Πώς το Ανώτατο έκοψε στην μέση την απόφαση για Θανάση-Έκρινε «απαραίτητο» τον Σταυριανό, επίκληση στο δημόσιο συμφέρον
Ντίνα Κλεάνθους 14:20 - 18 Δεκεμβρίου 2024
Μπορεί να υπέδειξε σοβαρό νομικό σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον αποκλεισμό του Πανίκου Σταυριανού στην θανατική ανάκριση για τα αίτια θανάτου του 26χρονου εθνοφρουρού Θανάση Νικολάου, εντούτοις το Ανώτατο δεν ακύρωσε το πόρισμα της θανατική ανακρίτριας Ντόριας Βαρωσιώτου, απορρίπτοντας το αίτημα του ιατροδικαστή για ακύρωση του για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
Το Ανώτατο, με μια απόφαση που μπορεί να χαρακτηριστεί σολομώντεια ώστε να αφήνει ικανοποιημένες όλες τις πλευρές, κούνησε το δάκτυλο στην θανατική ανακρίτρια, υποδεικνύοντας πως υπέπεσε σε σφάλμα, εντούτοις έλαβε υπόψη πως πρόκειται για μια υπόθεση που παραμένει ανοιχτή για 20 χρόνια, συνεπώς δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον και τις έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη, η ακύρωση του πορίσματος του.
Ως εκ τούτου, το πόρισμα πλέον κρίνεται τελεσίδικο, αν και το Ανώτατο δεν εξετάζει την ουσία της απόφασης, δηλαδή σε σχέση με τα αίτια και πως ο θάνατος του 26χρονου οφείλεται σε δολοφονία, αλλά κατά πόσο προκύπτουν νομικά σφάλματα, ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Σολομώντεια απόφαση Ανωτάτου για το θάνατο του Θανάση-«Βρήκε δίκαιο» στον Σταυριανό, δεν ακυρώνει όμως το πόρισμα
Ζήτημα νομιμοποίησης
Σε σχέση με το ζήτημα κατά πόσο ο Πανίκος Σταυριανός νομιμοποιείτο να καταχωρήσει τέτοιου είδους αίτηση, δεδομένου πως δεν ήταν εμπλεκόμενο μέρος, στην απόφαση 53 σελίδων, το Ανώτατο μεταξύ άλλων αναφέρει πως δεν είναι απαραίτητη η ιδιότητα του διαδίκου για τη νομιμοποίηση της προώθησης αίτησης, λέγοντας περαιτέρω πως η ενεργητική νομιμοποίηση για την προώθηση της, έχει ρυθμιστεί με την υιοθέτηση, ως κριτηρίου, της έννοιας του «επαρκούς συμφέροντος» για το θέμα. Έννοια, όπως σημειώνει, ευρύτερη σε σχέση με το κριτήριο που απαιτείται για την καταχώρηση έφεσης.
Το Ανώτατο υπέδειξε πως η θανατική ανάκριση, αποτελεί διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα, με περιορισμένο σκοπό και αντικείμενο. Τη διερεύνηση του τρόπου επέλευσης του θανάτου ενός προσώπου και την απάντηση στα ερωτήματα πώς, πότε και πού επήλθε ο θάνατος του.
