Κατήγγειλε στο ΣτΕ τους χειρισμούς του κράτους η οικογένεια του Θανάση-«Σοκαριστικά λάθη, ούτε μια απολογία»
06:00 - 30 Νοεμβρίου 2024
Την ώρα που εκκρεμεί η απόφαση του Ανωτάτου σε σχέση με την προσφυγή του ιατροδικαστή Πανίκου Σταυριανού, ο οποίος επιδιώκει ακύρωση το πόρισμα της τελευταίας θανατικής ανάκρισης που έδειξε πως ο εθνοφρουρός Θανάσης Νικολάου δολοφονήθηκε και δεν αυτοκτόνησε, όπως επέμεναν για 19 χρόνια οι Αρχές, η οικογένεια του 26χρονου, απέστειλε επιστολή προς την Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, καταγγέλλοντας τους χειρισμούς και ζητώντας να εξετάσουν και θέσουν την υπόθεση Θανάση στη συζήτηση, κατά την επικείμενη αποστολή τους στην Κύπρο, που είναι προγραμματισμένη για τις 11 και 12 Δεκεμβρίου.
Στην επιστολή, η δικηγόρος της οικογένειας Νικολάου, Λητώ Καριόλου, η οποία την είχε εκπροσωπήσει και κατά τη διάρκεια της τρίτης θανατικής ανάκρισης, επισημαίνει αναλυτικά ολόκληρο το ιστορικό της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των πάρα πολλών παραλείψεων αλλά και των ευρημάτων των προηγούμενων ποινικών ανακρίσεων που δεν αξιοποιήθηκαν. Σημειώνει επίσης και τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται, συμπεριλαμβανομένης και της στάσης που τήρησε η πλευρά της Εισαγγελίας κατά την θανατική ανάκριση, όπου τάχθηκε έντονα εναντίον της οικογένειας και πήρε θέση υπέρ του Πανίκου Σταυριανού, ανεξαρτήτως της καταδίκης της Κυπριακής Δημοκρατίας από το ΕΔΑΔ, λόγω των χειρισμών του.
«Στις 10 Μαΐου 2024 η Δικαστής Βαρωσιώτου ανακοίνωσε την απόφασή της, ότι ο Θανάσης βρέθηκε στραγγαλισμένος, επιβεβαιώνοντας τη θέση των αιτητών ότι ο Θανάσης δολοφονήθηκε. Αυτό που προκάλεσε εντύπωση στην τρίτη θανατική ανάκριση ήταν ότι οι αιτητές, ως θύματα, έπρεπε να αποδείξουν ότι ο Θανάσης δολοφονήθηκε, έχοντας ως αντίπαλο τον Γενικό Εισαγγελέα. Η εκπρόσωπός του, κ. Ξένια Ξενοφώντος, επέμενε και προσπάθησε να αποδείξει ότι ο Θανάσης αυτοκτόνησε πέφτοντας από την γέφυρα. Οι αιτητές επέμειναν ότι, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις ενός μεγάλου αριθμού ειδικών, τα τραύματα του Θανάση δεν ήταν συμβατά από πτώση από ύψος 30 μέτρων, αλλά αποτέλεσμα βίας από μια ομάδα. Η Δικαστής σημείωσε ότι μέχρι και το στάδιο πριν από τις τελικές αγορεύσεις, η θέση της Γενικής Εισαγγελίας ήταν ότι ο θάνατος προκλήθηκε από πτώση από ύψος και ο Θανάσης αυτοκτόνησε. Σημείωσε, επίσης, ότι η διαδικασία ήταν μακρά και επίπονη και άσκησε κριτική στη θέση των Αρχών και επεσήμανε ότι αισθάνεται αναγκασμένη να παρατηρήσει ότι «η συνεπής θέση του Γενικού Εισαγγελέα και της Αστυνομίας από την αρχή ήταν βασισμένη στη θέση ότι οποιαδήποτε ποινική πράξη πρέπει να αποκλειστεί. Αυτή παρέμεινε η θέση τους ακόμη και μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ».
Αναποτελεσματική διερεύνηση
Η κ. Καριόλου, τόνισε την ανάγκη για συνταγματικές τροποποιήσεις, αλλαγές στις διαδικασίες, νέα πρωτόκολλα και ρυθμίσεις σε όλο το εύρος του κυπριακού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων της Νομικής Υπηρεσίας, των θανατικών ανακρίσεων, των αστυνομικών και στρατιωτικών ερευνών και των ιατροδικαστών.
Όπως επισημαίνει η κ. Καριόλου, τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να επιλύουν τα προβλήματα που εντοπίζονται στις παραβιάσεις και η αναποτελεσματική διερεύνηση σε αυτή την υπόθεση ήταν το αποτέλεσμα μεγάλης αμέλειας από πλευράς των κυπριακών Αρχών, περιλαμβανομένου του ιατροδικαστή που κλήθηκε να ετοιμάσει την πρώτη έκθεση για τις συνθήκες θανάτου, μέλη της Κυπριακής Αστυνομίας, του Στρατού και των διωκτικών Αρχών.
«Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για αναδιάρθρωση των διαδικασιών σε σχέση με τον διορισμό και την εκτέλεση των επαγγελματικών καθηκόντων των ιατροδικαστών, που συμπεριλαμβάνουν επαρκείς ασφαλιστικές δικλείδες, που διασφαλίζουν την ανεξαρτησία, την ακεραιότητα και τον επαγγελματισμό», τόνισε η δικηγόρος της οικογένειας. Επεσήμανε πως, όπως υποδείχθηκε από το Δικαστήριο, ολόκληρη η αστυνομική έρευνα βασίστηκε στα αμελή ευρήματα του πρώτου ιατροδικαστή, από τον οποίο ζητήθηκε να παρευρεθεί στην σκηνή και εντός δέκα λεπτών από την άφιξή του κατέληξε ότι το θύμα αυτοκτόνησε πηδώντας από την γέφυρα, πριν καν πραγματοποιήσει την αυτοψία.
Η οικογένεια του Θανάση υπενθύμισε ότι προέκυψαν ξεκάθαρα προβλήματα με τον τρόπο που η Αστυνομία διερεύνησε τις συνθήκες θανάτου του Θανάση. Τόνισε ότι χρειάζονται πρωτόκολλα που να αποτρέπουν την ανάληψη σοβαρών υποθέσεων από μη έμπειρους αστυνομικούς, εκπαίδευση στην διερεύνηση σοβαρών εγκληματών και φύλαξη του μαρτυρικού υλικού, ασφαλιστικές δικλείδες που να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των ανακριτών, όπως επίσης και εκπαίδευση πώς να λαμβάνουν καταθέσεις από υπόπτους, να ασφαλίζουν την σκηνή, να συλλέγουν τεκμήρια με τρόπο που να αποτελούν μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένων ευρημάτων για εξετάσεις. «Υπήρξαν σοκαριστικά λάθη στον τρόπο που η Αστυνομία και οι ειδικοί που διορίστηκαν από την Κυβέρνηση λειτούργησαν», υπογράμμισε, υποδεικνύοντας επίσης ότι πρέπει να καταρτιστούν ξεκάθαροι κανόνες για την σύγκρουση συμφέροντος, ώστε να αποτρέπεται η εκ νέου εμπλοκή αστυνομικών που εμπλέκονταν προηγουμένως σε αναποτελεσματικές έρευνες.
Στην επιστολή αναφέρεται, περαιτέρω, πως χρειάζονται ξεκάθαρα πρωτόκολλα για τις έρευνες του Στρατού και ξεκάθαροι κανόνες για τις ευθύνες της Αστυνομίας και του Στρατού σε περιπτώσεις όπως αυτή, στην οποία γίνονταν παράλληλες έρευνες. Δυστυχώς, αυτή η περίπτωση δεν είναι απομονωμένη και καταδεικνύει ένα μοτίβο μη αποτελεσματικών ερευνών από τον Στρατό, προστίθεται.
Ενημέρωση για τις εξελίξεις στο Ανώτατο
Περαιτέρω, σημειώνεται ότι σε αυτή την άνευ προηγουμένου υπόθεση, υπήρξαν τρεις θανατικές ανακρίσεις προτού τα ευρήματα μετατραπούν σε αιτία θανάτου. Αναλόγως του αποτελέσματος της αίτησης certiorari, που καταχώρησε ο Πανίκος Σταυριανός και του δόθηκε άδεια από το Ανώτατο, δεν μπορεί να αποκλειστεί και μια τέταρτη. Το περιορισμένο πεδίο της εντολής του θανατικού ανακριτή δεν είναι συμβατό με το άρθρο 2 της Σύμβασης. Υπάρχει, συνεπώς, αναφέρεται, άμεση ανάγκη τροποποίησης της νομοθεσίας, ώστε η θανατική ανάκριση να παρέχει την απάντηση στο ερώτημα «με ποιο τρόπο και υπό ποιες συνθήκες απεβίωσε ο νεκρός».
Επιπρόσθετα, η κ. Καριόλου ενημερώνει την Επιτροπή πως στις 16 Ιουνίου 2024, ο Πανίκος Σταυριανός ζήτησε άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο για ακύρωση της απόφασης της 10ης Μαΐου με διάταγμα certiorari. Στις 15 Ιουλίου, του δόθηκε άδεια να παρουσιάσει την αίτησή του και ενημερώθηκαν οι αιτητές. Κατέθεσαν έφεση που παρουσιάστηκε στις 14 Οκτωβρίου και αναμένεται η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία ωστόσο μέχρι σήμερα εκκρεμεί.
