«Ελάλουν του Θεόδωρου ‘γιε μου μείνε δαμέ’, εν εδέχτηκε… Είδα στην εφημερίδα ότι αγνοείται»
Φοινιώ Σάββα 06:00 - 03 Νοεμβρίου 2024
«Πριν τη δεύτερη εισβολή, ο Θεόδωρος ήρτε δαμέ να μας δει τζιαι ελάλουν του ‘γιε μου μείνε δαμέ, μεν πάεις πίσω’. Εν εδέχτηκε τζιαι επήε. Μίια μέρα εδκιαβάζαν εφημερίδα κάτι χωρκανοί. Εμένα εν μου είπαν τίποτε, αλλά είδα τους ήταν διαφορετικοί. Ερώτησα τους αλλά εν μου ελαλούσαν. Εγώ σχολείο εν επήα, αλλά κάποιες λέξεις έφκαλλα τες τζιαι είδα ότι έγραφε ότι αγνοείται η τύχη του Θεόδωρου Τσομαλλούρη. Έπιασα την εφημερίδα τζιαι επήα σε τζείνο που το έγραψε. Είπε μου ένεν τίποτε. Ύστερα, εκατάλαβα το τζιαι είπαν μου το ότι εσκοτώθηκε. Τζιαμέ τζιαι τζει επήεννα στα δεντρά τζιαι έκλαια».
Αυτή είναι η περιγραφή της αιωνόβιας, Χρυστάλλας Τσομαλλούρη. Της μητέρας του ήρωα, Θεόδωρου Τσομαλλούρη από το Φρέναρος, ο οποίος το μαύρο καλοκαίρι του 1974, όπως και οι δύο αδελφοί του, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της πατρίδας, δεν δίστασε να σπεύσει στην πρώτη γραμμή, να υπερασπιστεί την Κύπρο και να κοιτάξει στα μάτια τον εισβολέα. Ο Θεόδωρος Τσομαλλούρης, όπως και τόσοι άλλοι νέοι που πίστευαν στις αξίες της ελευθερίας και της τιμής, παρά το γεγονός ότι είχε αποστρατευτεί τον Φεβρουάριο του 1974, έτρεξε από τους πρώτους για να αντικρούσει τους εχθρούς.
Μέχρι και τις τελευταίες στιγμές, έδειξε την ανδρεία του, αφού έμεινε τελευταίος στο Φυλάκιο, καλύπτοντας τους συναγωνιστές του για να διαφύγουν με ασφάλεια. Εκεί τον συνέλαβαν οι εισβολείς και έκτοτε κανείς δεν τον είδε ζωντανό. Εντοπίστηκε το 2017, σε ένα ομαδικό τάφο στην Επιχό. Τότε και μόνο, η οικογένειά του κατάφερε να νιώσει την ανακούφιση μέσα στον πόνο, ότι ο δικός τους ήρωας έχει εντοπιστεί.
Η 100χρονη μητέρα του ήρωα, καθώς και οι δύο εκ των τεσσάρων αδελφιών του, Πιερής και Νίκος, μίλησαν στον REPORTER για το μαύρο εκείνο καλοκαίρι, την τελευταία φορά που είδαν τον Θεόδωρο και πώς έμαθαν για τις τελευταίες του στιγμές εν ζωή.
Η μαρτυρία της μάνας που περίμενε με την αγωνία για χρόνια
«Το κακό εξεκίνησε στο πραξικόπημα. Επιάσαν τον άντρα μου τζιαι το γιο μου. Επήα τζιαμέ που ήταν ο γιος μου ο άλλος, τζιαι εσταμάτησε με ένας αστυνομικός. Λαλεί μου ‘πού πάεις;’ τζιαι λαλώ του ‘πάω στο γιο μου. Επιάσατε τον άντρα μου, επιάσατε τον αρφό του’. Είπε μου να στραφώ τζιαι ότι επιάσαν έξι νοματούς τζιαι εφορτώσαν τους πάνω στο αυτοκίνητο. Ερώτησα τον, που εν να τους πάρουν τζιαι εβάλαν τους πάνω στο αυτοκίνητο τζιαι είπε μου ότι ήταν να τους πάρουν ένα γυρό τζιαι να τους φέρουν πίσω. Είπα του ΄εν να παν να τους θκιανέψουν;’ τζιαι απάντησε μου ‘ναι, εν να τους δώκουν ένα γυρό μέσα στο χωρκό’. Τον τζύρη τους, επειδή ήταν νάκκον άρρωστος εξαπωλύσαν τον, Ήταν πέντε πλάσματα. Επήα έσσω τζιαι είπα το στα άλλα παιδιά μου ότι επιάσαν τον και εβάλαν τους σε ένα αυτοκίνητο τζιαι επήραν τους μέσα στο χωρκό. Έμαθα ότι επήραν τους στο Λιοπέτρι τζιαι μετά αφήκαν τους.