«Σε μια τέτοια διαδικασία, δεν υπάρχουν διάδικοι. Η πολιτεία, όπου υπάρχει εύλογη αιτία υποψίας ότι ένας θάνατος εντάσσεται στις περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153, στο πλαίσιο του αυτονόητου ενδιαφέροντος της για το ζήτημα, ενεργοποιείται, δρομολογώντας τις διαδικασίες και τον σχετικό μηχανισμό που προβλέπονται στον πιο πάνω νόμο, προς διευκρίνηση των συνθηκών ενός τέτοιου θανάτου. Ο Θανατικός Ανακριτής, έχοντας υπόψη ότι ο τρόπος επέλευσης του θανάτου είναι ζήτημα ευρύτερο της εξακρίβωσης της ιατρικής αιτίας θανάτου, οφείλει, στο πλαίσιο του εξεταστικού χαρακτήρα της διαδικασίας, να διερευνήσει τις περιβάλλουσες το θάνατο συνθήκες. Η δυνατότητα εξέτασης μαρτύρων, εναπόκειται στον Θανατικό Ανακριτή, ο οποίος δύναται να καλεί τους μάρτυρες. Ωστόσο, η άρνηση της εξέτασης μαρτύρων, απολήγουσα στο τέλος της ημέρας σε αποστέρηση βασικής και ουσιαστικής μαρτυρίας από τη διαδικασία, είναι δυνατόν να επηρεάσει τη νομιμότητα μιας Θανατικής Ανάκρισης».
Σε σχέση με την θέση του Σταυριανού πως στο πόρισμα αφήνονται «αιχμές» στο πρόσωπο του και ως εκ τούτου τον κατατάσσουν στην κατηγορία των προσώπων που έχουν «επαρκές συμφέρον» για την προώθηση αίτησης, αφού του καταλογίζονται παραλείψεις ενώ κατά τη θέση του προκάλεσαν τον διασυρμό του, το Ανώτατο ανέφερε πως:
«Έχουμε διεξέλθει με προσοχή το πολυσέλιδο πόρισμα, ημερομηνίας 10.05.2024. Το γεγονός ότι μεταφέρθηκαν σε αυτό, αυτούσια αποσπάσματα μαρτυρίας, τοποθετήσεων και ισχυρισμών που τέθηκαν υπόψη της Θανατικής Ανακρίτριας σε σχέση με τις ενέργειες και τον τρόπο δράσης του Αιτητή κατά τον χρόνο της εμπλοκής του στη διερεύνηση του θανάτου του Αθανάσιου Νικολάου, δεν μπορεί ασφαλώς, από μόνο του, να καταδείξει επαρκές συμφέρον για τον Αιτητή, δυνάμενο να νομιμοποιήσει τον τελευταίο στη προώθηση της υπό συζήτηση Αίτησης. Άλλωστε, η μεταφορά τους στο πόρισμα, ως σωστά επισημαίνεται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των ενιστάμενων, δεν απολήγει σε υιοθέτηση τους και διατύπωση ανάλογων συμπερασμάτων σε βάρος του Αιτητή από την Θανατική Ανακρίτρια».
Περί απογοήτευσης και πικρίας
Περαιτέρω στην απόφαση τo Ανώτατο αναφέρει πως «εν πάση περιπτώσει, τα αισθήματα απογοήτευσης ή και πικρίας του Αιτητή για συμπερίληψη στο πόρισμα θέσεων που του αποδίδουν παραλείψεις και πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του, προκαλώντας στο ίδιο ανησυχία για πρόκληση ζημιάς στη φήμη και την επαγγελματική του επάρκεια, αφορούν ζητήματα ξένα με το αντικείμενο μιας Θανατικής Ανάκρισης. Το πόρισμα μιας Θανατικής Ανάκρισης δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, ως μαρτυρία, τόσο σε Αστική όσο και σε Ποινική διαδικασία, ενώ ο Θανατικός Ανακριτής, πέραν από την διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες επήλθε ο θάνατος ενός προσώπου και τη διαπίστωση γεγονότων σε σχέση με αυτό, δεν έχει αρμοδιότητα, ούτε δικαιοδοσία, να αποφανθεί για ζητήματα Αστικής ή Ποινικής ευθύνης οποιουδήποτε, για τον θάνατο κάποιου προσώπου. Παρεμβάλλεται ότι ο Αιτητής, πέραν της δυνατότητας που έχει να προβάλει τις θέσεις του στην περίπτωση που τελικά κληθεί να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε διαδικασία Πειθαρχικής, Ποινικής ή Αστικής φύσης, διατηρεί πάντα τη δυνατότητα, μετερχόμενος τις κατάλληλες διαδικασίες, να προστατεύσει και να διασφαλίσει τα συμφέροντα του».