Διαχωρισμός εξουσιών Εισαγγελέα
Εξαιρετικά επίκαιρη θεωρείται και η επισήμανση πως χρειάζεται άμεση τροποποίηση του άρθρου 113 του Συντάγματος, ώστε οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα για έναρξη και αναστολή ποινικών υποθέσεων, να μπορούν να ελεγχθούν δικαστικά και ότι υπάρχει αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ του ρόλου του Γενικού Εισαγγελέα και του γραφείου του ως κατήγοροι από τη μία και ως νομικοί σύμβουλοι της Κυβέρνησης από την άλλη.
Όπως ανέφερε η Λητώ Καριόλου, υπάρχει ξεκάθαρο πρόβλημα σε σχέση με την ανέλεγκτη απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην ξεκινήσει διώξεις εναντίον του ιατροδικαστή και των αστυνομικών, όπως ήταν η εισήγηση των ανεξάρτητων ανακριτών που ο ίδιος διόρισε. Η απόφαση στέρησε από τους αιτητές την πιθανότητα πραγματικής θεραπείας και τιμωρίας αυτών που είναι ένοχοι για την ανεπαρκή έρευνα για τις αιτίες θανάτου του Θανάση, που ήταν και η βάση των ευρημάτων του ΕΔΑΔ για την παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Ως εκ τούτου, οι αιτητές ζητούν από την Επιτροπή Υπουργών να καλέσει την Κυβέρνηση να τροποποιήσει το Σύνταγμα, σύμφωνα με την εισήγηση των ανεξάρτητων διεθνών οργάνων, ώστε οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα για ποινικές διαδικασίες να μπορεί να ελέγχονται και να παρέχεται στα θύματα σοβαρών εγκλημάτων η δυνατότητα για αποτελεσματική αποκατάσταση.
Υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για μία συζήτηση που ανοίγει πολύ συχνά και στην κυπριακή Βουλή, καθώς αρκετοί βουλευτές θεωρούν ότι το ανέλεγκτο του οποίου χαίρει ο Γενικός Εισαγγελέας είναι μη συμβατό με τις σύγχρονες αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Σε ό,τι αφορά τον διαχωρισμό εξουσιών, το νερό έχει μπει στ’ αυλάκι, καθώς ετοιμάστηκαν τα νομοσχέδια, τα οποία, ωστόσο, δεν έχουν φτάσει ακόμη στη Βουλή. Όπως επισημαίνει η κ. Καριόλου, η τροποποίηση πρέπει να είναι συμβατή με τις εισηγήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις εκθέσεις για το Κράτος Δικαίου.
Ούτε μία απολογία
Στην επιστολή υπογραμμίζεται και το γεγονός πως η οικογένεια του Θανάση δικαιούται μία δημόσια απολογία, κάτι που δεν έχει πράξει κανένας αξιωματούχος της Κυβέρνησης. Αντιθέτως, επισημαίνεται, ο Γενικός Εισαγγελέας δημόσια δήλωσε στις 23 Μαΐου 2024 ότι η Νομική Υπηρεσία δεν έκανε κάποιο λάθος στον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση.
Η νέα έρευνα πρέπει να επικεντρωθεί όχι μόνο στις συνθήκες δολοφονίας του Θανάση αλλά στην πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων από αξιωματούχους ή λειτουργούς της Κυπριακής Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων μελών της Αστυνομίας, των ιατροδικαστών και μελών της Εθνικής Φρουράς, που είχαν την ευθύνη του στρατοπέδου που υπηρετούσε ο Θανάσης, όπως επίσης και αυτούς που πραγματοποίησαν την στρατιωτική έρευνα για τις συνθήκες θανάτου του. «Οι αιτητές δεν θα πρέπει να αφεθούν να διώξουν μόνοι τους, με περιορισμένα μέσα και χωρίς ανακριτικές εξουσίες, τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την αναποτελεσματική έρευνα. Είναι καθήκον της Κυβέρνησης να διώξει αυτά τα πρόσωπα και να διασφαλίσει τη λογοδοσία», τόνισε η δικηγόρος.
Σημειώνεται, δε, πως παρά τις δημόσιες διακηρύξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας αλλά και του Γενικού Εισαγγελέα ότι το κόστος που θα έχουν οι αιτητές για τη διαδικασία θα καταβληθεί από την Κυβέρνηση, και παρά τις σχετικές αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου για οικονομική βοήθεια των αιτητών, η Κυβέρνηση μέχρι στιγμής πλήρωσε μόνο ένα μέρος των εξόδων που προέκυψαν για την οικογένεια και κατ’ επανάληψη αγνόησαν τα αιτήματά της να καλύψουν τα υπόλοιπα έξοδα, κάτι που άφησε σε μεγάλο βαθμό απλήρωτους τους ειδικούς των οποίων ζητήθηκε η συνδρομή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: