωες που τιμήθηκαν. Ο Δήμος Γερίου τίμησε τα μέλη της οικογένειας, ενώ έγινε κατάθεση στεφάνων.