«Απαραίτητος» ο Σταυριανός είπε το Ανώτατο
Σε σχέση με τον ρόλο του ιατροδικαστή, όπως αναφέρει το Ανώτατο, στην υπό συζήτηση περίπτωση, «είναι δεδομένος ο ιδιαίτερος, έως και μοναδικός ρόλος του Σταυριανού, ως εντεταλμένου για την περίπτωση ιατροδικαστή, στις προσπάθειες διερεύνησης των συνθηκών κάτω από τις οποίες ο Αθανάσιος Νικολάου απεβίωσε», ενώ υπέδειξε πως «αποτελεί τον μοναδικό ιατροδικαστή που αμέσως μετά τον εντοπισμό της σορού του Αθανάσιου Νικολάου κλήθηκε από την αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας και ο οποίος, την ίδια ημέρα, μετέβη στη σκηνή που εντοπίστηκε η σορός, προβαίνοντας σε σχετικές εξετάσεις και αυτοψία του χώρου, ενώ την επόμενη ημέρα, ήτοι στις 30.09.2015, προχώρησε σε νεκροτομή/ νεκροψία επί της σορού του αποβιώσαντα».
Το Ανώτατο, ανέφερε πως ο Σταυριανός ήταν εμπλεκόμενος εξ αρχής, συνεπώς, «οι τοποθετήσεις, οι παρατηρήσεις και τα ευρήματα του, όπως ο ίδιος τουλάχιστον τα περισυνέλλεξε και τα κατέγραψε, έχουν ασφαλώς το δικό τους, ειδικό βάρος».
Συνεχίζοντας υπέδειξε πως «εκ των πραγμάτων και στην έκταση που τούτο ήταν αναγκαίο, ανάλογα αξιοποιήθηκαν από μεταγενέστερους ειδικούς μάρτυρες, διαφόρων ειδικοτήτων, που στην εξέλιξη του χρόνου παρουσιάζονται να ασχολήθηκαν με το ζήτημα. Περαιτέρω, μετά την εκταφή της σορού και ως αποτέλεσμα της εξέτασης των σκελετικών ευρημάτων, στην οποία έλαβε μέρος, ως είχε την δυνατότητα και εξουσιοδότηση προς τούτο σύμφωνα με σχετικό διάταγμα του Θανατικού Ανακριτή, ημερομηνίας 09.12.2020, ετοίμασε νέα Έκθεση, την οποία, ως γνωστοποιήθηκε στην Θανατική Ανακρίτρια, προτίθετο επίσης να παρουσιάσει και να εξηγήσει, συμπληρώνοντας και ολοκληρώνοντας ουσιαστικά τη μαρτυρία, τις θέσεις και τοποθετήσεις του, πέραν από αυτές που τέθηκαν υπόψη της Θανατικής Ανακρίτριας, ως μέρος του υλικού των προγενέστερων θανατικών Ανακρίσεων».
Κατσάδα σε Βαρωσιώτου
H Θανατική Ανακρίτρια, όπως αναφέρει το Ανώτατο, εντοπίζοντας προφανώς τη σημαντικότητα του ρόλου και τη μοναδικότητα του λόγου του συγκεκριμένου ιατροδικαστή στην όλη προσπάθεια που καταβάλλετο για τη διερεύνηση των συνθηκών και των αιτιών του θανάτου του Αθανάσιου Νικολάου, αναγνώρισε τη δυνατότητα του συγκεκριμένου ιατροδικαστή να παρουσιάσει τη μαρτυρία του και διακήρυξε την πρόθεση της να επιτρέψει στον τελευταίο να καταθέσει ως μάρτυρας στη διαδικασία.