Μετά έγινε η εισβολή τζιαι είχα τρεις στον πόλεμο. Είχα την έννοια τους τζιαι έκλαια. Πριν τη δεύτερη εισβολή, ο Θεόδωρος ήρτε δαμέ να μας δει τζιαι ελάλουν του ‘γιε μου μείνε δαμέ, μεν πάεις πίσω’. Εν εδέχτηκε τζιαι επήε.
Εμείς εμείναμε στο σπίτι μας, όμως όποτε ενιώθαμε τον κίνδυνο εφεύφκαμε τζιαι επηένναμε στο περβόλι μας. Μία ημέρα ήμασταν τζιαμέ τζιαι είχαν μια εφημερίδα τζιαι εδκιαβάζαν κάτι χωρκανοί. Εμένα εν μου είπαν τίποτε, αλλά είδα τους ήταν διαφορετικοί. Ερώτησα τους αλλά εν μου ελαλούσαν. Εγώ σχολείο εν επήα, αλλά κάποιες λέξεις έφκαλλα τες τζιαι είδα ότι έγραφε ότι αγνοείται η τύχη του Θεόδωρου Τσομαλλούρη. Έπιασα την εφημερίδα τζιαι επήα σε τζείνο που το έγραψε. Είπε μου ένεν τίποτε. Ύστερα, εκατάλαβα το τζιαι είπαν μου το ότι εσκοτώθηκε. Τζιαμέ τζιαι τζει επήεννα στα δεντρά τζιαι έκλαια.
Που τότε επεριμέναμε να μάθουμε νέα. Τζιαι ήβραν τον το 2017 στην Επιχό. Επήαν τα κοπελλούθκια μου τζιαι εμένα αφήσαν με σπίτι τζιαι έκλαια. Ήρταν τζιαι είπαν μου τα νέα. Που τότε, κάποτε κλαίω, τη νύχτα πέφτω τζιαι θωρώ τη φωτογραφία του».
Η κα. Χρυστάλλα θυμόταν τις στιγμές πόνου, ωστόσο ο χρόνος που πέρασε, ο ένας αιώνας ζωής, τη δυσκόλευε από το να βάλει σε μία σειρά τις αναμνήσεις της. Πήραν τη σκυτάλη οι δύο της γιοι, Πιερής και Νίκος.
Τον συνέλαβαν οι πραξικοπηματίες
Ο κ. Πιερής ήταν ο ένας εκ των δύο που έζησαν τα βασανιστήρια των πραξικοπηματιών. Τον συνέλαβαν επειδή έψαχναν όπλα. Όπλα που η οικογένειά του δεν είχε.
«Δούλευα στο Βαρώσι και ήμουν στο Άγιο Λουκά, στο συνεργατικό παντοπωλείο, για να φτιάξω ένα ψυγείο, ως ψυκτικός. Άκουσα από το ραδιόφωνο ότι έγινε πραξικόπημα. Ήρθαμε στο Φρέναρος, επειδή περιμέναμε ότι θα μας πιάσουν οι πραξικοπηματίες. Ο πεθερός μου, μου έλεγε να φύγω από το σπίτι, αλλά εγώ δεν ήθελα να φύγω, επειδή δεν ξέραμε πόσες ημέρες θα κάνουμε. Με πήραν στην εκκλησία και όπως μας έπαιρναν, άκουα τη μητέρα μου που φώναζε. Μας πήραν στα σωματεία και είδα ότι ο ανακριτής ήταν ένας γνωστός μου από το Βαρώσι, που συνεργαζόμασταν.
