Μειώθηκε σε δέκα μήνες η ποινή στην 41χρονη για τον θάνατο του Γαμβρουδίου-Κριτήριο οι μετριαστικοί παράγοντες
Ντίνα Κλεάνθους 06:00 - 13 Νοεμβρίου 2024
Ανέτρεψε την δεκαοκτάμηνη ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε 41χρονη κατηγορούμενη για υπόθεση θανατηφόρου δυστυχήματος το Εφετείο, το οποίο μείωσε την ποινή της κατά οκτώ μήνες, αφού έκρινε πως δεν λήφθηκαν υπόψη στο βαθμό που έπρεπε οι μετριαστικοί παράγοντες, που είχαν να κάνουν τόσο με την «συντρέχουσα ευθύνη του θύματος», όσο και με τις προσωπικές της συνθήκες.
Πρόκειται για θανατηφόρο δυστύχημα που σημειώθηκε στις 29 Αυγούστου του 2021 στη συμβολή της λεωφόρου Ομονοίας με την οδό Βασιλέως Παύλου στη Λεμεσό, έπειτα από το οποίο έχασε την ζωή του ο 28χρονος Σάββας Γαμβρουδιού, με την 41χρονη κατηγορούμενη, που ανέκοψε την πορεία της μοτοσικλέτας του, να παραδέχεται (σ.σ όχι εξαρχής) την κατηγορία της πρόκλησης θανάτου χωρίς πρόθεση, ωστόσο προσφεύγοντας στο Εφετείο, χαρακτήρισε την 18μηνη ποινή που του επιβλήθηκε, ως έκδηλα υπερβολική, ενώ η υπεράσπιση του, προσέβαλε επίσης ως λανθασμένη την μη αναστολή της.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορούσε στην πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης κατά την διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την υπεράσπιση να επικεντρώνεται σε τρία περιστατικά, εκ των οποίων το ένα αφορούσε τη μητέρα του θύματος. Συγκεκριμένα, όπως καταγράφεται στην απόφαση, πριν την παραδοχή της κατηγρούμενης, η μητέρα του θύματος ζήτησε τον λόγο από το Δικαστήριο και διατύπωσε επαίνους προς τη Δικαστή, Ντόρια Βαρωσιώτου, για την απόφαση της στην θανατική ανάκριση που αφορούσε το θάνατο του εθνοφρουρού Θανάση Νικολάου. Οι συνήγοροι και των δυο πλευρών, συμφώνησαν ότι συνέβη το περιστατικό ενώπιον του Δικαστηρίου, παρότι δεν καταγράφεται στο πρακτικό.
Περαιτέρω, η υπεράσπιση αναφέρθηκε σε περιστατικό κατά την ημερομηνία αλλαγής απάντησης και παραδοχής της κατηγορούμενης, όπου πριν τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου, η μητέρα του θύματος ρώτησε τον συνήγορο υπεράσπισης «Αν ήταν γιός σου, θα υπερασπιζόσουν αυτή τη γυναίκα;», στο οποίο ο ίδιος δεν αντέδρασε, ενώ την επέπληξε αυστηρά η δημόσια κατήγορος.
Μετά την αλλαγή απάντησης σε παραδοχή, η υπόθεση ορίστηκε για γεγονότα και ποινή, ενώ και πάλι πριν τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου, ο συνήγορος υπεράσπισης υποστηρίζει πως ζήτησε άδεια μέσω του κλητήρα για να δει τη Δικαστή στο γραφείο της μαζί με την κατήγορο, χωρίς να αναφέρει τον λόγο, με σκοπό να πληροφορήσει το Δικαστήριο για το προαναφερθέν περιστατικό και να ζητήσει ρύθμιση της διαδικασίας κατά τρόπον ώστε να «αφεθεί η υπεράσπιση να επιτελέσει το έργο της χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις». Μετά από λίγο ο κλητήρας τον πληροφόρησε, όπως υποστηρίζει, ότι η Δικαστής δεν μπορούσε να τους δεχτεί στο γραφείο της. Εν συνεχεία και για ευνόητους λόγους ως ισχυρίζεται, δεν υπέβαλε αίτημα κατά τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου προς αποφυγή πρόκλησης εντάσεων, ένεκα της παρουσίας της μητέρας του θύματος.