Παρέπεμψε δε στην απόφαση της, ημερομηνίας 10.11.2023, πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, με την οποία απέρριψε το αίτημα του Σταυριανού για συμμετοχή στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος, υποδεικνύοντας, παρά την εκφρασθείσα αντίθετη θέση της οικογένειας του αποβιώσαντα σε αυτή την προοπτική, πως «εφόσον η δικηγόρος της Αστυνομίας επιθυμεί όπως κληθεί ο κ. Σταυριανός για να καταθέσει ως μάρτυρας στην υπόθεση, ό,τι έχει να πει θα το πει στη μαρτυρία του», συμπληρώνοντας παράλληλα ότι η μαρτυρία του τελευταίου, όπως και των υπόλοιπων μαρτύρων θα αξιολογηθεί στο κατάλληλο στάδιο.
Ωστόσο στη συνέχεια απέκλεισε την μαρτυρία του, με το Ανώτατο να αναφέρει:
«Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η Θανατική Ανακρίτρια, ενώ διακήρυττε, κατ' επανάληψη και παρά την αντίθεση της οικογένειας του θανόντος, όχι μόνο τη δυνατότητα του συγκεκριμένου ιατροδικαστή να καταθέσει ως μάρτυρας αλλά και την πρόθεση της ο τελευταίος να ακουστεί στη διαδικασία, εντούτοις, στο τέλος της ημέρας, δεν επέτρεψε τούτο. Παρουσιάζεται να κρίνει καθοριστικές για τον ως άνω αποκλεισμό του Αιτητή, αναφορές στη απόφαση του ΕΔΑΔ, ημερομηνίας 28.01.2020, στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν λάθη και παραλείψεις κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης του θανάτου του Αθανάσιου Νικολάου. Ειδικότερα, σημειώνοντας ότι ο Αιτητής συμμετείχε μαζί με την Αστυνομία στην πλημμελή έρευνα, υποδεικνύει ότι η έρευνα στηρίχθηκε στα ευρήματα της ιατροδικαστικής γνώμης του Αιτητή, για να καταλήξει, κατά τρόπο γενικό, στην αρχή της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του ΕΔΑΔ και στον αποκλεισμό του Αιτητή ως μάρτυρα. Σε σχέση δε με την Έκθεση που ο Αιτητής ετοίμασε μετά την εξέταση των σκελετικών ευρημάτων, για την ύπαρξη της οποίας ήταν ενήμερη, αφού τέθηκε υπόψη της αυτούσια και σημειώθηκε ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση στη διαδικασία, αποκλείοντας την παρουσίαση της, περιορίστηκε στην υπόδειξη ότι ο Αιτητής «... δεν είχε οποιοδήποτε ρόλο στην εξέταση των οστών κατά την εκταφή. Ήταν απλώς παρατηρητής.», καταλήγοντας ότι ο ρόλος του τελευταίου στη διερεύνηση των αιτίων του θανάτου του Αθανάσιου Νικολάου, εξαντλήθηκε με την αυτοψία και νεκροψία που διενήργησε το 2005 και με την σχετική Έκθεση του την οποία συνέταξε μερικούς μήνες αργότερα. Είναι επιβεβλημένη η επισήμανση ότι η ως άνω επιλογή, πέραν από ανακόλουθη είναι και εσφαλμένη».
Μάλιστα, το Ανώτατο θέλησε να υπογραμμίσει πως η απόφαση του ΕΔΑΔ, ανεξάρτητα από τις όποιες παρατηρήσεις και διαπιστώσεις σε σχέση με την επάρκεια γενικότερα της αρχικής αστυνομικής έρευνας για τον θάνατο του Αθανάσιου Νικολάου, δεν απαγορεύεται, εκ προοιμίου, η αξιοποίηση του ιατροδικαστή και της μαρτυρίας του, στο πλαίσιο της διερεύνησης για τα αίτια και τις συνθήκες θανάτου του αποβιώσαντα.
«Ένας τέτοιος, εκ των προτέρων αποκλεισμός, ούτε καν υπονοείται στην ως άνω απόφαση του ΕΔΑΔ. Ούτε εναπόκειτο στο ως άνω Δικαστήριο να ρυθμίσει την ενώπιον του Θανατικού Ανακριτή διαδικασία, πολύ δε περισσότερο την ευχέρεια του τελευταίου να ακούει μαρτυρία προς εξυπηρέτηση του σκοπού της Θανατικής Ανάκρισης. Έπεται ότι ο αποκλεισμός του Αιτητή ως μάρτυρα, λανθασμένα επιχειρήθηκε να δικαιολογηθεί, στη βάση μιας αυθαίρετης και χωρίς έρεισμα ερμηνείας της απόφασης του ΕΔΑΔ, εντασσόμενος στην ευρύτερη υποχρέωση συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ. Άλλωστε, διαδραμώντος του χρόνου και μεσολαβούσης της εκταφής (μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης του ΕΔΑΔ), ο περί ου ο λόγος ιατροδικαστής, στη βάση διατάγματος του Θανατικού Ανακριτή, έλαβε μέρος στην εξέταση των σκελετικών ευρημάτων ετοιμάζοντας Έκθεση προς υποβοήθηση του έργου της Θανατικής Ανακρίτριας. Αντιφατικό παρουσιάζεται, αφενός, ο Θανατικός Ανακριτής να δίδει άδεια στον Αιτητή, μετά την εκταφή, να εξετάσει τα σκελετικά ευρήματα και να συντάξει Έκθεση και αφετέρου, να μην επιτρέπεται στον τελευταίο να παρουσιάσει τη σχετική Έκθεση του, συμπληρώνοντας και ολοκληρώνοντας με αυτό τον τρόπο τη μαρτυρία και τις τοποθετήσεις του για το μοναδικό ζήτημα που απασχολούσε στη συγκεκριμένη διαδικασία. Τούτο δε, ως έχει ήδη σημειωθεί, ενώ στην εξέλιξη της διαδικασίας, η Θανατική Ανακρίτρια καθησύχαζε», τόσο τον ίδιο όσο και την πλευρά που εκδήλωνε τη βούληση να κλητευθεί ο Αιτητής ως μάρτυρας, διαδηλώνοντας την πρόθεση της να ακουστεί η μαρτυρία του. Αντικειμενικά ορωμένων των πραγμάτων, ο τρίτος, ανεξάρτητος παρατηρητής, έχοντας υπόψη τον ρόλο του Αιτητή στη διαδικασία εκταφής και εξέτασης των σκελετικών ευρημάτων, ως οριοθετείται από το σχετικό διάταγμα, ημερομηνίας 09.12.2020, δεν μπορεί παρά να διερωτάται για τη λανθασμένη πρόσληψη και αντίληψη της Θανατικής Ανακρίτριας για το ζήτημα, απολήγοντας στον χαρακτηρισμό του τελευταίου ως απλού παρατηρητή και καταλήγοντας, συνεπεία τούτου, στην εντελώς λανθασμένη θεώρηση ότι ο ρόλος του τελευταίου για την διερεύνηση των αιτιών του θανάτου του αποβιώσαντα «εξαντλήθηκε με την αυτοψία και νεκροψία που διενεργήθηκε το 2005 και με τη σύνταξη της ιατροδικαστικής του έκθεσης 9 μήνες μετά..», η οποία βρισκόταν ήδη κατατεθειμένη στο φάκελο του Δικαστηρίου».
Πέραν των πιο πάνω, το Ανώτατο υπέδειξε πως ο ρόλος του Πανίκου Σταυριανού στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες επήλθε θάνατος του Αθανάσιου Νικολάου, «θεμελιώνουν, από μόνες τους, επαρκές για τον ίδιο συμφέρον, ταυτιζόμενο τούτο με την ανάγκη πληροφόρησης της πολιτείας και κατ' επέκταση ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου, από τον εν προκειμένω, εντεταλμένο εμπειρογνώμονα, αναφορικά με τις συνθήκες θανάτου του αποβιώσαντος μέλους της, ως είναι, άλλωστε, η κατ' εξοχήν στόχευση του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153».
