Η αδυναμία αυτοκριτικής, οι ανησυχίες των πολιτών και οι τοποθετήσεις για τα προσχήματα
Μικαέλλα Λοΐζου 07:08 - 10 Νοεμβρίου 2024
Κάποιοι αναλυτές στις ΗΠΑ δηλώνουν ότι ξέρουν το ακριβές λεπτό που η Κάμαλα Χάρις έχασε τις εκλογές. Η Αντιπρόεδρος και υποψήφια έδινε συνέντευξη στο ABC και ρωτήθηκε τι θα έκανε διαφορετικά από τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. «Δεν μου έρχεται τίποτα στο μυαλό», απάντησε.
Η αναφορά αυτή είναι ενδεικτική του πιο μοιραίου λάθους της καμπάνιας της Χάρις, της αδυναμίας της να διαχωρίσει τον εαυτό της από έναν μη δημοφιλή Πρόεδρο, του οποίου τα επίπεδα αποδοχής βρίσκονταν γύρω στο 40% κατά την τετραετία του στον Λευκό Οίκο, σχολιάζει το USA Today. Με μια μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών να θεωρούν ότι η χώρα οδεύει προς την λάθος κατεύθυνση, η Κάμαλα Χάρις δήλωσε, βασικά, ότι δεν θα έκανε διαφορετικούς χειρισμούς για τίποτα. Και μάλιστα, εκτός από τους άλλους, κορόιδευε και τον εαυτό της από τηλεοράσεως, καθώς ήταν λίγο πολύ γνωστά τα σημεία διαφωνίας της με τον Μπάιντεν, επί των οποίων θα μπορούσε να τοποθετηθεί και να ασκήσει την αυτοκριτική της.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Τα προσωπικά οικονομικά ως κριτήριο ψήφου και οι εκλογές στα χρόνια της ακρίβειας
«Ποτέ δεν έθαψε αρκετά το φάντασμα του Μπάιντεν, με αποτέλεσμα να περιορίζει σοβαρά την ικανότητά της να πουλά στους ψηφοφόρους την ιδέα πως η υποψηφιότητά της όντως θα γύριζε σελίδα», σημειώνει το Politico. Αυτή τη νέα σελίδα αναζητούσαν οι ψηφοφόροι και η Χάρις αρνήθηκε, αρνούμενη ταυτόχρονα να δημιουργήσει αποστάσεις που θα της επέτρεπαν να στείλει το μήνυμα πως αναγνωρίζει τα λάθη που έγιναν και θα επιδιώξει να τα διορθώσει. Από την στιγμή που δεν έβλεπε κανένα πρόβλημα, δεν έβλεπαν ούτε και οι ψηφοφόροι που είχαν σοβαρές ανησυχίες κάποιο λόγο να την ψηφίσουν.
Προφανώς και κανένας δεν είχε την απαίτηση η Χάρις να αποκηρύξει τον Μπάιντεν ή να διαφοροποιηθεί από τις κομματικές πολιτικές. Δεν παύει να είναι η Αντιπρόεδρός του και σημαίνων στέλεχος του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτό που ανέμενε, ωστόσο, ο κόσμος ήταν να δείξει πως ακούει τις ανησυχίες του και συμμερίζεται τους προβληματισμούς του. Ότι αντιλαμβάνεται ότι δεν έγιναν όλα τέλεια (τα exit polls έδειξαν ότι πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο οι πολίτες) και ότι υπάρχει περιθώριο διόρθωσης από μέρους της. Και εδώ είναι που απέτυχε η Κάμαλα Χάρις. Απέτυχε να αδράξει την ευκαιρία να στείλει το μήνυμα στους απλούς πολίτες ότι κατανοεί τις ανάγκες τους και ότι έχει πλάνο πώς να ανταποκριθεί σε αυτές.
Είναι κατανοητό ότι οι ισορροπίες για την Χάρις ήταν πολύ λεπτές. Κατέστη υποψήφια των Δημοκρατικών χωρίς να ακολουθηθούν οι θεσμικές διαδικασίες του κόμματος, ως μια λύση ανάγκης όταν αποσύρθηκε ο Τζο Μπάιντεν από την κούρσα σε λάθος χρονικό σημείο. Εντός του κόμματος γνώριζαν πολύ πιο πριν ότι ο 81χρονος απερχόμενος Πρόεδρος δεν είχε τις αντοχές για ακόμη μία τετραετία και είτε φοβούνταν να το θίξουν για λόγους σεβασμού, είτε δεν κατάφεραν εγκαίρως να τον πείσουν (οι απόψεις επ’ αυτού διίστανται). Η στιγμή που αποσύρθηκε, ωστόσο, δεν άφηνε περιθώρια ούτε για να γίνει η διαδικασία των primaries (στην οποία το πιθανότερο είναι η Χάρις να μην επικρατούσε γιατί υπήρχαν πολύ πιο δυνατοί ενδιαφερόμενοι), ούτε να συστηθεί ένας νέος υποψήφιος στο κοινό, καθώς πλέον μεσολαβούσε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μέχρι τις εκλογές και ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος ουσιαστικά έκανε προεκλογική εκστρατεία εδώ και τέσσερα χρόνια.
