Η ψήφος της συμπολίτευσης για τις τράπεζες και το αιώνιο πρόβλημα με το κενό επικοινωνίας
06:00 - 14 Δεκεμβρίου 2024
Η ψηφοφορία για την φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών ανέδειξε για άλλη μία φορά το γεγονός πως η Κυβέρνηση και τα κόμματα της συμπολίτευσης δεν ευθυγραμμίζονται πάντοτε, ακόμη και όταν κάποια θέματα θεωρούνται εξαιρετικά σημαντικά. Και ήγειρε και πάλι το ερώτημα γιατί συμβαίνει αυτό.
Για την ιστορία, και οι τρεις βουλευτές της ΕΔΕΚ τάχθηκαν μαζί με το ΑΚΕΛ. Από το ΔΗΚΟ, το οποίο μάλιστα είχε και ιδιαίτερα έντονες απόψεις σε επίπεδο ηγεσίας εναντίον της πρότασης, ένας βουλευτής ψήφισε υπέρ και δύο τήρησαν αποχή, ενώ μία αποχή υπήρξε και από την ομάδα της ΔΗΠΑ. Δεδομένου ότι ο μόνος λόγος που τελικά απορρίφθηκε η πρόταση ήταν πως το αποτέλεσμα ήταν ισόπαλο, γίνεται κατανοητό ότι με ψήφους κάποιων βουλευτών της συμπολίτευσης βρεθήκαμε ένα βήμα πριν το σημείο που είτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έπρεπε να αναπέμψει έναν νόμο, είτε θα καλείτο η Κυβέρνηση να διαχειριστεί κάτι με το οποίο διαφωνούσε.
Δεν είναι η πρώτη φορά που κόμματα ή βουλευτές της συμπολίτευσης ψηφίζουν ενάντια στις επιθυμίες της Κυβέρνησης. Ωστόσο δεν είναι ούτε και η πρώτη φορά που στο παρασκήνιο εκφράζονται παράπονα ότι δεν υπήρξε μια ανοιχτή δίοδος διαβούλευσης μαζί τους, στον βαθμό τουλάχιστον που να τους ικανοποιεί. Οι πληροφορίες αναφέρουν πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατέστησε ξεκάθαρη τη θέση του στα κόμματα της συμπολίτευσης, ότι δηλαδή διαφωνούσε με την πρόταση νόμου και θα ήταν πρόβλημα αν περνούσε. Άρα δεν υπήρχε κανένα ζήτημα άγνοιας από μέρους των τριών κομμάτων ως προς το τι ήθελε η Κυβέρνηση να κάνουν και καμία απόφαση δεν λήφθηκε κατά λάθος ή από παρεξήγηση.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, επισημαίνουν ότι, ενώ αποδιδόταν τόσο μεγάλη σημασία στο ζήτημα των τραπεζών, δεν υπήρξε κάποια ειδικά αφιερωμένη σύσκεψη, ώστε τα στελέχη των συμπολιτευόμενων κομμάτων να καταθέσουν προς τους αρμόδιους τις ιδέες που έχουν για βελτίωση της κατάστασης, ώστε να αποφευχθούν μέτρα τύπου φορολόγησης. Η θέση κάποιων βουλευτών της συμπολίτευσης, ανεξαρτήτως αν ψήφισαν εναντίον της πρότασης νόμου του ΑΚΕΛ, ήταν ότι θα πρέπει να αναλάβει περισσότερη δράση η εκτελεστική εξουσία και κυρίως η Κεντρική Τράπεζα, ώστε να μην αποκτά την πρωτοβουλία των κινήσεων η αντιπολίτευση, αλλά φαίνεται ότι, παρόλο που διοχετεύθηκαν θέσεις και ιδέες, δεν έγινε μια εξειδικευμένη και εις βάθος συζήτηση μεταξύ Κυβέρνησης και βουλευτών για ένα ζήτημα που θεωρούσαν όλοι σημαντικό.
Επί της ουσίας και ο Νίκος Χριστοδουλίδης έχει λόγο να έχει παράπονο από την συμπεριφορά κάποιων βουλευτών της αντιπολίτευσης (ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερο από την ΕΔΕΚ, που έδρασε οργανωμένα ως κόμμα) αλλά και οι βουλευτές της αντιπολίτευσης έχουν και αυτή τη φορά το σχεδόν μόνιμο παράπονο ότι δεν εξαντλήθηκαν τα περιθώρια διαβούλευσης εντός του κυβερνητικού σχήματος, ώστε να εξευρεθούν εναλλακτικές λύσεις, που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας αλλά να είναι οικονομικά πιο σωστές και συμβατές με τις επιθυμίες της Κυβέρνησης.