Περαιτέρω έκρινε πως η παρουσίαση των θέσεων και της μαρτυρίας του Σταυριανού, μεσολαβούσης της εκταφής, της εξέτασης από τον ίδιο των σκελετικών ευρημάτων και της ετοιμασίας σχετικής έκθεσης, ως η δυνατότητα που του δόθηκε δυνάμει διατάγματος του Θανατικού Ανακριτή, παρέμεινε ουσιαστικά λειψή και στο τέλος της ημέρας ημιτελής, περιοριζόμενη, μέσω των πρακτικών προηγούμενων Θανατικών Ανακρίσεων, σε παρουσίαση μέρους μόνο των θέσεων του για τα ζητήματα που απασχολούσαν στην Θανατική Ανάκριση.
«Το γεγονός ότι δεν επιτράπηκε τελικά στον Αιτητή να προσφέρει τη μαρτυρία του στη διαδικασία και να παρουσιάσει την Έκθεση του, για την ετοιμασία της οποίας του δόθηκε σχετική δυνατότητα σε προγενέστερο στάδιο από τον Θανατικό Ανακριτή, αποτελεί προφανές νομικό σφάλμα. Η στέρηση της δυνατότητας να τεθεί στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, ουσιαστική μαρτυρία, έπληξε από μόνη της τη διαδικασία και τη νομιμότητα της. Με δεδομένο τον επηρεασμό της διαδικασίας από την ως άνω απαγόρευση, παραμένει αδιάφορο αν η αποκλεισθείσα μαρτυρία θα επηρέαζε ή όχι την επάρκεια της θανατικής ανάκρισης ( Επιφανείου (2010) 1(Ι) Α.Α.Δ. 1682). Τούτο δε, πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, η αποκλεισθείσα κατά τον πιο πάνω τρόπο μαρτυρία, δυνητικά, σε περίπτωση που γινόταν αποδεκτή, θα μπορούσε να επιδράσει στο τελικό πόρισμα της Θανατικής Ανακρίτριας. Η διαπίστωση εκ μέρους του Δικαστηρίου του ως άνω σφάλματος, εκ των πραγμάτων, καθιστά την επιτυχία της Αίτησης μια φυσιολογική εξέλιξη και επιλογή δυνάμενη να ακολουθηθεί».
Επίκληση στο δημόσιο συμφέρον
Παρά τα πιο πάνω και ανεξαρτήτως εάν έκρινε πως υπάρχει νομικό σφάλμα, το Ανώτατο αποφάσισε να μην προχωρήσει στην ακύρωση του πορίσματος, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις που την περιβάλλουν.
«Στο πλαίσιο αυτό, συνεκτιμήσαμε το γεγονός ότι στην περίπτωση του Αθανάσιου Νικολάου, έχουν ήδη διεξαχθεί δύο Θανατικές Ανακρίσεις και εκδόθηκαν, μετά από ακροαματική διαδικασία, τρία διαφορετικά πορίσματα από ισάριθμους, διαφορετικούς Θανατικούς Ανακριτές. Στο μεταξύ, έχουν παρέλθει είκοσι σχεδόν χρόνια από την ημερομηνία που εντοπίστηκε η σορός του, στις 29.09.2005, έχοντας μεσολαβήσει, πέραν των Θανατικών Ανακρίσεων, πληθώρα διαδικασιών, δικαστικών και άλλων. Γεγονός παραμένει, επίσης, ότι μετά την έκδοση του προσβαλλόμενου πορίσματος, τα αντανακλαστικά της Κυπριακής Πολιτείας, θεσμικά, έχουν ενεργοποιηθεί, με το διορισμό ανεξάρτητων Ποινικών Ανακριτών, οι οποίοι, ως έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, διερευνούν ήδη, κάθε πτυχή που αφορά τον θάνατο του Αθανάσιου Νικολάου, με την ευχέρεια κινήσεων και τη σαφώς μεγαλύτερη διεισδυτικότητα που επιτρέπει μια Ποινική Έρευνα, ως διασφαλίζεται τούτο από τον σχετικό νόμο και κανονισμούς. Έχοντας υπόψη τη