Άρχισε να μου κάνει ανάκριση και μου έλεγε να τους δώσουμε τα όπλα. Του είπα ότι εμείς δεν είχαμε όπλα, μεγαλώσαμε μαθαίνοντας για την ειρήνη. Μου είπε ότι είχαν πληροφορίες για όπλα, όμως εμείς δεν είχαμε. Μας είπαν ότι θα μας στείλουν κάτω. Για μας το κάτω ήταν το Βαρώσι. Μας έβαλαν στα αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε για να πάμε προς το Λιοπέτρι. Μόλις μπήκαμε στο Λιοπέτρι, ήταν εκεί κάτι οπλοφόροι που φώναζαν να μας κατεβάσουν.
Από εκεί, βγήκε ένας άλλος ανακριτής και μόλις είδε ένα άλλο μαζί μας, πήγε και τον αγκάλιασε. Ήταν ένας επιπλοποιός, που είχε φτιάξει τα έπιπλα για τις αδελφές του και μας είπε ότι θα μας φώναζε στο γραφείο και θα μας άφηνε.
Ήμουν οδηγός και έπρεπε να καταταγώ στην Αθαλάσσα. Πήγα στο Βαρώσι και μου είπαν ότι έπρεπε να πάω στην Αθαλάσσα. Με διάφορα μέσα έφτασα στην Αγλαντζιά. Από εκεί, πήγα περπατητός στην Αθαλάσσα. Όταν έφτασα εκεί, είδα ότι το στρατόπεδό μας βομβαρδίστηκε και καιγόταν. Το στρατόπεδο μας είχε αυτοκίνητα και το χτύπησαν οι Τούρκοι.
Λίγο πίσω από το στρατόπεδο, είχαν άλλα δύο στρατόπεδα του πυροβολικού. Είδα τα τεθωρακισμένα που τα χτύπησαν. Είδα μία τερατσιά με κουφάλα μεγάλη και έχωσα το κεφάλι μου μέσα, σε περίπτωση που με πυροβολίσουν, να μην με βρουν στο κεφάλι. Μετά πήγα στο στρατόπεδο και βρέθηκα με ακόμη ένα στρατιώτη από τη μονάδα μας. Μου έδωσαν ένα φορτηγό και πήγαμε στη μοίρα των καταδρομών και πήγαμε Πάναγρα και Βασίλεια στην Κερύνεια.
Όταν οι Τούρκοι έπιασαν την Λάπηθο και τον Καραβά, εμείς ήμασταν εκεί. Ήταν ένα μαρτύριο. Μία μέρα πριν τη δεύτερη εισβολή, ήρθε δεύτερη μοίρα καταδρομών πάνω και μας αντικατέστησαν. Τα αυτοκίνητα τα πήραμε στη Νήσου, σε κάτι ελιές. Το πρωί που ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί, μόλις ακούσαμε τα αεροπλάνα τρέμαμε όλοι. Είπαμε να πάμε κάτω από ένα γεφύρι που ήταν ανάμεσα στην Αθαλάσσα και το Γέρι. Έπεσα κάτω από το γεφύρι και ήρθε εκεί ένας από τους πραξικοπηματίες, που είχαν τα όπλα. Εμείς δεν τα είχαμε και τον είδα ότι έκανε πίσω.
Εγώ ήμουν στρατιώτης στην Κερύνεια και μετά που επέστρεψα έμαθα ότι ήταν αγνοούμενος. Τελείωσε ο πόλεμος, κάναμε έξι μήνες στον στρατό και μετά επιστρέψαμε. Ξέραμε ότι ήταν αγνοούμενος, τον ψάχναμε σε όλα τα στρατόπεδα, όπως είχε αιχμαλώτους εμείς πηγαίναμε να τον βρούμε».
Η ιστορία του κ. Νίκου λίγο πιο απλή, αλλά έκρυβε την ίδια αγωνία. Συγκεκριμένα, ο ίδιος ήταν στρατιώτης στο Βαρώσι, όμως δεν είχαν τα όπλα να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς.
«Ήμασταν σε ένα στρατόπεδο χιλιάδες στρατιώτες χωρίς όπλα. Περνούσαν τα αεροπλάνα από πάνω μας, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Μας είπαν να πάμε να πολεμήσουμε χωρίς όπλα, όμως εγώ δεν δέχτηκα. Πήγα να βρω όπλα. Μετά με έστειλαν στη Λάρνακα, όπου έκανα έξι μήνες και μετά επέστρεψα στο σπίτι μου στο Βαρώσι».
