Αυτισμός και η ποικιλομορφία του

Ο αυτισμός, γνωστός και ως Διαταραχή του Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ), αποτελεί μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στην επικοινωνία, την κοινωνική αλληλεπίδραση και τη δημιουργία ή διατήρηση σχέσεων, καθώς και από περιορισμένες, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές. Ο όρος «φάσμα» αντικατοπτρίζει την ποικιλομορφία της ΔΑΦ, καθώς παρουσιάζεται με διαφορετικές μορφές και επίπεδα σοβαρότητας. Η ΔΑΦ εμφανίζεται τέσσερις φορές συχνότερα στα αγόρια σε σύγκριση με τα κορίτσια και επηρεάζει περίπου το 2,8% των παιδιών παγκοσμίως, ενώ στην Κύπρο το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 1,8%.

Πότε και πως διαγιγνώσκεται;

Τα πρώτα σημάδια της ΔΑΦ εμφανίζονται συνήθως πριν την ηλικία των δύο ετών, ενώ η διάγνωση είναι πιο αξιόπιστη μετά την ηλικία των τριών ετών. Τα χαρακτηριστικά της ΔΑΦ ενδέχεται να γίνουν πιο έντονα όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος υπερβαίνουν τις ικανότητες του παιδιού, οδηγώντας σε δυσκολίες προσαρμογής και συμμετοχής στις καθημερινές δραστηριότητες. Η διάγνωση βασίζεται στη συλλογή λεπτομερούς αναπτυξιακού ιστορικού και σε κλινικές παρατηρήσεις, προκειμένου να αξιολογηθούν οι δεξιότητες που αναμένονται για την ηλικία του ατόμου. Εξειδικευμένα εργαλεία ανίχνευσης συμβάλλουν επίσης στη διάγνωση. Επαγγελματίες όπως Εργοθεραπευτές, Λογοθεραπευτές, Εκπαιδευτικοί/Σχολικοί Ψυχολόγοι και Φυσιοθεραπευτές διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην αξιολόγηση των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του ατόμου, βοηθώντας στη διαμόρφωση ενός εξατομικευμένου παρεμβατικού πλάνου.

Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την εμφάνιση της ΔΑΦ;

Η εμφάνιση της ΔΑΦ αποδίδεται σε μια σύνθετη αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, οι οποίοι επιδρούν κυρίως κατά τις ευαίσθητες περιόδους της πρώιμης ανάπτυξης του εγκεφάλου. Οι γενετικοί παράγοντες διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο, με πληθώρα μελετών να δείχνουν την ισχυρή κληρονομική φύση της ΔΑΦ. Συγκεκριμένα, μετα-αναλύσεις σε μελέτες μονοζυγωτικών διδύμων υποδεικνύουν ότι το 70-90% του κινδύνου εμφάνισης της διαταραχής μπορεί να αποδοθεί στη γενετική προδιάθεση. Ορισμένα γονίδια που συνδέονται με τη ΔΑΦ επηρεάζουν τη λειτουργία των νευρώνων και τη σύνδεση ανάμεσα σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζονται η ανάπτυξη του νευρικού συστήματος και η σωστή λειτουργία του.

Παράλληλα, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες συμβάλλουν στην εμφάνιση της ΔΑΦ. Αυτοί περιλαμβάνουν την προχωρημένη ηλικία των γονέων, ιδίως του πατέρα, την προγεννητική έκθεση σε τερατογόνες ουσίες, όπως το αλκοόλ, καθώς και προβλήματα υγείας της μητέρας, όπως η παχυσαρκία και ο διαβήτης. Επιπλέον, επιπλοκές κατά τον τοκετό, όπως η έλλειψη οξυγόνου και το πολύ χαμηλό βάρος γέννησης, έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της ΔΑΦ. Συμπερασματικά, η ολιστική διερεύνηση τόσο των γενετικών όσο και των περιβαλλοντικών παραμέτρων μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα την αιτιολογία της διαταραχής, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή κατάλληλων προληπτικών και θεραπευτικών μέτρων.

