Η απομόνωση του ΕΛΑΜ από το σύστημα, το ταμπού της συζήτησης και ρόλος του στις εκλογές
Μικαέλλα Λοΐζου 06:00 - 03 Ιανουαρίου 2024
Από τις διαβουλεύσεις που γίνονται μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, με στόχο να επιτευχθούν συνεργασίες για τη διεκδίκηση των υψηλόβαθμων αξιωμάτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, απουσιάζει μόνο ένα κόμμα, το ΕΛΑΜ. Ή τουλάχιστον αυτή η εντύπωση δίνεται, καθώς οι πληροφορίες λένε πως κάθε άλλο παρά εκτός της συζήτησης είναι.
Για κάποιους αυτή η απουσία συνιστά παραδοξότητα, υπό την έννοια ότι το ΕΛΑΜ είναι το τέταρτο σε δύναμη κόμμα με βάση τα αποτελέσματα των Βουλευτικών Εκλογών και, σύμφωνα με κάποια σενάρια, που δεν είναι απαραίτητο ότι θα επαληθευτούν αλλά είναι υπαρκτά, θα μπορούσε ακόμη και να ξεπεράσει το ΔΗΚΟ στις Ευρωεκλογές και να καταστεί τρίτη δύναμη μετά τις διπλές εκλογές. Διαμορφώνεται, συνεπώς, μία κατάσταση που τα άλλα κόμματα μπορεί να επιλέγουν να μην μιλούν με το ΕΛΑΜ, αλλά δεν μπορούν πλέον να το αγνοούν.
Το ΕΛΑΜ είναι ένα βαθιά απομονωμένο κόμμα από το υπόλοιπο σύστημα. Στην πραγματικότητα θεωρείται ταμπού για τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις να συνομιλούν και να συμπράττουν μαζί του, παρόλο που ατύπως αυτό γίνεται συνεχώς σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Η ακροδεξιά προσέγγιση του κόμματος ωστόσο, σε συνδυασμό με κάποιες θέσεις του που ερμηνεύονται από τους υπόλοιπους ως βαθιά συντηρητικές ή ρατσιστικές, δεν του επιτρέπουν να χτίσει ουσιαστικές γέφυρες συνεργασίας όλα αυτά τα χρόνια. Αν και το ΕΛΑΜ θεωρεί λανθασμένη την εικόνα που έχει καλλιεργηθεί για αυτό και δυνητικά θα μπορούσε να προσπαθήσει να την ανατρέψει, δεν κάνει ιδιαίτερες ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση, αφού η απομόνωση του επιτρέπει να διατηρεί τον ρόλο του αντισυστημικού κόμματος και να απορροφά με σχετική ευκολία ψήφο διαμαρτυρίας, ενώ ταυτόχρονα χτίζει σιγά σιγά τη δική του εκλογική βάση. Κοινώς, σε κάποιο βαθμό, επαναπαύεται από αυτήν την απομόνωση για να μεγαλώνει, ποντάροντας στην αποστροφή των ψηφοφόρων προς το σύστημα που το περιθωριοποιεί.
Είναι σαφές πως, με την πάροδο του χρόνου, το ΕΛΑΜ προβαίνει σε ενέργειες που αποσκοπούν να εμπεδώσουν τον ρόλο του στον πολιτικό χάρτη. Ενδεχομένως να μπορούσε να διαδραματίσει ένα πιο ρυθμιστικό προφίλ εάν διατηρούσε και τους τέσσερις του βουλευτές, ωστόσο η αποπομπή του Ανδρέα Θεμιστοκλέους, ακριβώς επειδή δεν ευθυγραμμιζόταν με την εικόνα που επιθυμεί να έχουν οι εκπρόσωποί του στη Βουλή, του στέρησε αυτή την ευκαιρία, αφού μείωσε τις ψήφους του σε τρεις. Ωστόσο, ο ρόλος που είχε στην εκλογή της Αννίτας Δημητρίου στην Προεδρία της Βουλής ήταν μια ξεκάθαρη ένδειξη για την ικανότητά του να διεισδύει στο σύστημα και να το επηρεάζει, ο οποίος, υπό κάποιες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να ήταν και μεγαλύτερος.
