Η απόφαση για παύση Οδυσσέα που χρησιμοποιείται ως σημαία και το κύρος της δικαστικής εξουσίας
06:00 - 03 Νοεμβρίου 2024
Η πιο αμφιλεγόμενη δικαστική απόφαση των τελευταίων ετών στην Κύπρο, αυτή του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου για παύση του Ελεγκτή, παρά το γεγονός πως είναι πολύ πρόσφατη, εμφανίστηκε την Τετάρτη για δεύτερη φορά στις δικαστικές αίθουσες.
Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση εκδόθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους και είχε ως αποτέλεσμα την παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη. Ακολούθησε ένας τεράστιος πολιτικός αλλά κυρίως κοινωνικός αναβρασμός, καθώς διαφάνηκε πως η πλειοψηφία των πολιτών ξεκάθαρα έχουν διαφορετική αντίληψη περί ανάρμοστης συμπεριφοράς από τους δικαστές. Ως αποτέλεσμα, ο βαθμός εμπιστοσύνης στη δικαστική εξουσία έχει μειωθεί αισθητά το τελευταίο διάστημα σε σχέση με το παρελθόν και βρέθηκε να βάλλεται ένας θεσμός που, σε γενικές γραμμές, δεν απασχολεί συχνά την κοινή γνώμη.
Σε δημοσκόπηση (Σίγμα, IMR) στις 29 Σεπτεμβρίου, το 84% των πολιτών δήλωναν ότι διαφωνούν με την απόφαση, ενώ μόνο το 16% ανέφεραν ότι εμπιστεύονται απόλυτα ή αρκετά τη δικαστική εξουσία. Αφού το θέμα έφυγε από τους την κορυφή της επικαιρότητας, σε άλλη δημοσκόπηση (Offsite, Symmetron), που δημοσιεύθηκε στις 20 Οκτωβρίου, το ποσοστό διαφωνίας με την απόφαση του Δικαστηρίου μειώθηκε στο 76% αλλά παρέμεινε εξαιρετικά υψηλό, ενώ λίγο ή καθόλου δήλωναν ότι εμπιστεύονται την δικαστική εξουσία το 73%.
Συνεπώς, παρά το γεγονός πως η απόφαση εξακολουθεί να θεωρείται λανθασμένη από την μεγάλη πλειοψηφία και να πλήττει την εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία, στις αίθουσες των Δικαστηρίων τείνει να καταστεί σημαία. Στις 16 Οκτωβρίου, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο δικηγόρος του τέως Επιτρόπου Εθελοντισμού, Γιαννάκη Γιαννάκη, έφερε ένσταση, με αφορμή τα όσα καταγράφονται στην απόφαση για παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη. Υποστήριξε ότι η διαδικασία είναι μολυσμένη, παραπέμποντας στους χειρισμούς που είχε κάνει ο τέως Γενικός Ελεγκτής, λέγοντας πως υπέβαλε στον πελάτη του ερωτήσεις και συνεπώς έλαβε «ανακριτική κατάθεση», παραβιάζοντας τα δικαιώματά του. Το ζήτημα είχε τεθεί ως σημείο από την πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα.
«Η υπόθεση διερευνήθηκε από τον Ελεγκτή, ο οποίος, χωρίς να είναι ανακριτής, αλλά χρησιμοποιώντας καταχρηστικά τις εξουσίες, ανέκρινε το κατηγορούμενο, χωρίς να του δώσει κανένα μα κανένα νομικό δικαίωμα υπόπτου και είναι θέση μας ότι πρέπει να διεξαχθεί δική εντός δικής», ανέφερε ο Γιάννης Πολυχρόνης.
Ενώ το Επαρχιακό Δικαστήριο αναμένεται να εκδώσει την απόφασή του, η απόφαση για τον Ελεγκτή χρησιμοποιήθηκε εκ νέου στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στις 30 Οκτωβρίου, κατά την εξέταση της Αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας του νόμου για το Πόθεν Έσχες, λόγω της συμπερίληψης υποχρέωσης υποβολής από τον Γενικό και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα.
Κατά την αγόρευσή του, ο εκ των δικηγόρων που εκπροσωπούν την πλευρά του Προέδρου της Δημοκρατίας, Πόλυς Πολυβίου, ανέφερε πως ο δικηγόρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Χρίστος Κληρίδης, έχει δίκαιο πως ο Γενικός και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι μέλη της δικαστικής εξουσίας, «αλλά τονίστηκε και από εσάς τους ίδιους, κ. πρόεδρε, στην υπόθεση του Γενικού Ελεγκτή, ότι ο Γενικός και ο Βοηθός πρέπει να έχουν πλήρη ανεξαρτησία και αυτοτέλεια». Ακολούθως είπε πως «στο τέλος της ίδιας απόφασης, λέτε ότι οι αποφάσεις υπομαρτυρούν το κύρος του Γενικού Εισαγγελέα και ότι ο Γενικός και ο Βοηθός λειτουργούν στο πλαίσιο της νομιμότητας. Ο Γενικός και ο Βοηθός δεν είναι δικαστές, αλλά προστάτες του κράτους δικαίου».
Είναι σαφές πως, όποια και αν είναι η άποψη του πολιτικού κόσμου ή της κοινωνίας για το ζήτημα της παύσης του Οδυσσέα Μιχαηλίδη, η απόφαση αλλά και οι αναφορές του ίδιου του Γενικού Εισαγγελέα, αυτή δημιούργησε μια νομική βάση για τους δικηγόρους. Σε διάστημα μερικών ημερών έγινε ήδη επίκλησή της δύο φορές στις δικαστικές αίθουσες και αναμένεται αυτό να επαναληφθεί και στο μέλλον, ιδιαίτερα όταν υπό εξέταση βρίσκονται ζητήματα θεσμικής ή συνταγματικής φύσεως.
Η αξιοποίηση της διαθέσιμης νομολογίας είναι, βεβαίως, και θεμιτή και αναμενόμενη. Το γεγονός, ωστόσο, ότι χρησιμοποιείται σε πολύκροτες υποθέσεις μία απόφαση για την οποία υπάρχει συλλογική δυσαρέσκεια (πιθανώς να μην υπάρχει άλλη αντίστοιχη περίπτωση στα χρονικά), και την επαναφέρει συνεχώς στην επικαιρότητα, ενδεχομένως να μην βοηθά στην αποκατάσταση του κύρους της δικαστικής εξουσίας.