Εκτός δίκης του ομαδικού βιασμού το DNA κατηγορουμένων-Δεν τηρήθηκε η διαδικασία, δικαστική κατσάδα σε Αστυνομία
17:40 - 29 Ιανουαρίου 2024
«Με δεδομένη την κατάληξη μας ότι δεν υπήρξε έγκυρη συναίνεση αλλά ούτε και εξασφαλίστηκε σχετικό διάταγμα, είναι προφανές πως η λήψη των παρειακών επιχρισμάτων έγινε κατά παράβαση του άρθρου 25(1)(α). Με δεδομένο όμως και το ότι ως και πιο πάνω αναφέραμε η λήψη των παρειακών εμπίπτει και προστατεύεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, έπεται πως η λήψη τους χωρίς έγκυρη συγκατάθεση ή διάταγμα Δικαστηρίου παραβιάζει συνταγματικό δικαίωμα των Κατηγορουμένων 4 και 5 και ως τέτοια δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο την άσκηση διακριτικής ευχέρειας προς αποδοχή τους»
Αυτή ήταν η απόφαση του Κακουργιοδικείου, στα πλαίσια της δίκης εντός δίκης, σε σχέση με την ένσταση που υπέβαλε η υπεράσπιση των δύο εκ των πέντε κατηγορουμένων, στην υπόθεση του ομαδικού βιασμού 20χρονης στην Αγία Νάπα, αναφορικά με την κατάθεση του DNA τους που λήφθηκε από την Αστυνομία, καθώς όπως διαφάνηκε, δεν εξασφάλισαν σχετικά διατάγματα και δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία, ώστε οι ύποπτοι να γνώριζαν τις συνέπειες της συγκατάθεσης τους.
Όπως προκύπτει από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, οι δύο εκ των κατηγορουμένων, ενώ τελούσαν υπό κράτηση με βάση διάταγμα προφυλάκισης, τους ζητήθηκαν να δώσουν, μεταξύ άλλων, παρειακά επιχρίσματα, κάτι για το οποίο απάντησαν θετικά και υπέγραψαν σχετικά, χωρίς να φέρουν ένσταση.
Ωστόσο, ήταν η θέση του δικηγόρου τους, Πάρη Λοϊζου, πως ο αστυνομικός δεν τους έδωσε γραπτό έντυπο συγκατάθεσης για να μην αντιληφθούν ότι είχαν δικαίωμα να αρνηθούν, ενώ υπέδειξε, πως ακόμα και αν τους ενημέρωσε προφορικά, το έπραξε ομιλώντας την αγγλική γλώσσα, την οποία οι κατηγορούμενοι δεν αντιλαμβάνονται. Επιπρόσθετα, ήταν η θέση της υπεράσπισης πως ακόμα και αν το Δικαστήριο ήθελε αποδεχθεί ότι τα γεγονότα έλαβαν χώρα όπως τα περιέγραψε ο μάρτυρας από πλευράς Αστυνομίας και πως οι δύο κατηγορούμενοι αντιλήφθηκαν τα όσα τους ανέφερε, και πάλι η συναίνεσή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρη και κατ΄ επέκταση ως ικανοποιούσα τη σχετική προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 25(1)(α) του Ν,73(1)/2004. Και τούτο διότι, όπως υποστηρίχθηκε, με αναφορά και στη σχετική νομολογία, για να είναι έγκυρη η συναίνεση κάποιου προσώπου που στην ουσία απεμπολεί κάποιο συνταγματικό δικαίωμα του, θα πρέπει να έχει προηγουμένως πληροφορηθεί και αντιληφθεί αφενός ότι αποτελεί δικαίωμά του να αρνηθεί να συγκατατεθεί και αφετέρου, τις συνέπειες της τυχόν συναίνεσής του και δη πως ό,τι προκύψει θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον του.
Το Κακουργιοδικείου, αφού άκουσε τις θέσεις και των δύο πλευρών, θέλησε μεταξύ άλλων να παραπέμψει σε απόφαση, αναφορικά με την ερμηνεία των άρθρων 15(1) και 17(1) του Συντάγματος, όπου κρίθηκε ότι το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 15, καλύπτει ολόκληρο το χώρο που εξ αντικειμένου εμπίπτει στην ιδιωτική λειτουργία του ατόμου. Διακηρύχθηκε δε, ότι η διαφύλαξη της ιδιωτικής ζωής και της ελεύθερης επικοινωνίας ως θεμελιωδών ελευθεριών του ατόμου, σκοπεί στην θεμελίωση της αυτονομίας του ατόμου σε τομείς όπου η ανθρώπινη υπόσταση επιτάσσει την αυτοτελή λειτουργία του. Επισημάνθηκε επίσης, ότι η άσκηση των εν λόγω συνταγματικών δικαιωμάτων δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό εκτός από αυτούς που τίθενται βάσει νόμου και μόνο για τους σκοπούς που ορίζονται από τις παραγράφους 2 των εν λόγω διατάξεων.
