Αυτό είναι το σκεπτικό της απόφασης για το Πόθεν Έσχες των Εισαγγελέων-«Εχέγγυο στην ακεραιότητα του θεσμού»
Ντίνα Κλεάνθους 12:27 - 20 Νοεμβρίου 2024
Στο κενό έπεσε η προσπάθεια των επικεφαλής της Εισαγγελίας να καταστήσουν αντισυνταγματικό τον Νόμο του Πόθεν Έσχες που τους συμπεριλαμβάνει, αφού το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις τους, κρίνοντας πως δεν θα πρέπει να έχουν την ίδια αντιμετώπιση με τους Δικαστές, όπως ήταν ένα από τα βασικότερα τους επιχειρήματα, ενώ καταρρίφθηκε και η θέση περί πλήγματος στην ανεξαρτησία του θεσμού.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Άλλο οι δικαστές, άλλο οι Εισαγγελείς-Με βούλα Ανωτάτου υποχρεούνται να υποβάλουν Πόθεν Έσχες Γενικός και Βοηθός Εισαγγελέας
Στην αντίπερα όχθη, η πλευρά της Βουλής, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, πως άλλο οι Δικαστές και άλλο οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, οι οποίοι έχουν εμπλοκή στον δημόσιο λόγο, ενώ πρόταξε τόσο την καταδίκη του τέως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα Ρίκκου Ερωτοκρίτου για διαφθορά, όσο και τις καταγγελίες σε βάρος των Εισαγγελέων στην Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στην απόφαση του, η οποία ήταν ομόφωνη, υπέδειξε πως «εν προκειμένω, παρά το ύψιστο του πολιτειακού αξιώματος που ενδύεται ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα, του κεντρικού ρόλου που συνταγματικά του αποδίδεται και της πλήρους θεσμικής αυτοτέλειάς του, δεν τελεί υπό αμφισβήτηση ότι οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας έχουν διαφορετικό ρόλο και καθήκοντα, δεν ανήκουν και ούτε υπάγονται στη δικαστική εξουσία και δεν ταυτίζονται με αυτήν. Είναι μέλη της μονίμου Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, η οποία δεν αποτελεί μια εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών, ούτως ώστε να τίθεται ζήτημα παράβασης της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών».
Η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα εξέφρασε την θέση πως η περίπτωσή τους θα πρέπει να αντικρισθεί κάτω από τον ίδιο φακό, όπως και των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε διαφορετική περίπτωση «την επομένην της έναρξης ισχύος του υπό Αναφορά Νόμου, οι όροι υφ΄ ους θα υπηρετούν ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δεν θα είναι οι ίδιοι με αυτούς των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Ωστόσο το Ανώτατο υπέδειξε πως μέσω της πιο πάνω πρόνοιας «υπηρετούσιν υφ΄ ους όρους», κατά συνταγματική επιταγή, οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας εξισώνονται με τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά τους όρους υπηρεσίας τους, εξού και όπως αναφέρθηκε, το ερώτημα είναι η αποσαφήνιση του νοηματικού εύρους της πιο πάνω έννοιας, όπως αυτή απαντάται στην τέταρτη παράγραφο του ΄Αρθρου 112 του Συντάγματος, προκειμένου να κριθεί κατά πόσον εμπίπτουν στα πλαίσια του εν λόγω όρου οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις και οι δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτές.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, κατέληξε πως: «Η πρόνοια προς υποβολή περιουσιακών στοιχείων και οι λοιπές υποχρεώσεις που επιβάλλει ο υπό Αναφορά Νόμος, σε σχέση με τον Γενικό και Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, δεν συνιστούν και δεν εμπίπτουν στο νοηματικό εύρος των «όρων υπηρεσίας», και δεν μεταβάλλουν ή αλλοιώνουν όρον υπηρεσίας. Ούτε βεβαίως και πλήττουν την ανεξαρτησία του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα ή επιδρούν στις εκ του Συντάγματος καθοριζόμενες εξουσίες του».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Δικαιωμένη η πλευρά της Βουλής για το Πόθεν Έσχες των Εισαγγελέων-«Προάγεται η διαφάνεια και η λογοδοσία»
Μάλιστα, πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω, το Ανώτατο, το οποίο απέρριψε τις θέσεις της πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα περί πλήγματος στην ανεξαρτησία του θεσμού, υπέδειξε ότι: «Αντιθέτως, κατά αναλογία των λεχθέντων στην Γνωμάτευση επί της Αναφοράς Αρ. 4/2022 (ανωτέρω), προάγεται η διαφάνεια και η λογοδοσία και θεσμοθετείται ένα πρόσθετο εχέγγυο προς την περαιτέρω διασφάλιση της ακεραιότητας του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα και της ενίσχυσης της, αναγκαίας, εμπιστοσύνης του κοινού προς τον κεφαλαιώδη αυτό πολιτειακό θεσμό».
Μάλιστα, το Ανώτατο παρέπεμψε στην πρόσφατη Γνωμάτευσή του, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 1/2020, ημερ. 5.10.2021, όπου «σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι το κατεξοχήν αρμόδιο Σώμα να νομοθετεί «επί παντί θέματι», εκτός αν καταστρατηγείται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή συγκεκριμένο Άρθρο του Συντάγματος».
Περαιτέρω παρέπεμψε στην Γνωμάτευση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1989) 3 ΑΑΔ 1931, με την οποία αναγνωρίζεται ότι η νομοθετική εξουσία είναι το συνταγματικό όργανο της Πολιτείας για τον καθορισμό του περιεχομένου της νομοθεσίας.
Όπως υποδεικνύεται, ο νομοθέτης είναι ο κατ΄ εξοχήν κριτής των δικαιϊκών αναγκών των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου. Η μεγάλη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη στον τομέα των αρμοδιοτήτων του, περιορίζει, ανάλογα, και «….. το πεδίο για δικαστική παρέμβαση, στις περιπτώσεις εκείνες που ο νομοθέτης υπερβαίνει τα ακραία όρια της νομοθετικής του αρμοδιότητας και νομοθετεί κατ΄ αντίθεση ή με τρόπο ασύμφωνο προς συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος».
Με βάση τα πιο πάνω, το Ανώτατο κατέληξε πως η Βουλή ενήργησε εντός των πιο πάνω αρμοδιοτήτων της και ως εκ τούτου, δεν παρέχεται περιθώριο δικαστικής παρέμβασης στο έργο της.
«Γνωματεύουμε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος δεν είναι αντίθετος ούτε και ασύμφωνος προς τις πρόνοιες των Άρθρων 15, 61, 112, 113, 114 και 153.12 και, κατά προέκταση, του ΄Αρθρου 179 του Συντάγματος. Ούτε και καταστρατηγεί τη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών».
Τη Βουλή εκπροσώπησε το δικηγορικό γραφείο του Χρίστου Κληρίδη, ενώ την πλευρά του Προέδρου και του Γενικού Εισαγγελέα ο Πόλυς Πολυβίου και ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Χάραξαν γραμμές για το Πόθεν Έσχες Εισαγγελέα και Βοηθού-Υπόθεση Κατσουνωτού και Θανάση στην πρώτη «διαμάχη»