Ωστόσο, το Εφετείο (σ.σ σύνθεση Χαραλάμπους, Παπαδοπούλου, Πικής) εξετάζοντας τον πρώτο λόγο έφεσης, έκρινε πως δεν προκύπτει οποιαδήποτε παραβίαση των διαδικαστικών εγγυήσεων της δίκαιης δίκης, λέγοντας περαιτέρω πως «τα όσα ο συνήγορος της Εφεσείουσας αναφέρει σε σχέση με τη μητέρα του θύματος, δεν αποκαλύπτουν έλλειψη φαινομενικής αμεροληψίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Σε ότι αφορά τις αναφορές της υπεράσπισης για το τι συνέβη εκτός διαδικασίας, το Εφετείο υπέδειξε πως αυτά ουδόλως σχετίζονται με τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης, ούτε επηρέασαν δυσμενώς καθ' οιονδήποτε τρόπο την υπεράσπιση, ενώ σημείωσε πως δεν εγείρεται οποιοδήποτε θέμα παραβίασης των διαδικαστικών διασφαλίσεων της δικαίας δίκης.
Η υπεράσπιση της 41χρονης, εξέφρασε επίσης τη θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την εξέταση των συνθηκών πρόκλησης του δυστυχήματος, δεν εκτιμήθηκαν ορθώς τα μαθηματικά δεδομένα που σχετίζονται με τη μεγάλη ταχύτητα με την οποία κινείτο η μοτοσυκλέτα του θύματος, βάσει των κοινώς αποδεκτών γεγονότων.
Ωστόσο, το Εφετείο από την πλευρά του διαφώνησε με την θέση της υπεράσπισης, λέγοντας πως «όλα τα μαθηματικά δεδομένα, πράξεις και υπολογισμοί που ρίχνουν φως στις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης».
Περαιτέρω, με ιδιαίτερη έμφαση, όπως καταγράφεται στην απόφαση του Εφετείου, ο συνήγορος της εφεσείουσας, υποστήριξε πως το «πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ή δεν έλαβε δεόντως υπόψη ότι βάσει των παραδεκτών γεγονότων, η ευθύνη της πελάτισσας του ήταν οριακή και του θύματος συντρέχουσα», ενώ ήταν η θέση του πως η κατ' ισχυρισμό μη αποδοχή της οριακής ευθύνης της κατηγορούμενης στην πρωτόδικη απόφαση, είχε ως αποτέλεσμα η υπεράσπιση να βρεθεί σε δυσμενή θέση, καθότι αφέθηκε να πιστεύει ότι θα αποτελούσε τη βάση για την επιβολή ποινής.
Ωστόσο και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίφθηκε, με το Εφετείο να υποδεικνύει πως η εισήγηση ότι τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα για σκοπούς επιβολής ποινής έγιναν με βάση το Άρθρο 19 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, στερείται νομικού και πραγματικού ερείσματος. «Είναι προφανές ότι όλα τα αποδεκτά γεγονότα έγιναν βάσει της συνήθους διαδικασίας που ακολουθείται στο συγκεκριμένο στάδιο της ποινικής διαδικασίας για σκοπούς επιβολής ποινής. Δηλαδή προηγήθηκε παράθεση γεγονότων με ακρίβεια και λεπτομέρεια από την Κατηγορούσα Αρχή, τα οποία έγιναν αποδεκτά από την Υπεράσπιση, η οποία στη συνέχεια παρέθεσε (γραπτώς) περαιτέρω γεγονότα με τα οποία συμφώνησε η Κατηγορούσα Αρχή».
Αναφορικά με τη θέση του συνηγόρου ότι δεν λήφθηκε υπόψη στην πρωτόδικη απόφαση πως η ευθύνη της εφεσείουσας ήταν οριακή, παρότι τούτο αποτελούσε μέρος των κοινώς αποδεκτών γεγονότων, το Εφετείο επεσήμανε ότι η παράθεση τέτοιων γεγονότων δεν δύναται να περιλαμβάνει αξιολογικές νομικές κρίσεις ή νομικούς χαρακτηρισμούς ως προς την έκταση της ευθύνης του κατηγορούμενου ή του θύματος για την πρόκληση του δυστυχήματος, ζήτημα το οποίο επαφίεται στην αποκλειστική κρίση του Δικαστηρίου κατά την επιμέτρηση της ποινής.