φύση της διαδικασίας της Θανατικής Ανάκρισης και τους σκοπούς που αυτή στοχεύει να εξυπηρετήσει, κρίνουμε ότι η ακύρωση του πορίσματος και τυχόν νέα, τέταρτη ακροαματική διαδικασία στο πλαίσιο Θανατικής Ανάκρισης αναφορικά με τον θάνατο του Αθανάσιου Νικολάου, πέραν από το ενδεχόμενο αρνητικής επίδρασης στην πορεία των ερευνών που βρίσκονται σε εξέλιξη μέσω του διορισμού ανεξάρτητων Ποινικών Ανακριτών, σε τίποτα περισσότερο δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει από αυτά που ήδη υπηρετούνται και διασφαλίζονται από την ανεξάρτητη Ποινική Έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη. Των ως άνω λεχθέντων, λάβαμε επίσης υπόψη πως το εγκαλούμενο πόρισμα, όπως και κάθε πόρισμα Θανατικού Ανακριτή, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, αυτούσιο, για σκοπούς προώθησης πειθαρχικής ή ποινικής δίωξης οποιουδήποτε. Ούτε μπορεί να αποτελέσει, από μόνο του, βάθρο για την προώθηση οποιονδήποτε διεκδικήσεων αστικής φύσης σε βάρος οποιουδήποτε, του Αιτητή συμπεριλαμβανομένου. Στην περίπτωση δε που δρομολογηθεί σε βάρος του διαδικασία οποιασδήποτε μορφής, ο τελευταίος διατηρεί αλώβητο το δικαίωμα του να προβάλει τις θέσεις του.
Με δεδομένο ότι η πλήρης διερεύνηση των ζητημάτων που αφορούν τον θάνατο του Αθανάσιου Νικολάου, αποτελεί το μείζον, ζήτημα που από μακρού χρόνου απασχολεί την Κυπριακή πολιτεία, κρίνεται ότι η συνέχιση της Ποινικής Ανάκρισης που άρχισε μετά την έκδοση του προσβαλλομένου πορίσματος εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και τους σκοπούς της δικαιοσύνης. Παράλληλα, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και της εξέλιξης των πραγμάτων, η κατά τα άλλα δικαιολογημένη αιτούμενη παρέμβαση του Δικαστηρίου, δεν φαίνεται ότι θα απέληγε ουσιαστικά και πρακτικά ωφέλιμη, για τους σκοπούς της δικαιοσύνης. Ο Αιτητής δε, στο πλαίσιο της ανεξάρτητης Ποινικής Έρευνας που διενεργείται, θα έχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση που του ζητηθεί, να προβάλει και να εξηγήσει το σύνολο των θέσεων του σε σχέση με τις συνθήκες θανάτου του Αθανάσιου Νικολάου.
Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, παρά τη διαπίστωση της παραβίασης του δικαιώματος του Αιτητή να ακουστεί στη διαδικασία, κατά τρόπο που επηρεάζει τη νομιμότητα της τελευταίας, εξέλιξη που κατ' εξοχήν εμπίπτει στην ακυρωτική εμβέλεια των προνομιακών ενταλμάτων certiorari, κρίνεται, κατ' ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας, ότι, υπό τις ιδιάζουσες και όλως εξαιρετικές περιστάσεις που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση, τυχόν επιτυχία της Αίτησης μέσω της έκδοσης του αιτούμενου ακυρωτικού εντάλματος, δεν θα εξυπηρετούσε τελικά το δημόσιο συμφέρον και την απονομή της δικαιοσύνης στην ευρύτερη διάσταση τους».
Ως εκ τούτου, το Ανώτατο απέρριψε την αίτηση.