Η τελευταία φορά που τον είδαν
Πριν τη δεύτερη εισβολή, ο Θεόδωρος Τσομαλλούρης επέστρεψε στο Φρέναρος για να δει τους δικούς του. Ο κ. Πιερής θυμάται ότι τότε ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν.
«Ο Θεόδωρος το 1974 είχε αποστρατευτεί και ήταν έφεδρος. Η αρραβωνιαστικά του ήταν στην Ομορφίτα και όταν έκανε την θητεία του, ήταν δίπλα της. Οι γονείς της ήταν από το Παλαίκυθρο και όταν ξεκίνησαν οι φασαρίες του πραξικοπήματος, έφυγαν και πήγαν πίσω. Ο Θεόδωρος αμέσως, όταν ξεκίνησε το κακό, πήγε στο στρατόπεδο στο Παλαίκυθρο και κατατάγηκε. Έγινε η πρώτη εισβολή και τους πήραν σε ένα Φυλάκιο. Κατά την περίοδο της εκεχειρίας ήρθε πίσω και ο αδελφός μας του είπε να μην πάει επειδή ήταν όλα προδομένα, όμως εκείνος ήθελε να πάει. Εκείνες ήταν και οι τελευταίες ημέρες που πέρασε μαζί μας.
Εμείς δεν ξέραμε τι έγινε πριν να μας πουν. Τον αναζητούσαμε μέσα στους αιχμαλώτους και όταν βλέπαμε ότι δεν ερχόταν, καταλάβαμε ότι αγνοείτο. Εμείς ζούσαμε με την αγωνία και περιμέναμε. Όταν πήγαινα στη Λάρνακα, περνούσα από Βρυσούλλες και Άχνα και πήγαινα. Όσες φορές περνούσα, πάντα κοίταζα στα χωράφια μπας και τους έφυγε και ερχόταν. Ήταν ασυναίσθητα. Ήταν μία συνεχή αγωνία, που περιμέναμε.
Οι χειρότερες στιγμές στη ζωή μου, ήταν όταν πήγαινα στα οδοφράγματα που έρχονταν οι αιχμάλωτοι. Έβλεπα τον κόσμο, που άλλοι έκλαιγαν από χαρά, επειδή ήρθε ο δικός του και άλλοι έκλαιγαν επειδή δεν ήρθε. Εγώ κρατούσα την φωτογραφία του Θεόδωρου και τους ρωτούσα αν τον είδαν και μου έλεγαν όχι. Ήταν πολύ συγκλονιστικές στιγμές να βλέπεις τόσο κόσμο να περιμένει, αλλά και τον τρόπο που οι αιχμάλωτοι αγκάλιαζαν τους δικούς τους».
Η ιστορία του στρατιώτη από το Λιοπέτρι
Ο κ. Πιερής ήταν και αυτός που πήγε στο Λιοπέτρι να βρει τον στρατιώτη, ο οποίος ήταν μαζί με τον αδελφό του, μέχρι τις τελευταίες του στιγμές.
«Έχουμε ένα βιβλίο που γράφει όλη την ιστορία του Θεόδωρου, πώς χάθηκε και όλη την ιστορία. Ήταν στο Γερόλακκο με ένα ακόμη στρατιώτη από το Λιοπέτρι. Μία ημέρα βρέθηκα με ένα αστυνομικό και μου είπε ότι στο Λιοπέτρι υπήρχε ένα πρόσωπο που έλεγε ότι ήταν μαζί με τον αδελφό μου. Ρώτησα ποιος είναι και μου είπαν το όνομά του.
Πήγα και τον βρήκα και μου είπε ‘ήμασταν μαζί σε ένα Φυλάκιο. Είχε και ένα άλλο στρατιώτη που ήταν μαζί μας, αλλά έφυγε γρήγορα εκείνος και μείναμε εγώ και ο Θεορής στο Φυλάκιο. Σε κάποια φάση είδαμε τα τανκς να έρχονται από μακριά και του είπα να φύγουμε. Και μου είπε να φύγω εγώ και να με καλύπτει’. Τελικά, όπως μας είπε ο στρατιώτης από το Λιοπέτρι, έφυγε και αφού απομακρύνθηκε, γύρισε πίσω και είδε αρκετά τανκς πάνω στο Φυλάκιο. Μας είπε ότι δεν είχε ακούσει πυροβολισμούς.
