Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης στους Θεσμούς και η κοινωνική αντίδραση στις αποφάσεις
Μικαέλλα Λοΐζου 06:00 - 21 Δεκεμβρίου 2024
Μια ενδιαφέρουσα θεωρία για τους λόγους της καταρράκωσης των Θεσμών διατύπωσε ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης, μιλώντας ενώπιον κοινού νέων δικηγόρων.
«Η άγνοια έστω και μίας λεπτομέρειας από το σύνολο των πραγματικών δεδομένων και της δικογραφίας, μπορεί να παραποιήσει την πραγματική διάσταση της δικαστικής απόφασης και μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα, τα οποία, συνακόλουθα, να στερούνται αξιοπιστίας. Τέτοιες στάσεις είναι πράξεις ζημιογόνες για την κοινωνία, διότι οδηγούν σε μια επίπλαστη προσαρμογή των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου κάθε υπόθεσης, που οδηγεί τον μέσο πολίτη σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του προς τους Θεσμούς και σε γενική απαξίωση», δήλωσε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Γενικός Εισαγγελέας: Άλλο καλόπιστη κριτική σε δικαστικές κρίσεις και άλλο σκοπιμότητα
Αν και δεν έχει άδικο ο κ. Σαββίδης ότι η άγνοια μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα, συνήθως ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των πολιτών προς του Θεσμούς δεν είναι απότοκο άγνοιας αλλά απότοκο κοινωνικής ή/και συναισθηματικής αντίδρασης σε γεγονότα. Και οι πολίτες δεν αντιδρούν κατόπιν νομικής, επιστημονικής ή τεχνικής ανάλυσης ενός γεγονότος, αντιδρούν με βάση τι θεωρούν οι ίδιοι αποδεκτό, λογικό και ηθικό. Όχι από κακοπιστία ή σκοπιμότητα, όπως ορθώς έθιξε ο Γενικός Εισαγγελέας, και όχι μέσα από τον φακό της εξειδίκευσης, αλλά μέσα από τον φακό μιας ζωντανής κοινωνίας, που ανταποκρίνεται στα διάφορα ερεθίσματα της ειδησεογραφίας και τα φιλτράρει μέσα από το δικό της αξιακό σύστημα ως αποτελέσματα.
Οι Θεσμοί, συνεπώς, βιώνουν την απαξίωση όχι γιατί κάποιος παραβίασε την πρόνοια της παραγράφου δύο του άρθρου πέντε ενός νόμου και οι πάντες είναι σε θέση να γνωματεύσουν επί τούτου, αλλά επειδή οι πολίτες νοιώθουν ότι οι ίδιοι οι Θεσμοί τους απαξιώνουν. Ότι, για παράδειγμα, δεν αποδίδουν στον βαθμό που θα ήθελαν, ή ότι εκθέτουν το κράτος, ή ότι κωφεύουν στις ανάγκες της κοινωνίας. Για αυτούς τους λόγους, τους βαθιά κοινωνικούς και ενστικτωδώς πολιτικούς, είναι που αντιδρούν οι πολίτες και όχι γιατί μπήκαν ποτέ στη διαδικασία να μελετήσουν λεπτομερώς δικαστικές αποφάσεις.
Όταν, για παράδειγμα, υπήρξε τόσο έντονη αντίδραση για την παύση του τέως Γενικού Ελεγκτή, κατόπιν αιτήματος του Γενικού Εισαγγελέα, δεν αφορούσε τη νομική ορθότητα της δικαστικής απόφασης, ώστε να μπορεί να ερμηνευτεί με νομικούς όρους και νομικές λεπτομέρειες. Αφορούσε το γεγονός πως ο μέσος άνθρωπος ένοιωθε ότι αυτό που έγινε, με τον τρόπο που έγινε, ήταν ρεζιλίκι και δεν θα έπρεπε οι επικεφαλής των Θεσμών, αφού συγκρούονταν για χρόνια δημοσίως, τελικά να σέρνουν και ο ένας τον άλλο στα Δικαστήρια. Αφορούσε, επίσης, το γεγονός πως, ακόμη και με απρεπή, όπως κρίθηκε δικαστικώς, συμπεριφορά, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης είχε πείσει τους απλούς πολίτες ότι έκανε καλά τη δουλειά του και ότι έβαζε πραγματικά εμπόδια στη διαφθορά και στην εκμετάλλευση. Και αυτό ιεραρχείτο από πολύ κόσμο πολύ πιο ψηλά από τη νομική διάσταση που εξέτασε το Ανώτατο.