Είναι, όμως, ξεκάθαρο πως το ΕΛΑΜ, παρά τις στρατηγικές αυτές κινήσεις, δεν κατάφερε ακόμη να επιτύχει αυτό που πέτυχαν άλλα κόμματα του ακροδεξιού τόξου στην Ευρώπη, τα οποία καταφέρνουν να αξιοποιήσουν τη δυναμική τους για να λάβουν μέρος σε κυβερνητικούς συνασπισμούς. Για κάποιους είναι θέμα χρόνου σιγά σιγά το σύστημα να στραφεί προς το ΕΛΑΜ, ενώ άλλοι θεωρούν ότι το πολιτικό σύστημα -ή το δημοκρατικό τόξο, όπως το αποκαλούν- δεν θα πρέπει να δημιουργήσει κανένα χώρο για ένα τέτοιο κόμμα και η απομόνωση του είναι θέμα αρχής και έχει ιδεολογικό υπόβαθρο.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΕΛΑΜ δεν συμμετέχει στις επίσημες διαβουλεύσεις που κάνουν μεταξύ τους τα κόμματα για τις τοπικές εκλογές. Όμως το εθνικιστικό κόμμα θα συμμετέχει στις εκλογές. Και αυτή τη φορά, η παρουσία του σε αυτές αναμένεται να είναι πολύ πιο δυναμική από το 2016, όταν τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Θεωρείται αρκετά πιθανόν να διευρύνει τη συμμετοχή του στα Δημοτικά Συμβούλια, ενώ κάνει σοβαρές σκέψεις να διεκδικήσει Δημαρχίες με προβεβλημένα στελέχη του, όπως για παράδειγμα τον Δήμο Αμμοχώστου με τον βουλευτή Λίνο Παπαγιάννη και τον Δήμο Λάρνακας με τον βουλευτή Σωτήρη Ιωάννου. Το ΕΛΑΜ προφανώς και γνωρίζει ότι οι πιθανότητες εκλογής τους είναι περιορισμένες, αλλά το ίδιο ίσχυε και για την υποψηφιότητα Χρίστου Χρίστου στις Προεδρικές. Όμως, εάν προχωρήσει τελικά με αυτές τις υποψηφιότητες θα δηλώσει παρουσία, κάτι που εμπίπτει στην ευρύτερη προσπάθεια της ενδυνάμωσης της θέσης του στον χάρτη, αφού θα καταστεί και σε αυτό το επίπεδο πιο υπολογίσιμη δύναμη. Εάν, για παράδειγμα, ο υποψήφιος του ΕΛΑΜ σε ένα Δήμο είναι σε θέση να αντλήσει το 10% των ψήφων, είναι ποσοστό αρκετά μεγάλο ώστε να αλλάξει τις δυναμικές μεταξύ των υποψηφίων των συνεργασιών των άλλων κομμάτων, αναλόγως από τις δεξαμενές που θα προέρχονται αυτές οι ψήφοι.
Πέραν της αξιοποίησης των δικών του στελεχών όμως, το ΕΛΑΜ, πίσω από τις κλειστές πόρτες, εδώ και πολύ καιρό κάνει συζητήσεις με δεδηλωμένους και εν δυνάμει υποψήφιους. Γιατί μπορεί τα κόμματά τους να μην θέλουν να συζητήσουν μαζί του, οι ίδιοι οι υποψήφιοι όμως δεν έχουν κανένα πρόβλημα σε αρκετές περιπτώσεις, αφού αντιλαμβάνονται ότι το ποσοστό που δυνητικά ελέγχει το ΕΛΑΜ σε ορισμένες περιοχές μπορεί να αποβεί καθοριστικό για την έκβαση της εκλογικής διαδικασίας. Γι’ αυτό και επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την στήριξη του κόμματος, είτε επίσημα είτε ανεπίσημα.
Το ερώτημα είναι, βεβαίως, πώς θα αντιδράσουν τα κόμματα που θεωρητικά δεν μιλιούνται με το ΕΛΑΜ, εάν βρεθούν ξαφνικά στο ίδιο στρατόπεδο μαζί του, υποστηρίζοντας επισήμως τα ίδια πρόσωπα, χωρίς να έχουν κάποια συμφωνία μαζί του. Πρόκειται για μία κατάσταση πρωτοφανή, καθώς στο παρελθόν ουσιαστικά ποτέ δεν βρέθηκαν τα υπόλοιπα κόμματα ενώπιον ενός τέτοιου ενδεχομένου, το οποίο ρεαλιστικά φαίνεται ορατό σήμερα, που είναι πιο δύσκολο να παραβλέψει κάποιος το τέταρτο κόμμα. Πώς μπορεί να συμβιώσει το ταμπού με την συνύπαρξη σε ένα επιτελείο; Και κυρίως πώς θα διαχειριστούν μια τέτοια κατάσταση, που μπορεί εύκολα να αποτελέσει πεδίο επιθέσεων και αντιπαραθέσεων;