Φαίνεται ότι εκεί τον συνέλαβαν. Μετά βρέθηκε στην Επιχό μέσα σε ομαδικό τάφο. Είχε μείνει για κάλυψη των άλλων. Ήταν λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Φυλάκιο».
Η σχέση με την τότε αρραβωνιαστικιά
Ο Θεόδωρος, όταν έγινε η εισβολή, ήταν αρραβωνιασμένος, μόλις μερικούς μήνες. Παρά το γεγονός ότι χάθηκε, η οικογένεια ακόμη κρατά επαφές με την τότε αρραβωνιαστικιά του.
«Μέχρι και σήμερα έχουμε επικοινωνία. Όποτε είναι το μνημόσυνό του έρχεται. Όταν γιορτάσαμε τα 100 χρόνια της μητέρας μας, ήρθε με τον άνδρα της. Έχουμε επαφή. Όταν ήταν να παντρευτεί, ήρθε να μας ενημερώσει. Όταν πάντρεψε τα παιδιά της, πήγαμε στο γάμο τους. Την ενημερώσαμε όταν βρέθηκαν τα οστά και ήρθε στην κηδεία».
Το τηλέφωνο της λύτρωσης
«Μου τηλεφώνησαν από τη ΔΕΑ και είπαν μας ότι θα έρθει ένας λειτουργός. Ήρθε και μας είπε ότι εντοπίστηκαν τα οστά του αδελφού μας. Έπιασα τηλέφωνο την αδελφή μου και της είπα να προετοιμάσει τη μητέρα μας, επειδή θα πήγαινα με τον λειτουργό της ΔΕΑ και θα τους έλεγε ότι εντοπίστηκαν τα οστά του Θεόδωρου. Ήρθαμε στο σπίτι και τη ρώτησε ο λειτουργός ΄τι περιμένεις από το γιο σου; Να είναι ζωντανός;’ και του απάντησε ‘όι τζιαι να εν ζωντανός. Περιμένω τα οστά του’. Μας ενημέρωσαν ότι βρέθηκαν στα οστά στην Επιχό.
Πήγαμε στο παλιό αεροδρόμιο Λευκωσίας, που ήταν το εργαστήριο της ΔΕΑ και είδαμε τα οστά. Είδαμε ότι ήταν ο δικός μας. Δεν την πήραμε μαζί μας, επειδή ήταν και μεγάλη και δεν μπορούσε, αλλά και επειδή πήγαμε σε ένα χώρο που ήταν ένα τραπέζι με οστά. Μας έδειξαν και κάτι φωτογραφίες από τον τάφο που τους βρήκαν. Μας είπαν ότι είχαν μαρτυρία, ότι στον τάδε τόπο υπήρχαν θαμμένοι στρατιώτες. Μας εξήγησαν ότι πήγαν, έσκαψαν τρία μέτρα και δεν βρήκαν τίποτε και έφυγαν. Όμως, ο πληροφοριοδότης επέμενε και τους έλεγχε ότι εκεί είχε θαμμένους.
Έσκαψαν ξανά και εντόπισαν πέντε σκελετούς. Φαίνεται ότι εκεί έριχναν μπάζα και έριξαν τόσα πολλά, που τελικά τον έχωσαν κάτω».
Ο κ. Νίκος πρόσθεσε πως ήταν εύκολο να αναγνωρίσουν τον σκελετό του αδελφού τους.
«Ο αδελφός μας εργαζόταν σε εργοστάσιο που έκαναν πλαστικά. Μία μέρα είχε ατύχημα με τη μηχανή και του έκοψε το δάχτυλο και το άλλο ήταν παραποιημένο. Μας έδειξαν το σκελετό και τον αναγνωρίσαμε αμέσως. Ήταν ένας ολόκληρος σκελετός. Το μόνο πράγμα που ήταν πάνω του και δεν έλιωσε ήταν το εσώρουχό του, επειδή ήταν νάιλον. Μας έδωσαν τα πράγματα του, μαζί με τις φωτογραφίες».
Το τηλεφώνημα και η ταφή των οστών του ήρωα ήταν ο επίλογος μίας τραγικής ιστορίας. Για την οικογένεια αποτέλεσε το τελευταίο κεφάλαιο, μίας ζωής γεμάτης αγωνία για τον δικό τους άνθρωπο.