Σολομώντεια απόφαση Ανωτάτου για το θάνατο του Θανάση-«Βρήκε δίκαιο» στον Σταυριανό, δεν ακυρώνει όμως το πόρισμα
11:34 - 18 Δεκεμβρίου 2024
Στο κενό το αίτημα του ιδιώτη ιατροδικαστή Πανίκου Σταυριανού,, που προσέφυγε στο Ανώτατο ζητώντας έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, ώστε να ακυρωθεί το πόρισμα της τρίτης θανατικής ανάκρισης σε σχέση με τα αίτια θανάτου του 26χρονου Θανάση Νικολάου, όπου υπήρξε κατάληξη πως εν τέλει ο άτυχος εθνοφρουρός στραγγαλίστηκε και δεν αυτοκτόνησε όπως επέμεναν για 19 ολόκληρα χρόνια Αστυνομία και Εισαγγελία.
Μετά την απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας να μην ασκήσει έφεση επί του πορίσματος της Ντόριας Βαρωσιώτου, στο Ανώτατο προσέφυγε ο ιατροδικαστής, με την Εισαγγελία από τη μια να κρατά ουδέτερη στάση και από την άλλη, μέσω του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, να εκφράζει την άποψη πως υπήρχαν νομικά σφάλματα στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Υπενθυμίζεται ότι στην διαδικασία ενώπιον της κ. Βαρωσιώτου η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, Ξένια Ξενοφώντος, προώθησε με έντονο τρόπο το αφήγημα πως ο 26χρονος αυτοκτόνησε και δεν επρόκειτο για δολοφονία, αφήγημα το οποίο άλλαξε μόνο κατά τις τελικές αγορεύσεις, όπου ζήτησε όπως το πόρισμα παραμείνει ανοιχτό.
Μετά από μια έντονη δικαστική διαμάχη, αφού η πλευρά του Εισαγγελέα κρατούσε σημαία τα ευρήματα του ιατροδικαστή Πανίκου Σταυριανού, ανεξαρτήτως εάν το ΕΔΑΔ καταδίκασε την Κύπρο λόγω των ενεργειών του, ενώ υποστήριξε το αίτημα του για να συμμετέχει ως εμπλεκόμενο μέρος, το οποίο εν τέλει απορρίφθηκε.
Στην κατάληξή του το πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων ανέφερε πως «ακόμη και μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ, η Εισαγγελία πρότεινε ως εμπειρογνώμονα μάρτυρα τον Πανίκκο Σταυριανό, ο οποίος μαζί με τις αστυνομικές αρχές κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο Θανάσης αυτοκτόνησε. Στη συνέχεια και μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ, η Εισαγγελία δεν αποδέχθηκε ούτε το πόρισμα των Ιδιωτών Ποινικών Ανακριτών Μάτσα και Αλεξόπουλου, που διόρισε ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, προφανώς γιατί σε αυτό αποφάνθηκαν ότι ο θάνατος του Θανάση οφείλετο σε εγκληματική ενέργεια». Περαιτέρω, ανέφερε πως «αισθάνομαι το καθήκον να παρατηρήσω ότι η αναλλοίωτη θέση του Γενικού Εισαγγελέα και της Αστυνομίας ήταν από την αρχή πως το πόρισμα του Θανατικού Ανακριτή θα πρέπει να απέκλειε την εγκληματική πράξη. Και αυτή η στάση συνεχίστηκε και μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ. Μετεβλήθη μόνο όπως υπέδειξα πιο πάνω στην αγόρευση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, πως το πόρισμα πρέπει να παραμείνει ανοικτό».
Μετά τα όσα εκτυλίχθηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Σταυριανός προσέφυγε στο Ανώτατο, με την οικογένεια να καταλογίζει ευθύνες και στην Νομική Υπηρεσία, αφού εξέφρασε τη θέση πως κρυβόταν πίσω από την ενέργεια του ιατροδικαστή, ο οποίος ισχυρίστηκε πως έχει έννομο συμφέρον να προωθήσει την αίτησή του και να ζητήσει ακύρωση του πορίσματος της τρίτης θανατικής ανακρίτριας. Στην αντίπερα όχθη, η πλευρά της οικογένειας ζήτησε την απόρριψη της αίτησης, αφενός γιατί δεν επρόκειτο για εμπλεκόμενο μέρος και αφετέρου γιατί αυτή ήταν εκπρόθεσμη, αφού καταχωρήθηκε περίπου έξι μήνες μετά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην συμμετέχει ως εμπλεκόμενο μέρος.
Η απόφαση του Ανωτάτου
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου αποφάσισε να εξετάσει την αίτηση μετά από σχετικό αίτημα που υποβλήθηκε από την πλευρά του Πανίκου Σταυριανού, αφού επρόκειτο, όπως είπε, για μια πρωτοφανή υπόθεση με κατ' επανάληψη Αστυνομικές και Στρατιωτικές έρευνες, καθώς και σε τρείς διαδοχικές Θανατικές Ανακρίσεις.
Δύο μήνες μετά τις τελικές αγορεύσεις, το Ανώτατο ανακοίνωσε το πρωί την απόφασή του, η οποία δεν είναι ομόφωνη. Με αυτήν, όπως αναφέρθηκε, συμφωνούν έξι από τους επτά Δικαστές. Ο μοναδικός που διαφώνησε ήταν ο Δικαστής Ιωαννίδης.