Η αναφορά του κ. Σαββίδη θυμίζει μία άλλη αναφορά, στην οποία είχε προβεί πρόσφατα ο Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, Αντώνης Λιάτσος. «Οι αναφορές σε αποφάσεις Δικαστηρίων χωρίς γνώση του αντικειμένου και η αμφισβήτηση της δικαστικής εξουσίας κατ' αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά υποσκάπτουν το κράτος δικαίου. Ποτέ δεν ζητήσαμε να μην υπάρχει κριτική, η οποία δεν είναι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά και αναγκαία, αλλά να γίνεται με επιστημονικά κριτήρια, με βάση τα γεγονότα, τον νόμο, και τη γνώση του συγκεκριμένου θέματος. Οι αναφορές, χωρίς μελέτη των αποφάσεων και χωρίς γνώση του αντικειμένου, και όταν υπάρχει αμφισβήτηση της δικαστικής εξουσίας με αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά υποσκάπτεται το κράτος δικαίου», είχε πει, προφανώς ενοχλημένος από την έντονη κριτική που υπήρξε από τον πολιτικό αλλά και τον απλό κόσμο στον απόηχο της απόφασης για τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Η ετυμηγορία του Λιάτσου στην «ευπρόσδεκτη κριτική» και οι... άσχετοι επικριτές αναλόγως απόψεως
Ωστόσο η εμπιστοσύνη προς τα Δικαστήρια δεν πλήγηκε επειδή γινόταν διαφορετική επιστημονική ανάγνωση στους καφενέδες. Οι καφενέδες δεν προσφέρονται για επιστημονική ανάλυση. Πλήγηκε επειδή το γράμμα του νόμου και το περί δικαίου αίσθημα δεν ευθυγραμμίστηκαν με βάση τα κριτήρια που είχε η κοινωνία.
Αν οι Θεσμοί δεν επιθυμούν αρνητικές αντιδράσεις, δεν πρέπει απλώς να φροντίζουν να υπηρετούν σωστά την επιστήμη και την αποστολή τους, που είναι άλλωστε και το αυτονόητο. Πρέπει να μπορούν να «διαβάσουν» και τον κόσμο. Να κατανοήσουν τις κοινωνικές απαιτήσεις που υπάρχουν, οι οποίες δεν είναι γραμμένες σε κανένα σχέδιο υπηρεσίας και σε κανένα νομοθετικό πλαίσιο και μάλιστα είναι δυναμικές και μπορούν να μεταβληθούν αναλόγως των γεγονότων.
Το 2024 ήταν μια πολύ κακή χρονιά για τους Θεσμούς στην Κύπρο, μια χρονιά ζημιογόνα για το κράτος μας. Τώρα, στην εκπνοή του, καλά θα ήταν ο κάθε ένας, είτε αυτός ονομάζεται Δικαστήριο, είτε Βουλή, είτε Κυβέρνηση, είτε είναι ανεξάρτητος είτε «εξαρτημένος», να κάνει την αυτοκριτική του. Να δει τι δεν άκουσε, ποιες κοινωνικές ανάγκες δεν επεξεργάστηκε και πού έδωσε το βάρος και πού όχι. Μερικές φορές, λόγω της φύσης της αποστολής κάποιου Θεσμού (π.χ. της δικαστικής εξουσίας) είναι κατανοητό πως δεν είναι εύκολο να λάβει υπόψιν οτιδήποτε πέραν του αυστηρού αντικειμένου του. Θα πρέπει, όμως, να θυμάται πως τα αυστηρά πλαίσια του αντικειμένου του δεν είναι το κριτήριο της κοινωνίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αναμένει να κρίνεται μέσα από αυτά.