«Στην προκείμενη περίπτωση καμία αδικία δεν προκλήθηκε στην πλευρά της Εφεσείουσας από την εσφαλμένη συμπερίληψη στα κοινώς αποδεκτά γεγονότα του συμπεράσματος ότι η ευθύνη της ήταν οριακή και του θύματος συντρέχουσα, καθότι όλα τα γεγονότα που αφορούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επισυνέβη το θανατηφόρο δυστύχημα έγιναν αποδεκτά και λήφθηκαν υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Εκ των γεγονότων προέκυπτε η συντρέχουσα ευθύνη του θύματος την οποία το Δικαστήριο συνυπολόγισε».
Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες πρόκλησης του θανατηφόρου δυστυχήματος, το Εφετείο δεν εντόπισε σφάλμα στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν οφειλόταν σε στιγμιαία αβλεψία της εφεσείουσας, αλλά για απερίσκεπτη οδική συμπεριφορά, καθότι ενώ έλεγξε την τροχαία κίνηση προς τα πίσω από το κεντρικό καθρεφτάκι και αντιλήφθηκε τον μοτοσυκλετιστή, «εντούτοις αδιαφορώντας για τον υπαρκτό κίνδυνο, έλαβε βεβιασμένα απόφαση να κινηθεί διαγώνια επί των δυο λωρίδων κυκλοφορίας της Λεωφόρου Ομονοίας, υπολογίζοντας ότι θα προλάβαινε να στρίψει δεξιά προς την οδό Βασιλέως Παύλου, χωρίς να ανάψει τον δεξιό ηλεκτροδείκτη, ούτως ώστε να δώσει στο θύμα ένδειξη της πρόθεσης της να εισέλθει στην Λεωφόρο και πορείας την οποία σκόπευε να ακολουθήσει».
Εντούτοις, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, σε ότι αφορά το ύψος της ποινής, το Εφετείο στάθηκε στην υπερβολική ταχύτητα με την οποία κινείτο το θύμα, λέγοντας πως εάν οδηγούσε εντός του ορίου ταχύτητας το ατύχημα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, καθώς και στους μετριαστικούς παράγοντες, που δεν λήφθηκαν υπόψη, στον βαθμό που έπρεπε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
«Εν προκειμένω θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καίτοι αναφέρει ότι έλαβε υπόψη τη συντρέχουσα ευθύνη του θύματος και την παραδοχή της εφεσείουσας πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, εντούτοις οι εν λόγω μετριαστικοί παράγοντες δεν αντανακλούνται καταλλήλως στην ποινή σε βαθμό που την καθιστά έκδηλα υπερβολική».
Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη πως η 41χρονη ήταν λευκού ποινικού μητρώου και πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας άλλαξε απάντηση παραδεχόμενη την ενοχή της, σε συνδυασμό με τις προσωπικές της περιστάσεις, ειδικότερα τις συνέπειες που έχει τόσο η ίδια όσο και το ανήλικο παιδί της μετά την καταδίκη της, μείωσε την ποινή της από 18 μήνες σε δέκα.
«Στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται ότι στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη οι επιπτώσεις της ποινής φυλάκισης στο παιδί της Εφεσείουσας. Παραπομπή γίνεται στην Domotov κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328, όπου αποφασίστηκε ότι οι επιπτώσεις της φυλάκισης στην οικογένεια ενός κατηγορουμένου συγκαταλέγονται μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων, αλλά δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό της ποινής. Στην προκείμενη όμως περίπτωση το γεγονός ότι το παιδί μένει απροστάτευτο μετά τον εγκλεισμό της μητέρας στη φυλακή καθιστά τις συνέπειες της φυλάκισης σαφώς βαρύτερες για την οικογένεια της κατηγορούμενης, δικαιολογώντας σχετική έκπτωση στην ποινή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να προσδώσει μεγαλύτερη σημασία σε αυτό τον παράγοντα».