Πώς επηρεάζει η ποικιλομορφία της ΔΑΦ την ανάγκη για εξατομικευμένες παρεμβάσεις;

H ποικιλομορφία της ΔΑΦ αναδεικνύεται από το γεγονός ότι εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε άτομο, καθώς οι ικανότητες, οι δυνατότητες και οι προκλήσεις διαφέρουν σημαντικά. Ορισμένα άτομα με ΔΑΦ διαθέτουν επαρκείς λεκτικές ικανότητες, ενώ άλλα μπορεί να είναι μη λεκτικά ή να παρουσιάζουν περιορισμένες λεκτικές δεξιότητες. Επιπλέον, η ΔΑΦ συνυπάρχει συχνά με άλλες διαταραχές, όπως η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), συναισθηματικές δυσκολίες, επιληψία, νοητικές αδυναμίες, καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ομιλίας και δυσπραξία. Η συνύπαρξη αυτών των δυσκολιών και η ποικιλία των συμπτωμάτων της ΔΑΦ επιφέρουν πολλαπλές συνέπειες, τόσο στο ίδιο το άτομο όσο και στην οικογένειά του.

Τα παιδιά με ΔΑΦ και οι οικογένειές τους έχουν αναφαίρετο δικαίωμα πρόσβασης σε υπηρεσίες έγκαιρης παρέμβασης, οι οποίες πρέπει να είναι συστηματικές και προσαρμοσμένες στις ανάγκες και τις ικανότητές τους. Η έγκαιρη παρέμβαση είναι υψίστης σημασίας, καθώς μπορεί να διαμορφώσει καθοριστικά την αναπτυξιακή τους πορεία σε τομείς όπως η επικοινωνία, η αυτοεξυπηρέτηση, η προσαρμοστική συμπεριφορά και η κοινωνική ένταξη. Οι Σχολικοί/Εκπαιδευτικοί Ψυχολόγοι μπορούν επίσης να συμβάλουν στην ψυχολογική υποστήριξη και ενδυνάμωση των παιδιών με ΔΑΦ, καθώς και των οικογενειών τους. Με κατάλληλες παρεμβάσεις, η λειτουργικότητα των παιδιών με ΔΑΦ μπορεί να βελτιωθεί, ενισχύοντας την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται και να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις που προκύπτουν.

Εν κατακλείδι, η αποτελεσματική υποστήριξη των παιδιών με ΔΑΦ απαιτεί διεπιστημονική συνεργασία. Είναι αναγκαίος ο συντονισμός μεταξύ Σχολικών/Εκπαιδευτικών Ψυχολόγων, εκπαιδευτικού προσωπικού και άλλων ειδικών, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή ένταξή τους στο σχολικό και ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Μόνο μέσω αυτής της συνεργατικής προσέγγισης μπορούν οι μαθητές να λάβουν την κατάλληλη υποστήριξη, επιτρέποντάς τους να αναπτύξουν στο μέγιστο τις δυνατότητές τους και να γίνουν ενεργά μέλη της κοινωνίας.

Ελένη Χριστοδούλου BSc, MSc

Ειδικευόμενη Εκπαιδευτική/ Σχολική Ψυχολόγος

Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας

Υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας

Δειτε Επισης

Η εκλογή Τραμπ-Μήνυμα προς την Ευρώπη
Τα Νηπιαγωγεία μας Κρατούν; Η Επείγουσα Ανάγκη Ενίσχυσης της Προδημοτικής Εκπαίδευσης
Η επόμενη μέρα των εκλογών στις ΗΠΑ
Νομικό τμήμα Αστυνομίας. Μια έτσι, μια γιουβέτσι
Αρχηγό Αστυνομίας αλλάξαμε. Νοοτροπία αλλάξαμε;
Ας μην βάζουμε το φυσικό αέριο του Αζερμπαϊτζάν πάνω από ανθρώπινες ζωές
Πολιτική επιχειρηματολογία έναντι ευχολογίων
Αυτισμός και η ποικιλομορφία του
Συμβασιούχοι Οπλίτες: Άμεση ανάγκη για στήριξη και αναβάθμιση τους στην Εθνική Φρουρά
Η έκθεση Ντράγκι και η επιβίωση της ΕΕ