Πέτυχε έφεση κατά πρόσβασης σε πληροφορίες ατόμου ύποπτου για θέματα τρομοκρατίας
12:17 - 23 Φεβρουαρίου 2024
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχτηκε έφεση που κατέθεσε η Υπηρεσία Ασύλου κατά ενδιάμεσης πρωτόδικης απόφασης που χορηγούσε πρόσβαση σε αιτητή που είχε αποκλειστεί από τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας για φερόμενη εμπλοκή σε θέματα τρομοκρατίας, στα έγγραφα τα οποία επικαλέστηκαν οι αρχές για τον αποκλεισμό του από το συγκεκριμένο καθεστώς.
Για το ίδιο θέμα, ο ενδιαφερόμενος κατέθεσε αντέφεση την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε πρόσβαση στον αιτητή επί των εγγράφων, κρίνοντας ότι η αποκάλυψή τους δεν θίγει την κρατική ασφάλεια, εκτός των σημείων αυτών των εγγράφων τα οποία αναφέρονται σε τρίτα πρόσωπα. Ως εκ τούτου διέταξε την Εφεσείουσα (Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου) να του αποκαλύψει αυτά τα έγγραφα με διαγραμμένες τις αναφορές και λεπτομέρειες σε τρίτους, ώστε το όνομα και τα αφορώντα αυτούς στοιχεία να μην είναι αναγνώσιμα.
Αναφέρεται ότι, καταχωρίσθηκε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, τόσο έφεση από πλευράς της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και αντέφεση από πλευράς του αιτητή και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέστειλε την ισχύ της εφεσιβαλλόμενης ενδιάμεσής του απόφασης, εν αναμονή της απόφασης του Ανωτάτου.
Για το ιστορικό της υπόθεσης, σημειώνεται ότι ο εφεσίβλητος υπέβαλε τον Αύγουστο 2019 αίτηση για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου η οποία τον Μάιο του 2020 τον ενημέρωσε ότι απέρριψε την αίτησή του σε σχέση με το καθεστώς πρόσφυγα και ότι του χορήγησε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ταυτόχρονα όμως τον απέκλεισε από αυτό το τελευταίο καθεστώς δυνάμει του Άρθρου 5(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων. Ο λόγος που αναφέρθηκε είναι ότι, σύμφωνα με διαβαθμισμένες πληροφορίες, υπήρχαν σοβαροί λόγοι ο αιτητής να θεωρείται ως κίνδυνος στην κυπριακή κοινωνία ή για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.
Ο αιτητής καταχώρησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία καταχώρησε ένσταση ενώ κοινοποιήθηκαν στον δικηγόρο του αντίγραφο της επιστολής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας Κύπρου, προς τον Αναπληρωτή Διευθυντή Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, κατά την οποία «ο αλλοδαπός εντοπίζεται σε βάσεις δεδομένων που αφορούν θέματα τρομοκρατίας άλλων συνεργαζόμενων χωρών ως ύποπτος για θέματα τρομοκρατίας με επιχειρησιακή δράση».
Κοινοποιήθηκε επίσης, σύμφωνα με την απόφαση, αντίγραφο της ενδοϋπηρεσιακής εισηγητικής έκθεσης της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την οποία ο αιτητής θα έπρεπε να αποκλειστεί στη βάση του Άρθρου 5(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (το οποίο διαφορετικά θα εδικαιούτο) διότι «θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν» οι πληροφορίες οι οποίες έχουν διαβιβαστεί στην Υπηρεσία Ασύλου από την ΥΑΜ και οι οποίες βρίσκονται ως απόρρητες και κάνουν αναφορά στον αιτητή ως ύποπτο άτομο το οποίο εμπλέκεται ή έχει ανάμειξη σε ισλαμικές τρομοκρατικές οργανώσεις, παρουσιάζοντας τεκμηριωμένα στοιχεία για την εμπλοκή του σε θέματα τρομοκρατίας.
Ο αιτητής υπέβαλε στο πρωτόδικο Δικαστήριο αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων, επιδιώκοντας στην ουσία να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες (περιλαμβανομένων των διαβαθμισμένων) στις οποίες η Υπηρεσία Ασύλου βασίστηκε για να τον αποκλείσει από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναφέρεται.
Το Ανώτατο στην απόφασή του, έκρινε ως αβάσιμη την αντέφεση και σημειώνει ότι η έφεση επιτυγχάνει, καθώς, συμφώνησε ότι, «το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πέτυχε την (ομολογουμένως, δύσκολη) εξισορρόπηση του δικαιώματος δίκαιης δίκης του Εφεσίβλητου/Αιτητή με το δικαίωμα (και υποχρέωση) της Εφεσείουσας/Καθ’ης η αίτηση να προστατεύσει την κρατική ασφάλεια».