Στην προσπάθεια της Αντιπροέδρου, όμως, να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτόν τον σχεδόν χαριστικό διορισμό της ως υποψήφια και να δείξει ότι δεν προσπαθεί να αδειάσει σε καμία περίπτωση τον Τζο Μπάιντεν, στον οποίο αισθανόταν την ανάγκη να επιδείξει αφοσίωση, έφτασε στο σημείο να επιλέγει να μην αρθρώνει πολιτικό λόγο εκεί που χρειάζεται και να μην ασκεί την απαραίτητη αυτοκριτική, με αποτέλεσμα οι ψηφοφόροι να εισπράττουν την στάση της ως αδιαφορία για τα ζητήματα που επεσήμαναν.
Αυτή η αδυναμία αυτοκριτικής δεν περιορίζεται, όμως, στις μεγάλες χώρες και στην άλλη πλευρά του πλανήτη. Στην μικρή μας Κύπρο το πολιτικό προσωπικό είναι συχνά ένοχο για παρόμοιες συμπεριφορές. Για παράδειγμα, ενώ στη συλλογική συνείδηση η Κυβέρνηση Χριστόφια έχει κάνει πάρα πολλά λάθη, γεγονός που συνεχίζει να στοιχειώνει το ΑΚΕΛ τόσα χρόνια μετά και, σε κάποιο βαθμό, του στερεί τη δυνατότητα να βρεθεί ξανά στην εξουσία, το κόμμα της Αριστεράς ουδέποτε έδειξε να κάνει την αυτοκριτική του για αυτά τα σοβαρά ζητήματα της διακυβέρνησής του, προτιμώντας να παίζει άμυνα. Παρομοίως, η πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Αννίτα Δημητρίου, και άλλα στελέχη της παράταξης, συχνά πυκνά αρέσκονται να ασκούν κριτική στην Κυβέρνηση Χριστοδουλίδη για ανεπάρκειες της δικής τους Κυβέρνησης που κληρονόμησε και προβλήματα που επί μία δεκαετία ο ΔΗΣΥ δεν έλυσε, χωρίς να δείχνουν να αντιλαμβάνονται πώς εισπράττει ο κόσμος αυτή την προσέγγιση.
Μετά το πατατράκ στις Ευρωεκλογές, όταν ένας άσχετος με την πολιτική influencer εξελέγη ευρωβουλευτής και όλα τα κόμματα, πλην του ΕΛΑΜ, είδαν τα ποσοστά τους να διολισθαίνουν, οι πολιτικές δυνάμεις διακήρυσσαν ότι έκαναν την αυτοκριτική τους. Ότι εντόπισαν τα προβλήματα, τα ανέλυσαν και βρήκαν τι έπρεπε να κάνουν για να ανταποκριθούν στις επικρίσεις της κοινωνίας. Και, όπως αποδεικνύεται μέρα με την ημέρα, το έκαναν για να τηρήσουν τα προσχήματα, ώστε να διαχειριστούν επικοινωνιακά το χαστούκι από τους ψηφοφόρους, αφού στην πράξη δεν είδαμε να συμβαίνει καμία ουσιαστική αλλαγή πέντε μήνες μετά.
Ακόμη και τα κόμματα που ανακοίνωσαν ότι θα κάνουν συνέδρια πάνε με το πάσο τους και θα τα πραγματοποιήσουν με τη νέα χρονιά, ενώ δεν υπήρξε κάποια αξιοσημείωτη αλλαγή στον πολιτικό λόγο, στον τρόπο επικοινωνίας με τους πολίτες και γενικά στην ευρύτερη στάση των πολιτικών δυνάμεων, που να δείχνει ότι πραγματικά κατάλαβαν γιατί οι ψηφοφόροι τους εκδικήθηκαν στις Ευρωεκλογές. Αντιθέτως, δείχνουν πως μάλλον βολεύτηκαν που ξεχάστηκε η συλλογική αποτυχία και συνεχίζουν στην πεπατημένη, χωρίς η αυτοκριτική να έχει κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα.
Μπορεί τα κυπριακά κόμματα να μην έχουν βλέψεις για το οβάλ γραφείο, έχουν όμως για όσα περισσότερα έδρανα στην επόμενη Βουλή των Αντιπροσώπων. Και ο στόχος αυτός δεν θα επιτευχθεί, όταν οι πολίτες εξακολουθούν να πιστεύουν ότι δεν τους ακούν και δεν προσαρμόζονται στις ανάγκες τους.