Πρόκειται για μία επανάληψη του γνωστού κενού επικοινωνίας που συχνά πυκνά εμφανίζεται, επειδή, σχεδόν δύο χρόνια μετά τον Φεβρουάριο του 2023, όλες οι πλευρές απέτυχαν να δημιουργήσουν επαρκείς μηχανισμούς συνεννόησης μεταξύ Κυβέρνησης και κομμάτων. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει καθόλου συνεννόηση και διαβούλευση. Υπάρχει και ειδικά σε επίπεδο αρχηγών. Σημαίνει ότι δεν γίνεται με ένα δομημένο και θεσμοθετημένο τρόπο, που να καλύπτει τις πολιτικές ανάγκες όλων των πλευρών και να γεφυρώνει αποστάσεις.
Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε προσωπικό επίπεδο, αλλά πολύ συχνά τους Υπουργούς, για τους οποίους τα κόμματα παραπονιούνται ότι τους φέρνουν προ τετελεσμένων ή ότι είχαν εισηγήσεις που θα μπορούσαν να διανθίσουν μια πολιτική, που δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να καταθέσουν εκ των προτέρων. Αυτά είναι παράπονα που ακούγονται και σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς δηλαδή να υπάρχει απαραιτήτως κάποια ψηφοφορία ενώπιον της Βουλής και αφορούν γενικότερα τις σχέσεις της Κυβέρνησης με τα συμπολιτευόμενα κόμματα.
Επί της ουσίας, το ζήτημα έχει τις ρίζες του στην προεκλογική περίοδο. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης, σε μία κίνηση τακτικής, απέφυγε την πλήρη συνταύτιση με το ΔΗΚΟ, την ΕΔΕΚ και την ΔΗΠΑ, κρατώντας τις αποστάσεις του, επειδή θεωρούσε ότι έτσι θα διευκόλυνε πολύ περισσότερους Συναγερμικούς ψηφοφόρους που χρειαζόταν να τον στηρίξουν, παρά αν εμφανιζόταν, για παράδειγμα, ως ο υποψήφιος του ΔΗΚΟ. Αυτό γινόταν κατανοητό από τα τρία κόμματα αλλά ταυτόχρονα καλλιέργησε από τότε την αίσθηση των αποστάσεων και της ανεξάρτητης πορείας. Προϋπήρχαν, έτσι κι αλλιώς κάποιες γνωστές και κοινώς αποδεκτές διαφωνίες, όπως για παράδειγμα με την ΕΔΕΚ στο Κυπριακό, αλλά υπήρχε μια γενικότερη συμφωνία επί των γενικών αρχών, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα.
Τα τρία κόμματα δεν ήταν πρωταγωνιστές της υποψηφιότητας Χριστοδουλίδη λόγω της απόστασης, η οποία, όμως, διατηρήθηκε και μετεκλογικά. Μάλιστα, φαίνεται να κάνει τόσο τα ίδια τα κόμματα ως σύνολα, όσο και μεμονωμένα στελέχη τους, να θεωρούν ότι μπορούν να διατηρούν την ανεξαρτησία των αποφάσεών τους χωρίς υποχρέωση περί του αντιθέτου, ακόμη και αν αυτές δύναται να προκαλέσουν πρόβλημα στην Κυβέρνηση. Και αυτό έγινε και την Πέμπτη, όταν για παράδειγμα ο Ζαχαρίας Κουλίας λειτούργησε πλήρως ανεξάρτητα από τις επιθυμίες τόσο του Νίκου Χριστοδουλίδη, όσο και του ΔΗΚΟ.
Ο κίνδυνος που διέβλεπε η Κυβέρνηση σε ό,τι αφορά τις τράπεζες προς το παρόν αποσοβήθηκε, έστω και με τον τρόπο που έγινε, ενώ παράλληλα έγιναν και κάποιες ενέργειες από πλευράς των τραπεζών, που αντιλήφθηκαν ότι έσφιξε ο κλοιός. Το ζήτημα της σωστής επικοινωνίας, όμως, όπως την αντιλαμβάνεται το κάθε στέλεχος της Κυβέρνησης και των συμπολιτευόμενων κομμάτων (που δεν είναι απαραιτήτως με τον ίδιο τρόπο), αποδείχθηκε πως εξακολουθεί να αποτελεί πονοκέφαλο.