Διαβάζοντας την απόφαση, ο Δικαστής Δαυίδ αναφέρθηκε αρχικά στο ιστορικό της υπόθεσης, καθώς και στις θέσεις που προέβαλαν οι δύο πλευρές ενώπιον του Ανωτάτου. Σε ό,τι αφορά στην ουσία της αίτησης, το Ανώτατο κατέληξε κατά πλειοψηφία πως σε ό,τι αφορά στη θέση για αιχμές εναντίον του Σταυριανού στο πόρισμα, δεν καταδεικνύει συμφέρον στον αιτητή, για να προωθήσει τη σχετική αίτηση.
Το Ανώτατο ανέφερε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε σε σωστά πλαίσια, ενώ σε ό,τι αφορά στην «πικρία του» σε σχέση με την πλημμελή διερεύνηση, είπε πως, «αποτελούν αντικείμενα ξένα για τη θανατική ανάκριση».
Επίσης, υπέδειξε η θανατική ανακρίτρια ότι δεν αποφασίζει για αστικής φύσεως θέματα, ενώ ανέφερε πως η θανατική ανακρίτρια, «εντοπίζοντας τη σημαντικότητα του ρόλου του, επέτρεψε να καταθέσει. Προκαλεί όμως εντύπωση, πως ενώ διακύρηττε όχι μόνο τη δυνατότητα να καταθέσει ως μάρτυρας, εντούτοις δεν του το επέτρεψε. Παρουσιάζεται να κρίνει καθοριστικές τις αναφορές του ΕΔΑΔ στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν παραλήψεις».
Συνεχίζοντας είπε, «κατέληξε κατά τρόπο γενικό στον αποκλεισμό του αιτητή ως μάρτυρας. Σε σχέση με την έκθεση που ετοίμασε, για την οποία ήταν ενήμερη και κατατέθηκε, απέκλεισε την παρουσίαση λέγοντας πως δεν είχε οποιοδήποτε ρόλο στην εξέταση των οστών και ότι ο ρόλος του εξαντλήθηκε με την αυτοψία και νεκροψία στο 2005».
Το Ανώτατο κατέληξε πως ήταν εσφαλμένη η απόφαση αυτή, λέγοντας πως παρά την απόφαση του ΕΔΑΔ, δεν απαγορεύεται η αξιοποίηση του αιτητή στο πλαίσιο διερεύνησης των αιτιών. «Ένας τέτοιος αποκλεισμός δεν προνοείτο από την απόφαση του ΕΔΑΔ», αναφέρει μεταξύ άλλων το Ανώτατο, λέγοντας για, «αυθαίρετη ερμηνεία της απόφασης του ΕΔΑΔ».
Επιπρόσθετα υπέδειξε πως ο ιατροδικαστής έλαβε μέρος στην εξέταση των οστών και ετοίμασε σχετική έκθεση, λέγοντας πως ήταν αντιφατικό να δίνει άδεια το πρωτόδικο να ετοιμάσει έκθεση αλλά να μην του επιτρέπεται να δώσει μαρτυρία στη διαδικασία.
«Η θανατική ανακρίτρια καθησύχαζε διαδηλώνοντας την πρόθεσή της να τον ακούσει», αναφέρει το Ανώτατο, προσθέτοντας πως επρόκειτο για λανθασμένη προσέγγιση η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως ο ρόλος του Σταυριανού ήταν απλώς παρατηρητής.
«Η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου καταδεικνύει συμφέρον του ιατροδικαστή», έκρινε το Ανώτατο, το οποίο κατέληξε πως το γεγονός πως δεν του επιτράπηκε να παρουσιαστεί αποτελεί «προφανές νομικό σφάλμα».
Επίσης πρόσθεσε πως αυτό έπληξε τη διαδικασία και δεδομένου αυτού, «παραμένει αδιάφορο αν θα άλλαζε η κατάληξη». Ως εκ τούτου, το Ανώτατο ανέφερε πως η ακύρωση του πορίσματος θα ήταν «φυσιολογική εξέλιξη».
Ωστόσο, συνεκτιμώντας τα δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη πως επρόκειτο για τρεις θανατικές ανακρίσεις και πως έχουν παρέλθει 20 χρόνια, το Ανώτατο αναφέρθηκε στο διορισμό των ποινικών ανακριτών, μετά το πόρισμα της Ντόριας Βαρωσιώτου.
Υπό αυτά τα δεδομένα, ανέφερε, αφού θα υπήρχε «αρνητική επίδραση των ερευνών» και πως δεν θα εξυπηρετούσε σε οτιδήποτε η ακύρωση του πορίσματος. «Παρά τη διαπίστωση της παραβίασης του αιτητή, κρίνεται ότι υπό τις ιδιάζουσες περιστάσεις, τυχόν επιτυχία της αίτησης, δεν θα εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και την απονομή της δικαιοσύνης».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Κατήγγειλε στο ΣτΕ τους χειρισμούς του κράτους η οικογένεια του Θανάση-«Σοκαριστικά λάθη, ούτε μια απολογία»
- Παράταση τριών μηνών στις έρευνες των ποινικών ανακριτών για την υπόθεση Θανάση Νικολάου
- Τελευταίος γύρος μάχης ενώπιον Ανωτάτου για το πόρισμα Θανάση, επιφυλάχθηκε η απόφαση-Η γραμμή πλεύσης των δυο πλευρών