Συνεπώς, δεδομένου πως η λήψη των παρειακών επιχρισμάτων εμπίπτει και προστατεύεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το Κακουργιοδικείο υπέδειξε «πως η συναίνεση στη λήψη τους συνιστά παραίτηση από συνταγματικό δικαίωμα και ως τέτοια προϋπέθετε, για να είναι έγκυρη, γνώση του δικαιώματος του υποκειμένου να αρνηθεί, καθώς επίσης και των συνεπειών από την παραχώρηση της συγκατάθεσης του».
Στην βάση των όσων κατατέθηκαν, προκύπτει πως η Αστυνομία ουδέποτε ανέφερε πως πληροφόρησε τους κατηγορούμενους ως προς τις συνέπειες της τυχόν παραχώρησης της συναίνεσης τους και επομένως δεν είχαν αντιληφθεί την παράμετρο αυτή προτού παραχωρήσουν τη συναίνεση τους.
«Σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία και τη σχετική κατάληξη μας, ο μάρτυρας ανέφερε στους Κατηγορούμενους 4 και 5 «I want to get samples of DNA, finger prints and photos, you can refuse to give samples of DNA, finger prints and photos» και οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 του απάντησαν θετικά, λέγοντας του «Οκ» και ακολούθως προχώρησε στη λήψη τους. Δεν ανέφερε ποτέ ο μάρτυρας ότι επεξήγησε στους Κατηγορούμενους τη σημασία της συγκατάθεσης τους και τις πιθανές συνέπειες της συναίνεσης τους κατά την εξέλιξη της υπόθεσης. Θεωρούμε δε πως σε καμία περίπτωση μπορεί το Δικαστήριο, σε αυτό το πλαίσιο όπου εξετάζεται το νόμιμο της παραίτησης από συνταγματικό δικαίωμα, να εκλάβει ως δεδομένο πως επεξηγήθηκαν στους Κατηγορούμενους 4 και 5 τούτες οι συνέπειες, ως εκ των γενικών αναφορών του μάρτυρα κατά την αντεξέταση του, ότι «αντελήφθησαν πλήρως τα δικαιώματα τους» και «τους επεξηγήθηκαν πλήρως τα δικαιώματα τους», από τη στιγμή που κατά τη μαρτυρία του σε κανένα σημείο δεν ανέφερε ότι τους επεξήγησε τις συνέπειες της τυχόν παραχώρησης της συναίνεσης τους, αλλά μόνο το δικαίωμα τους ν’ αρνηθούν. Για τον ίδιο λόγο, η πιο πάνω κατάληξη μας, δεν διαφοροποιείται ούτε αν συνεκτιμήσουμε την απάντηση του μάρτυρα στην υποβολή που του τέθηκε, ότι δηλαδή δεν τους επεξηγήθηκε ότι η μαρτυρία που λαμβανόταν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον τους, όπου ο μάρτυρας απάντησε, λέγοντας «Ανέφερα προηγουμένως ότι τους επεξήγησα», αφού στην πραγματικότη ητα δεν είχε αναφέρει προηγουμένως οτιδήποτε συγκεκριμένο επί του προκειμένου».
Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, ανέφερε πως η γραπτή συγκατάθεση για λήψη παρειακών επιχρισμάτων που κατατέθηκε στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης και η οποία αφορά άλλο πρόσωπο, που δεν έχει εν τέλει κατηγορηθεί, αποτελεί ουσιαστικά το στερεότυπο έντυπο που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό από την Αστυνομία.
«Δεν έχει διαφύγει βέβαια του Δικαστηρίου η αναφορά του μάρτυρα ότι αυτό χρησιμοποιείται συνήθως για πρόσωπα που δεν συνελήφθησαν, όμως είναι σαφές ότι με αυτό δεν έχει αποκλείσει τη γενικότερη χρήση του. Σημειώνουμε δε εδώ, ότι δεν θα μας απασχολήσει αν το πρόσωπο που υπέγραψε το συγκεκριμένο έγγραφο ήταν υπό κράτηση ή όχι, διότι δεν είναι αναγκαίο για σκοπούς της παρούσας. Ό,τι όμως έχει σημασία να τονιστεί, είναι ότι στο συγκεκριμένο έγγραφο, πέραν της πληροφόρησης που εμπεριέχει ότι το πρόσωπο δεν είναι υποχρεωμένο να δώσει δείγματα, εμπεριέχει και σχετική πληροφόρηση πως «οτιδήποτε ανευρεθεί, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία». Συναφώς, προκύπτει ότι σαφώς είναι σε γνώση της Αστυνομίας ότι για να ενημερωθεί ολοκληρωμένα ένα πρόσωπο πριν τη λήψη του γενετικού του υλικού, θα πρέπει να του τεθεί όχι μόνον το δικαίωμα του ν’ αρνηθεί, αλλά επιπλέον θα πρέπει να γνωρίζει και τις συνέπειες της συγκατάθεσης του», υπέδειξε το Κακουργιοδικείο.